Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ (17)

Gert Wollheim, Αποχαιρετισμός στο Ντίσελντορφ, 1924.

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ

30 Απριλίου


Ήταν Απρίλης γεματούτσικος, καιρός άστατος με αλεξιβρόχιον μονίμως κατοικοεδρεύον κάτω από την δεξιάν
Ευθύς ως παρεκάμψαμεν το Πάσχα των αφορεσμένων οδεύαμε ακάθεκτοι προς το δικό μας το σωστό, με τα αρνάκια του και τις μαγειρίτσες του με την κουλούρα και τ’ αυγό
Αλλά μας είχε πάρει αμπάριζα η βιοζάλη και είχαμε από πάνω τα πολιτιστικά, να στιλβώσουμε τα στιβάλια των νεοελλήνων , φιδοσέρνομασταν στο λούκι, λίγο αέρα , ρε παιδιά , θα σκάσουμε
μέρα έμπαινε μέρα έβγαινε κι εμείς τις μαλακίες μας
Και είπα εις τον συμβίον μου δεν πεταγόμεθα εις την πατρίδα να δούμε τους φίλους μας μπας και τους χάσουμε
Μπα ουδείς λόγος ανησυχίας αυτοί είναι σταθεροί παλαιόθεν προοδευτικοί Προοδευτικοί , λέω, σταθεροί γιατί το λες τώρα αυτό όλο πληγές θέλεις να ξύνεις τώρα τελευταία
Μου λέει δεν μπορεί να ξέχασαν , οι παλαιοί προοδευτικοί σήμερα όλο ενοχές είναι ποτέ δεν ξεχνούν , εγώ για παράδειγμα έχω ένα βάρος μόνιμο στη γαστέρα είναι τα σταλινικά σουτζουκάκια που τρώγαμε στη Δόμνα, δεν μπορώ να ησυχάσω ακόμη
Να πιεις κανά νεοορθόδοξο φλισκούνι , τον συμβουλεύω , όλα τα χωνεύει, γιατί δε βλέπεις τι γίνεται με τους επωνύμους, πίνουν φλισκούνια με τη Μενεγάκη στα παράθυρα και ρεύονται το βάρος της νεανικής πρωτοπορίας τους
Ουδεμία σύγκρισις , αυτοί χωνεύουν τα Πολυτεχνεία , αλλά δεν μπορούν να εξαϋλωθούν, είναι βαριές οι τσέπες τους απ’ την κονόμα , έχουν έρμα

Έρημά τους νιάτα και πού τσαλακωθήκανε , ρίχνω λίγο φαρμάκι , ολίγη αυτοκριτική δε βλάπτει τι λες για μας , εμείς τσέπη έχουμε , φράγκο δε σταυρώνουμε , έτσι που σπαταλάς τον ημερήσιον κάματόν μας , ποτέ δε θα αξιωθούμε ένα καθώς πρέπει βίον , τώρα που είναι ζεστό το πράμα να τα πούμε μια και έξω να κάνουμε και μια ψυχανάλυση , να μας φύγουν τα απωθημένα , διότι δεν έχει πλοίο για μας , δεν έχει οδό και όλο τ’ άλογο τ’ άλογο, Ομέρ Βρυώνη

Αγών κραταιός εξέσπασε στα όρη στα βουνά μας , αντάρτες ψυχαναλυτές βαρούσαν ο εις τον άλλο, πλάκωσαν και οι εφεδρείες των απωθημένων, έγινε το έλα να δεις κι από πάνω μας έραιναν με άνθη οι δόξες των εαυτών μας εν μέρει των ενσυνείδητων εν μέρει και των ασυνείδητων, στο τέλος ενίκησεν ουδείς την υστεραίαν υπεγράφη ανακωχή, εκδράμαμε στο Bad Tade για καφέ και προς ώρας ευτυχούσαμε, γιατί και η μέρα ήταν μια κροκάτη γάζα , τα παρκόμετρα χαλασμένα, περάσαμε κι από μιαν έκθεση τσίλικων αυτοκινήτων, απ’ έξω χέζαμε τα πράματα του καπιταλισμού , αλλά από μέσα η ψυχούλα μας σπαρταρούσε σαν το φίδι , μετά ήπιαμε τον καπουτσίνο μας παρά θίνα ποταμού και ξαναθυμηθήκαμε τους φίλους μας
Σαν πολλή σιωπή, λέω, πέφτει τώρα τελευταία , λες να κάνουν καμιά απεργία διεκδικώντας περισσότερη επικοινωνία
Μπα ! αυτοί οικοδομούνε τον ατομικό σοσιαλισμό , πού καιρός για φιλίες και σαλιαρίσματα , εξάλλου καλύτεροι είμαστε εμείς , μια κάρτα στη χάση και στη φέξη και κανα ξεροκόμματο τηλεφωνικό , άρα είμαστε πάτσι

Μετά πηγαίνουμε στην πόλη των μοναχών ήτοι το Μόναχον και μένουμε στο Italia , δηλαδή στου Τούρκου του Ιμπραήμ, ερωτώ τον πανδοχέα Si parla italiano? /-
Νein ich bin aus Turkei! / καλά στην επιγραφή γράφετε Italia/- είναι κόλπο του Ετσεβίτ για να μαζεύει μάρκα , εμένα όμως δε μ’ αρέσει η Σταμπούλ, τόσα χρόνια με τους βυζαντινούς συν οι κώλοι οι δικοί μας πολλή σκατίλα , αδερφέ μου, ο Βόσπορος κι εγώ γουστάρω τα ψάρια , δε γίνεται να τηγανίζω σκατωμένο μπαρμπούνι , είπα να γίνω μετανάστης και αγόρασα αυτό το ριμάδι από ένα μαφιόζο που τον πιάσανε για ηρωίνη/-μπράβο , έχεις μυαλό Ρωμιού, εσύ θα πας μπροστά/-ο Τούρκος, μου αντιλέει, κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, πάλι γιουρούκος θα είναι , αλλά μην ξεχνάς τι σας κάναμε επί τετρακόσια έτη και μην το παίρνετε τώρα επάνω σας επειδή μας νικήσατε στο Κοτσαέλι με την εθνική σας ελπίδων , πού θα μας πάτε , πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικοί μας θα ’στε, θα τα κωλομπαρέψουμε τα παιδάκια σας πρώτα ο Αλλάχ ( δηλαδή αυτό το τελευταίο δεν το είπε ακριβώς έτσι αλλά αυτό εννοούσε με τα μάτια του χώρια που με έβλεπε σαν εκμέκ κανταϊφ κι εγώ φοβήθηκα πολύ μη με βιάσει οπτικώς και φεύγω δρομαίως εις τον κοιτώνα μου), ήταν προφανές ότι του έψαυσα το μαλακό υπογάστριο

Την άλλη μέρα του δικού μας του Θεού κατεβήκαμε για πρωινό και πολύ το χαρήκαμε ως δικό μας πρωινό γιατί οι δύο του υπηρετικού τον ένα τον έλεγαν Κεμάλ και δώσ' του Κεμαλ φέρε μας τον καφέ , Κεμάλ δώσε μας το μέλι, βγάλαμε όλα τα απωθημένα μας , φλεγότανε ακόμα η Σμύρνη και κάπνιζε το Αϊβαλί εντός μας και η εκδίκηση εναντίον των μετακεμαλιστών μάς έφτιαξε το κέφι

Και παίρνουμε τα ποδάρια μας και αρχίζουμε να ντριμπλάρουμε τις αίθουσες των μοναχικών μουσείων ω βαβαί τι ξεποδάριασμα και ξεγόφιασμα ήταν αυτό κι όλο στάσου ο συμβίος , ρε γυναίκα, να πιούμε κανα καφέ να ξαποστάσουμε κι εγώ πλησίστια , άνεμος ούριος στις αίθουσες, κι αυτός από πίσω με τα σερνάμενα ποδάρια του , ώσπου , θαύμα θαυμάτων, τον παρασέρνει ο οίστρος μου και αποσυντίθεται , αλλού το σώμα αλλού το πνεύμα , ουδεμίαν σχέσιν η έσω γκλάβα με τα μέλη, η δόνησις των καλλιτεχνικών ερεθισμών αδιάλειπτος , τι βασιλιάδες διατρέξαμε αντάμα τι αρχοντοπούλες τσεμπεροπούλες τι μαντόνες τι Χριστούς βρεφάκια και νταγλαράδες ανφας προφίλ γκρο πλαν γυμνοσταυρωμένους μυστικοδειπνούντες με ολόχρυσα ή κατακάστανα μαλλιά να μας κοιτάνε ασκαρδαμυκτί με τα γαλανόμαυρα μάτια τους, και ύστερα , ω ύστερα, εξήλθομεν του μουσείου , ρουφήξαμε εν τινι στούμπε εύγευστον ζύθον βαυαρικόν και γευθήκαμε κακαρατζοχρόα αλαντικά , εισέτι δε εωράκαμεν ως νέοι Οδυσσείς εμπορεία μοναχικά και εντέλει καταλήξαμε ( εδώ οι βίδες εκεί τα παξιμάδια) εις το δοχείον των ξένων, που το λένε Italia, και παίξαμε εις την κλίνην μας μετά από καιρόν τον ιατρόν κύπτοντα επί της ασθενούς, μετά δε την ιατρικήν άσκησιν εκοιμήθημεν ως πιτσουνάκια ερωτευμένα
*
Είδα στον ύπνο μου πάλι τη μάνα και μ' έπιασε το παράπονο , σαν πολύ σκυφτή μάνα μού φάνηκε κι όλο κλαυθμύριζε παιδάκι μου Αρετή τι θα απογίνεις στη ζωή και τα παρόμοια των μανάδων , σώπα , σώπα μητέρα την παρηγορούσα, ο Πέτρος είναι καλά , ο Πέτρος θα σώσει τον κόσμο, έχει ιδέες αυτός και όλο εκλαιγα απ' το κακό μου που δε με αντιλαμβανόταν , τι σόι μάνα είναι αυτή , έλεγα μέσα μου για να μην την προβάλω, των εχθρών ή η δική μου μάνα ;

εγειρομένης της μέρας επνεε ένα βοριαδάκι εξ Αμβούργου και κρύωνα πολύ, εισερχόμενη είς τον αύλειον χώρον , συνάδελφοι και μαθητές με υποδέχθηκαν θριαμβικώς , είσαι κι η δεύτερη, ποτέ η πρώτη !, φώναζαν , μαζί σου και φρέσκο ψωμί!
εκκινούσε πάλι μία νέα , μία μοναδική μέρα
ένας καινουριος ανεπανάληπτος θρίαμβος ξετυλιγόταν πολύχρωμος τάπητας εμπρός στην πληγιασμένη μου καρδούλα



17


Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ

Έξω από το σπίτι η συννεφιά είναι βαριά . Πυκνοί μαύροι θύσανοι κρέμονται πάνω από τις στέγες των σπιτιών και , μολονότι η ώρα δεν είναι προχωρημένη, μοιάζει με σούρουπο. Από το μυαλό μου περνούν εικόνες οδήγησης στην εθνική με τέτοιες συνθήκες και ριγώ.
Φτάνω στο σχολείο . Χρειάζομαι επειγόντως ένα δεύτερο καφέ . Ετοιμάζω ένα διπλό ελληνικό και βγάζω από το συρτάρι του γραφείου το κουτί με τον αγγλικό καπνό που μου έφερε από το Λονδίνο ο Παντόπουλος, όταν πριν από δέκα μέρες ήρθε να δει την Αρετή στο νοσοκομείο. Καιρό έχω να καπνίσω τόσο καλό καπνό . Στην Ελλάδα προτιμώ το Skandinavik, μάρκα που δεν κυκλοφορεί στη Γερμανία . Στη Γερμανία όμως αναγκάζομαι να καπνίζω χαρμάνια κακής ποιότητας , γεγονός που το πληρώνω με συχνές φαρυγγίτιδες .
Ο δυνατός καφές μού στυλώνει το ηθικό . Μπαίνω στην αίθουσα προβολών και βάζω την κασέτα στο βίντεο. Με το τηλεκοντρόλ ψάχνω το σημείο που με ενδιαφέρει. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη. Σ’ ένα σημείο παγώνω την εικόνα. Αυτό είναι ! Δεν έχω κάνει λάθος! Ο συνεπιβάτης στη μοτοσικλέτα , αυτός που γυρνά και μας κοιτάζει , τη στιγμή που μπαίνουμε στην Αντίμπ, κρατά στο αριστερό του χέρι ένα κόκκινο κράνος!
Σκέφτομα πυρετωδώς. Το κράνος είναι το κομμάτι που έλειπε , για να συμπληρωθεί το παζλ του ονείρου . Η ερμηνεία του οδηγεί λογικότατα στην πορεία θανάτου που έχει καταγράψει η γυναίκα μου από το Μόντε Κάρλο ως την Αντίμπ.
Καινούρια ερωτήματα σκάνε σαν ρουκέτες στο μυαλό μου: Γιατί να συγκρατήσω αυτή τη λεπτομέρεια; Τι το σημαντικό μπορεί να κρύβει αυτό το κράνος; Γυρνώ και ξαναγυρνώ στη μόνη λογική απάντηση που έδωσα από την αρχή: το κράνος συνδέεται με την επίθεση που δεχθήκαμε από τους μοτοσικλετιστές στην Αντίμπ. Συνδέεται δηλαδή με το σοβαρό τραυματισμό της Αρετής από τα άγνωστα καθάρματα.
Θυμάμαι αμυδρά τις λεπτομέρειες της μοιραίας σκηνής. Δυστυχώς όλα έγιναν τόσο αστραπιαία, που δεν μπόρεσα να δω τα πρόσωπά τους. Ώσπου να συνέλθω από τον αιφνιδιασμό και να απελευθερωθώ από τη ζώνη ασφαλείας, η μοτοσικλέτα ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και έγινε καπνός προς την αντίθετη κατεύθυνση . Όταν , επιτέλους, μπόρεσα να βγω από το αυτοκίνητο, το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν οι πλάτες τους και ειδικά το κόκκινο κράνος του συνοδού. Το κόκκινο λοιπόν κράνος είναι το σύμβολο του θανάτου που απειλεί τώρα την Αρετή. Και στο όνειρο εμφανίζεται να κρέμεται πάνω από το κεφάλι της.
Έτσι εξηγείται και η καταδίωξη μου από το μοτοσυκλετιστή που με πυροβολεί . Εφράζει το φόβο μου για την επαπειλούμενη δική μου καταστροφή, αφού ο ενδεχόμενος θάνατος της Αρετής θα με συντρίψει ψυχικά.. Αν χαθεί η Αρετή, τότε και εγώ χάνομαι!
Ξαναβλέπω , καρέ καρέ, τα τελευταία μέτρα της ταινίας. Προσέχω σχολαστικά όλα τα πλάνα : την είσοδο στην Αντίμπ, τα ζουμαρίσματα , την προπορευόμενη μηχανή, την ξαφνική αλλαγή πορείας της, το συνεπιβάτη που αρχικά έχει ακάλυπτο το κεφάλι του ακάλυπτος , αλλά τη στιγμή της επίθεσης θα φορέσει το κράνος του για ευνόητους λόγους . Ειδικά αυτόν.
Το πρόσωπό του διακρίνεται θαυμάσια . Είναι μελαχρινός με τραχιά χαραχτηριστικά και αδύνατος . Φορά ένα ξεθωριασμένο μπουφάν από τζιν, μαύρο παντελόνι, παπούτσια σπορτέξ. Μαλλιά σγουρά , κομμένα κοντά . Στο λοβό του αριστερού του αυτιού κάτι γυαλίζει, ίσως ένας χαλκάς ή κάποιο διαμαντάκι. Μάλλον άραβας. Στα κατάμαυρα μάτια του , έτσι που μας κοιτάζει έντονα, υπάρχει μια δόση ειρωνείας. Τώρα γυρίζει προς τα μπρος . Σκύβει προς το αυτί του οδηγού και του ψιθυρίζει κάτι. Δεν μπορώ να δω τον μπροστινό, γιατί τον καλύπτει συνεχώς ο μελαχρινός. Η κάμερα δεν μπόρεσε να καλύψει το πλάνο της ξαφνικής στροφής της μηχανής τους προς τα δεξιά , γιατί ακολούθησε τη φορά του δικού μας αμαξιού, που έκοψε ταυτοχρόνως προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία για μια λήψη της μηχανής από τα πλάγια. . Ο αριθμός όμως της πινακίδας ξεχωρίζει όπως η μύγα μες στο γάλα: ΜΕ 202 ΗΡ 232. Γαλλικός , χωρίς αμφιβολία .
Κάνω μια τρελή σκέψη: κι αν οι δράστες της επίθεσης είναι οι δύο τούτοι άγνωστοι μοτοσικλετιστές; Παραείναι, βέβαια , σατανική μια τέτοια σύμπτωση, όμως γιατί όχι; Τι αποκλείει αυτήν την εκδοχή; Μήπως το ότι μοιάζει με γελοίο σενάριο αστυνομικής ταινίας; Και τι μ’ αυτό; Εξάλλου και τα σενάρια τη ζωή μιμούνται . Βάζουν λοιπόν στο μάτι την κάμερα που κρατούσε η Αρετή και μας ακολουθούν. Τη στιγμή που περιμένουμε να ανάψει το πράσινο στη διασταύρωση, η μηχανή έρχεται από τα δεξιά , ο συνοδηγός πατάει στο έδαφος , ανοίγει την πόρτα του αμαξιού μας , χτυπάει την Αρετή και αρπάζει το τσαντάκι της κάμερας. Αστραπιαία καβαλάει τη μηχανή και το σκάνε. Με το λάφυρο . Εδώ την πάτησε. Έκλεψε ένα… άδειο τσαντάκι, γιατί η Αρετή δεν είχε βάλει την κάμερα στη θήκη. Την είχε ακουμπήσει λίγα δευτερόλεπτα πριν στο πάτωμα του αυτοκινήτου , δίπλα στα πόδια της , για να μου ετοιμάσει το σάντουιτς που της είχα ζητήσει.
Μένω άναυδος. Όσο περισσότερο σκέφτομαι το σενάριο μου, τόσο πιο πολύ πείθομαι για τη βασιμότητά του . Το συμπληρώνω . Οι νεαροί κακοποιοί κόβουν βόλτες στην είσοδο της Αντίμπ και προσπαθούν να εντοπίσουν το υποψήφιο θύμα τους. Παρουσιαζόμαστε εμείς. Μας εκλαμβάνουν σαν δυο χαζοχαρούμενους γερμανούς τουρίστες, που με το ακριβό αυτοκίνητό τους κάνουν τις διακοπές τους στην ηλιόλουστη Κυανή Ακτή. Τα τέλεια θύματα! Μας παίρνουν από πίσω και περιμένουν την ευκαιρία . Όταν μπαίνουμε στο στενό μονόδρομο και σταματούμε στο φανάρι, επιτίθενται αστραπιαία και το σκάνε με το πάσο τους. Κλασικό!
Πλημμυρίζω από οργή. Οργή πρώτα με τον εαυτό μου. Η αριστοτελική εντελέχεια βρήκε το τέλειο παράδειγμα εφαρμογής της στην αφεντιά μου. Η Αρετή ήθελε να πάμε στην Κυανή Ακτή με το πρακτορείο του Νέκερμαν. Όλα τακτοποιημένα στην παραμικρή τους λεπτομέρεια: καλά ξενοδοχεία, σωστές ξεναγήσεις και προπάντων ασφάλεια. Εγώ είπα όχι. Θα πηγαίναμε με το αυτοκίνητό μας και όχι με τον τουριστικό πολτό. Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. Τρομάρα μου! Η επιμονή μου και κυρίως η βλακώδης αμεριμνησία μου για στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης μας κόστισαν ακριβά. Λες και δε γνώριζα τι συμβαίνει στο βρομότοπο εκείνο, για την εγκληματικότητα που οργιάζει, για τις θρασύτατες επιθέσεις που δέχονται μέρα μεσημέρι ανύποπτοι τουρίστες από αδίστακτα κλεφτρόνια. Τα αγνόησα όλα. Πήγα εν γνώσει μου στο στόμα του λύκου. Επέδειξα εγκληματική αμέλεια , χωρίς να πάρω τις στοιχειώδεις προφυλάξεις , σε μιαν περιοχή που είναι στο έλεος του υποκόσμου.
Η οργή μου ύστερα στρέφεται προς τους δράστες , που καθάρισαν την Αρετούλα για μια κάμερα . Τα κτήνη χτύπησαν το ευγενέστερο των πλασμάτων της γης , επειδή τους γυάλισε μια κωλοκάμερα ! Λυσσώ από το κακό μου. Όλες οι περισπούδαχτες θεωρίες περί κατανόησης των αιτίων της εγκληματικότητας, που ανέπτυσσα άλλοτε στους μαθητές μου και στους διανοούμενους φίλους μου, πηγαίνουν περίπατο . Τέρμα οι ανθρωπιστικές μπούρδες περί πολιτισμένης απονομής της Δικαιοσύνης . Οι υπάνθρωποι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν αμείλικτα. Με τη φαντασία μου πρωταγωνιστώ σε απίθανους τρόπους παραδοσιακής τιμωρίας τους . Πότε τους κόβω με ένα πριόνι τα δάχτυλα. Γονατιστοί μέσα σε μια λίμνη από αίμα με εκλιπαρούν για τη ζωή τους , αλλά εγώ τους βγάζω μ’ ένα πιρούνι τα μάτια . Άλλοτε τους κόβω τα αρχίδια και τη μύτη και τους κρεμώ από το ποδάρι πάνω από έναν γκρεμό. Ύστερα, αφού τους διαβάσω τη… Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τους γκρεμοτσακίζω στο βάραθρο. Ναι, πρέπει να νιώσουν ότι η ύβρις τους δεν είναι υπόθεση ενός μαθήματος τραγωδίας , που αναλύεται από το φιλόλογο μπροστά σε βαριεστημένους μαθητές. Η ύβρις αυτή μυρίζει φρέσκο αίμα και απαιτεί μια κάθαρση παραδειγματική.
Γιατί πώς μπορούν να συγκριθούν δύο ασύμπτωτοι κόσμοι; Τι σχέση έχει το ποντίκι με το ελαφάκι ; Μπορεί φαινομενικά να ανήκουν στο ίδιο βασίλειο , αλλά η αξία είναι αυτό που μετράει. Αυτή είναι η ειδοποιός τους διαφορά . Ό,τι ευγενές και πολύτιμο έχει λόγο αιώνιας ύπαρξης , ενώ η ευτέλεια πρέπει να είναι κοντόζωη. Όποιος ισχυριστεί ότι τέτοιου είδους εγκληματίες είναι κι αυτοί άνθρωποι δεν ξέρει τι του γίνεται. Για μένα είναι ανθρωποειδή , που δεν αξίζει να ζουν ανάμεσα στους πολιτισμένους ανθρώπους. Ορκίζομαι να το πληρώσουν και μάλιστα όσο το δυνατόν πιο σύντομα .
Παίρνω την κασέτα και φεύγω σαν σίφουνας από το σχολείο. Τραβώ για την Ούλμερ Στράσε και μπαίνω στο φωτογραφείο του Μάγερ . Βγάζω από τον κόρφο μου το θησαυρό μου και παρακαλώ την υπάλληλο να μου ετοιμάσει , το ταχύτερο δυνατό, τέσσερα αντίγραφα της κασέτας. Της δίνω οδηγίες για να μετατρέψει σε φωτογραφίες και διαφάνειες όλο το τμήμα που αφορά την είσοδό μας στην Αντίμπ. Αδιαφορώ για την τιμή. Είμαι διατεθειμένος να πληρώσω όσο όσο, υπό την προϋπόθεση ότι θα κάνουν καλή δουλειά.
"Σας παρακαλώ , λέω στη σαστισμένη υπάλληλο, να κάνετε καλή δουλειά. Είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για μένα!".

Δεν υπάρχουν σχόλια: