Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2022

Δύο πρώην κρατούμενοι στον Κορυδαλλό αφηγούνται τις εμπειρίες τους από την ένταξή τους σε προγράμματα δημιουργικής ενασχόλησης

Ναρκωτικά βρέθηκαν στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού ΙTα προγράμματα του Kαταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού μέσα
από την αφήγηση δύο πρώην κρατουμένων

Επιμέλεια: Ελένη Τσουνάκου-Ρουσιά
ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών ΕΚΠΑ
Tα προγράμματα του K.K. Kορυδαλλού μέσα από την αφήγηση δύο πρώην κρατουμένων

Ν.Σ., Χωρίς τίτλο

 

«Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει,
ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους.
Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται.»
Γ. Σεφέρης

 

 «Εμείς δεν θέλουμε να μαγκώσουμε ψυχές, θέλουμε να ανοίξουμε ψυχές», του Ν.Σ.

Η ζωή στη φυλακή είναι δύσκολη και διαφορετική, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει χρόνος, χρόνος όπως γνωρίζουμε και μετράμε. Ο χρόνος στη φυλακή δεν είναι ένα ρολόι, είναι ένα άνοιγμα και κλείσιμο μιας σιδερένιας πόρτας, μια κλειδαριά που κλειδώνει και μια κλειδαριά που ξεκλειδώνει, μ’ έναν χαρακτηριστικό βαρύ ήχο. Τότε αρχίζει η μέρα σου ή τελειώνει. Στον χρόνο αυτόν που θα είναι ανοιχτή η κλειδαριά, θα μπορέσεις εσύ να βγεις έξω να κάνεις κάτι.

Εγώ έψαχνα να βρω διεξόδους, να εκμεταλλευτώ τον άπλετο (αδιάφορο) χρόνο που είχα εκεί. Έπρεπε κάτι να κάνω για να αισθανθώ πάλι δημιουργικός, να σπάσω με τη δύναμη της σκέψης και της ψυχής κάγκελα, κλειδαριές, τοίχους! Να βάλω φως μέσα μου, να χαθούν από μπροστά μου οι λάμπες φθορίου, με το ψυχρό και αδιάφορο φως που καίει νυχθημερόν… σαν άσβεστη καντήλα, μόνον που αυτός στην πραγματικότητα είναι ο ήλιος σου, γιατί τον πραγματικό τον βλέπεις και τον αισθάνεσαι για πέντε ώρες την ημέρα! Στη ζωή μου είχα μάθει να είμαι δημιουργικός είτε επαγγελματικά είτε εικαστικά.

Λίγο καιρό μετά τον εγκλεισμό εμφανίζεται μια ασκούμενη κοινωνική λειτουργός, μού παίρνει συνέντευξη και της λέω ότι εμένα μου αρέσει να ζωγραφίζω, ζωγραφίζω κοντά στα 50 χρόνια και θα ήθελα –αν μου επιτρέπεται– να έχω μπογιές και πινέλα και να ζωγραφίζω. «Εντάξει», μου λέει, «θα προσπαθήσω να τα »χεις". Παρουσιάζομαι στο Συμβούλιο της Φυλακής και παίρνω έγκριση. Η ζωγραφική είναι το πάθος μου, είναι έρωτας, τότε σκέφτηκα «γιατί μόνον εγώ;». Λέω λοιπόν: «αν θέλετε να δημιουργήσετε ένα τμήμα ζωγραφικής κρατουμένων, εγώ μπορώ να τους κάνω ζωγραφική». Σαν ιδέα άρεσε, γιατί δεν είχε μέχρι τότε δραστηριότητα, πέρα από μια λέσχη βιβλίου, η οποία κάποια στιγμή σταμάτησε να υπάρχει. Φώναζαν δηλαδή συγγραφείς ή ηθοποιούς και διαβάζανε βιβλία και μετά τα συζητάγανε, αλλά αυτό είχε σταματήσει. Οπότε, με την έγκριση του Συμβουλίου της Φυλακής και σαν «προστάτης» της όλης ιστορίας, υπεύθυνους τους κοινωνιολόγους της φυλακής, ξεκινήσαμε γύρω στον Νοέμβριο του ’15 το πρώτο εργαστήριο ζωγραφικής στον Κορυδαλλό.

Ν.Σ., Χωρίς τίτλο

Πραγματικά, αγοράζουνε τελάρα, πινέλα, όσα τους είπα, και στήνουν το εργαστήρι. Ξεκινά το ενδιαφέρον κάποιων ανθρώπων οι οποίοι θέλανε να ζωγραφίσουν και δημιουργείται η πρώτη ομάδα που ήταν 10 με 15 άτομα. Εγώ εκείνο που ήθελα να κάνουν τα παιδιά είναι να αισθανθούν ελεύθερα. Όπως εγώ αισθανόμουν ελεύθερος, να αισθανθούν κι εκείνα. Πώς; Παίζοντας με το χρώμα, όχι λέγοντάς τους «θα μου κάνεις ευθεία γραμμή, θα μου κάνεις αυτό, θα μου κάνεις το άλλο». Αυτή είναι μια άλλη μορφή της τέχνης, πιο αφηρημένη, πιο ελεύθερη, για να μπορέσουμε να εκφράσουμε συναισθήματα μέσω του χρώματος. Γιατί το χρώμα βγάζει συναίσθημα. Για παράδειγμα, στα δικά μου έργα, όπου βλέπεις έντονο χρώμα είναι φοβία, είναι φοβικό γιατί θα μου λείψει το φως. Κάποια άλλα έργα, μιας άλλης περιόδου της ζωής μου, ήταν πιο παλ. Κάποια άλλα ήτανε αφηρημένα: ανήσυχα, λυπημένα και, ναι μεν είχανε αποτέλεσμα εικαστικό, αλλά ήτανε πολύ «φορτωμένα».

Αρχίζουμε, λοιπόν, να ζωγραφίζουμε, τα παιδιά δημιουργούνε και η ομάδα σιγά σιγά δυναμώνει. Βέβαια, πολλοί τη χρησιμοποιούσανε –κακά τα ψέματα– για άλλους λόγους, γιατί θέλανε να πάρουν ένα χαρτί για το δικαστήριο. Αυτά τα στοιχεία αποβληθήκανε μόνα τους, διότι η τέχνη αυτά τα στοιχεία τα αποβάλλει. Κάποιοι λοιπόν κουράστηκαν και φύγανε, και φάνηκε ποιοι ήταν αυτοί που πραγματικά τους άρεσε να ζωγραφίζουν.

Κι εγώ όταν πλέον είμαι μέσα στο εργαστήρι, αρχίζω και ισορροπώ. Ισορροπώ στο χρώμα, το σχέδιο, τα θέματα και αρχίζω να δημιουργώ. Με το να ζωγραφίζω μέσα στον εγκλεισμό τοπία, θάλασσες ή διάφορα άλλα πράγματα έφερνα μια πραγματικότητα που μου έλειπε να την αγγίζω πλέον, δημιουργούσα δηλαδή αυτό που μου έλειπε. Εξάλλου το σώμα φυλακίζεται, το πνεύμα είναι ελεύθερο, όπου θέλει πάει. Μέσα στον χρόνο που έμεινα έγκλειστος γίνανε γύρω στα 200 έργα και τρεις εκθέσεις ζωγραφικής.

Μια μέρα, μάλιστα, πριν την έκθεση στο «Μελίνα Μερκούρη» στον Κορυδαλλό, θυμάμαι έναν συγκρατούμενο: κάθεται το βράδυ στο κάγκελο στο κρεβάτι, έχει βάλει μαύρο σε έναν μουσαμά, ένα φεγγάρι, κάγκελα, μια κουρτίνα και μου λέει «αυτό θα το βάλω στην έκθεση». Του λέω όχι, δεν μπαίνει στην έκθεση. «Και ποιος είσαι εσύ», μου λέει, «που δεν θα μπει στην έκθεση;». «Είμαι ο Νίκος και δεν θα μπει», του λέω. Τσαντίζεται, μπαρούτι έγινε. Τραβάει μια κλωτσιά και το σπάει το έργο. Του ζήτησα συγγνώμη μετά γιατί φέρθηκα σκληρά, αλλά είχα τον λόγο μου. «Αυτό το έργο», του λέω, «που έφτιαξες είναι το βιωματικό σου έργο. Αυτό άμα θες βάστα το, βάλτο στο συρτάρι σου να το ανοίγεις, να το βλέπεις και να το ξανακλείνεις στο συρτάρι. Αυτό το έργο δεν αντιπροσωπεύει τίποτα σε αυτόν που θα το δει, ίσα ίσα θα του μαγκώσει την ψυχή. Εμείς δεν θέλουμε να μαγκώσουμε ψυχές, θέλουμε να ανοίξουμε ψυχές».

Για μένα, εφόσον έφτιαξα κάποια έργα εκεί μέσα τα οποία βγήκανε, σήμαινε ότι αντί να είμαι εσωστρεφής και φοβισμένος έγινα εξωστρεφής, διότι εκτέθηκα. Και πιο πριν είχα κάνει εκθέσεις, αλλά μέσα εκτέθηκα διαφορετικά. Έβγαινα με μια «ταμπέλα» από πίσω, αλλά δεν ντράπηκα. Έδινα συνεντεύξεις με το πρόσωπό μου και όταν έγινε η έκθεση όλα τα έργα μου είχαν υπογραφή με το όνομά μου. Είχα πει μάλιστα να μου επιτρέψουν να είμαι εκεί μπροστά να τους εξηγώ. Μπορούσε η φυλακή, αν ήθελε, να στείλει δύο σωφρονιστικούς ή δύο αστυνομικούς και να με πάνε. Τι, θα δραπέτευα; Πρέπει να ξέρεις τον άνθρωπο που έχεις. Εν πάση περιπτώσει, δεν το κάνανε. Εγώ στην ουσία πήγα εκεί, πήγε η τέχνη μου εκεί, άρα στην ουσία ήμουνα κι εγώ.

Συμπτωματικά, έγινα και βιβλιοθηκάριος, ανέλαβα σαν εργασία τη βιβλιοθήκη. Εκεί τα πράγματα διαφοροποιούνται: πέρα από την ζωγραφική, είχαμε και ένα άλλο σημείο επαφής, το οποίο ήτανε η βιβλιοθήκη. Το έκανα σημείο επαφής! Έρχονταν οι κοινωνιολόγοι, οι κρατούμενοι παίρνανε βιβλία και συζητάγαμε. Αυτό μαθεύτηκε. Άρα, δημιουργήθηκε άλλος ένας πολιτισμικός πυρήνας που μέχρι τότε ήταν ανενεργός, αφού πιο πριν στη βιβλιοθήκη πήγαινες, έπαιρνες ένα βιβλίο κι έφευγες.

Όλο αυτό το πράγμα αρχίζει να φουντώνει ένα στοιχείο πολιτισμού μέσα. Μέχρι και η τότε Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής καταλαβαίνει ότι κάτι συμβαίνει και αρχίζει να εγκρίνει κονδύλια. Βέβαια, είχανε δείγματα δουλειάς, δηλαδή κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο ζήτησε ο εισαγγελέας της φυλακής να δει τι κάνουμε. Και πραγματικά, εμφανίζεται με τους αρχιφύλακες εκεί που δουλεύαμε, στην αίθουσα 18ΑΝΩ. Είδανε τελάρα και έργα, μείνανε έκπληκτοι, ήτανε κάτι το πρωτόγνωρο για αυτούς τους ανθρώπους να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Μάλιστα, ζήτησε ο εισαγγελέας να έχει και αυτός ένα έργο στο γραφείο του.

Οι αρχιφύλακες άρχισαν να «μαλακώνουν», βλέποντας ότι αυτός ο πολιτισμός που βγαίνει δεν είναι «πολιτισμός του λαμόγιου». Γιατί αυτό που συμβαίνει στη φυλακή είναι ότι όλοι έχουν τις αμφιβολίες τους και λένε: «Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί έτσι; Μήπως τυχόν γίνεται κάτι άλλο;» Αρχίζουν σιγά σιγά να αποκτούν εμπιστοσύνη. Κι εμείς δεν δώσαμε καμία αφορμή, ούτε κινητά, ούτε διακίνηση, γιατί αυτά συμβαίνουν. Δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, έτσι; Δεν δώσαμε καμία αφορμή, έτσι αποκτήσαμε εμπιστοσύνη και καταλάβανε ότι πραγματικά κάτι διαφορετικό γίνεται.

«Τρώγοντας», λένε, «έρχεται και η όρεξη». Παράλληλα με το εργαστήρι αυτό δημιουργείται ένας άλλος φορέας, ο κινηματογράφος. Αρχίζουν κι έρχονται ελληνικές και ξένες ταινίες, αλλά ως επί το πλείστον ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Αφού γινόταν η προβολή σε μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης και τη βλέπαμε προσεκτικά –ήτανε «ναός» μέσα, όσο και αν φαίνεται περίεργο, δηλαδή με 50 και 60 άτομα να είναι «ναός»– σύντομα ερχόταν ο σκηνοθέτης ή και οι ηθοποιοί μαζί και συζητάγαμε την ταινία τους. Έχουνε δεχτεί τέτοια κριτική και τέτοια σωστή ανάλυση του έργου τους αυτοί οι άνθρωποι, που είχανε μείνει έκπληκτοι. Έλεγαν ότι «αυτά που είχατε δει εσείς δεν τα έχει δει κανένας, και χαιρόμαστε που είμαστε εδώ πέρα και τα συζητάμε». Θέλω να πω δηλαδή ότι αυτοί οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτά τα προγράμματα είχανε και τον νου και τη θέληση και παρατηρητικότητα και ήθελαν να ξεφύγουν από όλο αυτό το πράγμα, γι’ αυτό πρόσεχαν.

Συν τω χρόνω, ξεκινάει κι άλλο εργαστήρι. Έρχεται το Εθνικό Θέατρο και δημιουργεί θεατρική ομάδα. Συμμετείχα και σε αυτή την ομάδα, γιατί με θεωρούσαν απαραίτητο να συμμετέχω σε όλα αυτά τα πράγματα. Όχι ότι μου έκανε κακό… Στην αρχή διαβάζαμε βιβλία, τα συζητάγαμε και παίζαμε κάποια πράγματα. Αλλά ο Στρατής Πανούριος, ο σκηνοθέτης, είχε πρόγραμμα: ήθελε να ανεβάσει Σαίξπηρ, την Τρικυμία, η οποία τον Ιούνιο του ’17 ανεβαίνει με τρεις παραστάσεις στο προαύλιο του Κορυδαλλού, κοστούμια του Εθνικού και μουσική υπόκρουση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Και γίνονται τρεις παραστάσεις οι οποίες μένουνε στην ιστορία.

Ν.Σ., Χωρίς τίτλο

Μαζί, εμφανίζεται και το εναλλακτικό κομμάτι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ένα εναλλακτικό εργαστήριο με το οποίο βγάλαμε μουσική. Όχι με νότες όμως. Μια μουσική διαφορετική, δηλαδή μπορεί να ζωγραφίσεις κάτι κι αυτή η ζωγραφιά να γίνει μουσική. Δίνουμε και σε αυτό παράσταση της Λυρικής Σκηνής, αυτό είναι το επόμενο «μπαμ» που γίνεται στην ιστορία όλη αυτή.

Από εκεί που ξεκινήσαμε από το μηδέν, λοιπόν, φτάσαμε να έχουμε εργαστήρι ζωγραφικής, κινηματογράφου, εργαστήρι θεατρικό και εργαστήρι μουσικό. Δουλεύανε τέσσερα εργαστήρια.

Εγώ δούλευα και στα τέσσερα εργαστήρια. Αυτό με έκανε να τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ, αλλά μου γέμιζε την ημέρα. Μέσα στη φυλακή όλοι κυκλοφορούνε με φόρμες, ελβιέλα. Εγώ ντυνόμουνα το πρωί: έβαζα τζην, παπούτσι κανονικό, μπουφάν και μου λέγανε «τι, δικαστήριο έχεις;». Έλεγα «όχι, πάω στη δουλειά μου». Δηλαδή την κράτηση την έκανα δουλειά, γιατί πραγματικά είχα δουλειά. Πήγαινα να ανοίξω το «μαγαζί» μου που ήτανε η βιβλιοθήκη, να διδάξω ζωγραφική, πήγαινα στο θεατρικό γιατί είχα ρόλο να παίξω και στη μουσική γιατί έπρεπε να παίξω τύμπανο. Γράφτηκα στο ΙΕΚ και πέρναγα κι εκεί το απόγευμα. Κατάφερα, λοιπόν, να ξυπνάω το πρωί στις 8 η ώρα και να γυρνάω πίσω στις 7-8 το βράδυ, άρα να είναι όλη μου η μέρα γεμάτη.

Όλοι με φωνάζανε «δάσκαλο», κι αυτοί που δεν ήταν στο εργαστήρι, ήταν τιμή και καταξίωση συνάμα. Υπήρχε σεβασμός και από τους σωφρονιστικούς. Κι εγώ δεν είχα δώσει δικαίωμα σε κανέναν, γιατί σεβόμουνα τους άλλους, σεβόμουνα όλους αυτούς τους ανθρώπους που μου δώσανε ένα πινέλο και μια μπογιά για να βγάλω τη φυλακή μου και να τη βγάλω εποικοδομητικά. Μάλιστα, ποτέ δεν είχα κινητό, γιατί σε κάποια έρευνα μπορεί να το βρίσκανε και μετά θα πήγαινα σε ένα συμβούλιο όπου θα ήταν ο διευθυντής, οι κοινωνιολόγοι, ο εισαγγελέας. Θα ντρεπόμουνα να τους κοιτάξω, γιατί αυτοί οι άνθρωποι μου ανοίγανε εμένα πόρτες κι εγώ το εκμεταλλεύτηκα. Λοιπόν δεν ήθελα τίποτα, τις ανάγκες μου τις επικοινωνιακές τις είχα καλύψει με μια τηλεκάρτα: έπαιρνα τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου τηλέφωνο πρωί- μεσημέρι-βράδυ, σαν αντιβίωση.

Μετά την Τρικυμία του Σαίξπηρ, ανεβάζουμε τον Θάλαμο αρ. 6 του Τσέχωφ. Η πρώτη παράσταση γίνεται Πέμπτη στις 12 Μαΐου του ’18 και πάω και παίζω για τους κρατούμενους. Παρασκευή πρωί έρχεται σήμα και μου λέει… έκτιση ποινής… «αποφυλακίζεσαι». Όμως Σάββατο και Κυριακή είχα παραστάσεις, ήταν οι δύο επίσημες παραστάσεις που θα δίναμε στον κόσμο έξω, με καλεσμένους. Και μένουν κάγκελο όλοι, αναρωτιούνται τι θα γίνει. Τους λέω «Τι ανησυχείτε; Εγώ εδώ θα είμαι και το Σάββατο και την Κυριακή». Και πραγματικά, το Σαββατοκύριακο ντύνομαι, κοστουμαρίζομαι και έρχομαι και μπαίνω μέσα πλέον σαν πολίτης, σαν ελεύθερος και παίζω δύο παραστάσεις. Αυτό ειπώθηκε σε όλους και έκανε φοβερή εντύπωση. Πώς είναι δυνατόν ένας κρατούμενος να έρχεται να ολοκληρώνει ένα έργο το οποίο είχε αναλάβει, που θα μπορούσε να ρίξει μια μαύρη πέτρα και να πει «κόψτε τον λαιμό σας». Αλλά ήτανε τόσο έντονα τα συναισθήματα και τόσο έντονη η προσφορά από όλες αυτές τις ομάδες που δεν μπορούσες να το αφήσεις. Γιατί τότε θα κοβόταν το νήμα για τη συνέχεια, για τους υπόλοιπους.

Με το που βγήκα, αμέσως προγραμμάτισα έκθεση. Μάζεψα υλικά, μπογιές, τελάρα και με το που έφτασε Σεπτέμβρης –γιατί βοήθαγε κι ο καιρός πλέον– ξεκίνησα να δουλεύω έκθεση ζωγραφικής, την οποία την ανέβασα μετά από δύο μήνες, τον Νοέμβριο του ’18 στο Θησείο. Ήταν η έκθεση «Ωδοί», που αναφέρεται στους δρόμους αλλά και τους ύμνους της ξεχασμένης πόλης. Δηλαδή, αντί να γράψω «ωδή» και «οδοί», έφτιαξα μια λέξη ώστε να συμπεριλάβει και τα δύο. Κι έφτιαξα πόρτες, γκρεμισμένα σπίτια της Αθήνας.[.............................................................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: