«Άνθρωπος Μαρίκα» του Σάκη Σερέφα: Το απείκασμα ενός εκπληκτικού κοριτσιού στη νεοελληνική συνείδηση
Για το βιβλίο του Σάκη Σερέφα «Άνθρωπος Μαρίκα – Από τη Σμύρνη στην Κοκκινιά» (εκδ. Μεταίχμιο), με υλικό από τη ζωή και τα τραγούδια της Μαρίκας Νίνου.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη μεγαλύτερη ήττα στην ιστορία του ελληνισμού. Και πράγματι, εδώ οι λέξεις που περιγράφουν αυτήν την ήττα είναι σοφά διαλεγμένες. Ήταν μια τεραστίων διαστάσεων και αμετάκλητη Καταστροφή, μια καταστροφή που είχε ως συνέπεια τον αφανισμό ή τον ξεριζωμό εκατομμυρίων Ελλήνων από μέρη στα οποία ζούσαν και ευημερούσαν για χιλιάδες χρόνια.
Η Αιολική Γη, για να δανειστούμε τον τίτλο του σπουδαίου βιβλίου του Ηλία Βενέζη, δεν ήταν μια ακόμη περιοχή όπου άνθισαν οι Έλληνες: Ήταν η καρδιά του ελληνισμού, η ιστορία του, ο πολιτισμός του. Τα δάκρυα και η θλίψη από αυτήν την απώλεια, δεν έχουν τέλος.
Ας κατέβουμε όμως πιο χαμηλά, σε μια μέρα εκείνου του Αυγούστου του 1922, κι ας ακούσουμε με τα λόγια ενός μούτσου, τι γινόταν πάνω στο πλοίο Ευαγγελίστρια, που μετέφερε πρόσφυγες από την πυρπολημένη και σφαγιασμένη Σμύρνη προς τον Πειραιά.
«Εκτός από δικούς μας, είχε κι Αρμεναίους, χριστιανοί κι αυτοί. Απ’ τη δικιά τους τη συνοικία ξεκίνησε η φωτιά στη Σμύρνη και τα πήρε όλα παραμάζωμα με τον αέρα που φύσαγε και τα ’κανε στάχτη και ρημαδιό. Αλλά ήτανε κι άλλοι που είχανε έρθει ξεριζωμένοι απ’ τα σπίτια τους αποκάτω απ’ την Τουρκία, απ’ την Κύπρο απέναντι από ένα μέρος, που από πολύ παλιά ζούσανε εκεί. Εγώ αρμένικα δεν ήξερα, πού να ξέρω, ούτε τώρα τα ξέρω, αλλά τον κυνηγημένο τον άνθρωπο δε χρειάζεται να την ξέρεις τη γλώσσα του για να του σταθείς στο πλάι, χρειάζεται; Εμένα με είχανε βάλει και κουβάλαγα ψωμιά και νερό στον κόσμο που είχε κουρνιάσει όπου είχε βρει ο καθένας κι όπως ανεβαίνω το πρώτο βράδυ στο πάνω το κατάστρωμα βλέπω μια κυρά με κάτι κουτσούβελα από γύρω της χάμω σ’ ένα κιλίμι να έχει αγκαλιάσει το φουγάρο και να το πασπατεύει με τα χέρια της. Τι κάνεις εκεί; θα καούνε τα χέρια σου, της κάνω εγώ με νοήματα. Κι ανοίγει τις χούφτες της έτσι όπως τις είχε κολλήσει πάνω στο καυτό το φουγάρο και τι να δω, είχε κάτι πιτούλες και τις έψηνε. Πού τα βρήκες αυτά; της κάνω πάλι νόημα. Ανοίγει ένα ζεμπίλι, μου δείχνει, είχε σιμιγδάλι μέσα, το είχε φέρει μαζί της η έρμη, και παίρνει στη χούφτα της απ’ το σιμιγδάλι και φτύνει μέσα, το βρέχει, το πλάθει τσάκα τσάκα και, φαπ!, το κολνάει κι αυτό πάνω στο φουγάρο και το ζουπάει από πάνω να ψηθεί καλά καλά».
Εκεί, ανάμεσα σε στοιβαγμένα και τρομοκρατημένα γυναικόπαιδα, που άφηναν για πάντα πίσω τους τα σπίτια τους και τα κόκαλα των προγόνων τους, κι οι περισσότεροι, τους σφαγιασμένους άντρες, πατεράδες κι αδερφούς τους, εκεί, πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου Ευαγγελίστρια είδε για πρώτη φορά το φως η Μαρίκα Νίνου.
Η μητέρα της, μαζί με τις δυο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της, είχαν δει τους τσέτες να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια τους τον πατέρα που η Μαρίκα δεν γνώρισε ποτέ. Κι όμως, το θαύμα έγινε, και η μικρή Ευαγγελία, όπως τη βάφτισαν προς τιμήν του πλοίου που τους έσωσε, έζησε και λίγο μετά βρέθηκε με την οικογένειά της, τους αρμένηδες Αταμιάν, σε ένα μικρό σπίτι στην Κοκκινιά. Μια σχεδόν κανονική ζωή ακολούθησε: Πήγε στο αρμένικο σχολείο, έμαθε να παίζει μαντολίνο, ενώ η χαρισματική φωνή της μάγευε όσους την άκουγαν να ψέλνει στην αρμένικη εκκλησία τις Κυριακές.
Στα δεκαεφτά της παντρεύτηκε τον κλειδαρά συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν, με τον οποίο απέκτησε αμέσως κι έναν γιο. Αυτά το 1940. Αμέσως μετά τον πόλεμο, τη βρίσκουμε, να περιοδεύει με τον δεύτερο άντρα της, τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίνο Νικολαΐδη. Μαζί έγιναν καλλιτεχνικό ζευγάρι, με το όνομα Ντούο Νίνο, στο οποίο στη συνέχεια προστέθηκε και ο γιος της, κι έτσι έγιναν οι Ντούο Νίνο και… μισό.
«Και τώρα, κυρίες και κύριοι, το διεθνούς φήμης καλλιτεχνικόν σχήμα Ντούο Νίνο και Μισό θα συνεχίσει το εκλεκτόν του πρόγραμμα με ένα ακόμη ριψοκίνδυνο ακροβατικό νούμερο που είναι βέβαιον πως θα σας κόψει την ανάσα. Παρακαλούνται οι καρδιοπαθείς, οι πάσχοντες από ακράτειαν, υψοφοβίαν, μυωπίαν, αλωπεκίασιν, αιμορροΐδες, πέτρα νεφρών, ποδάγρα και διαταραχάς της πιέσεως, αλλά και οι έγκυοι ή όσες σκοπεύουν να εγκαστρωθούν εντός των προσεχών ωρών, να παρακολουθήσουν ψυχραίμως το θέαμα».
Και να, πώς τα φέρνει η ζωή, και η Αρμένισσα Ευαγγελία Αταμιάν, πρώην Μεσροπιάν, γίνεται τώρα Ευαγγελία Νικολαΐδου. Η μεταμόρφωση όμως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί: το μικρό όνομα του συζύγου της υιοθετείται ως επώνυμο από την Ευαγγελία, ενώ σύντομα θα εγκαταλείψει και το βαφτιστικό της χάριν του πιο καλλιτεχνικού Μαρίκα, που της κόλλησε η νέα πεθερά της, θαυμάστρια της Μαρίκας Κοτοπούλη. Κι εγένετο η Μαρίκα Νίνου!
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν γι’ αυτή τη ρευστότητα των ονομάτων στη ζωή της νεαρής προσφυγοπούλας. Στο εξής όμως, όλοι θα γνωρίσουν την Μαρίκα Νίνου, αφού το έμφυτο ταλέντο της, κοινό μυστικό στην αρμένικη κοινότητα, δεν θα αργήσει να τη φέρει κοντά στους μεγάλους συνθέτες των λαϊκών και ρεμπέτικων της εποχής: Στον Μανώλη Χιώτη, αρχικά, στον Γιάννη Παπαϊωάννου και στον Γιώργο Μητσάκη στη συνέχεια, και τελικά στον μέγιστο όλων, στον Βασίλη Τσιτσάνη, στο σχήμα του οποίου πήρε τη θέση της Σωτηρίας Μπέλλου. Εκεί, στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού στην Αχαρνών, ο Τσιτσάνης με τη Νίνου θα γράψουν ιστορία.
Κι ενώ η Ιστορία, με το γιώτα κεφαλαίο, συνεχίζει τα δικά της...
Στον έβδομο ουρανό
Το 1951 υπήρξε για τη Μαρίκα Νίνου η κορύφωση της καριέρας της, όπως και της περίπλοκης και πολυκύμαντης σχέσης της με τον Τσιτσάνη. Οι δυο τους, μαζί και με την Ευαγγελία Μαργαρώνη, εμφανίστηκαν για περίπου έναν μήνα στο κέντρο Καζαμπλάνκα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και αποθεώθηκαν. Η αμοιβή τους, που μέχρι τότε μετριόταν σε δραχμές, ήταν εδώ σε χρυσές λίρες: Τρεις ο Τσιτσάνης, δύο η Νίνου και μία η Μαργαρώνη. Με αυτές τις λίρες ξεκίνησε η Μαρίκα να χτίζει το σπίτι της στο Αιγάλεω, καημός μεγάλος, μέχρι και το τέλος.
«Τραπεζίτες, εφοπλιστές, εισαγγελείς, υφασματέμποροι, χρυσοχόοι, λαδέμποροι, εργολάβοι, καρδιοχειρουργοί, νταλικέρηδες, μα και απλοί φορτηγατζήδες, επιπλοποιοί, βιοτέχνες υποδημάτων, ζαχαροπλάστες, εκδότες εφημερίδων, ζωέμποροι, χονδρέμποροι οπίου και οπιοειδών, κατασκευαστές μουσικών οργάνων, και δη τρομπονιών και κλαρινέτων, οινοποιοί, πιλότοι μαχητικών αεροσκαφών, μικροβιολόγοι, ουρολόγοι, οδοντοτεχνίτες, κριτικοί λογοτεχνίας, ομπρελοποιοί, ξυλοκόποι, ρετσινοσυλλέκτες, δύτες, θηριοδαμαστές, μόδιστροι, παιδοψυχίατροι, παστουρματζήδες, ζιγκολό, ζογκλέρ, ωτακουστές, μεταφραστές, σκακιστές, γευσιγνώστες, ταριχευτές, καραγκιοζοπαίχτες, σαλεπιτζήδες, παραλήδες και λαουτζίκος, τόσοι άνθρωποι ο καθένας με το κέφι του, ποιο να περιγράψεις πρώτο; Όλοι τους θέλουν να βγουν μια φωτογραφία με την κυρία Μαρίκα και τον κύριο Βασίλη μετά το τέλος του προγράμματος».
Κάπως έτσι, με πισωγυρίσματα, παύσεις, ρωγμές, μετατοπίσεις στον χρόνο και στον χώρο, ο Σάκης Σερέφας συνθέτει αυτήν την ιδιόρρυθμη προσωπογραφία της Μαρίκας Νίνου, διανθίζοντάς την με γεγονότα της εποχής, που πότε παραμένουν στον φόντο και πότε ανεβαίνουν στη σκηνή: Από τη γέννησή της πάνω στην Ευαγγελίστρια μέχρι την τελευταία περιοδεία της ζωής της, αυτή στην Αμερική, όταν δούλευε ακαταπόνητα, ενώ ταυτόχρονα πάσχιζε να γιατρέψει τον καρκίνο που την είχε χτυπήσει.
Η Μαρίκα Νίνου, η οποία, όπως σημείωσε ο Μάνος Χατζιδάκις, «με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινωσύνης και της βυζαντινής παρακμής», άφησε την τελευταία της πνοή στην Αθήνα, μόλις στα 35 της χρόνια.
Ακόμη κι αν κανείς δεν έχει διαβάσει άλλο βιβλίο του Σάκη Σερέφα,
μπαίνει γρήγορα στο κόλπο: Οι συγγραφικοί τρόποι του Θεσσαλονικιού
ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου, δεν είναι συνηθισμένοι ούτε
οι αναμενόμενοι. Τα διαρκή παιχνίδια με τον αναγνώστη, με τα τερτίπια
της αφήγησης, με το ίδιο το υλικό του, δίνουν ένα βιβλίο που είναι
ταυτόχρονα αστείο, κυνικό, και σπαραξικάρδιο.
Παρόλα αυτά, ο
συγγραφέας παραθέτει αυτούσια τα γράμματα της Μαρίκας προς τον αδερφό
της και τη νύφη της από τη Νέα Υόρκη, γράμματα που τα χαρακτηρίζει η
μεγαθυμία και η συγκίνηση, πλουτίζοντας το βιβλίο με τη μαρτυρία της.
Η Αρμένισσα Ευαγγελία Αταμιάν, γέννημα θρέμμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, έγινε ένα αστέρι που έλαμψε για κάτι λιγότερο από μια δεκαετία, μα που σημάδεψε όσο ελάχιστοι ερμηνευτές την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Το βιβλίο τούτο είναι το απείκασμα αυτού του εκπληκτικού κοριτσιού στη νεοελληνική συνείδηση.
* Ο Κ.Β. Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Αφαίας και Τελαμώνος (εκδ. Μεταίχμιο).
*******************
10 ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΚΑΣ ΝΙΝΟΥ
Μαρίκα Νίνου (1922-1957) - Βικιπαίδεια
01. Μας ζηλεύουνε 00:0002. Παλαμάκια * 03:07
03. Σεράχ 06:18
04. Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα ** 09:41
05. Η ζημιά ( Τσιτσάνη μου )** 13:02
06. Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη ** 16:21
07. Η καρδιά σου θα γίνει χρυσή *** 19:25
08. Έλα όπως είσαι ** 22:44
09. Ζαΐρα ** 26:09
10. Γεννήθηκα για να πονώ 29:22
*Τραγούδι: Μαρίκα Νίνου & Γιώργος Μητσάκης & Γιάννης Τατασόπουλος
**Τραγούδι: Βασίλης Τσιτσάνης & Μαρίκα Νίνου
***Τραγούδι: Βασίλης Τσιτσάνης & Μαρίκα Νίνου & Πρόδρομος Τσαουσάκης
Στίχοι: 1, Χρήστος Αργυρόπουλος
2, Γιώργος Μητσάκης
3, 6, 7, Βασίλης Τσιτσάνης
4, 8, Γεράσιμος Τσάκαλος
5, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
9, 10, Κώστας Βίρβος
Μουσική: 1, Κώστας Καπλάνης
2, Γιώργος Μητσάκης
3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, Βασίλης Τσιτσάνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου