ΔΥΟ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΑΠΌ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ
1. Οι αλγόριθμοι «σβήνουν» βιβλία μουσικές και ταινίες
Πώς οι μεγάλες πλατφόρμες τείνουν να ακυρώσουν το παρελθόν της τέχνης
Αν και οι δεκαετίες του 1940 και του 1950 χαρακτηρίζονται συχνά ως η «χρυσή εποχή» των Ηνωμένων Πολιτειών με τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή και διεθνή επιρροή, σήμερα πολλά από τα έργα της παραμερίζονται ή εξαφανίζονται από τη δημόσια σφαίρα. Όπως επισημαίνει ο Αμερικανός μουσικοκριτικός Τεντ Τζόια σε άρθρο του στην ιστοσελίδα honest broker, άλλοτε σημαίνοντα έργα της αμερικανικής δημιουργικής βιομηχανίας από τα μέσα του 20ού αιώνα πλέον αφήνονται στη λήθη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δουλειές συγγραφέων όπως ο Τζον Τσίβερ, ο Τζον Απντάικ, ο Σολ Μπέλοου και ο Ραλφ Ελισον, που κάποτε θεωρούνταν κορυφές του αμερικανικού κανόνα αλλά σήμερα έχουν χαθεί από τη μνήμη των νεότερων γενεών. Παρά τις βραβεύσεις και την αναγνώριση που έλαβαν εν ζωή, σήμερα τα βιβλία τους πωλούνται ελάχιστα.
Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται και σε άλλες μορφές τέχνης. Στη μουσική, όπερες όπως οι «Vanessa» του Σάμουελ Μπάρμπερ, «Street Scene» του Κουρτ Βάιλ και «The Consul» του Τζιαν Κάρλο Μενότι είχαν στην εποχή τους κερδίσει το χειροκρότημα του κοινού, φτάνοντας μέχρι το Μπρόντγουεϊ. Πλέον, ωστόσο, απουσιάζουν από το ρεπερτόριο μεγάλων σκηνών όπως η Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης. Αντίστοιχης αντιμετώπισης τυχαίνουν και σημαντικές φυσιογνωμίες της τζαζ όπως ο Ντιουκ Ελινγκτον, ο Τσάρλι Πάρκερ και ο Αρτ Τέιτουμ. Αν και υπήρξαν θεμελιωτές σημαντικών ρευμάτων, η μουσική τους σήμερα ακούγεται σπάνια, ακόμα κι από σταθμούς αφιερωμένους στο είδος.
Από τον κανόνα αυτόν που αρχίζει να σχηματίζεται δεν εξαιρείται ούτε ο κινηματογράφος. Εμβληματικές ταινίες όπως οι «Πολίτης Κέιν» και «Καζαμπλάνκα» απουσιάζουν από τους καταλόγους των δημοφιλών πλατφορμών όπως το Netflix, το οποίο προτιμά να προτείνει μέσω του αλγορίθμου στους χρήστες του σύγχρονο μεν αλλά εφήμερο δε περιεχόμενο. Αυτή η τακτική έχει ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κινηματογραφικής κληρονομιάς να μη φτάνει καν στις νέες γενιές.
Μόνο στο τώρα
Αναζητώντας τα αίτια πίσω από αυτό το φαινόμενο, ο Τεντ Τζόια τα εντοπίζει στην «αιώνια ψηφιακή παροντικότητα» που επιβάλει το Διαδίκτυο. Οι παίκτες εκείνοι που διαμορφώνουν πλέον τις τάσεις, οι μεγάλες πλατφόρμες όπως το YouTube, το Spotify και το Netflix, δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι ο πολιτισμός υπάρχει μόνο στο τώρα, παραμερίζοντας το ιστορικό βάθος. Σε αντίθεση με τις βιβλιοθήκες ή τα μουσεία που προβάλλουν το αίσθημα της ιστορικής συνέχειας, οι πλατφόρμες τείνουν να ακυρώσουν το παρελθόν. Η διαγραφή αυτή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς τα έργα της δεκαετίας του 1940 και του 1950 βρίσκονται στο μεταίχμιο της μετάβασης από τη μνήμη στην Ιστορία. Αν χαθούν τώρα, ίσως χαθούν οριστικά.
Αυτή η αποκοπή από το παρελθόν οδηγεί εντέλει σε πολιτιστική στασιμότητα. Χωρίς αναφορά στη δημιουργικότητα προηγούμενων γενεών, ο σύγχρονος πολιτισμός ανακυκλώνει συνεχώς τα ίδια μοτίβα: επαναλήψεις τραγουδιών, αναβιώσεις κινηματογραφικών franchises, ανούσια memes. Η ψηφιακή κουλτούρα μετατρέπει τα πάντα σε στιγμιαία αναπαραγωγή, στερώντας βάθος και προοπτική. Ετσι, η αδιαφορία για την πολιτιστική κληρονομιά του 20ού αιώνα δεν βλάπτει μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον.
2. Η λογοτεχνία των αλγόριθμων: Προς ένα αιώνιο και ρηχό παρόν

Σκέψεις για το παρόν και το μέλλον της λογοτεχνίας με αφορμή τις προτάσεις πολιτιστικών προϊόντων μέσα από τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες.
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
bookpress.gr
Ένα πολύ ενδιαφέρον και εύστοχο κείμενο της εφημερίδας «Τα Νέα» [1] περί της «αιώνιας ψηφιακής παροντικότητας», που επιβάλλει το Διαδίκτυο, με έβαλε σε σκέψεις για το παρόν και το μέλλον της λογοτεχνίας, αλλά και για την ουσιαστική αποκοπή των νέων αναγνωστών (και των νέων συγγραφέων) από τα κλασικά έργα του παρελθόντος. Η έγκριτη δημοσιογράφος της εφημερίδας επισημαίνει πως μεγάλες πλατφόρμες, όπως το You Tube, το Spotify και το Netflix, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι ο πολιτισμός υπάρχει μόνο στο τώρα, παραμερίζουν το ιστορικό του βάθος. Κλασικές όπερες, ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες, σημαντικές φυσιογνωμίες της τζαζ, αλλά και κλασικοί λογοτέχνες, παραμένουν αθέατοι, στο πλαίσιο μιας κουλτούρας του εφήμερου και της επικαιρότητας, που υποδεικνύεται από κάποιους αλγόριθμους, για καλύτερη προώθηση κάποιων εμπορικών προϊόντων. Το άρθρο προσθέτει επίσης πως έρευνες που έγιναν στην Αμερική δείχνουν πως μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής, της μουσικής και της λογοτεχνικής κληρονομιάς των Η.Π.Α. (συγγραφείς όπως οι Τσίβερ, Απντάικ, Μπέλοου, Ραλφ Έλισον κ.ά.) δεν φτάνει καν στις νέες γενιές.
Το παρελθόν της λογοτεχνίας, όμως, πού βολοδέρνει;
Μεταφέροντας τις επισημάνσεις του παραπάνω άρθρου στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα, πιστεύω πως οι αρνητικές επιπτώσεις αυτού του φαινομένου είναι ήδη ορατές. Πολιτιστικά ένθετα εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας, έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, ιστοσελίδες ή ηλεκτρονικές εφημερίδες για το βιβλίο και τον πολιτισμό, προτάσεις έγκριτων κριτικών ή σχολιαστών για το τι θα διαβάσουμε τις γιορτές ή στις θερινές διακοπές μας ή τηλεοπτικές εκπομπές για το βιβλίο (όσες έχουν απομείνει), όλα κινούνται, σε συντριπτικό ποσοστό, γύρω από ό,τι αναφέρεται, γράφεται και διαβάζεται αναφορικά με την τρέχουσα επικαιρότητα, αποτυπωμένη και καταγεγραμμένη από νέους, ως επί το πλείστον, συγγραφείς, που, προφανώς, εκφράζουν το σήμερα, με τα αδιέξοδά του, τις παθογένειές του, τη μοναξιά των ανθρώπων του αλλά και τις ελπίδες του. Θεμιτά όλα αυτά, μέχρι ενός σημείου. Το παρελθόν της λογοτεχνίας, όμως, πού βολοδέρνει;
Ακόμα και σοβαρές λογοτεχνικές μελέτες, θεματολογικού ή υφολογικού χαρακτήρα, έγκυρες κατηγοριοποιήσεις ή συγκεντρωτικές αναφορές στην πρόσφατη εξέλιξη της λογοτεχνίας, που γράφονται και δημοσιεύονται από έγκριτους μελετητές, έχουν χρονικό εύρος αναφοράς, το πολύ, τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Αραιά και πού να διαβάσει κανείς και κάποιο αφιέρωμα σε παλιό, κλασικό συγγραφέα άλλης εποχής ή σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα, που, σήμερα, θεωρείται παρωχημένο, ενώ, κάποτε, ήταν ένα είδος συγγραφικής πρωτοπορίας. Κι αν συμβεί αυτό, θα συμβεί επ’ αφορμή κάποιου αφιερώματος (συνήθως ανατύπωσης) σε συγκεκριμένο έργο του συγγραφέα, από κάποιον εκδοτικό οίκο, που παλαιότερα τον εξέδιδε. Αισθάνεται κανείς ότι η λογοτεχνία τού σήμερα είναι αποκομμένη από το παρελθόν της, από τις ρίζες της, ή ότι οι παλιοί συγγραφείς, εκείνοι που μας διαμόρφωσαν και μας επηρέασαν στις πρώτες αναγνώσεις μας (και που, συχνά, ντρεπόμαστε και να τους κατονομάσουμε, από φόβο μη χαρακτηριστούμε ντεμοντέ), είναι πατικωμένοι και στοιβαγμένοι σε κάποιο αόρατο μουσείο γεμάτο αράχνες και νυχτερίδες, απρόσιτο για το κοινό και τους μελετητές. Ακόμα και σοβαρές λογοτεχνικές μελέτες, θεματολογικού ή υφολογικού χαρακτήρα, έγκυρες κατηγοριοποιήσεις ή συγκεντρωτικές αναφορές στην πρόσφατη εξέλιξη της λογοτεχνίας, που γράφονται και δημοσιεύονται από έγκριτους μελετητές, έχουν χρονικό εύρος αναφοράς, το πολύ, τα τελευταία πενήντα χρόνια. Θαρρείς και πριν δεν υπήρχε λογοτεχνία.
Είναι λυπηρό νέοι άνθρωποι, που τυπώνουν σωρηδόν βιβλία και λογίζονται συγγραφείς, να γνωρίζουν καλά τους συναδέλφους του καιρού τους και να αγνοούν (παντελώς ή μερικώς) τον Κάφκα, τον Μπόρχες, τον Χέμινγουεϊ ή τους Ρώσους κλασικούς.
Αυτή η περιθωριοποίηση του κλασικού ή του χρονολογικά παλιότερου είναι επιζήμια για τη λογοτεχνία. Είναι λυπηρό νέοι άνθρωποι, που τυπώνουν σωρηδόν βιβλία και λογίζονται συγγραφείς, να γνωρίζουν καλά τους συναδέλφους του καιρού τους και να αγνοούν (παντελώς ή μερικώς) τον Κάφκα, τον Μπόρχες, τον Χέμινγουεϊ ή τους Ρώσους κλασικούς. Ή, στον τομέα της ελληνικής ποίησης, τον Καβάφη, τον Σολωμό, τον Παλαμά και την ποιητική γενιά του ’30. Όλο αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε πολιτιστική ένδεια, σε ευτέλεια και ρηχότητα του συγγραφικού παιχνιδιού, σε ισχνή και αποσπασματική εποπτεία και ελλιπή εκτίμηση της λογοτεχνικής αξίας των κειμένων, σε μικρή και περιορισμένη αντίληψη της έννοιας «λογοτεχνία». Μιας λογοτεχνίας, που, κατά τα φαινόμενα, ορίζεται και κατευθύνεται, πλέον, από τους αλγόριθμους, το εμπορικό κίνητρο, τις διαφημίσεις και τη θεματολογία της τρέχουσας επικαιρότητας.
Αυτή η ήδη διαμορφωμένη και συνεχιζόμενη κατάσταση παραβλέπει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τη βαθύτερη ουσία των εννοιών «λογοτεχνία» και «παγκόσμια βιβλιοθήκη». Ο Παλαμάς, ακριβώς πριν από έναν αιώνα, διατύπωνε ωραία σε ένα ποίημά του την ευρύτητα της έννοιας του έθνους ως εξής:
Χρωστάτε
και σε όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα 'ρθούνε, θα περάσουν.
Κριτές, θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί [2]
Η λογοτεχνία, που για μένα προσωπικά είναι έννοια ιερότερη του έθνους, είναι μια ακόμη πιο διευρυμένη έννοια − μια παγκόσμια και αιώνια γλώσσα, που ενώνει και δεν διχάζει τα έθνη. Αφορά πεθαμένους, ζωντανούς και αγέννητους ακόμη συγγραφείς, που έδωσαν δίνουν και θα δώσουν, στο μέλλον, σημαντικά κείμενα. Όλοι αυτοί συναποτέλεσαν, συναποτελούν και θα συναποτελέσουν την, υπό συνεχή διαμόρφωση, «παγκόσμια βιβλιοθήκη». Είναι πολλά πράγματα, ταυτόχρονα, η λογοτεχνία. Πάντως, δεν είναι, μόνο και κυρίως, αντικείμενο διαφήμισης, πωλήσεων και τομέας μελέτης επιτήδειων τεχνοκρατών, διά των αλγορίθμων.
1. «Οι αλγόριθμοι “σβήνουν” βιβλία, μουσικές και ταινίες», άρθρο της Διονυσίας Μαρίνου, 26/9/2025, εφημ. «Τα Νέα»
2. Στίχοι του Κωστή Παλαμά από το ποίημά του «Η λειτουργία δεν τελείωσε» (1925)
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο η συλλογή διηγημάτων «Ένα δικό του δωμάτιο» (εκδ. Ρώμη).


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου