Κυριακή, Ιουνίου 01, 2014

Για τον Φραντς Κάφκα

Φραντς


ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
  του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου
Ο Φραντς Κάφκα, με την αδελφή του, Όττλα
Ο Φραντς Κάφκα, με την αδελφή του, Όττλα


Ο Φραντς είχε μια αδερφή, την Ότλα. Η Ότλα ζούσε μακριά από την πόλη. Ο Φραντς έμεινε μαζί της για οκτώ μήνες κι εκεί έγραψε τους αφορισμούς του. Ένα πρωί, τη διέκοψε από τη δουλειά που έκανε και της ζήτησε να βγουν έξω. Στον ουρανό τα σύννεφα είχαν μαζευτεί και ήδη μύριζε βροχή. Ο Φραντς προχώρησε ως τη ρίζα ενός δέντρου, έπειτα έσκυψε παραμερίζοντας τα χόρτα και έδειξε στην Ότλα ένα κρυμμένο σαλιγκάρι. Η Ότλα γούρλωσε τα μάτια της και γέλασε. Ο Φραντς έπιασε το σαλιγκάρι με το χέρι του και το σώμα του σαλιγκαριού χάθηκε μέσα στο καβούκι του. Η Ότλα είπε στον Φραντς: «Φραντς, μην τρομάζεις τα σαλιγκάρια», και του έδωσε ένα φιλί στο αξύριστο μάγουλό του. Ο Φραντς κρατούσε το καβούκι στο ύψος της μύτης του κι αφού έφυγε η αδερφή του, το άφησε στο έδαφος. Ωστόσο, επιστρέφοντας σπίτι, άλλαξε γνώμη και γύρισε πίσω για να ξαναδεί το σαλιγκάρι. Το σαλιγκάρι είχε ξεθαρρέψει και κυλούσε αργά πάνω στο χώμα, αλλά μόλις είδε τη σκιά του Φραντς, βυθίστηκε πάλι στο σπιτάκι του. «Πρέπει να είναι σκοτεινό και υγρό σαν πηγάδι», σκέφτηκε ο Φραντς. Πήρε το σαλιγκάρι, το έχωσε στην τσέπη του και μπήκε στο σπίτι.
Όταν βρέθηκε μπροστά στο γραφείο του, άνοιξε το τετράδιό του. Από την κουζίνα ακουγόταν η Ότλα που ετοιμαζόταν να μαγειρέψει. Ο Φραντς κάθισε και προσπάθησε να γράψει, όμως δεν του ερχόταν τίποτα. Σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε το παράθυρο. Έπειτα ξανακάθισε στο γραφείο. Τότε ένιωσε κάτι να κουνιέται στην τσέπη του και έτσι θυμήθηκε το σαλιγκάρι. Το σαλιγκάρι συνέχισε να κουνιέται και ο Φραντς το έβγαλε από την τσέπη του. 
Αυτή τη φορά το σαλιγκάρι δεν φοβήθηκε και δεν κρύφτηκε στο καβούκι του. Ο Φραντς κρατούσε σφιχτά το σαλιγκάρι από το κέλυφος, σφηνωμένο ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρά του, και μόλις άκουσε τα βήματα της Ότλα που πλησίαζαν, πίεσε το κέλυφος με τέτοια δύναμη που το έκανε κομμάτια, αφήνοντας γυμνό το γλοιώδες σώμα του σαλιγκαριού που ξέμεινε πάνω στα δάχτυλά του σαν μύξα. Αμέσως το κόλλησε κάτω από την επιφάνεια του γραφείου και σκούπισε το χέρι του στο παντελόνι. Το πρόσωπό της Ότλα εμφανίστηκε στην πόρτα. Κοίταξε τον Φραντς και του χαμογέλασε κουρασμένα. Έξω είχε αρχίσει να βρέχει και η βροχή έμπαινε λοξά μέσα στο δωμάτιο μουσκεύοντας το χαλί. «Φραντς», είπε, «να σου κλείσω το παράθυρο;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: