Τρίτη, Οκτωβρίου 28, 2025

Στην Ιρλανδία ψήφισαν αριστερή πρόεδρο : από την οικονομική σταθεροποίηση έμφαση πλέον στις ανισότητες, τη στέγαση και τη συμμετοχή των πολιτών — με διεθνείς θεματικές, όπως η ουδετερότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα

 

Ιρλανδία

Η Ιρλανδία ως οικονομικό και πολιτικό παράδειγμα



Του Σωκράτη Αργύρη


Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 2000 ανέδειξε τις εσωτερικές ασυμμετρίες της ευρωζώνης και τις αδυναμίες των εθνικών οικονομιών να ανταποκριθούν σε συνθήκες χρηματοπιστωτικής πίεσης. Ανάμεσα στις χώρες που βρέθηκαν στο επίκεντρο, η Ιρλανδία και η Ελλάδα ξεχώρισαν ως δύο χαρακτηριστικές, αλλά αντιθετικές περιπτώσεις διαχείρισης της κρίσης. Παρά το κοινό σημείο εκκίνησης — δημοσιονομική ανισορροπία, υπερχρέωση και απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών — οι δύο χώρες ακολούθησαν εντελώς διαφορετικές διαδρομές ως προς την προσαρμογή και την ανάκαμψή τους.

Η Ιρλανδία κατάφερε, μέσα σε λίγα χρόνια, να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική της σταθερότητα, να επανέλθει στις αγορές και να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία θεσμικής ανασύνταξης και αναπτυξιακής εξωστρέφειας. Αντίθετα, η Ελλάδα βυθίστηκε σε μια μακρά περίοδο ύφεσης και κοινωνικών εντάσεων, καθώς η οικονομική προσαρμογή συνοδεύτηκε από πολιτική αστάθεια και θεσμική κόπωση.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ιρλανδικό παράδειγμα αποκτά  επιπλέον σημασία καθώς συνδέει την οικονομική σταθεροποίηση με την πολιτική ανανέωση. Η εκλογή της Catherine Connolly στην προεδρία της Δημοκρατίας τον Οκτώβριο του 2025 συμβολίζει τη μετάβαση από την εποχή της λιτότητας σε μια νέα φάση κοινωνικού αναστοχασμού, με έμφαση στη δικαιοσύνη, τη συμμετοχή και τη θεσμική εμπιστοσύνη. Η πορεία αυτή φωτίζει ευρύτερα ερωτήματα για το πώς μια χώρα μπορεί να μετατρέψει την οικονομική κρίση σε αφετηρία πολιτικής και κοινωνικής μεταμόρφωσης — ερωτήματα που αποκτούν ξεχωριστή αξία στο ευρωπαϊκό πλαίσιο μετά τα μνημόνια.

Η Ιρλανδία εισήλθε στην οικονομική κρίση με πολλαπλά δομικά προβλήματα. Κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Κέλτικης Τίγρης», η οικονομία σημείωνε υψηλή ανάπτυξη, λόγω επενδύσεων, εξαγωγών και χαμηλών φορολογικών συντελεστών για πολυεθνικές. Ωστόσο, η έκρηξη της φούσκας στην αγορά ακινήτων, η υπερχρέωση των τραπεζών και η υπερβολική εξάρτηση από τον κατασκευαστικό τομέα οδήγησαν σε βαριά ύφεση καθώς το ΑΕΠ έπεσε άνω του 10 % μεταξύ 2007-12.

Τα κρατικά χρέη εκτινάχθηκαν, η χώρα έχασε την πρόσβαση στις αγορές ομολόγων και αναγκάστηκε να προσφύγει σε πρόγραμμα στήριξης του EFSM (European Financial Stabilisation Mechanism), του EFSF European Financial Stability Facility σε συνεργασία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF). Παράλληλα, ετέθη σε εφαρμογή ένα εκτεταμένο πρόγραμμα λιτότητας, όπως περικοπές δαπανών, αυξήσεις φόρων, μείωση μισθών και κοινωνικών παροχών. Οι κοινωνικές συνέπειες ήταν σημαντικές με αύξηση της ανεργίας, εκροή εργατικού δυναμικού, πίεση στις εισοδηματικές κατηγορίες.

Συνοπτικά, η κρίση στην Ιρλανδία ήταν κρίση τραπεζών, κρίση κρατικών δημοσιονομικών και κρίση δομικής ανταγωνιστικότητας — ένα σύνθετο μείγμα που απαιτούσε ριζικές παρεμβάσεις. Από το 2010 και έπειτα, η ιρλανδική κυβέρνηση και οι θεσμοί προχώρησαν σε τρεις κύριες κατηγορίες δράσεων:

 (α) εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, 

(β) δημοσιονομική προσαρμογή (λιτότητα με μεταρρυθμίσεις), 

(γ) επανεστίαση στην ανοικτή οικονομία και στις ξένες άμεσες επενδύσεις.

Η ρύθμιση και ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αποτέλεσαν κεντρικά σημεία. Η διευκόλυνση των τραπεζών και το σταδιακό άνοιγμα χρηματοδότησης επέτρεψε στην Ιρλανδία να επανέλθει στις αγορές ομολόγων το 2012. Παράλληλα, η δημοσιονομική προσαρμογή απέδωσε μείωση των ελλειμμάτων: το πρόγραμμα διάσωσης τερματίστηκε το Δεκέμβριο του 2013.

Η Ιρλανδία προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, της φορολογίας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, η χώρα εκμεταλλεύτηκε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κυρίως στον τομέα φαρμακευτικών προϊόντων, τεχνολογίας και υπηρεσιών, ενώ οι εξαγωγές — ιδιαίτερα σε φαρμακευτικά προϊόντα, λογισμικό, τεχνολογικό εξοπλισμό και αγροτικά προϊόντα — αποτέλεσαν σημαντικό μοχλό ανάπτυξης, ενισχύοντας τα έσοδα, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την οικονομική σταθερότητα. Η συνδυασμένη επίδραση των μεταρρυθμίσεων και της παγκοσμιοποίησης επέτρεψε σημαντική ανασύνταξη. 

Η Ιρλανδία άρχισε να καταγράφει έντονους ρυθμούς ανάκαμψης — για παράδειγμα, το 2014 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά περίπου 8,5 % και το 2015 κατά περίπου 5,2 % (σύμφωνα με το ESM). Επιπλέον, κάποιες ενδείξεις δημοσιονομικής υγείας εμφανίστηκαν: για παράδειγμα πλεονάσματα προϋπολογισμού και μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, η ανάπτυξη παρέμεινε ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς και στη συγκέντρωση εξόδων σε λίγα μεγέθη (π.χ. εταιρικοί φόροι από πολυεθνικές) – θέμα που αναδεικνύεται σε σχετικές μελέτες.

Επιπλέον, ενώ η ανάκαμψη ήταν εντυπωσιακή σε μακροοικονομικό επίπεδο, υπήρχαν σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, όπως η πίεση στην αγορά κατοικίας, η αύξηση κόστους ζωής και η έλλειψη επαρκών δημοσίων επενδύσεων στην υποδομή.

Η επιτυχημένη οικονομική ανάκαμψη δημιούργησε ένα νέο πλαίσιο πολιτικών δυναμικών: αφενός βελτιώθηκε η δημοσιονομική θέση της χώρας και αφετέρου αναφύθηκαν πολιτικές προσδοκίες για μεγαλύτερη κοινωνική ισορροπία και αλλαγή της πολιτικής διάταξης.

Στο πολιτικό επίπεδο, το γεγονός ότι η οικονομία είχε σταθεροποιηθεί επέτρεψε στην κοινωνία να επικεντρωθεί σε νέες προκλήσεις: ανισότητες εισοδήματος, στέγαση, συμμετοχή σε διεθνείς πρωτοβουλίες, αλλά και αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Η εκλογή στην Προεδρία της Catherine Connolly τον Οκτώβριο του 2025 σηματοδοτεί ακριβώς μια τέτοια πολιτική τομή.

Η Catherine Connolly, ανεξάρτητη βουλευτής (TD) που εκπροσωπεί την περιφέρεια της Γκάλγουεϊ, διαθέτει μακρά πολιτική πορεία, έχοντας εκλεγεί στο κοινοβούλιο από το 2016 και προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το 2006 εγκατέλειψε το κόμμα των Εργατικών για να αναδειχθεί ανεξάρτητη, επιδιώκοντας να εκπροσωπήσει ένα νέο αφήγημα βασισμένο στην κοινωνική δικαιοσύνη, τη συμμετοχή και τη φωνή όσων επιζητούν αλλαγή. Η εκλογική της εκστρατεία το 2025 στηρίχθηκε στην πλειοψηφία των αριστερών σχημάτων (Sinn Féin, Labour Party, Social Democrats) και στην επιθυμία των εκλογέων για αλλαγή πέραν των παραδοσιακών κομμάτων.

Στις εκλογές κέρδισε την Προεδρία από τον πρώτο γύρο με ποσοστό περίπου 63 % των ψήφων — ιστορικό ποσοστό για την προεδρία της Ιρλανδίας.

Μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετούς κρίσιμους παράγοντες που συνέβαλαν στην εκλογική της επιτυχία:

Η ευρεία κόπωση των πολιτών με τα παραδοσιακά κόμματα (Fine Gael, Fianna Fáil) και η επιθυμία για «νέα αρχή».

Η ικανότητα της Connolly να συνδυάζει κοινωνικά ζητήματα — όπως οι ανισότητες, η στέγαση και η συμμετοχή των πολιτών — με διεθνείς θεματικές, όπως η ουδετερότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτέλεσε βασικό στοιχείο διαφοροποίησής της. Παράλληλα, η αποτελεσματική χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας, το πειστικό «αφήγημα της αλλαγής» και η στήριξη από ευρύ φάσμα αριστερών δυνάμεων ενίσχυσαν αποφασιστικά την εκλογική της δυναμική.[...........................]

Η Ιρλανδία ως οικονομικό και πολιτικό παράδειγμα


Δεν υπάρχουν σχόλια: