Ανέστης Ευαγγέλου
Το χιόνι
Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ' το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ' άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά –χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε– βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ' αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ' εκεί με τ' αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;
Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
–κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια–,
για ν' απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν' απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ' όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.
Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ' αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.
Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.
Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ' το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ' το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ' άσπρα.
Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.
Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.
Χιόνι της Ευσπλαχνίας –όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης –όχι της Τιμωρίας.
Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.
Στον Κρίτωνα Ζωάκο
Χιονίζει πάλι σήμερα.
Απ' το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ' άσπρα.
Θυμάμαι
ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά –χαράματα ήταν
κι έτσι και τότε χιόνιζε– βγαίνω στον κήπο
και βρίσκω τ' αδερφάκι μου.
Είχε ανοίξει
μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει
μέσα κι έπαιζ' εκεί με τ' αρκουδάκι του.
Τι κάνεις
εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;
Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του
οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα
και μια κακία που δε θα λησμονήσω
–κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια–,
για ν' απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους
για ν' απομείνει εκεί ανεξήγητα
παρ' όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.
Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι
κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ' αδερφάκι μου
ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.
Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα
πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα.
Αργότερα,
όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα
να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς
της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι
πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους
παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω
τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.
Σήμερα ωστόσο,
μισό σχεδόν αιώνα απ' το πρωί εκείνο
των πρώτων παιδικών μου χρόνων,
χιονίζει πάλι.
Απ' το παράθυρό μου
βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών
σπιτιών, όλα μες στ' άσπρα.
Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει
με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη
τις πράξεις και τις παραλείψεις μας
τις χαρές και τις λύπες μας
τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας
τους έρωτες
τις φιλίες
τα λάθη μας και τις εξάρσεις.
Κατευνάζει την αλαζονεία∙
διδάσκει την ισότητα∙
χορηγεί την ειρήνη.
Χιόνι της Ευσπλαχνίας –όχι της Ορφάνιας.
Χιόνι της Συγκατάβασης –όχι της Τιμωρίας.
Χιόνι της μυστικής αγάπης πια.
Από τη συλλογή "Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα - 1994)"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου