Ψηφίσματα υπέρ της διατήρησης των αρχαιοτήτων στο Μετρό Θεσσαλονίκης
Τη συνέχιση των εργασιών κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου στο Μετρό
Θεσσαλονίκης με την «κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων», ζητούν
φορείς με ψηφίσματά τους
Να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού
Βενιζέλου στο Μετρό Θεσσαλονίκης με την κατά χώραν διατήρηση των
αρχαιοτήτων, ζητούν με ψηφίσματά τους φορείς.
Συγκεκριμένα, το ελληνικό τμήμα του ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών), «συνεπές ως προς τις καταστατικές του αξίες και αρχές, ζητά να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων και να σταματήσει η αΜΕΤΡΟέπεια που εργαλειοποιεί τα μνημεία, τα μετατρέπει σε αθύρματα ποικίλων σκοπιμοτήτων, ενώ ταυτόχρονα στερεί μια πόλη από ένα μεγάλο τεχνικό έργο που της αξίζει».
Παράλληλα, ψηφίσματα υπέρ της διατήρησης των αρχαιοτήτων εξέδωσαν και η Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, η Ελληνική Εταιρία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, το Ευρωπαικό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων καθώς και το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
1. ICOMOS
Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει, απρόσμενα, στο προσκήνιο η τύχη των αρχαιοτήτων του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης, για τις οποίες το ελληνικό τμήμα του ICOMOS έχει λάβει θέση από το 2013 (με το α.π. 127, 8/2//2013 έγγραφό του), κάνοντας λόγο για συνύπαρξή τoυς με τον σύγχρονο σταθμό. Το ζήτημα, φαινόταν πως έχει αντιμετωπιστεί με την ΥΠΟΠΑΙΘ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΣΠΑΕΕ/41484/24488/1402/162/10.02.2017 (ΑΔΑ:7ΝΦ14653Π4-Ζ91) Υ.Α., που διασφάλιζε τόσο την κατασκευή του σταθμού όσο και την κατά χώραν διατήρηση των αρχαίων.
Η πρόταση, που πρόσφατα έχει δημοσίως διατυπωθεί, περί απόσπασης, μεταφοράς και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων ανακόπτει την εξέλιξη της εγκεκριμένης λύσης, φαντάζει αλυσιτελής και πέραν των άλλων τεχνικών δυσκολιών και κινδύνων που συνεπάγεται, δοθέντος ότι θα πληγεί ανεπιστρεπτί η οικοδομική αυθεντικότητα των αρχαιοτήτων, πρόκειται να πλήξει βασικές αξίες του μνημειακού συνόλου, όπως είναι η ακεραιότητα και η αυθεντικότητα,. Αξίες που προστατεύονται όχι μόνο από το διεθνές δίκαιο αλλά και την ελληνική νομοθεσία.
Όπως είναι γνωστό, η μετακίνηση ενός μνημείου ή τμήματός του απαγορεύεται ρητά από τον ισχύοντα Νόμο (άρθρο 42, Ν. 3028/2002), με μόνες προβλεπόμενες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που επιτακτικοί λόγοι προστασίας του ίδιου του μνημείου ή μεγάλα τεχνικά έργα εθνικής σημασίας το επιβάλλουν. Ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή η μετακίνηση θεωρείται το έσχατο μέτρο, η ενέργεια αυτή εξετάζεται μόνο όταν, μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο, αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του. Στην περίπτωση των αρχαιοτήτων του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης όχι μόνο έχει βρεθεί τεχνική λύση διατήρησής τους in situ, αλλά οι σχετικές μελέτες και εργασίες έχουν προχωρήσει σύμφωνα με αυτόν τον σχεδιασμό.
Δυστυχώς, αν και προφανής, δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς η μεγάλη σημασία της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων και η αξία που πρόκειται να προσθέσει στο πολιτιστικό απόθεμα της πόλης. Οι αρχαιότητες αυτές (το σταυροδρόμι της μνημειακής οδού των Βυζαντινών με τα κτήρια που το περιβάλλουν) αποτελούν ένα σπάνιο μνημειακό σύνολο που τεκμηριώνει κατά τρόπο μοναδικό την εξέλιξη της μεσαιωνικής πόλης σε ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα του αστικού της ιστού. Το νέο μνημειακό σύνολο θα συμπληρώσει την εικόνα της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, η οποία έχει ήδη εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO με μνημεία οικουμενικής αξίας, ως αναγνώριση της σημασίας που είχε ως ένα από τα πρώτα κέντρα εξάπλωσης του Χριστιανισμού και ενός πολιτιστικού κέντρου που επηρέασε ολόκληρο τον βυζαντινό κόσμο.
Το ελληνικό τμήμα του ICOMOS, συνεπές ως προς τις καταστατικές του αξίες και αρχές, ζητά να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων και να σταματήσει η αΜΕΤΡΟέπεια που εργαλειοποιεί τα μνημεία, τα μετατρέπει σε αθύρματα ποικίλλων σκοπιμοτήτων, ενώ ταυτόχρονα στερεί μια πόλη από ένα μεγάλο τεχνικό έργο που της αξίζει.
2.Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ
Είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε, για πολλοστή φορά, στο ζήτημα της τύχης των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν με τα έργα του μετρό στο σταθμό Βενιζέλου, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Είναι γενικώς παραδεκτό πως πρόκειται για αρχαιότητες, στις οποίες διασώθηκε -σε μοναδικό, ίσως, ανά την Ευρώπη παράδειγμα- η πραγματική εικόνα των δύο βασικών ρωμαϊκών οδικών αρτηριών, decumanus maximus (κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία) και cardo (κάτω από τη Βενιζέλου), όπως διασταυρώνονταν στον πυρήνα της πρωτοβυζαντινής συμπρωτεύουσας του 6ου-7ου αιώνα. Αρχαιότητες, που συνδέουν το ρωμαϊκό με το βυζαντινό παρελθόν της πόλης, ως χρονική γέφυρα ανάμεσα στον 4ο και στον 7ο-9ο αιώνα, ανάμεσα στη Ροτόντα και το Γαλεριανό συγκρότημα και στα σωζόμενα μεγάλα βυζαντινά/ μεσαιωνικά μνημεία. Αρχαιότητες, τέλος, που δεν ήταν καθόλου άγνωστο ή απροσδόκητο το ότι θα αποκαλύπτονταν στη θέση εκείνη με τις εκσκαφές, παρά ταύτα όμως δεν υπήρξε καμία εκ των προτέρων μέριμνα για την τύχη τους, ώστε να προληφθούν οι διχογνωμίες, οι καθυστερήσεις, οι παλινωδίες και οι αυτοσχεδιασμοί που ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Σε οποιανδήποτε πόλη που σέβεται το παρελθόν της, το εκπληκτικό εύρημα θα διαφυλασσόταν ως κόρη οφθαλμού και θα αναδεικνυόταν με κάθε τρόπο. Στη Θεσσαλονίκη, επί πλέον, με 15 μνημεία του 4ου-14ου αι. ήδη εγγεγραμμένα στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, θα μπορούσε αυτοδικαίως να ενταχθεί, συμπληρώνοντας το θαυμαστό ιστορικό παλίμψηστο της πόλης, εφ'όσον διαφυλαχθεί η αυθεντικότητά του δια της in situ διατήρησης, ενώ η δια της διάλυσης και μεταφοράς υποβάθμισή του θα δημιουργούσε σοβαρά ερωτηματικά για το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της πόλης και για τα υπόλοιπα εγγεγραμμένα μνημεία, τα οποία όπως είναι γνωστό παρακολουθούνται και αξιολογούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίας της UNESCO.
Για έναν κατ'εξοχήν ειδικό για τα ζητήματα της διατήρησης και προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς φορέα, όπως είναι το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού» του ΑΠΘ, η όλη επιχειρηματολογία που υποστηρίζει την επιστροφή στο σενάριο της απόσπασης των ευρημάτων από τον φυσικό τους χώρο, με την προοπτική της επανατοποθέτησής τους σε άγνωστο μελλοντικό χρόνο, μόνον ανησυχία και αμφιβολίες προκαλεί, καθώς η εξαγγελία της απόφασης δεν συνοδεύεται από τις αντίστοιχες μέριμνες και μελέτες: πού εδράζεται, π.χ., η διαβεβαίωση ότι η απόσπαση των ευρημάτων θα διασφαλίσει την οικονομικότερη και ταχύτερη αποπεράτωση του έργου; τί μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί και κοστολογηθεί για τη μεταφορά, και πολύ περισσότερο την επανατοποθέτησή τους; ποια είναι τα αντίστοιχα χρονοδιαγράμματα, πού και πώς θα φυλαχθούν τα ευρήματα, πόσο θα κοστίσει η αποκατάστασή τους μετά την απόσπαση; και ποια θα είναι η τύχη των νέων «εκπλήξεων», που αναμφίβολα μας περιμένουν στα υποκείμενα στρώματα όταν αφαιρεθούν οι αρχαιότητες; Επίσης, υπάρχει μήπως διαβεβαίωση πως οι υπόλοιπες συνιστώσες του έργου έχουν υλοποιηθεί με την πρέπουσα οικονομία και ταχύτητα, ώστε να εξαντλείται η ανάλογη απαίτηση μόνο στο τμήμα του έργου που σχετίζεται με την αρχιτεκτονική κληρονομιά αυτής της πόλης;
Η ανησυχητική αύξηση, το τελευταίο διάστημα, των περιπτώσεων που το ΔΠΜΣ «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού» καλείται να πάρει θέση και να συντάξει ψηφίσματα για την υπεράσπιση της ίδιας της ύπαρξης απειλούμενων μνημείων, μόνο καλός οιωνός δεν μπορεί να θεωρηθεί για το μέλλον του πολιτισμού στην πόλη. Είναι ακατανόητο και απογοητευτικό το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική μας κληρονομιά μονίμως βρίσκεται υπό απειλή ή κακοποιείται, από ιδέες και πρωτοβουλίες αρχών και φορέων που θα όφειλαν να την προστατεύουν, με πιο πρόσφατη περίπτωση την απίθανη πρόταση για πλήρη σχεδόν ισοπέδωση των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ, βάσει του νέου Ειδικού Χωρικού Σχεδίου αξιοποίησής της. Παρόμοια πολύπλοκα και ευαίσθητα ζητήματα δεν είναι δυνατόν να επιλύονται με λογικές «γόρδιου δεσμού», μέσω πολιτικών αποφάσεων και εξαγγελιών, οι οποίες θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις υλικές και άυλες αξίες των μνημείων και την αυθεντική υπόστασή τους.
Κατόπιν αυτών, απευθύνουμε έκκληση προς κάθε αρμόδιο για επανεκτίμηση της κατάστασης και άμεση αναθεώρηση της ατεκμηρίωτης απόφασης για απόσπαση των ευρημάτων από τον σταθμό Βενιζέλου· επειδή προτάσεις για την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων και τη διαμόρφωση του σταθμού έχουν διατυπωθεί ήδη αρκετές, σε ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων, προτείνουμε την επείγουσα συγκρότηση ολιγομελούς επιτροπής ειδικών, στην οποία να κληθούν να συμμετάσχουν και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες της UNESCO από το εξωτερικό και η οποία να αναλάβει να αξιολογήσει σε σύντομο χρόνο, έως τριών μηνών π.χ., τις υπάρχουσες προτάσεις, να συνεκτιμήσει τα αναφερόμενα κόστη και τα χρονοδιαγράμματα και να προτείνει τη βέλτιστη λύση, την οποία όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές να δεσμευθούν ότι θα αποδεχθούν και θα προωθήσουν την υλοποίησή της. Μόνο μια προσέγγιση με προτεραιότητα στον σεβασμό της ιστορικότητας του χώρου και με έμφαση στα επιστημονικά και όχι στα πολιτικά -πολύ δε περισσότερο σε κομματικά ή προσωπικά- κριτήρια, μπορεί να εγγυηθεί την επιλογή της αρτιότερης και λειτουργικότερης λύσης, προς όφελος του πολύπαθου ιστορικού κέντρου μιας πόλης με περίλαμπρο παρελθόν, που θέλει να αναδειχθεί σε «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» αλλά μονίμως αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων.
3. Ελληνική Εταιρία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού παρακολουθώντας με ανησυχία την επαναφορά του θέματος της μετακίνησης ή μη των
αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν στο σταθμό του μετρό στη Βενιζέλου, αποφάσισε να υποστηρίξει πλήρως και να διαβιβάσει προς τον
Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς Πολιτισμού και Υποδομών κείμενο του Παραρτήματός της στη Θεσσαλονίκη, με το οποίο γίνεται έκκληση να
προχωρήσουν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και το Παράρτημά της με τα εξειδικευμένα μέλη τους και τη διεθνή εμπειρία της Europa Nostra που διαθέτουν, αγωνίζονται από το 2013 για το θέμα αυτό, έχοντας επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο και έχοντας ιδία αντίληψη για την ανεκτίμητη αξία του και τη μοναδική εμπειρία που προσφέρει στον επισκέπτη, μια εμπειρία που με την απόσπασή τους θα χαθεί οριστικά. Την άποψη αυτή επικύρωσε τελικά το ΚΑΣ, βγήκαν οι σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις για την κατά χώραν διατήρηση, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές αποφάσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί, τη βέλτιστη δηλαδή επιλογή, στην οποία δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνεί, ξεκίνησαν οι εργασίες και δόθηκαν χρονοδιαγράμματα και ημερομηνία περαίωσης.
Η επαναφορά του θέματος με οικονομικά κριτήρια και με χρονικούς προσδιορισμούς λειτουργίας του μετρό δεν λαμβάνει υπόψη τις σοβαρές συνέπειες που θα έχει η απόσπαση στην κατάσταση διατήρησης των ευρημάτων, την απώλεια μεγάλου ποσοστού της αυθεντικότητας και την απαξίωση του συνόλου. Ακόμα, ως προς το επιχείρημα του μη εφικτού της κατασκευής με την κατά χώραν διατήρηση, αν και απαιτείται ειδική γνώση για να αποφανθεί κανείς, είναι γνωστό από τη διεθνή αλλά και την ελληνική εμπειρία ότι έχουν αντιμετωπιστεί με επιτυχία αντίστοιχα θέματα. Είναι όμως επίσης γνωστό ότι, εφόσον γίνουν αποδεκτές οι ενστάσεις από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, αποφανθεί θετικά το ΚΑΣ και βγει η σχετική Υπουργική Απόφαση για την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, θα ακολουθήσει νέος κύκλος μελετών, εγκρίσεων και ανασκαφικών εργασιών, που θα προκαλέσουν σοβαρές καθυστερήσεις και πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του έργου.
Αποτελεί πεποίθησή μας ότι, όταν αναφερόμαστε σε τόσο σημαντικές αρχαιότητες, τα παραπάνω επιχειρήματα αποδυναμώνονται, καθώς υπεισέρχονται και άλλα κριτήρια, με πρώτο την αξία των αρχαιοτήτων αυτών σε διεθνές επίπεδο, καθώς διασώζουν την εντυπωσιακή τοπογραφία της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, της βυζαντινής πόλης. Ακόμα, τη στιγμή που το θέμα αναζήτησης και προβολής σημαντικών χαρακτηριστικών των πόλεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους αποτελεί ζητούμενο και θέμα διερεύνησης, σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης, η Θεσσαλονίκη έλαβε από τους προγόνους της ένα ανεκτίμητο δώρο, τις σημαντικότατες αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες ανασκαφής σε πολλούς σταθμούς του μετρό, με προεξέχουσες αυτές της Βενιζέλου και της Αγ. Σοφίας. Αντί όμως αυτό να το εκτιμήσει, να το κάνει σημαία της που θα την απογειώσει, μετατρέποντάς την σε παγκόσμιο τουριστικό προορισμό, λαμβάνοντας υπόψη και τα σημαντικότατα βυζαντινά μνημεία που διαθέτει, μνημεία κηρυγμένα από την UNESCO, ως μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μπήκε σε μια διαδικασία αντιπαραθέσεων και μιζέριας.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και το Παράρτημά της στη Θεσσαλονίκη κάνουν έκκληση προς τον Πρωθυπουργό και τους αρμόδιους Υπουργούς να προχωρήσουν στις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε οι εργασίες να συνεχισθούν προς την κατεύθυνση της κατασκευής του σταθμού με την “κατά χώραν” παραμονή των αρχαιοτήτων.
4.Ευρωπαικό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
Με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται στο δημόσιο χώρο αναφορικά με την τύχη του ιδιαίτερης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας μνημειακού συνόλου, το οποίο αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες κατασκευής του Μετρό της πόλης και έχει γίνει ευρύτερα γνωστό ως «το βυζαντινό σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης», το Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων κάνει έκκληση στις αρμόδιες πολιτικές αρχές για την κατά χώραν και άνευ αποσπάσεως διατήρησή του.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της διασταύρωσης της Μέσης (Decumanus Maximus) και της κάθετης (cardo) οδού, καθώς και των κτισμάτων που την περιβάλλουν στο κέντρο της παλαιοχριστιανικής και μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης, προσφέρουν πολύτιμη τεκμηρίωση για την πολεοδομική μορφή και την κοσμική ζωή της δεύτερης σημαντικότερης πόλης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, συμπληρώνοντας τις γνώσεις μας και για την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Η μαρτυρία αυτή είναι σημαντική όχι μόνο για τους ειδικούς επιστήμονες, αλλά και για κάθε κάτοικο και επισκέπτη μιας πόλης που βιώνει μια ιστορία 23 αιώνων ζωής μέσα από τα επάλληλα στρώματα κατοίκησής της.
Η αναζήτηση της πλέον πρόσφορης λύσης για τη διαχείριση του μνημειακού αυτού συνόλου με τρόπο ώστε το παρελθόν της πόλης να συνυπάρχει αρμονικά με το παρόν της είχε αποτελέσει παλαιότερα αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου, ο οποίος κατέληξε το 2017 στην ισχύουσα Υπουργική Απόφαση για κατά χώραν διατήρηση, κατόπιν ομόφωνης γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Σήμερα, δυο χρόνια αργότερα, κάθε ανακίνηση του ζητήματος προς άλλες ενδεχόμενες λύσεις οι οποίες έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί, καθυστερεί την υλοποίηση ενός έργου σημαντικού για τη διευκόλυνση της καθημερινής μετακίνησης των κατοίκων της και θέτει τις αρχαιότητες στο στόχαστρο μιας στρεβλής αντίληψης ότι δήθεν παρακωλύουν την ανάπτυξη. Σε μια πόλη όπου τα μνημεία του λαμπρού της παρελθόντος έχουν κάθε δυνατότητα ν’ αποτελέσουν δυναμικό μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης σε δημόσιο επίπεδο και παράγοντα ενίσχυσης της παιδείας και της αυτογνωσίας σε ατομικό, η εξέλιξη αυτή είναι δυσοίωνη και θα ήταν σκόπιμο με κάθε τρόπο ν’ αποφευχθεί.
Πρόκειται, άλλωστε, για την πόλη όπου πριν ένα χρόνο υπογράφηκε η «Χάρτα της Θεσσαλονίκης» για την προστασία και ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων όπου και αν βρίσκονται, από 21 κράτη στα εδάφη των οποίων υπάρχουν μνημεία βυζαντινά ή βυζαντινής επιρροής, στο πλαίσιο των δράσεων του Ευρωπαϊκού Ετους Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2018. Στην πρωτοβουλία αυτή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, που τέθηκε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικήςιτροπής για την UNESCO και είχε την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, συμμετείχαν το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, το ICOMOS και η Europa Nostra - φορείς διεθνούς εμβέλειας στον τομέα της διαχείρισης των μνημείων. Με τη Χάρτα αυτή, οι εκπρόσωποι 21 κρατών της Μεσογείου συμφώνησαν σε κοινές αρχές για τη διατήρηση, αποκατάσταση και διαχείριση των βυζαντινών τους μνημείων.
Συνεπώς, η διαχείριση των μνημείων της πόλης όπου οι εκπρόσωποι των κρατών αυτών συναντήθηκαν και συνυπέγραψαν τη Χάρτα, μιας πόλης όπου 15 παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, και της χώρας με πρωτοβουλία της οποίας επιτεύχθηκε αυτή η σημαντική συμφωνία, οφείλει ν’ αποτελεί πρότυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, εφαρμόζοντας με προσήλωση την ελληνική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις.
Η λειτουργική συνύπαρξη ενός παρελθόντος που συνεχώς ανακαλύπτουμε μ’ ένα παρόν το οποίο δε σταματά να εξελίσσεται ας είναι ο στόχος όλων όσων είναι επιφορτισμένοι με την προστασία και τη διαχείριση του πολιτιστικού πλούτου της χώρας.
5. Ψήφισμα τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ
Συγκεκριμένα, το ελληνικό τμήμα του ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών), «συνεπές ως προς τις καταστατικές του αξίες και αρχές, ζητά να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων και να σταματήσει η αΜΕΤΡΟέπεια που εργαλειοποιεί τα μνημεία, τα μετατρέπει σε αθύρματα ποικίλων σκοπιμοτήτων, ενώ ταυτόχρονα στερεί μια πόλη από ένα μεγάλο τεχνικό έργο που της αξίζει».
Παράλληλα, ψηφίσματα υπέρ της διατήρησης των αρχαιοτήτων εξέδωσαν και η Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, η Ελληνική Εταιρία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, το Ευρωπαικό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων καθώς και το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
1. ICOMOS
Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει, απρόσμενα, στο προσκήνιο η τύχη των αρχαιοτήτων του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης, για τις οποίες το ελληνικό τμήμα του ICOMOS έχει λάβει θέση από το 2013 (με το α.π. 127, 8/2//2013 έγγραφό του), κάνοντας λόγο για συνύπαρξή τoυς με τον σύγχρονο σταθμό. Το ζήτημα, φαινόταν πως έχει αντιμετωπιστεί με την ΥΠΟΠΑΙΘ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΣΠΑΕΕ/41484/24488/1402/162/10.02.2017 (ΑΔΑ:7ΝΦ14653Π4-Ζ91) Υ.Α., που διασφάλιζε τόσο την κατασκευή του σταθμού όσο και την κατά χώραν διατήρηση των αρχαίων.
Η πρόταση, που πρόσφατα έχει δημοσίως διατυπωθεί, περί απόσπασης, μεταφοράς και επανατοποθέτησης των αρχαιοτήτων ανακόπτει την εξέλιξη της εγκεκριμένης λύσης, φαντάζει αλυσιτελής και πέραν των άλλων τεχνικών δυσκολιών και κινδύνων που συνεπάγεται, δοθέντος ότι θα πληγεί ανεπιστρεπτί η οικοδομική αυθεντικότητα των αρχαιοτήτων, πρόκειται να πλήξει βασικές αξίες του μνημειακού συνόλου, όπως είναι η ακεραιότητα και η αυθεντικότητα,. Αξίες που προστατεύονται όχι μόνο από το διεθνές δίκαιο αλλά και την ελληνική νομοθεσία.
Όπως είναι γνωστό, η μετακίνηση ενός μνημείου ή τμήματός του απαγορεύεται ρητά από τον ισχύοντα Νόμο (άρθρο 42, Ν. 3028/2002), με μόνες προβλεπόμενες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις που επιτακτικοί λόγοι προστασίας του ίδιου του μνημείου ή μεγάλα τεχνικά έργα εθνικής σημασίας το επιβάλλουν. Ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή η μετακίνηση θεωρείται το έσχατο μέτρο, η ενέργεια αυτή εξετάζεται μόνο όταν, μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο, αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του. Στην περίπτωση των αρχαιοτήτων του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης όχι μόνο έχει βρεθεί τεχνική λύση διατήρησής τους in situ, αλλά οι σχετικές μελέτες και εργασίες έχουν προχωρήσει σύμφωνα με αυτόν τον σχεδιασμό.
Δυστυχώς, αν και προφανής, δεν έχει κατανοηθεί επαρκώς η μεγάλη σημασία της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων και η αξία που πρόκειται να προσθέσει στο πολιτιστικό απόθεμα της πόλης. Οι αρχαιότητες αυτές (το σταυροδρόμι της μνημειακής οδού των Βυζαντινών με τα κτήρια που το περιβάλλουν) αποτελούν ένα σπάνιο μνημειακό σύνολο που τεκμηριώνει κατά τρόπο μοναδικό την εξέλιξη της μεσαιωνικής πόλης σε ένα αντιπροσωπευτικό τμήμα του αστικού της ιστού. Το νέο μνημειακό σύνολο θα συμπληρώσει την εικόνα της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, η οποία έχει ήδη εγγραφεί στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO με μνημεία οικουμενικής αξίας, ως αναγνώριση της σημασίας που είχε ως ένα από τα πρώτα κέντρα εξάπλωσης του Χριστιανισμού και ενός πολιτιστικού κέντρου που επηρέασε ολόκληρο τον βυζαντινό κόσμο.
Το ελληνικό τμήμα του ICOMOS, συνεπές ως προς τις καταστατικές του αξίες και αρχές, ζητά να συνεχιστούν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων και να σταματήσει η αΜΕΤΡΟέπεια που εργαλειοποιεί τα μνημεία, τα μετατρέπει σε αθύρματα ποικίλλων σκοπιμοτήτων, ενώ ταυτόχρονα στερεί μια πόλη από ένα μεγάλο τεχνικό έργο που της αξίζει.
2.Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ
Είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός ότι αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε, για πολλοστή φορά, στο ζήτημα της τύχης των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν με τα έργα του μετρό στο σταθμό Βενιζέλου, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Είναι γενικώς παραδεκτό πως πρόκειται για αρχαιότητες, στις οποίες διασώθηκε -σε μοναδικό, ίσως, ανά την Ευρώπη παράδειγμα- η πραγματική εικόνα των δύο βασικών ρωμαϊκών οδικών αρτηριών, decumanus maximus (κάτω από τη σύγχρονη Εγνατία) και cardo (κάτω από τη Βενιζέλου), όπως διασταυρώνονταν στον πυρήνα της πρωτοβυζαντινής συμπρωτεύουσας του 6ου-7ου αιώνα. Αρχαιότητες, που συνδέουν το ρωμαϊκό με το βυζαντινό παρελθόν της πόλης, ως χρονική γέφυρα ανάμεσα στον 4ο και στον 7ο-9ο αιώνα, ανάμεσα στη Ροτόντα και το Γαλεριανό συγκρότημα και στα σωζόμενα μεγάλα βυζαντινά/ μεσαιωνικά μνημεία. Αρχαιότητες, τέλος, που δεν ήταν καθόλου άγνωστο ή απροσδόκητο το ότι θα αποκαλύπτονταν στη θέση εκείνη με τις εκσκαφές, παρά ταύτα όμως δεν υπήρξε καμία εκ των προτέρων μέριμνα για την τύχη τους, ώστε να προληφθούν οι διχογνωμίες, οι καθυστερήσεις, οι παλινωδίες και οι αυτοσχεδιασμοί που ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Σε οποιανδήποτε πόλη που σέβεται το παρελθόν της, το εκπληκτικό εύρημα θα διαφυλασσόταν ως κόρη οφθαλμού και θα αναδεικνυόταν με κάθε τρόπο. Στη Θεσσαλονίκη, επί πλέον, με 15 μνημεία του 4ου-14ου αι. ήδη εγγεγραμμένα στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, θα μπορούσε αυτοδικαίως να ενταχθεί, συμπληρώνοντας το θαυμαστό ιστορικό παλίμψηστο της πόλης, εφ'όσον διαφυλαχθεί η αυθεντικότητά του δια της in situ διατήρησης, ενώ η δια της διάλυσης και μεταφοράς υποβάθμισή του θα δημιουργούσε σοβαρά ερωτηματικά για το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της πόλης και για τα υπόλοιπα εγγεγραμμένα μνημεία, τα οποία όπως είναι γνωστό παρακολουθούνται και αξιολογούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίας της UNESCO.
Για έναν κατ'εξοχήν ειδικό για τα ζητήματα της διατήρησης και προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς φορέα, όπως είναι το Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού» του ΑΠΘ, η όλη επιχειρηματολογία που υποστηρίζει την επιστροφή στο σενάριο της απόσπασης των ευρημάτων από τον φυσικό τους χώρο, με την προοπτική της επανατοποθέτησής τους σε άγνωστο μελλοντικό χρόνο, μόνον ανησυχία και αμφιβολίες προκαλεί, καθώς η εξαγγελία της απόφασης δεν συνοδεύεται από τις αντίστοιχες μέριμνες και μελέτες: πού εδράζεται, π.χ., η διαβεβαίωση ότι η απόσπαση των ευρημάτων θα διασφαλίσει την οικονομικότερη και ταχύτερη αποπεράτωση του έργου; τί μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί και κοστολογηθεί για τη μεταφορά, και πολύ περισσότερο την επανατοποθέτησή τους; ποια είναι τα αντίστοιχα χρονοδιαγράμματα, πού και πώς θα φυλαχθούν τα ευρήματα, πόσο θα κοστίσει η αποκατάστασή τους μετά την απόσπαση; και ποια θα είναι η τύχη των νέων «εκπλήξεων», που αναμφίβολα μας περιμένουν στα υποκείμενα στρώματα όταν αφαιρεθούν οι αρχαιότητες; Επίσης, υπάρχει μήπως διαβεβαίωση πως οι υπόλοιπες συνιστώσες του έργου έχουν υλοποιηθεί με την πρέπουσα οικονομία και ταχύτητα, ώστε να εξαντλείται η ανάλογη απαίτηση μόνο στο τμήμα του έργου που σχετίζεται με την αρχιτεκτονική κληρονομιά αυτής της πόλης;
Η ανησυχητική αύξηση, το τελευταίο διάστημα, των περιπτώσεων που το ΔΠΜΣ «Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού» καλείται να πάρει θέση και να συντάξει ψηφίσματα για την υπεράσπιση της ίδιας της ύπαρξης απειλούμενων μνημείων, μόνο καλός οιωνός δεν μπορεί να θεωρηθεί για το μέλλον του πολιτισμού στην πόλη. Είναι ακατανόητο και απογοητευτικό το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική μας κληρονομιά μονίμως βρίσκεται υπό απειλή ή κακοποιείται, από ιδέες και πρωτοβουλίες αρχών και φορέων που θα όφειλαν να την προστατεύουν, με πιο πρόσφατη περίπτωση την απίθανη πρόταση για πλήρη σχεδόν ισοπέδωση των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ, βάσει του νέου Ειδικού Χωρικού Σχεδίου αξιοποίησής της. Παρόμοια πολύπλοκα και ευαίσθητα ζητήματα δεν είναι δυνατόν να επιλύονται με λογικές «γόρδιου δεσμού», μέσω πολιτικών αποφάσεων και εξαγγελιών, οι οποίες θέτουν σε δεύτερη μοίρα τις υλικές και άυλες αξίες των μνημείων και την αυθεντική υπόστασή τους.
Κατόπιν αυτών, απευθύνουμε έκκληση προς κάθε αρμόδιο για επανεκτίμηση της κατάστασης και άμεση αναθεώρηση της ατεκμηρίωτης απόφασης για απόσπαση των ευρημάτων από τον σταθμό Βενιζέλου· επειδή προτάσεις για την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων και τη διαμόρφωση του σταθμού έχουν διατυπωθεί ήδη αρκετές, σε ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων, προτείνουμε την επείγουσα συγκρότηση ολιγομελούς επιτροπής ειδικών, στην οποία να κληθούν να συμμετάσχουν και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες της UNESCO από το εξωτερικό και η οποία να αναλάβει να αξιολογήσει σε σύντομο χρόνο, έως τριών μηνών π.χ., τις υπάρχουσες προτάσεις, να συνεκτιμήσει τα αναφερόμενα κόστη και τα χρονοδιαγράμματα και να προτείνει τη βέλτιστη λύση, την οποία όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές να δεσμευθούν ότι θα αποδεχθούν και θα προωθήσουν την υλοποίησή της. Μόνο μια προσέγγιση με προτεραιότητα στον σεβασμό της ιστορικότητας του χώρου και με έμφαση στα επιστημονικά και όχι στα πολιτικά -πολύ δε περισσότερο σε κομματικά ή προσωπικά- κριτήρια, μπορεί να εγγυηθεί την επιλογή της αρτιότερης και λειτουργικότερης λύσης, προς όφελος του πολύπαθου ιστορικού κέντρου μιας πόλης με περίλαμπρο παρελθόν, που θέλει να αναδειχθεί σε «πρωτεύουσα των Βαλκανίων» αλλά μονίμως αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων.
3. Ελληνική Εταιρία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού παρακολουθώντας με ανησυχία την επαναφορά του θέματος της μετακίνησης ή μη των
αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν στο σταθμό του μετρό στη Βενιζέλου, αποφάσισε να υποστηρίξει πλήρως και να διαβιβάσει προς τον
Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς Πολιτισμού και Υποδομών κείμενο του Παραρτήματός της στη Θεσσαλονίκη, με το οποίο γίνεται έκκληση να
προχωρήσουν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και το Παράρτημά της με τα εξειδικευμένα μέλη τους και τη διεθνή εμπειρία της Europa Nostra που διαθέτουν, αγωνίζονται από το 2013 για το θέμα αυτό, έχοντας επισκεφθεί τον αρχαιολογικό χώρο και έχοντας ιδία αντίληψη για την ανεκτίμητη αξία του και τη μοναδική εμπειρία που προσφέρει στον επισκέπτη, μια εμπειρία που με την απόσπασή τους θα χαθεί οριστικά. Την άποψη αυτή επικύρωσε τελικά το ΚΑΣ, βγήκαν οι σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις για την κατά χώραν διατήρηση, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές αποφάσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί, τη βέλτιστη δηλαδή επιλογή, στην οποία δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνεί, ξεκίνησαν οι εργασίες και δόθηκαν χρονοδιαγράμματα και ημερομηνία περαίωσης.
Η επαναφορά του θέματος με οικονομικά κριτήρια και με χρονικούς προσδιορισμούς λειτουργίας του μετρό δεν λαμβάνει υπόψη τις σοβαρές συνέπειες που θα έχει η απόσπαση στην κατάσταση διατήρησης των ευρημάτων, την απώλεια μεγάλου ποσοστού της αυθεντικότητας και την απαξίωση του συνόλου. Ακόμα, ως προς το επιχείρημα του μη εφικτού της κατασκευής με την κατά χώραν διατήρηση, αν και απαιτείται ειδική γνώση για να αποφανθεί κανείς, είναι γνωστό από τη διεθνή αλλά και την ελληνική εμπειρία ότι έχουν αντιμετωπιστεί με επιτυχία αντίστοιχα θέματα. Είναι όμως επίσης γνωστό ότι, εφόσον γίνουν αποδεκτές οι ενστάσεις από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, αποφανθεί θετικά το ΚΑΣ και βγει η σχετική Υπουργική Απόφαση για την απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, θα ακολουθήσει νέος κύκλος μελετών, εγκρίσεων και ανασκαφικών εργασιών, που θα προκαλέσουν σοβαρές καθυστερήσεις και πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση του έργου.
Αποτελεί πεποίθησή μας ότι, όταν αναφερόμαστε σε τόσο σημαντικές αρχαιότητες, τα παραπάνω επιχειρήματα αποδυναμώνονται, καθώς υπεισέρχονται και άλλα κριτήρια, με πρώτο την αξία των αρχαιοτήτων αυτών σε διεθνές επίπεδο, καθώς διασώζουν την εντυπωσιακή τοπογραφία της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, της βυζαντινής πόλης. Ακόμα, τη στιγμή που το θέμα αναζήτησης και προβολής σημαντικών χαρακτηριστικών των πόλεων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους αποτελεί ζητούμενο και θέμα διερεύνησης, σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης, η Θεσσαλονίκη έλαβε από τους προγόνους της ένα ανεκτίμητο δώρο, τις σημαντικότατες αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν κατά τις εργασίες ανασκαφής σε πολλούς σταθμούς του μετρό, με προεξέχουσες αυτές της Βενιζέλου και της Αγ. Σοφίας. Αντί όμως αυτό να το εκτιμήσει, να το κάνει σημαία της που θα την απογειώσει, μετατρέποντάς την σε παγκόσμιο τουριστικό προορισμό, λαμβάνοντας υπόψη και τα σημαντικότατα βυζαντινά μνημεία που διαθέτει, μνημεία κηρυγμένα από την UNESCO, ως μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, μπήκε σε μια διαδικασία αντιπαραθέσεων και μιζέριας.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και το Παράρτημά της στη Θεσσαλονίκη κάνουν έκκληση προς τον Πρωθυπουργό και τους αρμόδιους Υπουργούς να προχωρήσουν στις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε οι εργασίες να συνεχισθούν προς την κατεύθυνση της κατασκευής του σταθμού με την “κατά χώραν” παραμονή των αρχαιοτήτων.
4.Ευρωπαικό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων
Με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται στο δημόσιο χώρο αναφορικά με την τύχη του ιδιαίτερης ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας μνημειακού συνόλου, το οποίο αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες κατασκευής του Μετρό της πόλης και έχει γίνει ευρύτερα γνωστό ως «το βυζαντινό σταυροδρόμι της Θεσσαλονίκης», το Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων κάνει έκκληση στις αρμόδιες πολιτικές αρχές για την κατά χώραν και άνευ αποσπάσεως διατήρησή του.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της διασταύρωσης της Μέσης (Decumanus Maximus) και της κάθετης (cardo) οδού, καθώς και των κτισμάτων που την περιβάλλουν στο κέντρο της παλαιοχριστιανικής και μεσαιωνικής Θεσσαλονίκης, προσφέρουν πολύτιμη τεκμηρίωση για την πολεοδομική μορφή και την κοσμική ζωή της δεύτερης σημαντικότερης πόλης της βυζαντινής αυτοκρατορίας, συμπληρώνοντας τις γνώσεις μας και για την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Η μαρτυρία αυτή είναι σημαντική όχι μόνο για τους ειδικούς επιστήμονες, αλλά και για κάθε κάτοικο και επισκέπτη μιας πόλης που βιώνει μια ιστορία 23 αιώνων ζωής μέσα από τα επάλληλα στρώματα κατοίκησής της.
Η αναζήτηση της πλέον πρόσφορης λύσης για τη διαχείριση του μνημειακού αυτού συνόλου με τρόπο ώστε το παρελθόν της πόλης να συνυπάρχει αρμονικά με το παρόν της είχε αποτελέσει παλαιότερα αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου, ο οποίος κατέληξε το 2017 στην ισχύουσα Υπουργική Απόφαση για κατά χώραν διατήρηση, κατόπιν ομόφωνης γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Σήμερα, δυο χρόνια αργότερα, κάθε ανακίνηση του ζητήματος προς άλλες ενδεχόμενες λύσεις οι οποίες έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί, καθυστερεί την υλοποίηση ενός έργου σημαντικού για τη διευκόλυνση της καθημερινής μετακίνησης των κατοίκων της και θέτει τις αρχαιότητες στο στόχαστρο μιας στρεβλής αντίληψης ότι δήθεν παρακωλύουν την ανάπτυξη. Σε μια πόλη όπου τα μνημεία του λαμπρού της παρελθόντος έχουν κάθε δυνατότητα ν’ αποτελέσουν δυναμικό μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης σε δημόσιο επίπεδο και παράγοντα ενίσχυσης της παιδείας και της αυτογνωσίας σε ατομικό, η εξέλιξη αυτή είναι δυσοίωνη και θα ήταν σκόπιμο με κάθε τρόπο ν’ αποφευχθεί.
Πρόκειται, άλλωστε, για την πόλη όπου πριν ένα χρόνο υπογράφηκε η «Χάρτα της Θεσσαλονίκης» για την προστασία και ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων όπου και αν βρίσκονται, από 21 κράτη στα εδάφη των οποίων υπάρχουν μνημεία βυζαντινά ή βυζαντινής επιρροής, στο πλαίσιο των δράσεων του Ευρωπαϊκού Ετους Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2018. Στην πρωτοβουλία αυτή του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, που τέθηκε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικήςιτροπής για την UNESCO και είχε την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, συμμετείχαν το Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, το ICOMOS και η Europa Nostra - φορείς διεθνούς εμβέλειας στον τομέα της διαχείρισης των μνημείων. Με τη Χάρτα αυτή, οι εκπρόσωποι 21 κρατών της Μεσογείου συμφώνησαν σε κοινές αρχές για τη διατήρηση, αποκατάσταση και διαχείριση των βυζαντινών τους μνημείων.
Συνεπώς, η διαχείριση των μνημείων της πόλης όπου οι εκπρόσωποι των κρατών αυτών συναντήθηκαν και συνυπέγραψαν τη Χάρτα, μιας πόλης όπου 15 παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, και της χώρας με πρωτοβουλία της οποίας επιτεύχθηκε αυτή η σημαντική συμφωνία, οφείλει ν’ αποτελεί πρότυπο σε παγκόσμιο επίπεδο, εφαρμόζοντας με προσήλωση την ελληνική νομοθεσία και τις διεθνείς συμβάσεις.
Η λειτουργική συνύπαρξη ενός παρελθόντος που συνεχώς ανακαλύπτουμε μ’ ένα παρόν το οποίο δε σταματά να εξελίσσεται ας είναι ο στόχος όλων όσων είναι επιφορτισμένοι με την προστασία και τη διαχείριση του πολιτιστικού πλούτου της χώρας.
5. Ψήφισμα τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου