Ο Ερντογάν και η «νέα» Τουρκία
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το προοίμιο του Ahmet Insel στο βιβλίο του Νίκου Χριστοφή (επιμ.), Η «νέα» Τουρκία του Ερντογάν: Πριν και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, επίμετρο Cengiz Aktar, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες, σε μετάφραση Κίμωνα Μαρκάτου, από τις εκδόσεις Leader Books
Το σημερινό πολιτικό καθεστώς στην Τουρκία δεν μπορεί να ονομαστεί δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η χρήση επιθέτων όπως «περιορισμένη», «μη φιλελεύθερη», «αυταρχική» κ.λπ. συμπληρώνει αυτό που λείπει από την «τουρκική δημοκρατία». Τα τελευταία χρόνια, αυτές οι επιφυλάξεις για την έννοια της δημοκρατίας δεν αρκούν πλέον, για να χαρακτηρίσουν το πολιτικό καθεστώς της «νέας» Τουρκίας του Ερντογάν. Σε αυτό το βιβλίο, που επιμελήθηκε ο Νίκος Χριστοφής, ειδικοί ερευνητές αναλύουν με πραγματική κατανόηση και με ισχυρά αναλυτικά εργαλεία τις διαφορετικές πτυχές αυτής της «νέας Τουρκίας», αρχής γενομένης από την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016. Σε αυτόν τον πρόλογο θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με τον χαρακτήρα του ισχύοντος πολιτικού καθεστώτος που μόνο συνοψίζει κάποιες από αυτές τις πτυχές.
Αν η έννοια της δημοκρατίας είναι ασύμβατη με το σημερινό πολιτικό καθεστώς, απομένει η έννοια του αυταρχισμού, η οποία αντικατοπτρίζει μεν τον κεντρικό χαρακτήρα του παρόντος καθεστώτος, αλλά δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα πολιτικά επεισόδια που βίωσε η Τουρκία από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας το 1923 έως σήμερα. Η μονιμότητα του αυταρχισμού, σε διαφορετικές μορφές και βαθμούς -μοναδικό κόμμα, στρατιωτική κηδεμονία, πραξικοπήματα, αυξανόμενη πρακτική της έννοιας της εθνικής ασφάλειας κ.λπ.- αποτελεί δομική παράμετρο αυτής της ιστορίας. Δεν μπορούμε όμως να αρκεστούμε σε μια απλή υπενθύμιση του ιστορικού του αυταρχικού χαρακτήρα του ισχύοντος συστήματος κυριαρχίας. Το πολιτικό καθεστώς στην Τουρκία είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυταρχισμός.
Μέχρι τις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2015, που το AKP έχασε για πρώτη φορά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τότε που ήρθε στην εξουσία το 2002, η έννοια της αυταρχικής δημοκρατίας επέτρεπε, σε γενικές γραμμές, την έκφραση στις διάφορες πτυχές της διακυβέρνησης. Τα αυταρχικά ξεσπάσματα υπήρχαν τη δεκαετία του 2000, αλλά πήραν μια τροπή συνεχούς εκτροπής από το 2011 και επιταχύνθηκαν από τον Ιούνιο του 2013, μετά τα γεγονότα του Γκεζί.
Η εκλογή με άμεση καθολική ψηφοφορία του Προέδρου της Δημοκρατίας το 2014, για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας, έδωσε αρχικά σε αυτή την αυταρχική μετατόπιση μια προεδρική στροφή. Εκλεγμένος πρόεδρος τον Αύγουστο του 2014, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι αυτή η μέθοδος εκλογών άλλαζε ipso facto τον χαρακτήρα του καθεστώτος. Ωστόσο, σύμφωνα με το τότε ισχύον σύνταγμα, το καθεστώς ήταν κοινοβουλευτική δημοκρατία με έναν ορισμένο ρόλο αναγνωρισμένο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Παραβιάζοντας κατάφωρα τα όρια που επιβάλλει η εξουσία του προέδρου από το σύνταγμα, ιδίως την πολιτική ουδετερότητά του, και εκμεταλλευόμενος την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που σχηματίστηκε από το AKP, ο Ερντογάν άρχισε να εγκαθιστά ένα de facto προεδρικό καθεστώς.
Η απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, που κατεστάλη σε λιγότερο από μία ημέρα, παρείχε στον Ερντογάν την ευκαιρία που έψαχνε για να επιταχύνει τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του. Αυτό το «θεόσταλτο δώρο», όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος, του επέτρεψε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για δύο χρόνια, να αναστείλει το κράτος δικαίου και να επιταχύνει τη διαδικασία συγκέντρωσης όλων των εξουσιών στα χέρια του. Τέλος, το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου 2017, με ισχνή πλειοψηφία που αποκτήθηκε με κάποια χειραγώγηση των κανόνων καταμέτρησης των ψηφοδελτίων, «νομιμοποίησε» αυτήν την αλλαγή και διακήρυξε την έλευση του «συστήματος διακυβέρνησης της Προεδρίας της Δημοκρατίας». Μια ad hoc ονομασία για ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται «εθνικό και αυθεντικό, πιστό στις ιστορικές αξίες και τις παραδόσεις του έθνους» και το οποίο προσιδιάζει έντονα στα προεδροκεντρικά συστήματα που ισχύουν στις περισσότερες τουρκογενείς (Turkic) χώρες της Κεντρικής Ασίας και γενικότερα σε αυταρχικά καθεστώτα.
Από την επανεκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Ιούνιο του 2018, χάρη στην υποστήριξη της υπερεθνικιστικής ακροδεξιάς που έγινε σύμμαχός του στον «λαϊκό συνασπισμό», η Τουρκία ζει υπό ένα υπερ-προεδρικό καθεστώς, μια μυώδη αυτοκρατορία, όπου καταργείται η διάκριση των εξουσιών. Μία τουρκικού τύπου «κάθετη διάκριση εξουσιών», δομημένη γύρω από το πρόσωπο του Ερντογάν, μονοπωλεί την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία. Αρχηγός κράτους, αρχηγός κυβέρνησης, επικεφαλής του κόμματος της πλειοψηφίας, επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, ο Ερντογάν έχει αυξημένη αστυνομική δύναμη. Διορίζει δώδεκα από τα δεκαπέντε μέλη του συνταγματικού δικαστηρίου και ασκεί ευρεία νομοθετική εξουσία με προεδρικά διατάγματα. Η κυβέρνηση, η οποία δεν λογοδοτεί στο κοινοβούλιο, αποτελείται από υπουργούς που είναι, στην πράξη, γραμματείς της προεδρίας. Τέλος, ο ισχυρός άνδρας της «νέας Τουρκίας» ελέγχει τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, είτε άμεσα είτε μέσω επιχειρηματιών που εξαγοράζει, ενώ η υπηρεσία επικοινωνίας της Προεδρίας της Δημοκρατίας ηγείται μιας μεγάλης ομάδας τρολ, για να ελέγχει και να χειραγωγεί τα κοινωνικά δίκτυα.
Πρέπει λοιπόν το καθεστώς αυτό να ονομάζεται ερντογανισμός. Ακόμα περισσότερο, επειδή αυτό το υπερ-προεδρικό σύστημα είναι πάνω απ’ όλα ένα προσωπικό έργο του Ερντογάν, το οποίο επέβαλε σταδιακά στο κόμμα του από το συνέδριό του το 2012. Το πολιτικό σύστημα, που τελικά εγκαθιδρύθηκε δοθεισών των πολιτικών ευκαιριών, είναι προσαρμοσμένο στον ισχυρό άνδρα του ΑΚΡ και αυτό παρά την παθητική αντίσταση της πλειοψηφίας των ιδρυτών του κόμματος που κατέληξαν να το εγκαταλείψουν.
* Ο Αχμέτ Ινσέλ είναι δημοσιογράφος. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Η νέα Τουρκία του Ερντογάν: Από το δημοκρατικό όνειρο στην αυταρχική εκτροπή (Διάμετρος, Αθήνα 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου