Γιώργος Μητάς «Τα δύο δώρα», εκδόσεις Στερέωμα, 2021
________________________
Η ομορφιά, μήτρα κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας, δεν είναι εύκολο θέμα για πεζογραφική πραγμάτευση. Αυτή η πανίσχυρη αλλά και απατηλή, παροδική και υποκείμενη στη φθορά του χρόνου ηδονή, είναι μια άπιαστη ουτοπία. Το πέρασμά της γκρεμίζει οχυρά, καταλύει ισορροπίες και παρασύρει τα πάντα. Η ομορφιά, όπως κι ο έρωτας, είναι μια απειλή που αναταράσσει τη ρηχή καθημερινότητα. Αλλά απόλυτη, αινιγματική και ανικανοποίητη καθώς είναι, παραμένει δεσμευμένη κι αυτή, όπως όλα, στην αναπόφευκτη προσωρινότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Ίσως μόνο με την τέχνη και τη γραφή μπορεί ο άνθρωπος να την αιχμαλωτίσει. Όποιοι την διαθέτουν, σπάνια ξέρουν τι να κάνουν μαζί της. Όσοι την αναζητούν, έχουν καταφύγιο την τέχνη.
Ο Γιώργος Μητάς (γ. 1966), συγγραφέας με λεπτότατη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, στο τρίτο του βιβλίο, τη νουβέλα με τον τίτλο «Τα δύο δώρα», καταπιάνεται λογοτεχνικά με το κυνήγι της ομορφιάς και τα δώρα της. Ο εκλεκτικός αισθητισμός του, τον οποίο γνωρίσαμε στα πρώτα του βιβλία («Ιστορίες του Χαλ», Κίχλη 2011 και «Το σπίτι», Κίχλη 2014) βασίζεται σε καλά αφομοιωμένα και αναγνωρίσιμα διδάγματα από την παγκόσμια λογοτεχνία, δίνοντας ένα κλασικότροπο ύφος στη γραφή του: στρωτή γλώσσα, ρυθμική αγωγή και οικονομία λόγου, καλλιέπεια γραφής χωρίς εκφραστικές υπερβολές, στιλπνές εικόνες, εσκεμμένες αμφισημίες, υπαινικτικός ερωτισμός, συμβολιστική μαγιά και έντονα υποβλητικός τόνος στην αφήγηση.
Όλες οι χαμηλόφωνες ιστορίες του Μητά έχουν ως θέμα την ψίχα της ζωής. Η προσεγμένη ποιητική του βρίσκει σαφή διατύπωση στο τελευταίο του βιβλίο, όπου περιγράφει την προϋπόθεση που κινεί τη συγγραφική του διαδρομή: «Δεν εξαργυρώνονται όλα στο επίπεδο της υλικής εμπειρίας, κάποιες καταστάσεις της ψυχής σφραγίζουν τη ζωή μ’ ένα αποτύπωμα πιο αδρό, πιο αληθινό κι από αυτό που αφήνει το πυρωμένο σίδερο στη σάρκα» (σ. 97). Η γραφή του Μητά διαθέτει δύναμη και υπόκωφη ένταση στην ανάπλαση ψυχικών καταστάσεων που αποτυπώνονται ισχυρά στην αναγνωστική συνείδηση.
Η Μύρρα, τα μύρα και η μοίρα
Τα δύο δώρα είναι μια νουβέλα με αυτοβιογραφικό υπόβαθρο για την αναζήτηση της ομορφιάς και το δώρο της γραφής. Η δομή, όπως πάντα στα βιβλία του Μητά, είναι συνεκτική και απέριττη. Η δράση καθορίζεται λιγότερο από συμβάντα και περισσότερο από βλέμματα, μυρωδιές, ήχους (ένα μουσικό σάουντρακ διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου), γεύσεις και αισθήματα των ηρώων, κυρίως από τις εσωτερικές σκέψεις και τα σκαμπανεβάσματα των συναισθηματικών διαθέσεων του κεντρικού ήρωα, του Αντρέα, καθώς τα υπόλοιπα πρόσωπα τον φωτίζουν με τις αντιθέσεις τους.
Η ιστορία, με αρκετά φλας μπακ, εκτυλίσσεται σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα που παρακολουθούν τη ζωή και τη διαμόρφωση του πρωταγωνιστή. Στον αφηγηματικό πυρήνα βρίσκεται ένα σημαδιακό ταξίδι του στις αρχές της νέας χιλιετίας. Ο μονήρης και ευαίσθητος Αντρέας (alter ego του Μητά), υδροβιολόγος ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών και λάτρης της λογοτεχνίας και της τζαζ, βρίσκεται για μια βδομάδα στην εξωτική Μπανγκόκ, προσκεκλημένος ως ομιλητής σε διεθνές συνέδριο. Εκεί θα δεχτεί απρόσμενα την επιθετική επίσκεψη της ομορφιάς. Περιτριγυρισμένος από τις έκπαγλες, ηδονικές εικόνες της πόλης και της εξωτικής ταϊλανδέζικης κουλτούρας αλλά και από την αναπάντεχη, ορμητική παρουσία της λαμπερής συναδέλφου του Μύρρας, ο Αντρέας περιδινίζεται σε έναν συναισθηματικό κυκλώνα αντιφατικών αισθημάτων που τον φέρνουν από τον ουρανό στα τάρταρα και τανάπαλιν. Προς στιγμήν νιώθει ότι μπορεί να τα έχει όλα. Στην πραγματικότητα πλησιάζει τη λαίλαπα της ομορφιάς, αλλά δεν μπορεί να την κρατήσει στα χέρια του. Γίνεται ένας Ίκαρος με λιωμένα φτερά.
Οι ετερώνυμοι κεντρικοί ήρωες της νουβέλας έλκονται αλλά και μοιραία απωθούνται. Ο εσωστρεφής Αντρέας, με εύθραυστη υγεία, απότοκη μιας σοβαρής ασθένειας στην εφηβεία, που τον εξόρισε από την ομορφιά και του έδωσε πικρές ερωτικές απογοητεύσεις, αλλά και ευκαιρίες για εσωτερικότερα σκαψίματα από το οχυρό της μοναξιάς, εξερευνά με ενθουσιασμό και επαγγελματική προσήλωση τον μυστικό κόσμο του πλαγκτού και των ιχθυδίων. Με την ίδια ακριβώς μανία τις νύχτες διαβάζει και γράφει ιστορίες. Η Μύρρα (εύστοχα παιγνιώδης η ονοματοδοσία που υποδηλώνει τα μύρα αλλά και τη μοίρα) είναι το ακριβώς αντίθετο: όμορφη και ερωτεύσιμη, τολμηρή, ενθουσιώδης, εξωστρεφής και πολιορκημένη από γόηδες και τυχοδιώκτες. Η Μύρρα παρασύρει τον Αντρέα σε ένα ευδαιμονικό και ψευδαισθητικό φλερτ κάτω από την ερωτική αστρόσκονη και τα πανδαιμόνιο της εξωτικής πόλης που κυριολεκτικά και συμβολικά βράζει από ζέστη και υγρασία. Το σκηνικό συντονίζεται απόλυτα με την ιστορία και δεν είναι απλώς φόντο. Άλλωστε, τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη σε αυτή τη γλυκόπικρη νουβέλα που μιλά για μια «άγνωστη, απροσδόκητη, ολοζώντανη, σκληρή Ευτυχία» (σ. 115).
Νουβέλα με επίγευση αισθητικού δοκιμίου
Τα δύο δώρα είναι μια νουβέλα για την πολιορκία, τη λάμψη και τη ματαιότητα της ομορφιάς. Για την τρυφερή γλυκάδα και την ανελέητη σκληρότητα του κάλλους, που είναι πηγή προσωρινής ευτυχίας και αέναης δυστυχίας. Ο απόηχος της Θεωρίας της ηδονής του ρομαντικού Τζιάκομο Λεοπάρντι ακούγεται έντονα στις σελίδες του βιβλίου, αλλά ο συγγραφέας σκόπιμα αφήνει ανοιχτές της ερμηνείες για τη σημασία της ομορφιάς στη ζωή μας. Και κυρίως αντιπαρέρχεται τη ρομαντική απαισιοδοξία του Λεοπάρντι για την τραγικότητα της ζωής λόγω αδυναμίας απόλυτης απόλαυσης και χαράς, αναγνωρίζοντας την ευτυχία της γραφής ως υποκατάστατο που εντέλει αφομοιώνει τα πάντα: την ομορφιά, τα αισθήματα, τα βιώματα, τις μνήμες. Οι ιστορίες λοιπόν και όχι η ομορφιά και τα δώρα της σώζουν τον κόσμο και τον πρωταγωνιστή στο τέλος. Η μαγική διαδικασία της γραφής αποδεικνύεται πιο στέρεη από τα αισθήματα και τις φευγαλέες στιγμές ευτυχίας που προσφέρει η ομορφιά. Στον ευρηματικό πρόλογο το φινάλε έχει σχεδόν προαποφασιστεί. Ο Αντρέας, είκοσι χρόνια μετά το ταξίδι, έχει ραντεβού με τον εκδότη του στο Άμστερνταμ, συγγραφέας πια ενός βιβλίου-δώρου στον εαυτό του, ενώ η Μύρρα διαβάζει με απορία το γράμμα χωρίς αποστολέα που πέφτει τυχαία από τη ράχη ενός ζωγραφικού πίνακα, δώρο του ξεχασμένου Αντρέα, τον οποίο ετοιμάζεται να πετάξει, αλλά στο τέλος μάλλον μετανιώνει.
Η νουβέλα του Μητά, με φινέτσα κλασικής λογοτεχνίας, αφήνει την επίγευση ενός αισθητικού δοκιμίου με λογοτεχνικά μέσα. Δύσκολο αναμφίβολα το εγχείρημα, αλλά ο συγγραφέας τα καταφέρνει καλά και η λογοτεχνία βγαίνει κερδισμένη, αφήνοντας τον στοχασμό να αναπνεύσει κι αυτός ελεύθερα στις σελίδες του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου