ΚΥΡΙΑ MOY..
ΚΟΥΤΡΟΥΛΗΣ
Κυρία μου,
αν ίσως δυσπιστήτε εις τους λόγους μου,
τότε λοιπόν ναι μη πιστεύετε
ούτε ο ήλιος πως γυρνά στον ουρανόν
ούτε η γη πως στέκεται ασάλευτη
ούτε το φως πως φέγγει!.. Όρκους θέλετε;
Μα την βελόνην, μα την τέχνην που ασκώ,
είν΄η ψυχή μου να εκπνεύσει έτοιμος,
εις ένα μόνον μέγαν όρκον: σ΄αγαπώ!
Αυτά τα χείλη αν φρονείτε δόλια,
πως είναι, θα ειπείτε, τότε πονηρόν
και το αρνί που βόσκει και φωνάζει βε,
και το νεράκι οπού τρέχει καθαρόν,
και το πουλάκι που εις τ΄άνθη κελαηδεί.
ΑΝΘΟΥΣΑ
Όσον δι όρκους, κύριε, όρκους πολλούς,
και ασυγκρίτως πλέον καφτούς,
όρκους καμίνια, άσβεστε πυρκαϊές,
περιγραφές ερώτων μυθιστορικών,
όπου βελάζουν ποίμνια ολόκληρα,
όπου μυρίζουν τα νεκρολούλουδα,
και οι κουρούνες σαν αηδόνια κελαηδούν,
ανέγνωσα εις όλα τα ποιήματα,
με όσ΄αθανασίας λάτραι άγουροι
από τα βάθρα των δημοτικών σχολών
πλουτίζουν την Ελλάδα και τον τύπον της.
Οι όρκοι κι οι ποιήσεις αι ερωτικαί,
ως κάθε πραγματεία που επλήθυνε,
εξέπεσαν κι ολίγην έχουν πέρασιν.
Ο ράφτης
Μανώλης Κουτρούλης ερωτεύεται την Ανθούσα,
κόρη μεσοαστικής οικογένειας, που, με
τη σειρά της, είναι ερωτευμένη με τον
Λεωνίδα,
ένα νεαρό αστυνόμο. Για να
αποφύγει τον
επίδοξο γαμπρό χωρίς να εναντιωθεί στη
θέληση του
πατέρα της, η Ανθούσα βάζει ως όρο για
το γάμο να γίνει ο αγράμματος Κουτρούλης
υπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου