Ντίνος Χριστιανόπουλος: Η άδοξη πτώση μιας περσόνας
ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012, εκδόσεις Ιανός, σελ. 928
«Μουχαμπέτι» θα πει ψιλοκουβεντούλα, ανάμεσα σε φιλενάδες ίσως, με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής (κοινώς κουτσομπολιό). Ως σαιξπηρικός «τρελός», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χύνει εδώ το τελευταίο του δηλητήριο πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Κι όπως ο σκορπιός στον μύθο του Αισώπου, δεν δύναται, δεν αντέχει να αντισταθεί στη φύση του. Πιστός στην ιδιοσυγκρασία του μέχρι τέλους, καταθέτει τη δική του υποκειμενική μαρτυρία στο δικαστήριο του Χρόνου.
Κριτικός δεν ήταν. Για κάτι τέτοιο απαιτείται κάτι παραπάνω από εμβρίθεια. Προϋποθέτει γενναιοδωρία κι ανιδιοτέλεια. Στοιχεία που έλειπαν παντελώς από τον τραγικά βαλκάνιο Όσκαρ Ουάιλντ, που θα ήθελε να είναι ο βορειοελλαδίτης Καβάφης, ή απλώς -έστω- ένας από τους επώνυμους ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας. Με μακιαβελικό τρόπο έχτισε το είδωλό του χρησιμοποιώντας, σαν υλικά απορρίμματα και περιττώματα, φτηνές ύβρεις και τζάμπα κακίες. Είναι κι αυτός ένας συνειδητός, ηθελημένος τρόπος να τραβάς την προσοχή των άλλων, όταν -βεβαίως- είσαι άφιλος, άστοργος, ανάπηρος, ανίκανος να αγαπήσεις...
Αυτή η διεστραμμένη αντίληψη του κόσμου ως θέατρο, όπου παίζονται μόνο έργα τερατώδη, τον οδήγησε να υπερβεί τα εσκαμμένα, να υπερβεί και τον εαυτό του ακόμα και να προσπαθήσει να μείνει στην Ιστορία όχι ως ποιητής, αλλά ως παραδοξολόγος - υβρεολόγος. Και τα κατάφερε! Ό,τι επιθυμεί κανείς πολύ και το χτίζει με κόπο και ιδρώτα, με σύστημα και μέθοδο μέσα στο χρόνο, εν τέλει το καταφέρνει [που δεν είναι συνώνυμο του «επιτυγχάνει»].
Κι αν είμαι ο μόνος που επαίνεσε τη στερνή του λυμφατική ποιητική συλλογή από τις σελίδες της «Ελευθεροτυπίας», νιώθω εδώ την κριτική υποχρέωση, και χωρίς να φιλοδοξώ να ομιλήσω εξ ονόματος όλων (ή άλλων), να καταθέσω τη δική μου αξιολογική ταξινόμηση.
Φτηνό επαρχιώτικο, μικροαστικό κουτσομπολιό, επίμονη, συστηματική κακεντρέχεια, εκλεπτυσμένη ανοησία, βαλκανική ελλειμματικότητα... Κι άλλα πολλά, που δεν τα γράφω για να μην συναγωνιστώ τον νεκροζώντανο ποιητή σε ρυπαρογραφία. Και καλά, οι προσωπικές του απόψεις, για πρόσωπα ή πράγματα του λογοτεχνικού μας χώρου, ίσως είναι νομιμοποιημένες από την σταδιοδρομία του. Ένα τέτοιο πόνημα θα μπορούσε -ενδεχομένως- να ενδιαφέρει τους ερευνητές και μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας. Τον αδικοχαμένο όμως και αναξιοπαθούντα τραγουδιστή Ρασούλη, γιατί τον έπιασε στο στόμα του με μυθεύματα περί δήθεν αμυθήτου περιουσίας; Γιατί η επιμελήτρια-συνομιλήτρια κι εξαίρετη πανεπιστημιακός καθηγήτρια δεν τον προφύλαξε από τέτοιο γιγαντιαίο ατόπημα; Τελικά, μήπως -εκτός από τους λογοτέχνες, τους κριτικούς και τους διακεκριμένους δημοσιογράφους- ζήλευε παθολογικά και τους τραγουδιστές; Έλεος! Και μόνο που τον σκέφτομαι να τραγουδάει με μασέλα, κι αυτή την ανύπαρκτη φωνή ψαριού σε ενυδρείο Τσιτσάνη, τον μέγιστο Τσιτσάνη, αγριεύομαι και φρίττω. Μα τόση έλλειψη αυτογνωσίας; Αυτό είναι κάτι πέρα από το θράσος και την αμετροέπεια. Ξεπερνάει ακόμα και τη στοιχειώδη συνείδηση των ατομικών και κοινωνικών ορίων.
Για όσους τον γνώριζαν από κοντά, έλεγε πολύ χειρότερα από εκείνα που επέλεξε η Σωτηρία Σταυρακοπούλου να βάλει σε αυτό το σπαρταριστό (για τους διαθέτοντες χιούμορ) βιβλίο. Μόνο που τα έλεγε με μια παιγνιώδη διάθεση σκανταλιάρικου παιδιού, το οποίο επιχειρεί να τραβήξει την προσοχή των μεγάλων, κάτι που -δυστυχώς- χάνεται στις τυπωμένες λέξεις. Κι αν ήταν -ενίοτε- χαριτωμένος, ήταν κατά βάσει ένας αθεράπευτα συμπλεγματικός, πληγωμένος άνθρωπος, που συνέχεε την επιθετικότητα με την οικειότητα, και την καυστικότητα με τη στοργή. Όσο πιο κοντά του πήγαινες, τόσο χειρότερα για σένα. Ένιωθε ότι απειλείται από τους πάντες και τα πάντα, ότι όλοι σπεύδουν να καταστρέψουν το υποθετικό κι υποτιθέμενο μεγαλούργημά του.
Θα ήταν, λέγω, «μεγάλος», αν μπορούσε να αυτοσαρκαστεί, να στρέψει τα βιτριολικά βέλη του στον ίδιο τον εαυτό του. Όμως, τότε, αναρωτιέμαι, πώς θα έχτιζε το άγαλμά του, την προτομή του, λιθαράκι το λιθαράκι; Η τρέλα είναι συμπαθής όταν είναι μεγαλειώδης, όταν ενέχει το στοιχείο της ενσυναίσθησης, όταν δεν είναι περιαυτολογία και παράνοια μεγαλείου. Ο ευφυής τρελός αποδομεί πρωτίστως τον εαυτό του και μετά τους άλλους. Ακόμα κι οι σαιξπηρικοί τρελοί, που έχουν το ακαταλόγιστο και μπορούν να λένε ό,τι, μα ό,τι, τους κατεβαίνει στην κουρούπα, ακόμα κι εκείνοι έχουν όρια και τα συναισθάνονται πλήρως.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος όμως ξεφεύγει, τιμωρεί τους άλλους, αφού αδυνατεί να δει τον εαυτό του απέξω και να τον κρίνει σοβαρά. Δεν τον βοήθησε κι ο περίγυρός του σ’ αυτό. Με την ηθελημένη, εμπρόθετη δουλικότητα, με το μανδύα του θαυμασμού, τόνωσαν κάποιοι τόσο πολύ ένα ήδη υπερτροφικό εγώ, έτσι που κάθε απόπειρα να ξαναδιαβάσεις τα λιγοστά ποιήματά του δυναμιτίζεται από την σαχλή μπουρδολογία του. Και βεβαίως οι άνθρωποι διασκεδάζουν με τα καρναβαλικά καμώματα και τις μασκαράτες των άλλων. «Κάθε χωριό έχει τον τρελό του».
Μήπως τελικά ο μακιαβελικός ποιητής επιχείρησε να μείνει στην αιωνιότητα όχι με το ποιητικό του έργο αλλά μ’ ετούτο το λιβελλογράφημα; Κι αν ναι, τα κατάφερε! Η εποχή μας είναι αντιποιητική, αντιπνευματική, υλιστική, οι περισσότεροι άνθρωποι ανερμάτιστοι, όπως συμβαίνει πάντα σε όλες τις παρακμιακές - μεταιχμιακές εποχές. Κι η διέξοδος; Εκτός από το να ανακράξεις «Η Κόλαση είναι οι άλλοι», μήπως δεν μένει κι η λελογισμένη σιωπή, η επιλεκτική καθαρότητα των προθέσεων και του νοήματος, η τιμιότητα εν τέλει «να είσαι ο εαυτός σου» χωρίς να βλάπτεις τους άλλους;
Κακά τα ψέματα, φίλοι αναγνώστες, κανείς δεν ανεβαίνει υποβαθμίζοντας τον πλησίον του. Ακόμα κι αν είναι ανίκανος να αγαπήσει τους συνανθρώπους του, μπορεί εν τούτοις να τους σεβαστεί... Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι πια μια μάσκα, μήτε επιτάφια μήτε ζωντανή. Υποδύθηκε έναν ρόλο, κοινωνικό, ενεπλάκη με τα δημόσια πράγματα άτσαλα και άγαρμπα, λησμονώντας κι υποσκελίζοντας την ιδιωτικότητα της ποιητικής λειτουργίας. Και, δυστυχώς, θα αφήσει πίσω του μια προσωπίδα παραμορφωμένη και τερατόμορφη. Ας μου συχωρεθεί αυτή η -ασυνήθιστη για μένα- στοχευμένη κι εμπρόθετη ειρωνεία. Όμως αντιμετωπίζεις το κάθε γραπτό ανάλογα με το ύφος του.
Τέλος, να σημειώσω ότι η καθηγήτρια Σωτηρία Σταυρακοπούλου θα μπορούσε να συντάξει ένα ευρετήριο, ονομάτων κυρίως, αφού βέβαια οι όροι και τα λογοτεχνικά ρεύματα δεν εμπεριέχονται εδώ, σε μια συζήτηση μ’ έναν αμιγώς εχθρό της θεωρίας, κάθε θεωρίας, όπως δηλώνει ο ίδιος...
* Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός
«Μουχαμπέτι» θα πει ψιλοκουβεντούλα, ανάμεσα σε φιλενάδες ίσως, με έντονο το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής (κοινώς κουτσομπολιό). Ως σαιξπηρικός «τρελός», ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χύνει εδώ το τελευταίο του δηλητήριο πριν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Κι όπως ο σκορπιός στον μύθο του Αισώπου, δεν δύναται, δεν αντέχει να αντισταθεί στη φύση του. Πιστός στην ιδιοσυγκρασία του μέχρι τέλους, καταθέτει τη δική του υποκειμενική μαρτυρία στο δικαστήριο του Χρόνου.
Κριτικός δεν ήταν. Για κάτι τέτοιο απαιτείται κάτι παραπάνω από εμβρίθεια. Προϋποθέτει γενναιοδωρία κι ανιδιοτέλεια. Στοιχεία που έλειπαν παντελώς από τον τραγικά βαλκάνιο Όσκαρ Ουάιλντ, που θα ήθελε να είναι ο βορειοελλαδίτης Καβάφης, ή απλώς -έστω- ένας από τους επώνυμους ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας. Με μακιαβελικό τρόπο έχτισε το είδωλό του χρησιμοποιώντας, σαν υλικά απορρίμματα και περιττώματα, φτηνές ύβρεις και τζάμπα κακίες. Είναι κι αυτός ένας συνειδητός, ηθελημένος τρόπος να τραβάς την προσοχή των άλλων, όταν -βεβαίως- είσαι άφιλος, άστοργος, ανάπηρος, ανίκανος να αγαπήσεις...
Αυτή η διεστραμμένη αντίληψη του κόσμου ως θέατρο, όπου παίζονται μόνο έργα τερατώδη, τον οδήγησε να υπερβεί τα εσκαμμένα, να υπερβεί και τον εαυτό του ακόμα και να προσπαθήσει να μείνει στην Ιστορία όχι ως ποιητής, αλλά ως παραδοξολόγος - υβρεολόγος. Και τα κατάφερε! Ό,τι επιθυμεί κανείς πολύ και το χτίζει με κόπο και ιδρώτα, με σύστημα και μέθοδο μέσα στο χρόνο, εν τέλει το καταφέρνει [που δεν είναι συνώνυμο του «επιτυγχάνει»].
Κι αν είμαι ο μόνος που επαίνεσε τη στερνή του λυμφατική ποιητική συλλογή από τις σελίδες της «Ελευθεροτυπίας», νιώθω εδώ την κριτική υποχρέωση, και χωρίς να φιλοδοξώ να ομιλήσω εξ ονόματος όλων (ή άλλων), να καταθέσω τη δική μου αξιολογική ταξινόμηση.
Φτηνό επαρχιώτικο, μικροαστικό κουτσομπολιό, επίμονη, συστηματική κακεντρέχεια, εκλεπτυσμένη ανοησία, βαλκανική ελλειμματικότητα... Κι άλλα πολλά, που δεν τα γράφω για να μην συναγωνιστώ τον νεκροζώντανο ποιητή σε ρυπαρογραφία. Και καλά, οι προσωπικές του απόψεις, για πρόσωπα ή πράγματα του λογοτεχνικού μας χώρου, ίσως είναι νομιμοποιημένες από την σταδιοδρομία του. Ένα τέτοιο πόνημα θα μπορούσε -ενδεχομένως- να ενδιαφέρει τους ερευνητές και μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας. Τον αδικοχαμένο όμως και αναξιοπαθούντα τραγουδιστή Ρασούλη, γιατί τον έπιασε στο στόμα του με μυθεύματα περί δήθεν αμυθήτου περιουσίας; Γιατί η επιμελήτρια-συνομιλήτρια κι εξαίρετη πανεπιστημιακός καθηγήτρια δεν τον προφύλαξε από τέτοιο γιγαντιαίο ατόπημα; Τελικά, μήπως -εκτός από τους λογοτέχνες, τους κριτικούς και τους διακεκριμένους δημοσιογράφους- ζήλευε παθολογικά και τους τραγουδιστές; Έλεος! Και μόνο που τον σκέφτομαι να τραγουδάει με μασέλα, κι αυτή την ανύπαρκτη φωνή ψαριού σε ενυδρείο Τσιτσάνη, τον μέγιστο Τσιτσάνη, αγριεύομαι και φρίττω. Μα τόση έλλειψη αυτογνωσίας; Αυτό είναι κάτι πέρα από το θράσος και την αμετροέπεια. Ξεπερνάει ακόμα και τη στοιχειώδη συνείδηση των ατομικών και κοινωνικών ορίων.
Για όσους τον γνώριζαν από κοντά, έλεγε πολύ χειρότερα από εκείνα που επέλεξε η Σωτηρία Σταυρακοπούλου να βάλει σε αυτό το σπαρταριστό (για τους διαθέτοντες χιούμορ) βιβλίο. Μόνο που τα έλεγε με μια παιγνιώδη διάθεση σκανταλιάρικου παιδιού, το οποίο επιχειρεί να τραβήξει την προσοχή των μεγάλων, κάτι που -δυστυχώς- χάνεται στις τυπωμένες λέξεις. Κι αν ήταν -ενίοτε- χαριτωμένος, ήταν κατά βάσει ένας αθεράπευτα συμπλεγματικός, πληγωμένος άνθρωπος, που συνέχεε την επιθετικότητα με την οικειότητα, και την καυστικότητα με τη στοργή. Όσο πιο κοντά του πήγαινες, τόσο χειρότερα για σένα. Ένιωθε ότι απειλείται από τους πάντες και τα πάντα, ότι όλοι σπεύδουν να καταστρέψουν το υποθετικό κι υποτιθέμενο μεγαλούργημά του.
Θα ήταν, λέγω, «μεγάλος», αν μπορούσε να αυτοσαρκαστεί, να στρέψει τα βιτριολικά βέλη του στον ίδιο τον εαυτό του. Όμως, τότε, αναρωτιέμαι, πώς θα έχτιζε το άγαλμά του, την προτομή του, λιθαράκι το λιθαράκι; Η τρέλα είναι συμπαθής όταν είναι μεγαλειώδης, όταν ενέχει το στοιχείο της ενσυναίσθησης, όταν δεν είναι περιαυτολογία και παράνοια μεγαλείου. Ο ευφυής τρελός αποδομεί πρωτίστως τον εαυτό του και μετά τους άλλους. Ακόμα κι οι σαιξπηρικοί τρελοί, που έχουν το ακαταλόγιστο και μπορούν να λένε ό,τι, μα ό,τι, τους κατεβαίνει στην κουρούπα, ακόμα κι εκείνοι έχουν όρια και τα συναισθάνονται πλήρως.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος όμως ξεφεύγει, τιμωρεί τους άλλους, αφού αδυνατεί να δει τον εαυτό του απέξω και να τον κρίνει σοβαρά. Δεν τον βοήθησε κι ο περίγυρός του σ’ αυτό. Με την ηθελημένη, εμπρόθετη δουλικότητα, με το μανδύα του θαυμασμού, τόνωσαν κάποιοι τόσο πολύ ένα ήδη υπερτροφικό εγώ, έτσι που κάθε απόπειρα να ξαναδιαβάσεις τα λιγοστά ποιήματά του δυναμιτίζεται από την σαχλή μπουρδολογία του. Και βεβαίως οι άνθρωποι διασκεδάζουν με τα καρναβαλικά καμώματα και τις μασκαράτες των άλλων. «Κάθε χωριό έχει τον τρελό του».
Μήπως τελικά ο μακιαβελικός ποιητής επιχείρησε να μείνει στην αιωνιότητα όχι με το ποιητικό του έργο αλλά μ’ ετούτο το λιβελλογράφημα; Κι αν ναι, τα κατάφερε! Η εποχή μας είναι αντιποιητική, αντιπνευματική, υλιστική, οι περισσότεροι άνθρωποι ανερμάτιστοι, όπως συμβαίνει πάντα σε όλες τις παρακμιακές - μεταιχμιακές εποχές. Κι η διέξοδος; Εκτός από το να ανακράξεις «Η Κόλαση είναι οι άλλοι», μήπως δεν μένει κι η λελογισμένη σιωπή, η επιλεκτική καθαρότητα των προθέσεων και του νοήματος, η τιμιότητα εν τέλει «να είσαι ο εαυτός σου» χωρίς να βλάπτεις τους άλλους;
Κακά τα ψέματα, φίλοι αναγνώστες, κανείς δεν ανεβαίνει υποβαθμίζοντας τον πλησίον του. Ακόμα κι αν είναι ανίκανος να αγαπήσει τους συνανθρώπους του, μπορεί εν τούτοις να τους σεβαστεί... Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι πια μια μάσκα, μήτε επιτάφια μήτε ζωντανή. Υποδύθηκε έναν ρόλο, κοινωνικό, ενεπλάκη με τα δημόσια πράγματα άτσαλα και άγαρμπα, λησμονώντας κι υποσκελίζοντας την ιδιωτικότητα της ποιητικής λειτουργίας. Και, δυστυχώς, θα αφήσει πίσω του μια προσωπίδα παραμορφωμένη και τερατόμορφη. Ας μου συχωρεθεί αυτή η -ασυνήθιστη για μένα- στοχευμένη κι εμπρόθετη ειρωνεία. Όμως αντιμετωπίζεις το κάθε γραπτό ανάλογα με το ύφος του.
Τέλος, να σημειώσω ότι η καθηγήτρια Σωτηρία Σταυρακοπούλου θα μπορούσε να συντάξει ένα ευρετήριο, ονομάτων κυρίως, αφού βέβαια οι όροι και τα λογοτεχνικά ρεύματα δεν εμπεριέχονται εδώ, σε μια συζήτηση μ’ έναν αμιγώς εχθρό της θεωρίας, κάθε θεωρίας, όπως δηλώνει ο ίδιος...
* Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου