1. ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ/ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ (Αγγλικά)
Ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ, που γυρίστηκε στην ΕΣΣΔ το 1989, σε σκηνοθεσία Semeon Aranovitch. Πρόκειται για τον περιπετειώδη βίο της Άννα Αχμάτοβα της μεγαλύτερης , κατά πολλούς, ποιήτριας του 20ου αιώνα.
Το αρχείο Anna Akhmatova είναι η συγκινητική και ισχυρή εξέταση ενός βίαιου αιώνα.
Σε αυτό το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ - πιο συναρπαστικό από ό, τι αν ήταν φανταστικό - μία ευαίσθητη, λυρική και πολυαγαπημένη ποιήτρια , η Άννα Αχμάτοβα, αντέχει στη βίαιη καταστολή του Ιωσήφ Στάλιν.
Μέσα από εξαιρετικές συνεντεύξεις και σπάνια πλάνα ταινιών και φωτογραφιών, ο σκηνοθέτης Semeon Aranovitch εξετάζει την ψυχή μιας αντιφατικής εποχής στην οποία η Αχμάτοβα - της οποίας το έργο δεν δημοσιεύθηκε επί 17 χρόνια - έγινε η συνείδηση μιας γενιάς.
Το ποίημά της "Ρέκβιεμ" έγινε ο υπόγειος ύμνος για τα εκατομμύρια που υπέφεραν υπό τον Στάλιν. Αυτή η μοναδική συνάντηση, η οποία χρησιμοποιεί τα ημερολόγια της Αχμάτοβα για κείμενο, περιλαμβάνει επίσης πορτρέτα φίλων και συγχρόνων της Αχμάτοβα -Μπόρις Πάστερνακ Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ΜΙχαήλ Σοστσένκο. Ένα συναρπαστικό, αξέχαστο ντοκιμαντέρ.
2.
Άννα Αχμάτοβα - Βικιπαίδεια
3. ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΧΜΑΤΟΒΑ
Βόλφγκανγκ Χέσνερ - Άννα Αχμάτοβα. Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας
Η θυελλώδης προσωπική ζωή της μεγάλης ρωσίδας ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, οι έρωτες, οι απογοητεύσεις και οι διωγμοί, αλλά και το ποιητικό της ταλέντο, αποτυπώνονται σ' αυτή τη βιογραφία του Βόλφγκανγκ Χέσνερ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα Αντρέγεβνα Γκορένκο. Γεννήθηκε το 1889 και πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της παιδικής της ηλικίας στην Αγία Πετρούπολη και τη γύρω περιοχή. Όταν άρχισε να γράφει ποίηση ο πατέρας της την ανάγκασε να υιοθετήσει ένα ψευδώνυμο, για να μη χαλάσει το καλό όνομα της οικογένειάς της ως «παρακμιακή ποιήτρια». Η Άννα διάλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε σε μια προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονο του θρυλικού Τζένγκις Χαν. Το όνομα ακουγόταν ρομαντικό και μυστήριο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου που είχε νιώσει η Άννα από πολύ νωρίς και που ποτέ δεν εγκατέλειψε. Η Άννα Αχμάτοβα χαρακτηρίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς «αγία και πόρνη». Μια ασκητική φιγούρα που κατάφερε να μετουσιώσει το προσωπικό της δράμα σε συλλογική εμπειρία και να εκφράσει μέσα από τα ποιήματά της τον πόνο ενός ολόκληρου λαού, που την ανακήρυξε αγία μαθαίνοντας απέξω τους στίχους της και απαγγέλλοντάς τους κρυφά, μακριά από τα αυτιά του Στάλιν. Συγχρόνως όμως ήταν μια γυναίκα που εξέπεμπε τεράστια γοητεία και έκανε τους άντρες να τρέχουν πίσω της μαγεμένοι. Αλλά αυτή η όμορφη και υπεροπτική γυναίκα, αντί να εκμεταλλεύεται τους θαυμαστές της, κατέληγε σχεδόν πάντα παρατημένη και απογοητευμένη. Οι δυστυχισμένοι γάμοι και οι καταστροφικές σχέσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής της. Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει επίσης πολλά ποιήματά της, σχόλια και εξηγήσεις, προσφέροντας έτσι μια σε βάθος γνωριμία με την ποιήτρια και το έργο της. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
ΠρόλογοςΣημείωμα του Γιάννη Αντιόχου
Άννα Αχμάτοβα - Προσεγγίζοντας και διορθώνοντας την εικόνα της
Τα ταραγμένα χρόνια - Η γένεση μιας ποιήτριας
Εσπέρα - «Δεν γράφω "γυναικεία" ποίηση»
Anno Domini - «Μ' αυτούς δεν είμαι...»
Άνεμος πολέμου - Υπεράσπιση του ευρωπαϊκού πολιτισμού
Ρέκβιεμ - Επιστροφή και νέοι Αποχωρισμοί
Ποίημα χωρίς ήρωα;
Αποχαιρετισμός
Χρονοδιάγραμμα
Μαρτυρίες
Βιβλιογραφία
4. Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΟΛΗ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΑΡΑΔΕΣ
-Αγαπήθηκε ως γυναίκα και ποιήτρια μέχρι λατρείας.
- Μισήθηκε και διώχθηκε από το σοβιετικό καθεστώς για το ανυπόταχτο πνεύμα της όσο ελάχιστοι πνευματικοί άνθρωποι.
-Ο πρώτος της σύζυγος, ποιητής Νικολάι Γκουμιλιόφ, εκτελέστηκε από τη μυστική υπηρεσία ως "εχθρός του λαού", ενώ ο γιος της , Λεβ, εγκλείστηκε για πολλά χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, απλώς και μόνο επειδή το καθεστώς μισούσε τους γονείς του.
Η Άννα Αχμάτοβα με τον Λεβ Γκουμιλιόφ και τον γιο τους Λεβ
- Ο τρίτος σύζυγός της , Νικολάι Πούνιν , καταδικάστηκε άνευ σοβαρού λόγου και αιτίας σε καταναγκαστικά έργα και πέθανε στη φυλακή.
Η Άννα Αχμάτοβα και ο τρίτος σύζυγός της Νικολάι Πούνιν έξω από το παλάτι του Σερεμέτιεβο.
- Έζησε μέσα σε διαρκή ανασφάλεια και απίστευτη φτώχεια, μετακινούμενη διαρκώς , έχοντας πλήρως εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους φίλους λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους, λόγω της απηνούς καταδίωξής της από το το σοβιετικό καθεστώς.
-Η ίδια χλευάστηκε και διασύρθηκε όσο λίγοι πνευματικοί άνθρωποι. Της απαγορεύτηκε οποιαδήποτε εκδοτική δραστηριότητα επί δύο σχεδόν δεκαετίες και τα βιβλία της πολτοποιήθηκαν , το 1925.
Ο πολύς Τρότσκι, που αργότερα θα κατηγορήσει τον Στάλιν για αυταρχισμό, θα δώσει εντολή να αποκηρυχθεί η συλλογή της Αnno Domini ( «Σωτήριον έτος» 1922) , ενώ ο Ζντάνοφ θα την εκδιώξει από την Ένωση Συγγραφέων, το 1946, ως «ιδεολογικό αποδιοργανωτή και εκπρόσωπο του αντιδραστικού σκοταδισμού», λέγοντας τη διαβόητη φράση : "Είναι μισή καλόγρια, μισή πόρνη, ή, πιο σωστά, καλόγρια και πόρνη. Μέσα της μπλέκονται ασέλγεια και προσευχή".
Aντρέι Ζντάνοφ και Ιωσήφ Στάλιν
-Είδε συμποιητές της να "σωπαίνουν ξαφνικά" , να αυτοκτονούν , να εγκλείονται σε ψυχιατρεία ή να εξορίζονται στα γκουλάγκ . Έτσι εξαφανίστηκαν οι στενοί της φίλοι ποιητές Όσιπ Μαντελστάμ και Μπόρις Πίλνιακ, αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι, πέθανε ο "αντικαθεστωτικός" Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ του περίφημου "Ο μετρ και η Μαργαρίτα"....
Gerontakos
5. Άννα Αχμάτοβα, δέκα ποιήματα
Μετάφραση από τα ρωσικά: Γιώργος Τσακνιάς
Πηγή: dimartblog.com
[Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;]
Πώς μπορείς να κοιτάξεις τον Νέβα;
Πώς τολμάς να σταθείς στο γεφύρι;
Δεν είν’ τυχαίο που με λένε θλιμμένη
απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα.
Αιχμηρά τα φτερά των αγγέλων του σκότους,
η ημέρα της κρίσης πλησιάζει
και βαθυκόκκινες φωτιές
σαν τριαντάφυλλα ανθίζουν στο χιόνι.
1914
[Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι…]
Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,
μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη.
Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.
Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις·
ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις.
1916
[Η πόλη χάθηκε…]
Η πόλη χάθηκε. Στο τελευταίο σπίτι
ένα παράθυρο σαν ζωντανό κοιτούσε…
Τελείως άγνωστος είναι αυτός ο τόπος,
φωτιά μυρίζει, ο κάμπος είναι σκοτεινός.
Μα όταν το πέπλο ξαφνικά της καταιγίδας
στα δυο αβέβαιη το έσκισε η σελήνη
είδαμε στο βουνό και προς το δάσος
που ερχόταν ένας άνθρωπος κουτσός.
Ήταν παράξενο πώς πέρασε της τρόικας
τ’ άλογα -δυνατά, καλοθρεμμένα-,
στάθηκε λίγο και ξανάρχισε κουτσαίνοντας
να κουβαλάει το φορτίο του το βαρύ.
Σχεδόν που δεν μπορέσαμε να δούμε
πώς ξαφνικά φάνηκε δίπλα στην καλύβα.
Σαν άστρα έλαμπαν τα γαλανά του μάτια
φωτίζοντας την κουρασμένη του μορφή.
Έτεινα προς εκείνον το παιδί,
το χέρι σήκωσε ψηλά το ροζιασμένο
κι ευλόγησε με δυνατή φωνή:
«Να ζήσει ο γιος σου χίλια χρόνια ευτυχισμένος!»
1916
[Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματα…]
Να σηκωθώ νωρίς με τα χαράματααπ’ τη χαρά που μέσα μου φουντώνει
να δω τα καταπράσινα νερά
από το φινιστρίνι της καμπίνας.
Ή πάνω στο κατάστρωμα, στην τρικυμία,
χωμένη μες στο γούνινο παλτό μου
να αφουγκράζομαι της μηχανής τους χτύπους.
Τίποτα να μη σκέφτομαι,
μόνο να περιμένω τη συνάντηση
με κείνον που το άστρο μου έχει γίνει,
κι απ’ το νερό και την αλμύρα
να ξανανιώνω ώρα με την ώρα.
1917
[Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένος…]
Εκεί ο ίσκιος μου απόμεινε θλιμμένοςκαι ζει ακόμη στο ίδιο μπλε δωμάτιο.
Μεσάνυχτα έχει καλεσμένους απ’ την πόλη
και μια εικόνα σμάλτινη φιλάει.
Μα και στο σπίτι δεν είναι όλα ρόδινα:
Το τζάκι ανάβει, κι όμως έχει σκοτεινιά…
Μήπως γι’ αυτό πλήττει η καινούργια η κυρά
κι ο νοικοκύρης το ’χει ρίξει στο κρασί
κι ακούσει πίσω από τον τοίχο τον στενό
τον καλεσμένο μου που επίσκεψη έχει έρθει;
1917
[Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπου…]
Και φαίνεται πως η φωνή του ανθρώπουδεν πρόκειται ποτέ να ηχήσει εδώ,
της εποχής του λίθου ο άνεμος μονάχα
χτυπά τις μαύρες πύλες.
Μου φαίνεται πως έχω επιζήσει
μονάχα εγώ κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό
γιατί εγώ ήμουν που θέλησα η πρώτη
απ’ του θανάτου το κρασί να πιω.
1917
[Ήταν πολύ τρομακτικό να ζεις σ’ αυτό το σπίτι…]
Ήταν πολύ τρομακτικό να ζεις σ’ αυτό το σπίτικαι ούτε η θέρμη της πατρικής εστίας,
ούτε η κούνια που είχε μέσα το παιδί μου,
ούτε που ήμασταν κι οι δυο μας τόσο νέοι
και όνειρα γεμάτοι,
δε σίγαζαν την αίσθηση του φόβου.
Κι έμαθα να την κρύβω μ’ ένα γέλιο,
και άφηνα μια κούπα με κρασί
και λίγα ψίχουλα, για κείνον που τη νύχτα
σαν το σκυλί την πόρτα γρατζουνούσε
ή κοίταζε απ’ το παραθυράκι,
ενώ εμείς πασχίζαμε σιωπώντας
να μην κοιτάμε τι γινόταν στον καθρέφτη,
ούτε ποιανού τα βήματα στη σκάλα
ηχούσανε βαριά μέσ’ στο σκοτάδι,
λες κι από λύπηση σιωπούσαμε, με οίκτο.
Κι εσύ έλεγες, παράξενα γελώντας:
«Ποιον κουβαλάνε τάχα από τη σκάλα;»
Τώρα εσύ ’σαι κει που όλα τα ξέρουν·
πες μου: τι ζούσε, έξω από μας, σ’ αυτό το σπίτι;
1921
[Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη…]
Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνηκαι μοιάζει με παράθυρο ανοιχτό
σε κάποιο ήσυχο και φωτισμένο σπίτι
όπου συνέβη κάτι τρομερό.
Μην έφεραν νεκρό τον νοικοκύρη;
Μην κλέφτηκε με κάποιον η κυρά;
Μην το παπούτσι βρέθηκε της κόρης
που χάθηκε στης λίμνης τα νερά;
Δεν φαίνεται απ’ τη Γη. Το μέγα κρίμα
το νιώσαμε και έπεσε σιωπή.
Ο γκιώνης έκλαιγε θλιμμένα και στον κήπο
ακούγονταν του ανέμου η βουή.
1922
[Όποτε κάποιος άνθρωπος πεθαίνει…]
Όποτε κάποιος άνθρωπος πεθαίνειαλλάζει η μορφή του στα πορτρέτα.
Αλλιώς κοιτούν τα μάτια του, στα χείλη
διαγράφεται ένα χαμόγελο άλλο.
Αυτό το παρατήρησα γυρνώντας
απ’ την κηδεία κάποιου ποιητή μας.
Έκτοτε το βεβαίωσα πολλάκις
κι επαληθεύτηκε η θεωρία πλήρως.
1940
[Έχουν τρεις εποχές οι αναμνήσεις…]
Έχουν τρεις εποχές οι αναμνήσεις.Κι η πρώτη – σαν τη χθεσινή ημέρα.
Η ψυχή κάτω απ’ τον ευλογημένο θόλο τους
και το σώμα στην ευλογία της σκιάς τους.
Ακόμη δεν έσβησε το γέλιο, τα δάκρια ποτάμι,
ένας λεκές από μελάνι στο τραπέζι δεν σκουπίστηκε.
Σαν χαραγμένο στην καρδιά είναι το φιλί,
μοναδικό, αποχαιρετιστήριο, αλησμόνητο…
Αυτό όμως δεν κρατά πολύ…
Ο θόλος δεν υπάρχει πια, και κάπου
σ’ ένα προάστιο ανιαρό ένα μονάχο σπίτι,
όπου έχει κρύο το χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι,
όπου έχει αράχνες και στα πάντα επάνω σκόνη,
όπου οι φλογερές επιστολές γίνονται στάχτη
και στα κλεφτά αλλάζουν τα πορτρέτα,
οι άνθρωποι έρχονται εδώ σάμπως σε τάφο,
όταν γυρνούν πλένουν τα χέρια με σαπούνι,
στα γρήγορα σκουπίζουν ένα δάκρυ
στα κουρασμένα βλέφαρά τους – και βογκάνε…
Περνούν οι ώρες όμως, η άνοιξη
ξανάρχεται, κι ο ουρανός ροδίζει,
αλλάζουν όνομα οι πόλεις,
δεν ζούνε πια οι μάρτυρες των γεγονότων,
δεν έχεις με ποιον να κλάψεις, με ποιον να θυμηθείς.
Σιγά σιγά απομακρύνονται οι ίσκιοι,
που άλλο πια εμείς δεν τους καλούμε,
που ο γυρισμός τους θα ’ταν φοβερός για μας.
Κι όταν ξυπνάμε βλέπουμε πως έχουμε λησμονήσει
τον δρόμο που οδηγεί σ’ αυτό το σπίτι,
κι ενώ η ντροπή και ο θυμός μας πνίγει
τρέχουμε εκεί, μα (όπως γίνεται στον ύπνο)
είναι όλα αλλιώς: άνθρωποι, πράγματα και τοίχοι,
κανείς δεν μας γνωρίζει – είμαστε άλλοι.
Σε λάθος μέρος ήρθαμε… Θεέ μου!
Και έρχεται η πιο πικρή στιγμή: όταν θα δούμε
πως δεν μπορούσαμε να έχουμε κρατήσει
αυτό το παρελθόν μες στη ζωή μας,
κι αυτό σχεδόν μας είναι τόσο ξένο
όσο του γείτονα, στο διπλανό διαμέρισμα,
ούτε όσους έφυγαν να έχουμε γνωρίσει,
και πως εκείνοι που έτυχε κι οι δρόμοι μας χωρίσαν
τα πήγαν μια χαρά δίχως εμάς – και μάλιστα
τόσο το καλύτερο…
1945
Η Αχμάτοβα από τον Κουζμά Πετρόφ Βόντκιν (1922)
* * *
Μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς, dimartblog.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου