Πάνω από το ακόμα διχοτομημένο από το Τείχος Βερολίνο ίπτανται άγγελοι. Μας κοιτούν από ψηλά, από σύννεφα, ταράτσες, τρούλους, αγάλματα. Μαυροντυμένοι επόπτες με καλοσυνάτα βλέμματα, άντρες και γυναίκες, μάς ακολουθούν στους δρόμους, μπαίνουν στα σπίτια μας, κάθονται δίπλα μας στο μετρό, μάς αφουγκράζονται. Ακούν τις πιο μυστικές μας σκέψεις, τους φόβους, τα όνειρα, τον πόνο, τη λαχτάρα μας. Μάς χαμογελούν όταν είμαστε παιδιά κι ακόμα τους βλέπουμε. Μάς καθησυχάζουν όταν μεγαλώνουμε και δεν βλέπουμε τίποτα φωτεινό κι αθώο. Μάς ανοίγουν νου, πνέυμα κι ορίζοντες στις βιβλιοθήκες της Γνώσης, όπου διψούμε να κατανόησουμε τον κόσμο μας, και την αγκαλιά τους όταν δεν καταλαβαίνουμε πια, λιποψυχούμε, θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε. 

 Ο Ντάμιελ κι ο Κασιέλ, δύο τέτοιοι αιώνιοι παρατηρητές, συναντιούνται στο τέλος κάθε μέρας και αφηγούνται ο ένας στον άλλον τι τους άγγιξε στην συμπεριφορά των ανθρώπων – ο τρόπος που ένα παιδί περιέγραψε στο δάσκαλό του πώς άνθισε η φτέρη του, ή το ότι μια τυφλή γυναίκα ακούμπησε ενστικτωδώς το ρολόι της όταν διαισθάνθηκε την αέναη παρουσία τους. Εγκλειστοι στην αιωνιότητά τους, να παρατηρούν τον Ανθρωπο να συγκρούεται με τη θνητή του υπόσταση, να παλεύει με την απογοητευτική του καθημερινότητα και να χάνει την ευκαιρία να κοιτάξει ψηλά, δίπλα, μέσα του, οι άγγελοι προσπαθούν να απαντήσουν στο μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής: αξίζει τόσος αγώνας, ή είναι μάταιος; Υπάρχει σωτηρία για την ανθρωπότητα, ή είναι καταδικασμένη; Οι ίδιοι, που μόνο κοιτούν με την ασπρόμαυρη ματιά τους, ζηλεύουν το χρώμα, το συναίσθημα, την εμπειρία, τη διαδρομή, ή χαίρονται για την απέθαντη, άυλη υπόστασή (κι απόστασή) τους;

 [.............................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ=>Τα Φτερά του Ερωτα