2.Το τραγούδι του παιδιού – του Πέτερ Χάντκε
Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
περπατούσε με κρεμασμένους ώμους,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι,
το ποτάμι να είναι ρέμα πελώριο, πλατύ
και η λακκούβα αυτή με νερό να είναι η θάλασσα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι είναι παιδί,
όλα τα πράγματα το γέμιζαν χαρά
και όλες οι χαρές ήτανε μία.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε γνώμη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά στα πόδια του
και άρχιζε ξαφνικά από το τίποτα να τρέχει,
είχε στα μαλλιά μια κορφή
και δεν έπαιρνε ύφος στις φωτογραφίες.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ήταν η εποχή για τις εξής απορίες:
Γιατί αυτός είμαι εγώ και δεν είμαι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;
Πότε άρχισε ο χρόνος και πού τελειώνει ο κόσμος;
Μην είναι άραγε μόνο ένα όνειρο η ζωή στη γη;
Μην είναι ό,τι βλέπω και ακούω και μυρίζω
μόνο το είδωλο ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Υπάρχει αλήθεια τo Κακό και άνθρωποι
που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται, εγώ, που υπάρχω,
να μην υπήρχα πριν να υπάρξω
και πώς μια μέρα εγώ, που είμαι,
δεν θα είμαι πια αυτός που είμαι;
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
του έφερνε αναγούλα το σπανάκι, ο αρακάς, το ρυζόγαλο
και το βραστό κουνουπίδι,
τώρα όμως τα τρώει όλ’ αυτά –όχι μόνο γιατί πρέπει.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ξένο κρεβάτι,
τώρα όμως νομίζει πως ξυπνάει συνέχεια σε ξένο·
πολλοί άνθρωποι του φαίνονταν όμορφοι,
τώρα όμως του μοιάζει ευτύχημα να δει ωραίους ανθρώπους·
είχε μια καθαρή εικόνα για τον Παράδεισο,
που τώρα έχει απομείνει μια μάλλον θολή υποψία·
του ήταν αδύνατον να διανοηθεί το Τίποτα,
ενώ τώρα ανατριχιάζει με τη σκέψη.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε μ΄ενθουσιασμό,
ενώ σήμερα αισθάνεται δοσμένο σε ένα πράγμα όπως τότε,
μόνο όταν αυτό το πράγμα είναι η δουλειά του.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
του έφτανε ένα μήλο, λίγο ψωμί
και το ίδιο είναι και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα μούρα βάραιναν στη χούφτα του μόνο σαν μούρα
και το ίδιο είναι και τώρα·
η γλώσσα του γινότανε στυφή απ΄τα χλωρά καρύδια
όπως και τώρα,
σε καθεμιά βουνοκορφή
ένιωθε μια λαχτάρα για μια ακόμα πιο ψηλή,
σε κάθε πόλη λαχταρούσε
μια ακόμα πιο μεγάλη
και το ίδιο είναι και τώρα.
Σκαρφάλωνε να φτάσει τα κεράσια της ψηλότερης κορφής με μια τρελή χαρά
και το ίδιο παραμένει και τώρα·
είχε για τους αγνώστους την ίδια ντροπή
που νιώθει και τώρα·
περίμενε το πρώτο χιόνι,
όπως το περιμένει και τώρα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
σημάδεψε το δέντρο μ’ ένα ξύλο μακρύ,
που εκεί πάλλεται ακόμα και τώρα.
********************************************
3. Πέτερ Χάντκε: «Αν ένα έθνος χάσει τους αφηγητές του, χάνει την παιδική του ηλικία»
Μια ημέρα σαν τις 6 Δεκεμβρίου 1942, γεννήθηκε στο Γκρίφεν της Αυστρίας ο νομπελίστας λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής Πέτερ Χάντκε [Peter Handke].. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Εστία, Gutenberg, Κουκκίδα, Άγρα, Εξάντας, Καστανιώτη κ.ά.
Επιμέλεια: Book Press
Ο Χάντκε μεγάλωσε με τη μητέρα του, τον πατριό του, πρώην στρατιώτη της Βέρμαχτ, και τα δυο ετεροθαλή αδέρφια του στο Ανατολικό Βερολίνο. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Στα φοιτητικά του χρόνια, άρχισε να δημοσιεύει κείμενα στο λογοτεχνικό περιοδικό manuskripte, που διευθυνόταν από μια ομάδα νεαρών πεζογράφων. Ο Χάντκε απέκτησε νωρίς φήμη για τα έργα του, ιδιαιτέρως για το πρωτοποριακό Βρίζοντας το κοινό (εκδ. Ελεύθερος Τύπος, μτφρ. Μαρία - Λουίζα Κωνσταντινίδη), ένα αντι-θεατρικό, όπως χαρακτηρίστηκε, χωρίς πλοκή, στο οποίο παραβιάζονται πολλοί κανόνες του παραδοσιακού θεάτρου.
Ακολούθησε το θεατρικό έργο Κάσπαρ (εκδ. Δωδώνη, μτφρ. Νίκη Αϊντενάιερ -Αναστασιάδη), βασισμένο στη ζωή του Κάσπαρ Χάουζερ, ενός νεαρού που έζησε στις αρχές του 19ου αιώνα κι ο οποίος υποστήριζε πως είχε μεγαλώσει σε ένα μυστηριώδες μπουντρούμι - κάποιοι ισχυρίζονταν πως ο Χάουζερ ήταν ένας χαμένος πρίγκιπας, κάποιοι άλλοι πως ήταν μυθομανής κι απατεώνας. Για τον Χάντκε, όμως, ο Χάουζερ ήταν ένας «σχεδόν βουβός, αθώος άνθρωπος, που καταστράφηκε από τις προσπάθειες της κοινωνίας να του επιβάλει τη γλώσσα και τα ιδανικά της».
Από τα μυθιστορήματά του, ξεχωρίζει το Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι (εκδ. Gutenberg, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης), στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας εργάτης, πρώην καταξιωμένος τερματοφύλακας, που αποπλανεί και δολοφονεί μια γυναίκα, φαινομενικά χωρίς λόγο. Το βιβλίο περιγράφει τη ζωή των ανθρώπων στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία κι ενέπνευσε το ομότιτλο φιλμ του Βιμ Βέντερς. Κάπως έτσι ξεκίνησε η φιλία και η συνεργασία του Χάντκε με τον Βέντερς, από την οποία προέκυψαν οι ταινίες «Λάθος κίνηση» (1975) και «Τα φτερά του έρωτα» (1987).
Ένα εξίσου σημαντικό πεζογράφημα του Χάντκε είναι η νουβέλα Ανέμελη δυστυχία (εκδ. Εστία, μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου), που γράφτηκε μετά από την αυτοκτονία της μητέρας του και μιλά για τη ζωή της.
Το 2019, ο Χάντκε τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία ξεσήκωσε αντιδράσεις, γιατί ο Χάντκε ήταν φίλος και υποστηρικτής του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, προέδρου της Γιουγκοσλαβίας που κατηγορούταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για εγκλήματα πολέμου και δικάστηκε στη Χάγη.
Παρόλο που θεωρείται από αρκετούς ως μια αμφιλεγόμενη φιγούρα, ο Χάντκε παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους Αυστριακούς πεζογράφους της γενιάς του. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έχουν επαινέσει το έργο του βρίσκεται ο Τζον Άπνταϊκ, ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ και ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Στον αντίποδα, οι πιο διάσημοι πολέμιοί του, που έχουν κατακρίνει την πολιτική του στάση, είναι ο Σαλμάν Ρούσντι, η Σούζαν Σόνταγκ και ο Σλάβοϊ Ζίζεκ.
«Αν ένα έθνος χάσει τους αφηγητές ιστοριών του, χάνει την παιδική του ηλικία», γράφει ο Χάντκε.
******************
4.Τα Φτερά του Έρωτα (1987)
Σενάριο : Πέτερ Χάντκε, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, Βιμ Βέντερς
Der Himmel über Berlin
του Βιμ Βέντερς
Α. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ :Τα Φτερά του Έρωτα - Βικιπαίδεια
Β. ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ
Η φιλμική μπαλάντα του έκπτωτου αγγέλου, το κλασικό αριστούργημα του Βιμ Βέντερς, αφιερωμένο στο Βερολίνο, τους αγγέλους που ζουν ανάμεσά μας και τον έρωτα, που οφείλει να παραμένει θνητός. Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 1987.
Πάνω από το ακόμα διχοτομημένο από το Τείχος Βερολίνο ίπτανται άγγελοι. Μας κοιτούν από ψηλά, από σύννεφα, ταράτσες, τρούλους, αγάλματα. Μαυροντυμένοι επόπτες με καλοσυνάτα βλέμματα, άντρες και γυναίκες, μάς ακολουθούν στους δρόμους, μπαίνουν στα σπίτια μας, κάθονται δίπλα μας στο μετρό, μάς αφουγκράζονται. Ακούν τις πιο μυστικές μας σκέψεις, τους φόβους, τα όνειρα, τον πόνο, τη λαχτάρα μας. Μάς χαμογελούν όταν είμαστε παιδιά κι ακόμα τους βλέπουμε. Μάς καθησυχάζουν όταν μεγαλώνουμε και δεν βλέπουμε τίποτα φωτεινό κι αθώο. Μάς ανοίγουν νου, πνέυμα κι ορίζοντες στις βιβλιοθήκες της Γνώσης, όπου διψούμε να κατανόησουμε τον κόσμο μας, και την αγκαλιά τους όταν δεν καταλαβαίνουμε πια, λιποψυχούμε, θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε.
Ο Ντάμιελ κι ο Κασιέλ, δύο τέτοιοι αιώνιοι παρατηρητές, συναντιούνται στο τέλος κάθε μέρας και αφηγούνται ο ένας στον άλλον τι τους άγγιξε στην συμπεριφορά των ανθρώπων – ο τρόπος που ένα παιδί περιέγραψε στο δάσκαλό του πώς άνθισε η φτέρη του, ή το ότι μια τυφλή γυναίκα ακούμπησε ενστικτωδώς το ρολόι της όταν διαισθάνθηκε την αέναη παρουσία τους. Εγκλειστοι στην αιωνιότητά τους, να παρατηρούν τον Ανθρωπο να συγκρούεται με τη θνητή του υπόσταση, να παλεύει με την απογοητευτική του καθημερινότητα και να χάνει την ευκαιρία να κοιτάξει ψηλά, δίπλα, μέσα του, οι άγγελοι προσπαθούν να απαντήσουν στο μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής: αξίζει τόσος αγώνας, ή είναι μάταιος; Υπάρχει σωτηρία για την ανθρωπότητα, ή είναι καταδικασμένη; Οι ίδιοι, που μόνο κοιτούν με την ασπρόμαυρη ματιά τους, ζηλεύουν το χρώμα, το συναίσθημα, την εμπειρία, τη διαδρομή, ή χαίρονται για την απέθαντη, άυλη υπόστασή (κι απόστασή) τους;
[.............................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου