*
Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
«Η Ανθούλα τώρα με γερμένο το κεφάλι της μιλούσε με το θάνατο. Στεκόμουν στη μέση της κάμαρας, τρελός μέσα στην απελπισία μου… Δεκάξι του μηνός Απριλίου, Αγάπης, Ειρήνης, Χιονίας μαρτύρων. Εν αγάπη μένε. Εν ειρήνη αναπαύσου. Λευκοτέρα χιόνος. Ένα πάθος είχε πεθάνει» γράφει ο Γιώργος Βαφόπουλος*όταν χάνει τον μεγάλο του έρωτα. Ο ποιητής πρωτογνωρίστηκε με την 15χρονη τότε Ανθούλα Σταθοπούλου το 1924. Όταν εκείνη, σύζυγός του πλέον, πεθαίνει από φυματίωση το 1935, είναι 26 ετών.
Η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου φοίτησε στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και στη Γαλλική Σχολή Καλογραιών. Για σύντομο χρονικό διάστημα εργάστηκε στη Δημαρχία Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου της Θεσσαλονίκης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε με δημοσιεύσεις στίχων της σε λογοτεχνικά περιοδικά της συμπρωτεύουσας και της Αθήνας (Μακεδονικές Ημέρες, Νέα Αλήθεια, Νέα Εστία κ.α.). Το 1932 κυκλοφόρησε η πρώτη και μοναδική της ποιητική συλλογή με τίτλο Νύχτες αγρύπνιας, ενώ τα δύο έργα της για το θέατρο (Ντίνα Πέλλη και Την τελευταίαν στιγμή, γραμμένα το 1934) παραστάθηκαν από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Θεσσαλονίκης σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη.
*
*
Ένα χρόνο μετά, με έξοδα του δήμου Θεσσαλονίκης και επιμέλεια του Γιώργου Βαφόπουλου, κυκλοφορεί η έκδοση Έργα με συγκεντρωμένα τα ποιήματα, τα διηγήματά και τα δύο θεατρικά της έργα. Στον πρόλογο της έκδοσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει:
Μα τώρα πάλι ρωτιέμαι: ποιος θα γνωρίσει έτσι την ψυχή της, ποιος θα διαβάσει τα έργα της, ποιος θα γνωρίσει την ψυχή της και δε θα την αγαπήσει σαν εμάς;
~.~
Έτυχε να διαβάζω πρόσφατα κατιτίς από τον Βαφόπουλο, «ασκαύλους είπαν κάτι άλλους ασκούς, που ξέραν να τραγουδούνε στους παλιούς εκείνους χρόνους», ενώ σε ένα παράλληλο εγχώριο σύμπαν σκάγανε φουσκίτσες για τον χωρισμό της δείνα με τον τάδε με εξονυχιστικές λεπτομέρειες για την αιτία χωρισμού, για τον τόπο τέλεσης του «εγκλήματος» –«επιβίωσαν και τούτοι ως φαίνεται στων χωριών τις πίπιζες»– και φούσκα στην φούσκα, ασκό στον ασκό, κάποτε κι ο Βαφόπουλος έτυχε κρεμάσματος, όταν από τις 12 έως τις 16 Φεβρουαρίου του 1932, οι αναγνώστες της εφημερίδας Μακεδονία παρακολούθησαν ένα ιδιότυπο αστυνομικό ερωτικό και ψυχαναλυτικό ρεπορτάζ.
Το πρώτο ρεπορτάζ της εφημερίδας που φέρει την υπογραφή «Φ» ίσως πρέπει να αποδοθεί στον τότε αρχισυντάκτη Νίκο Φαρδή. (Τα υπόλοιπα, αν και παρόμοιας γραφής, είναι ανυπόγραφα.) Ξεκινάει με την «εξαφάνιση» του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, του «χαριτωμένου Μακεδόνα ψάλτη», όπως τον αποκαλεί. Η σχετική «έρευνα» δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα, με συμπρωταγωνίστρια σε αυτό το θρίλερ, φυσικά, την ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου, με την οποία ο ποιητής είχε μία εκρηκτική σχέση πάθους:
δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας
κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμιά,
λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά
στο βάρος μιας τρελής αδυναμίας
αναφέρει η ίδια για τον έρωτά τους, «εξαίσιο μείγμα αγγελικότητας και δαιμονισμού, μια φύση πλασμένη από παράδεισο και κόλαση», την χαρακτηρίζει ο ποιητής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ρεπορτάζ αυτά παρουσιάζει η πολύ καλή γνώση του ποιητικού λόγου του Γιώργου Βαφόπουλου. Μάλιστα ο συντάκτης τον χρησιμοποιεί ως στοιχείο διακρίβωσης της ψυχολογικής κατάστασης του ποιητή, που τον οδήγησε στην εξαφάνιση.
Κάτω από τον τίτλο «ΠΟΙΗΣΙΣ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ… Η τραγωδία ενός έρωτος», μαθαίνουμε ότι ο «γλυκύς Μακεδών ποιητής» είχε καταφύγει στο Άγιον Όρος. Πειστήριο γι’ αυτό, αποφαίνεται ο συντάκτης, η μία επιστολή που είχε αφήσει στην αγαπημένη του. (Ο Βαφόπουλος ισχυρίζεται, στον πρώτο τόμο που τιτλοφορείται «Το πάθος» στις Σελίδες αυτοβιογραφίας, πως επειδή είδε την προσωπική του ιστορία δημοσιευμένη στην εφημερίδα ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, δυσαρεστήθηκε ιδιαίτερα και η θλίψη κι η απόγνωσή του συνέβαλαν στο να αλλάξει κατεύθυνση και να διαφεύγει στο Όρος). Στήνοντας λεπτομερώς μπακ βοις («η Ανθούλα τρελή από τον πόνο προσπάθησε να τον σταματήσει») καθώς και σκηνικά όμοια ταινιών («ο Βαφόπουλος με σταθερότητα κατέβηκε τη σκάλα του ξενοδοχείου «Αθήναι»), ευρισκόμενος ταυτόχρονα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο συντάκτης Φ., παραθέτοντας διαλόγους σαπουνόπερας, ανάμεσα σε δηλώσεις, σε χιούμορ και ειρωνεία, μπλέκει κι άλλα πρόσωπα κι είναι δηκτικός όχι μόνο εις βάρος των δύο πρωταγωνιστών, αλλά κι εναντίον κάποιων τρίτων, δευτεραγωνιστών στην υπόθεση.
Ένας από αυτούς, είναι ο Βολιώτης ποιητής, ηθοποιός και δημοσιογράφος Θεοφάνης Κατσόμαλος, που έγραφε με το ψευδώνυμο Φάνις Μιράνας, ο οποίος είχε πάει κι αυτός στον Άθωνα για να ξεχάσει, αναφέρει, τον «άγονο αγώνα της αγάπης» του προς την Ανθούλα και κάπως έτσι από χρόνια πολλά πριν, κάποιοι επέμεναν κι επιμένουν ακόμη να ασχολούνται «με έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος» ενόσω ο κόσμος καίγεται έξω από τις λέξεις.
~.~
Παρασκευή, 12 Φεβρουαρίου 1932
ΠΟΙΗΣΙΣ ΠΟΝΟΥ ΚΑΙ ΕΙΔΥΛΛΙΟΥ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Γ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ ΕΞΗΦΑΝΙΣΘΗ ΑΠΟ ΠΡΟΧΘΕΣ
Μια φήμη εκυκλοφόρησε χθες ευρύτατα. Ο γλυκύς Μακεδών ποιητής Γεώργιος Βαφόπουλος εξηφανίσθη. Οι δυνάμενοι να γνωρίζουν τας λεπτομερείας της ζωής του ποιητού, δεν ηδύναντο να δώσουν χθες καμμίαν σχετικήν πληροφορίαν. Ο εξαφανισθείς ποιητής δεν άφησεν καμμίαν ένδειξιν περί του τόπου, εις ον κατηυθύνθη. Μόνον εις την μνηστήν του δ)δα Ανθούλαν Σταθοπούλου, την γνωστήν, λεπτήν και αισθηματικήν ποιήτριαν, μετά της οποίας από μακρού συνδέεται με λεπτόν, όσον και ευγενικόν αίσθημα αλλά και δι’ υποσχέσεως γάμου, εδήλωσεν, ότι απόφασίς του ήτο να εξαφανισθή από προσώπου της γης.
— Έτσι που ήλθαν τα πράγματα, αγαπητή μου, της είπε, δεν υπάρχει πλέον ελπίς για την χαρά! Φεύγω!
— Και για πού;
— Για τον τόπο που βρίσκουν την ανάπαυσιν οι θλιμμένες ψυχές! Για το Άγιον Όρος!
— Αν είναι δυνατόν!
— Είναι!
Η Ανθούλα τρελή από τον πόνο, δοκίμασε να τον σταματήση:
— Γεώργο! Είναι αδύνατο να κάνης αυτό που λες! Έχουμε υποχρέωσι να ζήσουμε και να δημιουργήσουμε! Στο Άγιον Όρος είναι ο τάφος!
— Σωστά! Έτσι που ήλθαν τα πράγματα, σου επαναλαμβάνω, κάπου εκεί πρέπει να τελειώσουν!
Τίποτε δεν ίσχυσε να μετατρέψη την απόφασιν του. Ούτε εκκλήσεις, ούτε εξορκισμός, ούτε ο έρως.
Ο ποιητής με σταθερότητα κατέβηκε την σκάλα του ξενοδοχείου «Αθήναι» και από τριημέρου δεν ανεφάνη.
ΜΕΡΙΚΑΙ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Διά να κατανοηθή πως ο χαριτωμένος Μακεδών ψάλτης εξηφανίσθη –εφ’ όσον επραγματοποίησε την προς την μνηστήν του σαφώς δηλωθείσαν απόφασίν του– πρέπει ν’ ανατρέξομεν εις τας λεπτομερείας του βίου του. Ο Γιώργος Βαφόπουλος από ετών τώρα κατετρύχετο από νόσον δεινήν, η οποία τον ηνάγκασε να παραιτηθή από την υπηρεσίαν των Σιδηροδρόμων όπου υπηρετεί και να αποσυρθή εις το Σανατόριον του Ασβεστοχωρίου. Δεν εφαίνετο όμως να είχε χάσει το θάρρος του. Ειργάζετο εντατικά. Τελευταίως δε, έδωκε και τόμον ποιημάτων υπό τον τίτλον: Τα ρόδα της Μυρτάλης.
Εις ένα από τα ποιήματα που δημοσιεύονται εις τον τόμον αυτόν, ο Γιώργος Βαφόπουλος, δείχνει, ότι τώρα τελευταία άρχισε να τον καταλαμβάνη μια απογοήτευση. Δεν τραγουδά τον έρωτα. Βλέπει τη ζωή με κάποια πεσιμιστική διάθεση.
Σ’ ένα ποίημά του λέγει:
Οι δρόμοι γέρνουν σκεφτικοί στο πέρασμα της νύχτας.
Βουβή κι εκστατική η Σιωπή σα σ’ όνειρο δοσμένη
ακολουθεί επιβλητικά με τ’ άυλα της σαντάλια.
Κι εγώ στην αυταπάτη ενός ονείρου βυθισμένος
προσμένω μια σκιά απ’ τις πολλές σκιές της νύχτας
με τον αχνό της πέπλο τα όνειρά μου να τυλίξη.
Ό,τι όμως διαφαίνεται εδώ απλώς, αλλού είναι πιο έκδηλο! Η ζωη έχει πάρει για τον ποιητή τη μορφή τραγωδίας. Γι’ αυτό αποτεινόμενος στο άπειρο, τον αιώνιο φίλο του λέγει:
Ως πότε στα φριχτά θα βασανίζουμ’ απ’ τη θλίψη;
Στα εύθυμα λόγια που γραικώ νόημα βαθύ δε βρίσκω
να εναρμονίζεται στην πιο λεπτή χορδή του πάθους.
Την ευθυμίαν αποζητώ, σαν μια έξαλλη μητέρα,
που έχοντας την προαίσθηση κάποιου κρυφού κινδύνου,
τρέχει να βρη στην γειτονιά τ’ ωραίο της αγοράκι.
Ως πότε πια η ψυχή μου θε να ορίζεται απ’ τη θλίψη;
*
*
Και συνεχίζει ο συντάκτης με λόγο ποιητικό να κατονομάζει τα μειονεκτήματα αυτής της επιλογής του ποιητή:
Ο Γιώργος Βαφόπουλος ζη τώρα μέσα σ’ ένα περιβάλλον οδύνης. Το Σανατόριο ασφαλώς δεν μπορεί να είναι –δε στάθηκε ποτές– τόπος ευθύμων σκέψεων, όσο και να πεις σφίγγεται η καρδιά του ανθρώπου. Μπορεί να καυχήθηκεν ο Τολστόι ότι έπαυσε να φοβείται τον θάνατον, μα η γεροντική φιλοσοφία δεν μπορεί να έχη θέση σε μια νεανική καρδιά που πάλλεται από έρωτα και έχει όρεξη για δημιουργία.
Η ειδυλλιακή ζωή του ποιητού δεν συνεχίζεται πλέον στον ελεύθερο αέρα της ανοικτής θάλασσας ή μέσ’ στο σιγοψιθύρισμα των πεύκων κάποιου δάσους όπου οι στίχοι είναι περιττοί και η ψυχή γεμίζει απ’ την ικανοποίηση που δίνει το φως, το πολύ, το άπλετο φως που ζήτησε ο μελλοθάνατος Γκαίτε. Η Ανθούλα βρίσκεται κι αυτή στο Σανατόριο.
Λίγο παρακάτω, με τον κεφαλαίο υπότιτλο «ΟΙ ΦΟΒΟΙ», ο συντάκτης του ρεπορτάζ αποφαίνεται για την δυσκολία της κατάστασης και επικυρώνει τις γύρω απόψεις σχετικά με την φυγή του ποιητή, καταθέτοντας στίχους του:
Ύστερα από τις εξηγήσεις αυτές, δεν φαίνεται παράξενο πώς ο ποιητής πήρε τον δρόμον του αγνώστου και εξηφανίσθη. Αν πήγε στο Άγιον Όρος για να κλείση την ζωή του σε κάποιο μοναστήρι, το πράγμα δεν είναι ούτε τραγικό, ούτε ασυνείθιστο. Στα χρόνια μας είχα μια φιλολογική δόξα που τελείωσε τυλιγμένη σε ράσο καλογηρικό. Είμαι βέβαιος πως ο Γιώργος Βαφόπουλος δεν θα ταφή εκεί. Θα δημιουργήση. Αλλά…
Εκδηλούνται και κάποιοι φόβοι. Μήπως ο ποιητής δεν πήγε να γίνη καλόγηρος, αλλά βρήκε τον εύσχημον αυτόν τρόπο για μια οριστική ένωσι του με το χιλιοτραγουδημένο άπειρο για το παντοτινό του σκέπασμα από μια σκιά, από τις τόσες σκιές της νύχτας. Την υπόνοιαν αυτή εξέφραζον χθες πολλοί φίλοι του. Σ’ ένα ποίημά του πάλι, ο εξαφανισθείς ποιητής λέγει:
Απ’ της ανίας μου τον εξώστη βλέπω ορθός
των ημερών μου την πομπή και μόνη πίσω
την τελευταία ημέρα μου, καθώς
σταθερά και αδυσώπητα σιμώνει…
Της άνεργης ζωής μου ιδού ο απολογισμός
λίγοι μονάχα στίχοι – τι ειρωνεία ! –
Πόνος πολύς και ψυχικός απαυδισμός
Κι ως κορωνίς θανάσιμος αγωνία!
Εικοσιέξη χρόνια μοναχά ήταν πολλά,
της κοσμικής σοφίας να γίνω μύστης,
γιατί όταν κανείς πονέση ζη διπλά
και της στιγμής είναι άξιος της υψίστης.
Ιδού την πανοπλία φορώ και με γοργό
βήμα απ’ την μισημένη φεύγω πόλι.
Μέρα μοιραία, αργείς; όμως γνωρίζω εγώ
να σ’ ανατείλω ευθύς μ’ ένα πιστόλι!
«Μήπως λοιπόν ο ποιητής», αναρωτιέται ο συντάκτης, «επραγματοποίησε την βίαιαν αυτήν ανατολήν μιας μέρας σκεπασμένης από τα πέπλα της αιώνιας νύχτας; Δε θέλουμε να το πιστέψουμε» και πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του, τον προλαβαίνουν «ΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ», οπότε και προσθέτει το άρθρο με μιαν επιστολή που φέρεται πως έστειλε ο ποιητής στην «δ)δα Σταθοπούλου»:
Ανθούλη μου,
Η απελπισία μου με ωθεί να φύγω για το Άγιον Όρος όπου θα ζήσω το υπόλοιπον της ζωής μου, παρακαλώντας τον Θεό για σένα. Δυστυχώς δεν μπορεί να γίνη αλλοιώς. Συγχώρησε με Ανθούλα μου.
Γιώργος.
Φεύγω μέσον Χαλκιδικής απ’ τη Θεσσαλονίκη.
Και συμπληρώνει πως το ίδιο κείμενο ο ποιητής το απέστειλε και στους οικείους του.
Η ατυχής ποιήτρια και αφοσιωμένη μνηστή διέσχισεν επ’ αυτοκινήτου όλην την Χαλκιδικήν, αναζητούσα τον εξαφανισθεντα, πλην ματαίως. Μέχρι της στιγμής η τραγωδία δεν έχει αποκαλυφθή πλήρως. Είναι άγνωστος η τελευταία της πράξις.
[ Συνεχίζεται ]
~.~
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ*Γεώργιος Βαφόπουλος(Βικιπαίδεια)
**Αφιέρωμα: Γ.Θ. Βαφόπουλος - Χάρτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου