Τρίτη, Μαρτίου 29, 2022

Κάρεν Έμεριχ ( αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και μεταφράστρια ελληνικής λογοτεχνίας ): «Η «εθνική» λογοτεχνία δεν είναι «μία»»

 


Η «εθνική» λογοτεχνία δεν είναι «μία»

Μικέλα Χαρτουλάρη

ΝΗΣΙΔΕΣ

Φωτ.: Juliet Young


Με τις μεταφραστικές επιλογές της από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και τα μαθήματά της στο Πρίνστον, η Κάρεν Εμεριχ συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του προφίλ της σύγχρονης Ελλάδας στις ΗΠΑ, παραμένοντας χαμηλότονη και ταγμένη στη δουλειά της. Σήμερα ρίχνει φως σε κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τον μηχανισμό της προβολής των ελληνικών γραμμάτων, με τις επιλογές της, με τη σημασία των λογοτεχνικών κανόνων, με τις προτιμήσεις του αμερικανικού κοινού κ.ά.

«Με προβληματίζει βαθιά η σύνδεση λογοτεχνίας - γλώσσας - έθνους - χώρας - κουλτούρας». Το λέει η ταλαντούχα Κάρεν Εμεριχ, ίσως η πιο επιδραστική και δυναμική μεταφράστρια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στις ΗΠΑ. Και παράλληλα, μια ενθουσιώδης αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, με μεταπτυχιακό από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με θητεία στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου, με άριστη γνώση της ελληνικής και της τουρκικής, και με μια καθόλου εύπεπτη μελέτη στα σκαριά, για το ποιος λογίζεται Ελληνας» συγγραφέας και ποιος όχι, από το Εικοσιένα μέχρι σήμερα.

Η Εμεριχ επανήλθε στο προσκήνιο με τις μεταφράσεις των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου στις συλλογές «Κάτι θα γίνει θα δεις» και «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα» (Πόλις 2010 και 2014), έργα που ανέδειξαν την ψυχική και συναισθηματική διάσταση της κρίσης στα χαμηλά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, και που βρήκαν με εκείνην την πιο καίρια «φωνή» τους στα αγγλικά.

Μια «φωνή» που ανέδειξε το ύφος, τον τόνο, το πνεύμα της γραφής του Οικονόμου και του άνοιξε τον δρόμο για να τιμηθεί πρόσφατα με το αμερικανικό λογοτεχνικό βραβείο Chowdhury, βραβείο με ακαδημαϊκό ειδικό βάρος και σημαντικό χρηματικό έπαθλο.

Η «φωνή» της Εμεριχ που συζητιέται και στα πανεπιστημιακά της μαθήματα, κατέστησε «ορατό» τον Οικονόμου, επίσης ανέδειξε τη Σοφία Νικολαΐδου με το μυθιστόρημα «Χορεύουν οι ελέφαντες» (Μεταίχμιο 2012), που παρουσιάστηκε και στο Εργαστήριο Μετάφρασης του Χάρβαρντ, έφερε στο προσκήνιο την Ερση Σωτηροπούλου με το μυθιστόρημά της για τον Καβάφη «Τι μένει από τη νύχτα» (Πατάκης 2015), που μπήκε στις βιτρίνες των μεγαλύτερων βιβλιοπωλείων στις ΗΠΑ, υποστήριξε και την Αμάντα Μιχαλοπούλου με τρία πεζογραφήματα ή την Αλεξάνδρα Κ.

Εχοντας διατελέσει μαθήτρια του Εντμουντ Κίλι, η Εμεριχ βούτηξε στα βαθιά από το 2002 με Βασιλικό, Μαργαρίτα Καραπάνου, Σαχτούρη και Ρίτσο. «Μακάρι», λέει στην «Εφ.Συν.», η λογοτεχνία και η μετάφραση να μας βοηθούν στο να φανταζόμαστε έναν άλλο κόσμο, χωρίς παγιωμένες κουλτούρες, λογοτεχνίες και γλώσσες».

● Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα ονόματα στο τοπίο των ελληνικών γραμμάτων έχουν γίνει αναγνωρίσιμα στις ΗΠΑ χάρη στις μεταφράσεις σας. Πώς το καταφέρατε;

Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει όσα λέτε, και σίγουρα όχι μόνη μου… Πρώτα απ’ όλα είναι το έργο των συγκεκριμένων συγγραφέων που πείθει το αναγνωστικό κοινό να τους αναγνωρίσει, αλλά σίγουρα ως μεταφράστρια δίνω τα δικά μου, αγγλικά λόγια στα έργα αυτά, και τη δική μου ερμηνεία. Το κείμενο που γράφω εγώ, η μετάφραση δηλαδή, αντανακλά ένα άλλο κείμενο που προϋπάρχει. Και αυτή η ευθύνη της αντανάκλασης ή αντιπροσώπευσης είναι μια ευθύνη που την αναλαμβάνω πολύ σοβαρά, όπως οι περισσότεροι μεταφραστές.

Επίσης, για μια λογοτεχνία όπως η ελληνική υπάρχει μια επιπλέον ευθύνη: η ευθύνη της επιλογής. Είναι πολύ λίγα τα ελληνικά βιβλία που μεταφράζονται στα αγγλικά σε σύγκριση με όσα μεταφράζονται κάθε χρόνο π.χ. στην ισπανική ή στη γαλλική γλώσσα. Οπότε κάθε απόφαση να αναλάβω ένα βιβλίο βάζει άλλο ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα που λέγεται «ελληνική λογοτεχνία στα αγγλικά».

Τα οικονομικά εμπόδια σ’ αυτή τη διαδρομή είναι πολλά και ποικίλα. Ολοι ξέρουν ότι η μετάφραση δεν πληρώνει καν το ενοίκιο. Είναι δύσκολη, χρονοβόρα και σημαντική δουλειά που θα έπρεπε να αναγνωρίζεται από τους εκδότες, από την κριτική και από το κοινό, και να πληρώνεται αναλόγως. Παράλληλα, επειδή τα κέρδη από τις πωλήσεις είναι λίγα, πολλές φορές δεν συμφέρει η έκδοση ενός μεταφρασμένου λογοτεχνικού έργου. Εκτός εάν υπάρχει κάποια επιχορήγηση από τη χώρα προέλευσής του.

● Με ποιο κριτήριο επιλέγετε τα λογοτεχνικά έργα που μεταφράζετε;

Κάποιες φορές τα βιβλία τα επιλέγει ένας εκδοτικός οίκος και με προσεγγίζει μήπως ενδιαφέρομαι, αλλά πιο συχνά τα βιβλία τα προτείνω εγώ. Τυχαίνει να διαβάσω ένα μυθιστόρημα –όπως το «Χορεύουν οι ελέφαντες» της Σοφίας Νικολαΐδου– και να θέλω να το συζητήσω με τους/τις φοιτητές/τριές μου, που όμως δεν μπορούν να το διαβάσουν, οπότε αποφασίζω να το μεταφράσω εγώ.

Απ’ την άλλη, το πρώτο βιβλίο του Οικονόμου, το «Κάτι θα γίνει, θα δεις», το αγόρασα κατά τύχη στο βιβλιοπωλείο Πολιτεία και με χτύπησε σαν κεραυνός. Ηξερα αμέσως ότι θα το μεταφράσω, και το πρότεινα στην Jill Schoolman στο Archipelago Books, μία από τις σπουδαιότερες υποστηρίκτριες μεταφρασμένης λογοτεχνίας στις ΗΠΑ.

Για μένα είναι σημαντικό να μη μεταφράζουμε μόνο τα αριστουργήματα, τα βιβλία που θα μείνουν στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά κάθε είδους βιβλία. Σε ό,τι με αφορά, λοιπόν, το κριτήριο δεν είναι ένα – και δεν είναι πάντα το ίδιο. Οταν σκέφτομαι, αυτό το βιβλίο έχει να πει κάτι σημαντικό ή κάτι όμορφο που θέλω να το δουν οι άλλοι, ή μια άσχημη αλήθεια που πρέπει όμως να ειπωθεί – τότε θέλω να το μεταφράσω. Αλλά μεταφράζω και πολλά κείμενα φίλων μου. Γιατί η μετάφραση είναι και πράξη φιλίας, πράξη αγάπης και σεβασμού προς τον άλλο.

● Εχετε έναν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα σε δύο γλώσσες. Πώς αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας; Ως πρέσβειρα της ελληνικής κουλτούρας και ταυτότητας; Ως εκπρόσωπο των ελληνόφωνων συγγραφέων στη διεθνή αγορά; Ως μεγεθυντικό φακό της κατάστασης των πραγμάτων στην Ελλάδα;

Δεν ξέρω καθόλου πώς να απαντήσω στην ερώτηση. Εγώ σκέφτομαι τη δουλειά μου πάντα σε πολύ μικρότερη κλίμακα: σκέφτομαι την ευθύνη μου μπροστά στο κείμενο που δουλεύω, μπροστά στους συγγραφείς που με εμπιστεύονται, μπροστά στους συγκεκριμένους αναγνώστες που θα αντιμετωπίσουν κάποια έργα στις εκδοχές που τους δίνω. Νομίζω ότι μια «εθνική» λογοτεχνία δεν είναι «μία», όπως μια γλώσσα δεν είναι «μία».

Ούτε μια χώρα ή ένας λαός. Θέλω να πω, η σύνδεση λογοτεχνίας - γλώσσας - έθνους - χώρας - κουλτούρας με προβληματίζει πολύ βαθιά. Μακάρι η λογοτεχνία και η μετάφραση να μας βοηθούν στο να φανταζόμαστε έναν άλλο κόσμο, χωρίς παγιωμένες κουλτούρες, λογοτεχνίες και γλώσσες και χωρίς ανάγκη για πρέσβειρες ή εκπροσώπους ή διαμεσολαβητές.

● Πάντως τα στερεότυπα για την Ελλάδα παραμένουν ισχυρά, οπότε εύλογα αναρωτιέται κανείς τι περιμένουν να διαβάσουν οι Αμερικανοί. Μήπως έναν… λογοτεχνικό «Γάμο α λά ελληνικά»; Πόσο ελεύθερη είστε να παρακάμψετε τα γούστα του κοινού;

Μακάρι τα βιβλία που μεταφράζω να είχαν τόσο μεγάλη απήχηση ώστε να ενδιαφερόταν το ίδιο κοινό που βλέπει ταινίες του Χόλιγουντ! Στην Αμερική, το λογοτεχνικό κοινό δεν είναι ένα, είναι πολλά. Και η μεταφρασμένη λογοτεχνία, εκτός αν πρόκειται για τον Στιγκ Λάρσον ή τον Χαρούκι Μουρακάμι, δεν πουλάει και πολύ.

Το κοινό των βιβλίων που εγώ μεταφράζω είναι συνήθως άτομα διαβασμένα, τα οποία παρακολουθούν τους μικρούς οίκους που εκδίδουν κυρίως λογοτεχνία σε μετάφραση. Νομίζω ότι ποτέ δεν έχω σκεφτεί τι θα «αρέσει στο κοινό», γιατί όλο και κάποιος θα πέσει πάνω στο μεταφρασμένο βιβλίο και αρκεί να μου γράψει ότι την ή τον σημάδεψε, για να πειστώ ότι άξιζε τον κόπο.

Βέβαια είναι κάποια ονόματα και θέματα που πουλάνε περισσότερο και υπάρχουν στερεότυπα για την Ελλάδα που μπορεί να επηρεάζουν το τι θέλουν να διαβάσουν οι ξένοι για να «γνωρίσουν καλύτερα τη χώρα» μέσω της λογοτεχνίας. Στη σημερινή λ.χ. εποχή, η κρίση «πουλάει». Γι’ αυτό και τα δυο βιβλία του Οικονόμου που μετέφρασα πήραν τόσο πολλές κριτικές και όλοι έγραφαν για τα διηγήματα σαν να ήταν ρεπορτάζ και όχι μυθοπλασία. Σαν να περιέγραφε ο Οικονόμου πραγματικές ιστορίες υπαρκτών προσώπων χτυπημένων από τη φτώχεια.

Υπάρχει μια τάση να διαβάζεται η μεταφρασμένη λογοτεχνία σαν αντανάκλαση μιας κουλτούρας, οπότε όταν μια χώρα ή μια περιοχή περνάει δύσκολη φάση, τρέχουν όλοι να διαβάσουν λογοτεχνία από εκεί. Το ίδιο συμβαίνει τώρα με την Ουκρανία. Υπάρχει δηλαδή μια απαίτηση σε σχέση με την «ξένη» λογοτεχνία, που δεν ισχύει για την «ντόπια» λογοτεχνία, η οποία κινείται κάπως πιο ελεύθερα.

Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία διαθέτει ταλαντούχες φωνές αλλά δεν έχει έναν Σεφέρη, έναν Καβάφη, που θα γίνει η ατμομηχανή και θα τραβήξει το ενδιαφέρον στους υπόλοιπους. Πόσο «κακό» είναι αυτό;

Δεν ξέρω κατά πόσο ο Καβάφης ή ο Σεφέρης έγιναν ποτέ «ατμομηχανές» να τραβήξουν το ενδιαφέρον σε άλλους συγγραφείς… Μάλλον το αντίθετο: ο Καβάφης δεν αφήνει οξυγόνο για να αναπνέει κάποιος άλλος στο ίδιο δωμάτιο. Εχουμε πλέον 14 μεταφράσεις ολόκληρου του καβαφικού έργου. Δεν λέω, το αξίζει. Αλλά μια μετάφραση θέλει επένδυση χρόνου και ενέργειας.

Μακάρι οι μεταφραστές να στραφούν τώρα σε άλλους. Και, όχι, δεν το θεωρώ «κακό» που η Ελλάδα δεν έχει αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο «όνομα» που να το αναγνωρίζουν παγκοσμίως, μια συγγραφέα που όλοι θέλουν να την διαβάζουν. Το σημαντικό είναι να γράφουμε και να διαβάζουμε, να δώσουμε χώρο στη ζωή μας για τα δώρα που μας δίνει η λογοτεχνία. Δεν είναι διαγωνισμός δημοσιότητας, είναι τρόπος ζωής, τρόπος εμπλοκής με τον κόσμο γύρω μας. «Ο τρόπος να κινδυνεύουμε», που λέει και η Βακαλό.

Τα «ναι» και τα «όχι» της Εμεριχ, ο Οικονόμου, η Νικολαΐδου και ο κανόνας

Χρήστος Οικονόμου και Σοφία Νικολαΐδου

Στη μελέτη της για τη λογοτεχνική μετάφραση και την «κατασκευή» των «πρωτότυπων» έργων, που κυκλοφόρησε το 2017 («Literary translation and the making of originals», Bloomsbury), η Κάρεν Εμεριχ εμβαθύνει σε ζητήματα ηθικής και πολιτικής της μετάφρασης.

Και, μεταξύ άλλων, διερευνά τον ρόλο των μεταφράσεων στη διαμόρφωση, αναμόρφωση και… παραμόρφωση των λογοτεχνικών κανόνων, εθνικών και διεθνών. Με την επιφύλαξη λοιπόν ότι «κάθε έργο μπορεί να φανεί “σπουδαίο” σε κάποιον, και ίσως αυτό αρκεί», περιγράφει στην «Εφ.Συν.» τι ξεχωρίζει εκείνη στα έργα του Χρήστου Οικονόμου και της Σοφίας Νικολαΐδου.

«Νομίζω ότι ο Οικονόμου όχι μόνο μιλάει στην εποχή μας, αλλά μιλάει με έναν τρόπο που δεν έχω συναντήσει σε άλλους συγγραφείς. Αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ στη γραφή του είναι η υφή της πρόζας, τα λογοπαίγνια που συνεχίζουν για ολόκληρες σελίδες, η εφευρετικότητα της γλώσσας, οι παρομοιώσεις που είναι τόσο εύστοχες που μου κόβουν την ανάσα. Σήμερα το πρωί δούλευα μια μετάφραση από το μυθιστόρημά του “Οι κόρες του ηφαιστείου” (Πόλις, 2017) και έπεσα πάνω στη φράση “Πρόλαβα μόνο να τη δω από τον καθρέφτη που στριφογύριζε και κοιτούσε γύρω της αλλοπαρμένη, σαν τη βελόνα της πυξίδας σ’ έναν κόσμο χωρίς Βορρά”. Τι τέλεια φράση! Σου δίνει μια εικόνα που δεν υπήρχε πριν ειπωθούν αυτές οι λέξεις, αλλά μόλις ειπωθούν, η εικόνα υπάρχει και δείχνει μια αλήθεια, μια πλαστή, φαντασιακή, αλλά παρ’ όλα αυτά, βαθιά αλήθεια».

Για το «Χορεύουν οι ελέφαντες», η Εμεριχ σημειώνει: «Μου είναι ιδιαίτερα αγαπητό για άλλους λόγους. Κι αυτό όταν το πρωτοδιάβασα, ήξερα αμέσως πως ήθελα να το μεταφράσω. Είχα βαρεθεί να διαβάζω άρθρα για τη λεγόμενη “ελληνική κρίση” στις αμερικανικές εφημερίδες που παρουσίαζαν τους Ελληνες ως απατεώνες, τεμπέληδες, κακομοίρηδες και που επίσης παρουσίαζαν το παρόν σαν να μην είχε καμία σχέση με το παρελθόν. Αποφάσισα να κάνω μάθημα στο πανεπιστήμιο με θέμα την κρίση, αλλά αμφισβητώντας τις τρέχουσες αφηγήσεις για την κρίση, και την ίδια την έννοια της “κρίσης” που έβρισκα στο αμερικανικό πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Το μυθιστόρημα της Νικολαΐδου είχε όλα τα στοιχεία που αναζητούσα: πλούσιο ιστορικό υπόβαθρο, ιστορικές διασυνδέσεις ανάμεσα σε εποχές και γεγονότα, αμφισβήτηση εθνικών αφηγημάτων, κοινωνικό σχολιασμό, χιούμορ και προπαντός καλή γραφή. Και έντονη συζήτηση της ιστοριογραφίας, της δημοσιογραφίας, και της εκπαίδευσης. Οι φοιτητές μου εξακολουθούν να το λατρεύουν».

Με δεδομένο όμως ότι ο λογοτεχνικός κανόνας δεν ανανεώνεται συχνά στην Ελλάδα, ποιο έργο θα πρόσθετε η Εμεριχ;

«Δεν πιστεύω στους λογοτεχνικούς κανόνες! Ούτε σε “σημαντικά” έργα. Τώρα που έχω παιδί, και διαβάζω συνέχεια παιδικά βιβλία στην κόρη μου, αρχίζω και βλέπω τη λογοτεχνία λίγο διαφορετικά. Τα βιβλία τής μαθαίνουν τον κόσμο, με τα καλά και τα κακά του. Κάπως έτσι βλέπω και τη λογοτεχνία για μεγάλους. Και μακάρι οι μεγάλοι που δεν έχουν παιδιά να διάβαζαν περισσότερη παιδική λογοτεχνία. Αξίζει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: