Επιστροφή στην εποχή του φανατικού «γλωσσαμύντορος» καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη;
Ο κ. Θεοδωρόπουλος θέλει απαρέμφατα (!)
ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ
sarantakos.wordpress.com
Την Κυριακή που μας πέρασε δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή μια επιφυλλίδα του συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλου, μεγάλου χορηγού του ιστολογίου μας, με τον τίτλο «Είναι λύση η διδασκαλία της καθαρεύουσας;». Δεν το πήρα είδηση αμέσως, αλλά μου το σύστησαν πολλοί φίλοι, που κάποιοι με παρότρυναν κιόλας να γράψω κάτι -κι έτσι, έχουμε το σημερινό άρθρο.
Μπορείτε να διαβάσετε κι εσείς το άρθρο του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου. Η εφημερίδα μας πληροφορεί (το βρίσκω φοβερή αμερικανιά) πως θα χρειαστούμε μόνο 3 λεπτά και 7 δευτερόλεπτα για να το διαβάσουμε αλλά δεν μας λέει, όπως έγραψε κάποιος φίλος, ότι μετά θα τραβάμε τα μαλλιά μας, όσοι έχουμε, για κανα μισάωρο.
Για να ξεκινήσω από τον τίτλο, η ερώτηση που θέτει ο επιφυλλιδογράφος είναι λειψή. Τι θα πει «είναι λύση η διδασκαλία της καθαρεύουσας»; Λύση σε τι; Στο μεσανατολικό πρόβλημα; Στο δημογραφικό; Στα δεινά, πραγματικά ή φανταστικά, της εκπαίδευσης; Λύση για τα πάντα, δηλαδή πανάκεια, δεν νομίζω να είναι. Στην κατακλείδα του άρθρου, ο κ. Θεοδωρόπουλος δίνει μιαν εξήγηση: Υποστηρίζω, όμως, ότι η διδασκαλία της καθαρεύουσας, ή λόγιας ελληνικής, είναι απαραίτητη για τη μέση εκπαίδευση. Είναι ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί ο σεβασμός απέναντι στην ελληνική των νεότερων γενιών που μεγαλώνουν μαθαίνοντας να την περιφρονούν. Ισως σταματήσουν να την περιφρονούν αν έρθουν σε επαφή με τα επιτεύγματά της.
Είναι και μπουρδουκλωμένη η σύνταξη, διαβάζεις «απέναντι στην ελληνική των νεότερων γενιών» (γενεών θα έγραφα εγώ) και κοντοστέκεσαι και αναρωτιέσαι αν εννοεί τη γλωσσική ποικιλία που μιλάνε οι νεότερες γενιές, αλλά τελικά καταλαβαίνεις πως οι νεότερες γενιές συνδέονται όχι με την ελληνική αλλά με τον σεβασμό. Σύνδρομο της ξεκάρφωτης γενικής το λέω αυτό, και είναι και συγγραφέας πανάθεμά τον, παναπεί περιμένεις να γράφει καλά! Τέλος πάντων, ο κ. Θεοδωρόπουλος πιστεύει ότι οι νεότερες γενιές περιφρονούν την ελληνική γλώσσα και ο μόνος τρόπος για να ξαναρχίσουν να τη σέβονται είναι να επανεισαχθεί η διδασκαλία της «καθαρεύουσας ή λόγιας ελληνικής».
Κατά τη γνώμη μου, κακώς ή πονηρά ο κ. Τάκης θέλει να ταυτίσει την καθαρεύουσα με τη λόγια ελληνική. Η σύγχρονη νέα ελληνική που διδάσκεται στα σχολεία, η γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο κ. Τάκης στα γραφτά του, διαθέτει ένα λόγιο επίπεδο που είναι πανταχού παρόν (το μελετάει εξαιρετικά ένα πολύ καλό βιβλίο δέκα γλωσσολόγων, που κακώς δεν έχω παρουσιάσει εδώ) αλλά καθαρεύουσα δεν είναι.
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο κ. Θεοδωρόπουλος προτείνει ή υποβάλλει την ιδέα της «παλινόρθωσης» της καθαρεύουσας. Πριν από 9 χρόνια είχαμε στο ιστολόγιο ασχοληθεί με μια άλλη δική του επιφυλλίδα, που είχε τον τίτλο Κι αν επιστρέφαμε στην καθαρεύουσα; στο οποίο αναπτύσσει παρόμοιες απόψεις, αν και εκείνο, εξαιτίας της συγκυρίας, είχε και τις απαραίτητες επιθέσεις εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο νεότερο άρθρο, που εξετάζουμε σήμερα, ο κ. Θεοδωρόπουλος στέκεται περισσότερο στο απαρέμφατο. Γράφει:
Η διδασκαλία της καθαρεύουσας καταργήθηκε το 1976, αν δεν κάνω λάθος, από τον Γεώργιο Ράλλη, έναν, κατά τα λοιπά πεφωτισμένο πολιτικό. Ακολούθησε, ως φυσική συνέπεια, η επιβολή του μονοτονικού, ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε το ΠΑΣΟΚ. Κοινώς, τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης ομονόησαν στην αντιμετώπιση της μνήμης της ελληνικής γλώσσας.
Θεωρώ ότι η σημαντικότερη από τις δύο «μεταρρυθμίσεις» ήταν η κατάργηση της διδασκαλίας της καθαρεύουσας, κοινώς της λόγιας καθομιλουμένης. Κατάργηση του απαρεμφάτου. Τι σημαίνει αυτό; Η Ζακλίν ντε Ρομιγί γράφει ότι το απαρέμφατο επέτρεψε στους Ελληνες να δημιουργήσουν αφηρημένη σκέψη, να περάσουν από την «πράξη» στο «πράττειν». Κι ας πούμε ότι αυτά είναι αρχαία πράγματα. Γιατί τα γαλλικά ή τα ιταλικά κρατούν το απαρέμφατο ενώ τα ελληνικά, εξαιτίας μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το κατήργησαν; Τι κερδίσαμε; Και τι κερδίσαμε από τον περιορισμό της σημασίας των μετοχών ή την κατάργηση της τρίτης κλίσεως; Πόσους ξενίζει σήμερα η διατύπωση της «διεθνής κατάστασης» στις ειδήσεις;
Κατάργηση, λέει, του απαρεμφάτου. Γιατί τα γαλλικά κρατούν το απαρέμφατο, ρωτάει, ενώ τα ελληνικά το κατάργησαν με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976;
Εδώ έχουμε πλήρη σύγχυση. Πώς μπορεί να «καταργηθεί» το απαρέμφατο; Μήπως με κάποιαν απόφαση της Βουλής; Και ο δυϊκός αριθμός, τάχα, «καταργήθηκε» κι αυτός στην αρχαιότητα; Μήπως με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου; Όχι βέβαια. Στη γλώσσα κάποιες λέξεις, αλλά και κάποιοι τύποι, σταδιακά παύουν να χρησιμοποιούνται ή μετατρέπονται σε κάτι άλλο, επειδή οι φυσικοί ομιλητές παύουν να τους χρησιμοποιούν, πράγμα που γίνεται επειδή το ίδιο πράγμα προτιμούν να το εκφράσουν με διαφορετικό τρόπο.
Το απαρέμφατο λοιπόν, από ύστερη κιόλας αρχαιότητα, αν δεν σφάλλω, άρχισε να χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο και να δίνει τη θέση του σε πιο αναλυτικές δομές, με υποτακτική. Η διαδικασία πήρε πολλούς αιώνες, δεν ήταν ομοιόμορφη, διότι πρώτα άρχισαν να χάνονται τα άναρθρα απαρέμφατα, πάντως τον Μεσαίωνα είχε ολοκληρωθεί στη δημώδη γλώσσα. Κάποιοι θεωρούν ότι η απώλεια του απαρεμφάτου στα ελληνικά ήταν αποτέλεσμα της επίδρασης των άλλων βαλκανικών γλωσσών στο πλαίσιο του λεγόμενου Βαλκανικού Γλωσσικού Δεσμού, δηλαδή των κοινών στοιχείων που παρουσιάζουν οι βαλκανικές γλώσσες παρόλο που ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες, ενώ άλλοι ότι η απώλεια του απαρέμφατου στα ελληνικά επηρέασε και τις άλλες βαλκανικές γλώσσες -αλλά αυτό ξεφεύγει από τα όρια του άρθρου μας.
Οι προσπάθειες που έγιναν μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, επί αρχαΐζουσας καθαρεύουσας, να νεκραναστηθεί το απαρέμφατο, αποδείχτηκαν θνησιγενείς. Ο κ. Θεοδωρόπουλος καλά θα έκανε να διαβάσει τον Ροΐδη, ο οποίος γράφει, εις άπταιστον καθαρεύουσαν, το 1893 στα Είδωλα (τόμ. 4 σελ. 195 των Απάντων): Των δε απαρεμφατογράφων η εκλείψασα γενεά δεν έχει σήμερον άλλους αντιπροσώπους παρά μόνον τον κ. Αφεντούλην και τινα εν Πύργω δημοδιδασκάλισσαν, επιφορτιζομένην υπό του δημάρχου να προσφέρη άνθη και απαρέμφατα εις τους εκείθεν διαβαίνοντας επισήμους ξένους.
Μου άρεσε πολύ αυτό το «άνθη και απαρέμφατα» και σε υποσημείωση ο Ροΐδης διασώζει δείγμα προσφώνησης: Μεγαλειοτάτη! Αδυνατούσα εκφράσαι συγκίνησιν και χαράν μου περιορίζομαι υποβαλείν τα σεβάσματά μου και τολμώ προσφέρειν στέφανον εξ ανθέων….
Ούτε είναι βέβαια επιβίωση του απαρέμφατου οι ελάχιστες παγιωμένες εκφράσεις με έναρθρα απαρέμφατα, τα οποία ισοδυναμούν με ουσιαστικά: Απαγορεύεται το πτύειν / το καπνίζειν, διά το θεαθήναι, το είναι κτλ. έστω και με την προσθήκη του πρόσφατου «επιχειρείν».
Οπότε, το απαρέμφατο έχει πάψει να χρησιμοποιείται. Δεν καταργήθηκε. Μήπως όμως καταργήθηκε η διδασκαλία του το 1976; Μήπως αυτό εννοεί ο κ. Τακης;
Επειδή δεν θυμόμουν, ανέτρεξα στη «Γραμματική της ελληνικής γλώσσης προς χρήσιν των μαθητών των δημοτικών σχολείων», των Βαμπούλη-Ζούκη, που αυτήν πρέπει να διδάχτηκα κι εγώ, έκδοση ΟΕΔΒ 1967, που ο κ. Τάκης υποθέτω θα τη θεωρεί υπεράνω πάσης υποψίας μαλλιαρισμού ή αριστερισμού.
Βλέπουμε ότι όσα λέει το βιβλίο δεν διαφέρουν πολύ από την τωρινή σχολική γραμματική διότι απαρέμφατα θεωρεί το «λύσει» και το «λυθή» και χρήση τους τον σχηματισμό των περιφραστικών τύπων. Απαράλλαχτα όπως η σημερινή γραμματική του Γυμνασίου γράφει «Το απαρέμφατο είναι άκλιτος τύπος του ρήματος και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό ορισμένων χρόνων στην ενεργητική και την παθητική φωνή, π.χ. έχω δέσει, είχε δεθεί.»
Αναφέρουν οι συγγραφείς και τα αρχαία απαρέμφατα, αλλά βασίζονται στον «παρηλλαγμένο» τύπο στη συνέχεια, όταν πχ γράφουν ότι ο παρακείμενος της ενεργητικής φωνής σχηματίζεται με το ρήμα έχω και το απαρέμφατο του αορίστου της ενεργητικής φωνής: έχω λύσει.
Στο βιβλίο των Βαμπούλη-Ζούκη υπάρχει επίσης αναφορά στο έναρθρο απαρέμφατο αλλά σαφώς δηλώνεται ότι πρόκειται για την αρχαία κατάληξη και μεγαλύτερη προσοχή δίνεται στις αναλυτικές φράσεις της καθομιλουμένης που αντικαθιστούν το απαρέμφατο!
Άρα, ακόμα και με το καθεστώς που είχε κορόνα στο κεφάλι του την καθαρεύουσα, το απαρέμφατο δεν διδασκόταν κατά τον τρόπο που ο κ. Θεοδωρόπουλος ονειρεύεται αλλά πολύ κοντά στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται σήμερα.
Φυσικά, αυτό δεν ενδιαφέρει τον κ. Τάκη, ο οποίος απλώς κραδαίνει πέντε κουρελάκια ώστε παβλοφικά να ικανοποιήσει ένα συντηρητικό ακροατήριο. Πετάει μια «κατάργηση του απαρέμφατου» (κακοί δημοτικιστές, κακή απλοποίηση), πετάει μια Ρομιγί, μια εντελώς άκυρη σύγκριση με τους Γάλλους που «κρατούν» το απαρέμφατο, βάζει την κατάργηση της τρίτης κλίσης, προσθέτει και «της διεθνής κατάστασης» κι έδεσε το γλυκό: εάλω η γλώσσα, να επαναφέρουμε την καθαρεύουσα ώστε να σωθούμε.
Το ειρωνικό είναι ότι ο κ. Τάκης τα λέει αυτά χωρίς να γράφει στην καθαρεύουσα την οποία παινεύει (και την οποία, ως γεννημένος το 1954, διδάχτηκε κανονικά). Διότι, αν κάτι έχουμε κερδίσει (μια και θέτει και αυτό το ερώτημα, «τι κερδίσαμε;») από την επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, είναι ότι όλοι μας, όσοι ερχόμαστε σε αντιπαραθέσεις περί τα γλωσσικά, χρησιμοποιούμε την ίδια γλωσσική ποικιλία, με διαφορετικό βέβαια βαθμό λογιότητας και με το προσωπικό του στιλ ο καθένας, ενώ, ας πούμε, όταν ο Ψυχάρης κονταροχτυπιόταν με τον Χατζιδάκι χρησιμοποιούσαν διακριτές γλωσσικές ποικιλίες.
Θα τελείωνα εδώ, αλλά δεν έχω καθόλου σχολιάσει άλλα σημεία της επιφυλλίδας του κ. Θεοδωρόπουλου. Έχω όμως κουραστεί, οπότε θα δανειστώ μια σύντομη τοποθέτηση του γλωσσολόγου Αχιλλέα Κωστούλα, του πανεπ. Θεσσαλίας, όπως την εξέφρασε σε μια σειρά από τουίτ:
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος που γράφει συχνά για πράγματα που δεν γνωρίζει, δεν έχει σκεφτεί καλά και δεν έχει ελέγξει με τη βοήθεια βιβλιογραφίας και ειδικών, προτείνει σαν άλλος Πώποτας ή Μπαμπινιώτης την επαναφορά της καθαρεύουσας στο σχολείο.
Tα επιχειρήματά του, αν βαριέστε να διαβάσετε, είναι τρία:
- Οι αρχαίοι τύποι οξύνουν τις γνωστικές ικανότητες
- Η διδασκαλία λογίων τύπων δίνει πρόσβαση στη λόγια συγγραφική παραδοση
- Μέσω της καθαρεύουσας αποκτούμε πρόσβαση στην παρακαταθήκη των αρχαίων.
Ας αρχίσουμε από το τέλος, ότι η καθαρεύουσα είναι κάποια «δίοδος εξοικείωσης» με τα αρχαία κείμενα. Κάπως περίεργο, αν δεν μας φτάνουν 6 χρόνια διδασκαλίας αρχαίων για να καταλάβουμε Ξενοφώντα από το πρωτότυπο, να βοηθήσει η έμμεση «δίοδος».
Σε κάθε περίπτωση θυμίζει η σκέψη αυτή τους αττικιστές, λόγιους της ύστερης αρχαιότητας, που νόμιζαν πως η πολιτιστική παρακμή της εποχής τους θα θεραπεύονταν αν άρχιζαν όλοι να μιλάνε ξανά σαν τους αρχαίους Αθηναίους.
Λυμένα ζητήματα είναι αυτά: να δούμε τι έγραφε για τους αττικιστές ο πολύ συντηρητικός Γ. Χατζιδάκις, πατέρας της ελληνικής γλωσσολογίας, εδώ και 100 χρόνια.
Άλλη όμως γνώμη για την αξία της γλώσσας αυτής είχαν οι μεταγενέστεροι λόγιοι Έλληνες. Οι οποίοι, παραβάλλοντας τα φιλολογικά έργα που παράγονταν εκείνα τα χρόνια με τα έργα των αρχαιότερων δόκιμων συγγραφέων, τα έβλεπαν προφανώς να υπολείπονται κατά πολύ, και νόμισαν, εσφαλμένα, ότι αιτία ήταν η αλλοίωση της γλώσσας που είχε επέλθει. […]
Πρώτον, τα πονήματα που συντάσσονταν κατ’ αυτό τον τρόπο επί πολλούς αιώνες έγιναν γρήγορα κτήμα των λογιότερων μόνο τάξεων του έθνους, ξένα όμως για τον πολύ λαό, που εγκαταλείφθηκε στο σκότος της αμάθειας […] Άλλο κακό του αττικισμού ήταν ότι όσο περισσότερο προσπαθούσαν και κατόρθωναν εκείνοι να μιμούνται ακριβέστατα τους αρχαίους και να αποφεύγουν κάθε νεότερο, αδόκιμο, όπως έλεγαν, γλωσσικό φαινόμενο, τόσο περισσότερο συγκάλυπταν έτσι και έκρυβαν από εμάς την ανέλιξη της γλώσσας, και μάλιστα τόσο περισσότερο ανακριβή εικόνα μάς παρέχουν ως προς τις αδιάκοπες γλωσσικές μεταβολές που γίνονταν παράλληλα.
(Χατζιδάκις, Γ. (1915) «Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης», σελ. 75-76προσαρμογή στη ν.ε. Γ. Χάρης)
Πιο πειστικό είναι το δεύτερο επιχείρημα, ότι πρέπει να διδασκόμαστε καθαρεύουσα ώστε μπορούμε να διαβάσουμε τον Παπαρρηγόπουλο, τον Παπαδιαμάντη, τον Ραγκαβή και τον Καλβο.
Εξίσου πειστικά, μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει πως για να είναι οι μαθητές σε θέση να διαβάσουν Shakespeare (κατά κάποιους, σημαντικότερος λογοτεχνικά από τον Ραγκαβή), πρέπει στο μάθημα των αγγλικών να διδάσκονται Early Modern English.
Δεν διδάσκονται στο σχολείο κείμενα του Τσέχοφ; Οι αρχές φυσικής που διατύπωσε ο Νεύτωνας; Οι αρχές φιλοσοφίας που διατύπωσε ο Καντ; Σίγουρα δεν θα ισχυριστούμε πως όλη αυτή η γνώση είναι απροσπέλαστη επειδή οι μαθητ·ρι·ες δεν διδάσκονται τη γλώσσα του πρωτότυπου.
«Μα αυτοί είναι ξένοι, εδώ μιλάμε για τη δική μας γλώσσα!». Οκ, να διδασκόμαστε τότε Ομηρικά ελληνικά για να έχουμε πρόσβαση στην Ιλιάδα (ίσως σημαντικότερη λογοτεχνικά από τις Ωδές του Καλβου;) Γιατί να μη διδάσκεται και η δημώδης βυζαντινή, ή η ποντιακή διάλεκτος;
Για τα παραπάνω μπορεί να γίνει κάποια συζήτηση, στη βάση του τι θεωρούμε σημαντικό για την παιδεία και τον πολιτισμό μας, με επιχειρήματα ένθεν κακείθεν. Κάνει λάθος, ξεκάθαρα, αλλά χωράει συζήτηση. Δε χωράει συζήτηση όμως όταν αρχίζει τη γλωσσολογική πσέκα.
Η καθαρεύουσα, γράφει, είχε απαρέμφατο, και το χρειαζόμαστε κι εμείς, γιατί -εδώ επικαλείται τη Ρομιγί- χωρίς απαρέμφατο ως γλωσσικός τύπος δεν είναι δυνατή η μετάβαση «από την «πράξη» στο «πράττειν»» και συνεπώς η αφηρημένη σκέψη.
Σαν να λέμε πως, αφού δεν έχουμε δυικό, δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια «πλήθος μεγαλύτερο του ενός και μικρότερο των τριών», επειδή δεν έχουμε μονολεκτικό μέλλοντα, δεν σκεφτόμαστε για το μέλλον, αφού δεν έχουμε αφαιρετική δεν καταλαβαίνουμε το «παίρνω από κάποιον κάτι»
Δεν νομίζω ότι ο Θεοδωρόπουλος είναι βλάκας. Από το είδος των επιχειρημάτων όμως που παραθέτει, νομίζω πως θεωρεί βλάκες το αναγνωστικό κοινό. Σαφώς δεν τους σέβεται τόσο ώστε να ρωτήσει κάποιον ειδικό πριν τοποθετηθεί για ένα επιστημονικό θέμα.
Γιατί αν είχε ρωτήσει έναν ειδικό, ίσως του είχε επισημανθεί το τεράστιο αυτογκόλ που βάζει: δεν μπορεί να χτυπιούνται, ορισμένοι, ότι η ελληνική γλώσσα είναι «ενιαία και αδιαίρετη» και παράλληλα να ισχυριζόμαστε ότι χωρίς ειδική διδασκαλία τα παλιά κείμενα είναι απροσπέλαστα.
Νομίζω επίσης ότι οι τοποθετήσεις αυτές, για την επαναφορά πολυτονικού η μια, καθαρεύουσας ο άλλος, δεν είναι δηλωτικές μιας γραφικής αλλά αθώας νοσταλγίας.
Είναι συνειδητή και συστηματική προσπάθεια επαναφοράς του γλωσσικού ζητήματος, και νομίζω δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί αυτό έχει πολιτικές προεκτάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου