Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2025

Η Βίκυ Χασάνδρα συστήνει το συναρπαστικό νουάρ μυθιστόρημά της «Μαύρη άσφαλτος»

 

Εκδόσεις / Η άλλη όψη του νουάρ

nual

Η ιδέα για τη «Μαύρη άσφαλτο» προέκυψε ως ανάγκη να γράψω ένα νουάρ μυθιστόρημα με ήρωα έναν ιδιωτικό ερευνητή που θα αναζητά την αλήθεια στους δρόμους της Αθήνας κατά τα πρότυπα των ιστοριών του Γιάννη Μαρή. Ένα σχέδιο που οδήγησε αυθόρμητα στην ιστορία τριών νέων ανθρώπων, οι οποίοι, σε μια χορογραφία έλξης και απώθησης στον σκοτεινό λαβύρινθο της πόλης, έρχονται αντιμέτωποι με τις σκιές τους, τα τραύματά τους, τις επιλογές τους, τους φόβους της γενιάς τους.

Τα νεκρά σώματα των νεαρών γυναικών στους αρχαιολογικούς χώρους έδωσαν την αφορμή, καθώς έγραφα, να ξυπνήσει η μνήμη της πόλης και να μετατραπεί σε βασικό αντίπαλο του Άλεξ, του ιδιωτικού ερευνητή, οδηγώντας τον σε μια αναμέτρηση με τα δικά του φαντάσματα, που θα τα δει να ξεπροβάλλουν στις γωνίες των παλιών κτηρίων του κέντρου της Αθήνας ή να τον ακολουθούν κατά το ρυθμικό περπάτημά του στη σκοτεινή μαύρη άσφαλτο της Αιόλου, της Αθηνάς, της Πειραιώς. Ενώ, παράλληλα, τα ίδια σώματα που κείτονται πλάι στα απομεινάρια των αρχαίων τάφων, σε μια στάση που παραπέμπει στην εικόνα της αναλλοίωτης ομορφιάς και που μοιάζει να καταλύει την έννοια της γραμμικότητας του χρόνου, φωτίζουν ταυτόχρονα το σκληρό και αφιλόξενο παρόν. Οι συγκλονιστικές ιστορίες μοναξιάς και εγκατάλειψης που κρύβουν τα ονόματα αυτών των γυναικών κατοίκων του περιθωρίου δείχνουν το άλλο προσωπείο μιας πόλης γοητευτικής και απωθητικής, ξένης και αναγνωρίσιμης.

Έχουμε συνδέσει το νουάρ με ιστορίες διαφθοράς και υποκόσμου. Στη «Μαύρη άσφαλτο», αντιθέτως, οι πρωταγωνιστές ζουν ανάμεσά μας καθρεφτίζοντας με τη μοναξιά τους την ανάγκη τους να ερωτευτούν και τον φόβο τους να δεσμευτούν σε μια πλευρά της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Η πρόκληση για μένα ήταν να ξεφύγω από τις στερεοτυπικές αναφορές του είδους προτείνοντας μια ιστορία που θα ήταν ταυτόχρονα υπαρξιακή και ερωτική. Τρεις βασικοί χαρακτήρες, ο Άλεξ, η Εύη και ο Τζόνυ, ένα θανάσιμο τρίγωνο όπου οι ρόλοι της ενοχής και της αθωότητας εναλλάσσονται, μια πολύ διαφορετική μοιραία γυναίκα που αναζητά στην ερωτική επιθυμία το καθρέφτισμα της εικόνας της υπηρετούν απόλυτα, θεωρώ, τον μοναδικό συνδυασμό ρεαλισμού και φαντασίωσης που συναντά κανείς στο αστυνομικό είδος.

Και καθώς πιστεύω ότι οι αγαπημένοι μας συγγραφείς επηρεάζουν τις αφηγηματικές επιλογές μας, θεωρώ πως ούτε εγώ ξέφυγα από τον κανόνα. Η γοητεία του κακού, όπως τη συναντάμε στο έργο της Πατρίσια Χάισμιθ, η πρόκληση ή το δίλημμα μπροστά στην πράξη του φόνου βρήκαν τον τρόπο τους να εισχωρήσουν στη «Μαύρη άσφαλτο» σε μια τελική αναμέτρηση με τα όριά μας, με το γιατί και πώς κάποιοι άνθρωποι μπορούν να γοητευτούν από την εικόνα του θανάτου.

Το νουάρ λοιπόν και η πόλη μιας Αθήνας που αντανακλά πολλές και διαφορετικές δεκαετίες μαζί υπήρξαν για μένα ένα μοναδικό σκηνικό για να αφηγηθώ μια κατά βάση ερωτική ιστορία. Άλλωστε αυτό δεν είναι το νουάρ; Ένα ζοφερό ερωτικό τραγούδι;

* Η Βίκυ Χασάνδρα είναι σεναριογράφος και συγγραφέας

 

 

«Εύη…, με έχεις συγχωρήσει;»

«Για ποιο πράγμα να σε συγχωρήσω;»

«Δεν ξέρω… Για όλα! Γιατί μιλάς τόσο λίγο; Δεν ήσουν έτσι στην αρχή».

«Στην αρχή; Άρα, τώρα είμαστε… πού; Στη μέση; Στο τέλος; Πάντα μιλάω λίγο. Στην αρχή ήμουν πολύ χαρούμενη· που είχαμε συναντηθεί…»

«Τώρα δεν είσαι χαρούμενη».

(...) Το σώμα της κοπέλας βρισκόταν μπροστά στα μάτια του, πάνω στο πεζούλι. Έσφιξε δυνατά τα βλέφαρά του. Να διαλύσει την εικόνα. Το σώμα βρισκόταν ακόμη εκεί. Ακίνητο, με τα πόδια λυγισμένα, τη φούστα ελαφρώς σηκωμένη. Τι έπρεπε να κάνει για να διαλυθεί αυτή η εικόνα; Τι τον έκανε να παγώνει μπροστά της τότε που ήταν από σάρκα και τώρα που ήταν από σκόνη; Τη σκόνη μιας μνήμης;

(...) Μπροστά του, πριν φτάσει στην Πειραιώς, είδε πάλι αυτή τη σκιά να γλιστράει πίσω από τη γωνία του τετράγωνου παλιού κτιρίου. Τώρα τον περίμενε, δεν τον ακολουθούσε. Μέχρι που έφτασε να στρίψει για τη Ζήνωνος, η ίδια σκιά ερχόταν και έφευγε από κοντά του. Την είδε μόνο με την άκρη του ματιού του μια δυο φορές. Μακρόστενη πάνω στο πεζοδρόμιο, διπλωμένη ανάμεσα στον τοίχο και τις πλάκες. Το μέγεθός της δεν ξεπερνούσε το δικό του μέγεθος. Άλλοτε επιβράδυνε το βήμα του, σαν να ήθελε να της δώσει χρόνο να κρυφτεί πάλι, κι άλλοτε, μόλις την προσπερνούσε, κρατούσε σταθερό το βηματισμό του για να τον προλαβαίνει. Την ώρα που έβαζε το κλειδί στη σιδερένια εξώπορτα, ο Άλεξ ήξερε πως στις διαδρομές του δεν ήταν πια μόνος.

* Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα

Χασάνδρα, Βασιλική(Βιο-Βιβλία)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

«Παλιό Χώμα»:συγκινητική παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη

  «Παλιό Χώμα»: μνήμη, απώλεια και ελπίδα σε μια συγκινητική παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη Μ...