Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2023

 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg_FkqBC9EBfJ_LujyzPO5j7Cw_7AFm_hzav_G2QQkMHpjApCcngBnlXf8_5eZGLbrpMvftZ-r8A4f2BdezsdoBYX68CDJNqnRZLfKDgddtGMZthTqeA2936UXC_KEIJP0uQ1kxumY0CHJllpeGJ46sXa8YcdFmUs-Yvzp99mRVJtbAsVRfc0CFEqYdzLsW/w640/Agamemnon_Tselikas.jpgΑγαμέμνων Τσελίκας: Ο παλαιογράφος που ανακάλυψε τι έτρωγαν οι Έλληνες το 1821

Μαρία Βασιλοπούλου 

Gastronomos.gr

Πώς να χωρέσουν όλες οι σημαντικές στιγμές και τα επιτεύγματα ενός κορυφαίου φιλολόγου – ιστορικού – παλαιογράφου στις περιορισμένες σελίδες...

Πώς να χωρέσουν όλες οι σημαντικές στιγμές και τα επιτεύγματα ενός κορυφαίου φιλολόγου – ιστορικού – παλαιογράφου στις περιορισμένες σελίδες ενός περιοδικού; αναρωτιέμαι καθώς προετοιμάζομαι για τη συνέντευξη με τον Αγαμέμνονα Τσελίκα, ο οποίος, ως προϊστάμενος του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), έχει ως κύριο μέλημά του τη δημιουργία μιας μικροφιλμοθήκης ελληνικών χειρογράφων από βιβλιοθήκες της Ελλάδας και της Μέσης Ανατολής. Μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει περισσότερες από 250 αποστολές, κατά τη διάρκεια των οποίων έχουν φωτογραφηθεί και ψηφιοποιηθεί περίπου 9.500 χειρόγραφοι κώδικες και πολλές χιλιάδες ιστορικά έγγραφα, κι έχει ταξιδέψει σε απομακρυσμένα μοναστήρια και βιβλιοθήκες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στα Ιεροσόλυμα, στην Αλεξάνδρεια κ.α. Σε μία από αυτές τις αποστολές του, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Χαλκίδας ανακάλυψε και το περίφημο ελληνικό χειρόγραφο μαγειρικής.

Μετά την περίπου τρίωρη συζήτησή μας και τις πάμπολλες ώρες που αφιέρωσε για να μας αναλύσει το μοναδικό αυτό εύρημα, είμαι πλέον πεπεισμένη ότι ο Αγαμέμνων Τσελίκας γεννήθηκε παλαιογράφος. Γεννήθηκε για να εξετάζει τα γεγονότα από τις πηγές, να τα ερευνά και να τα μελετά, χωρίς να καταφεύγει στην έτοιμη γνώση. Προσηνής, εντυπωσιακά απλός και γενναιόδωρος, απαντά σε κάθε ερώτηση ακούραστα, διατηρώντας πάντα την ερευνητική ματιά του και την αντικειμενικότητα του ιστορικού.

Αγαμέμνων Τσελίκας: Ο παλαιογράφος που ανακάλυψε τι έτρωγαν οι Έλληνες το 1821

Αγαμέμνων Τσελίκας: Ο παλαιογράφος που ανακάλυψε τι έτρωγαν οι Έλληνες το 1821

Η ζωή πριν από το πανεπιστήμιο

«Η ιστορία είναι παλαιά. Γεννήθηκα στην Πάτρα το 1949, η οικογένειά μου ήταν θεόφτωχη, γι’ αυτό και εγώ μαθητής ακόμα εργαζόμουν σε ένα γραφείο ταξιδίων στην Πάτρα (τότε ξεκινούσε ο τουρισμός). Αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά έμαθα τότε, και οι πρώτοι δάσκαλοί μου ήταν οι τουρίστες. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι τελείως αυτοδίδακτος, αργότερα ασχολήθηκα και με τη γραμματική και με το συντακτικό τους, αλλά τότε η ανάγκη με έκανε να τα μάθω. Η οικογένεια όμως του παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου πριν από τον πόλεμο ήταν σχετικά εύπορη, με τον παππού να έχει διατελέσει διερμηνέας στους Βαλκανικούς Πολέμους και να έχει φτιάξει μια μικρή αλλά αξιόλογη βιβλιοθήκη στο σπίτι του. Μετά, με την ιταλική κατοχή, ενεπλάκη στην Αντίσταση και σκοτώθηκε στη φυλακή από τους Ιταλούς. Τη βιβλιοθήκη του όμως την πρόλαβα. Από τα λίγα βιβλία που διασώθηκαν ήταν ο Πλούταρχος, οι “Δειπνοσοφιστές” του Αθήναιου κ.ά. Συγκεκριμένα τους “Δειπνοσοφιστές” τούς έχω διαβάσει από πάρα πολύ μικρό παιδί. Μου άρεσαν πάρα πολύ τα αρχαία, αλλά και τα μαθηματικά, και στο γυμνάσιο πήρα κατεύθυνση κλασική».

— Πώς επιλέξατε, όμως, την ειδικότητα της παλαιογραφίας; Το 1967 πέρασα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Φιλοσοφική. Τα πράγματα δεν ήταν πολύ ευνοϊκά, να σας πω την αλήθεια, και από το πρώτο έτος, όχι μόνο εγώ, αλλά και άλλα παιδιά καταλάβαμε ότι μπορεί να ξεχνούσαμε και αυτά που ξέραμε από τα αρχαιοελληνικά. Το ευτύχημα ήταν ότι στο δεύτερο έτος γνώρισα έναν φοιτητή από τη Σερβία, ο οποίος ασχολιόταν με τη βυζαντινή μουσική και έπρεπε να διαβάσει κάποια χειρόγραφα μουσικά και μου ζήτησε βοήθεια. Έχοντας μια επαφή με τη βυζαντινή μουσική, τον βοήθησα, χωρίς να μπαίνω πάντα στο νόημα. Τέλος πάντων, ήταν η αφορμή για να σκεφτώ το εξής: Αυτή η δουλειά, το να μπορώ δηλαδή να διαβάζω αρχαία κείμενα σε χειρόγραφα, είναι ένα ισχυρό όπλο, ανταγωνιστικό πέρα από τα συμβατικά της Φιλολογίας. Όποιος τελείωνε τη Φιλολογία το φυσικό ήταν να γίνει καθηγητής στο Γυμνάσιο και από κει και πέρα ένας Θεός ξέρει τι θα γινόταν. Εμένα όμως, επειδή μου άρεσε το ψάξιμο, από μικρός ήμουν ανήσυχος, είχα μια περιέργεια, σκέφτηκα να ασχοληθώ με τα χειρόγραφα και βλέπουμε τι θα γίνει παραπέρα.

— Ποιο ήταν το έναυσμα για να αρχίσετε την αναζήτηση και τη μελέτη χειρογράφων; Το καλοκαίρι του 1968 αποφάσισα να πάω στο Άγιον Όρος, αφού είχα διαβάσει κάποιους καταλόγους χειρογράφων στο σπουδαστήριο, και να κάνω μια έρευνα, κάτι εντελώς τρελό (γιατί ήμουν ακόμα δευτεροετής φοιτητής και δεν είχα εμβαθύνει στα θέματα της παλαιογραφίας), για να βρω λατινικά χειρόγραφα. Πάντα μου άρεσαν τα λατινικά και ήδη στο πανεπιστήμιο στο πρώτο έτος είχα μεταφράσει δυο-τρία έργα του Κικέρωνα από μόνος μου. Πράγματι, στο Άγιον Όρος βρήκα κάποια χειρόγραφα. Όταν γύρισα στην Πάτρα στις διακοπές των Χριστουγέννων, σκέφτηκα ότι, αφού υπάρχουν στα μοναστήρια του Αγίου Όρους χειρόγραφα, γιατί να μην υπάρχουν και στα μοναστήρια της Πάτρας. Πήρα ένα σακίδιο και άρχισα να ανεβαίνω τα βουνά και να ψάχνω στα μοναστήρια της Πάτρας. Είχα την τύχη να βρω τότε ένα χειρόγραφο με μεγάλο ενδιαφέρον, νομικό κείμενο, την «Εξάβιβλο» του Αρμενόπουλου –oι νομικοί το γνωρίζουν–, της ιστορίας δηλαδή του βυζαντινού δικαίου. Παρατήρησα στη βιβλιογραφία ότι με το μοναστήρι αυτό –Μονή Ομπλού– είχε ασχοληθεί ο Λίνος Πολίτης, μεγάλο όνομα και σπουδαίος ακαδημαϊκός, και αποφάσισα να του γράψω και να τον ρωτήσω αν επιθυμεί να του στείλω τις σημειώσεις μου για να συμπληρώσει το άρθρο και την έρευνά του. Μετά από λίγο καιρό παίρνω ένα γράμμα: «Αγαπητέ μου φίλε, δεν θυμάμαι να σας είχα ποτέ μαθητή, αλλά θα χαιρόμουν πολύ να έβλεπα τον δικό σας κατάλογο, τον κατάλογο που θα κάνετε εσείς». Εμένα αυτό μου έδωσε φτερά, αυτή ήταν η απάντηση ενός μεγάλου, ενός σπουδαίου ανθρώπου σε έναν δευτεροετή φοιτητή. Μετά από χρόνια γνωριστήκαμε και προσωπικά.

— Η κίνησή σας αυτή, όμως, δεν ήταν αρκετά παράτολμη; Σας είπα από την αρχή: ανήσυχο πνεύμα. Έτσι και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου είχα πάει να βρω κάποια χειρόγραφα στο τέλος του ’68, αρχές του ’69. Ήταν ένας γέροντας με στιλ, αλλά γέροντας, που μου έκανε ανάκριση: Τι θέλω, από πού είμαι, τι είμαι, ποιο άγαλμα έχουμε στα Ψηλαλώνια στην Πάτρα, αν ξέρω να διαβάζω χειρόγραφα, κ.λπ. Τι στην οργή, σκέφτηκα, τι θέλει επιτέλους; Του είπα ότι κάνω έρευνα, ότι ξέρω να διαβάζω χειρόγραφα και ως διά μαγείας με άφησε να περάσω. Μετά από καιρό έμαθα ότι σχεδόν ποτέ δεν άφηνε άνθρωπο να περάσει στο τμήμα με τα σπάνια χειρόγραφα. Εγώ τι ήμουν; Ένας πιτσιρικάς που πήγε με θάρρος να ζητήσει αυτό που θέλει. Να μη σας πω πώς ήταν τότε το τμήμα χειρογράφων στην Εθνική Βιβλιοθήκη: στοίβες με βιβλία από δω κι από κει, τις δρασκέλιζες για να περάσεις.

— Πότε δημοσιεύτηκε η πρώτη σας εργασία; Μία από τις φορές που πήγα στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να μελετήσω, είχα την τύχη να συναντήσω έναν τύπο που καθόταν δίπλα μου, ωραίο, ψηλό, με μακριά μαλλιά, και παρατήρησα ότι κοίταζε τι διάβαζα. Εγώ δεν είχα δώσει σημασία. Όταν έκλεισε όμως το τμήμα και κατεβαίναμε τα σκαλάκια, με σταματά και συστηθήκαμε. Ήταν ο Οδυσσέας Δημητρακόπουλος, σπουδαίος άνθρωπος, εξαιρετικός ερευνητής αλλά και sui generis ταυτόχρονα. Μου λέει λοιπόν ότι το περιοδικό «Ερανιστής» από το Εθνικό (τότε Βασιλικό) Ίδρυμα Ερευνών έβγαζε έναν τόμο για τον Δημήτριο Γκίνη, σπουδαίο βιβλιογράφο και ιστορικό του δικαίου, και μου πρότεινε να με συστήσει ώστε να μπορέσω να δημοσιεύσω την εργασία μου. Πράγματι, γυρίζω εγώ στο μοναστήρι και κάνω την αντιβολή του χειρογράφου που βρήκα με την έκδοση του 1851, αν θυμάμαι καλά, και βρήκα πράγματα καινούργια και τέλος πάντων δημοσιεύεται η πρώτη μου εργασία το 1970. Ήμουν τότε τριτοετής και σας εξομολογούμαι ότι δεν ήθελα και πολύ να πάρω μπρος. Είπα αυτό είναι το όπλο που έχω στα χέρια μου, το να διαβάζω βυζαντινές γραφές.

— Τις σπουδές στο πανεπιστήμιο τις συνεχίζατε κανονικά; Ακόμα ήμουν στην αρχή και σχεδόν είχα παρατήσει τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο. Ένιωθα ότι ήξερα πολλά περισσότερα λατινικά και αρχαία από αυτά που μας μάθαιναν. Επίσης εγώ δούλευα ταυτόχρονα και προτιμούσα να πηγαίνω στο σπουδαστήριο να μελετώ και να συνεχίζω τις περιοδείες μου στα μοναστήρια, παρά να χάνω τον χρόνο μου με τα μαθήματα. Βέβαια, άλλη εποχή τότε.

— Η παλαιογραφία διδασκόταν ως ειδικό μάθημα; Όχι, ποτέ δεν ήταν. Τώρα τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια, το βάζουν στα τμήματα τα Ιστορικά, τα Αρχαιολογικά, για ένα εξάμηνο, δηλαδή τίποτα.

— Οπότε στον κόσμο πόσοι παλαιογράφοι υπάρχουν; Τότε ήταν ο Αθανάσιος Κομίνης, πολύ καλός βυζαντινολόγος, ο Κωνσταντίνος Μανάφης, όλοι βυζαντινολόγοι. Από κλασικούς φιλολόγους δεν ακούσαμε ποτέ τίποτα για χειρόγραφα. Και τώρα, να είμαστε το πολύ δέκα όλοι κι όλοι στην Ελλάδα και στον κόσμο δεν ξεπερνάμε τους πενήντα.

— Το πανεπιστήμιο καταφέρατε και το τελειώσατε όμως. Να σας πω την αλήθεια, το πτυχίο μου το πήρα με πολύ χαμηλό βαθμό. Δεν ήθελα, δεν μπορούσα να μάθω παπαγαλία αυτά που δίδασκαν κάποιοι καθηγητές διαβάζοντας το δικό τους το βιβλίο, αφού μπορούσα να μάθω από τα ίδια τα χειρόγραφα. Τελικά το πήρα το πτυχίο, αν και είχα έρθει και σε σύγκρουση με έναν-δύο καθηγητές.

Αγαμέμνων Τσελίκας: Ο παλαιογράφος που ανακάλυψε τι έτρωγαν οι Έλληνες το 1821

Βενετία – Παρίσι – Αθήνα

— Εσείς όμως ήδη είχατε δημοσιεύσει εργασίες σας και είχατε γνωριστεί με σπουδαίους ανθρώπους. Αυτό ήταν βασικό. Εκτός από την πρώτη μου εργασία, είχα δημοσιεύσει άλλες δύο στο τέταρτο έτος και είχα ήδη γνωρίσει τον Λίνο Πολίτη. Ο φίλος μου, πλέον, Οδυσσέας Δημητρακόπουλος με παροτρύνει να πάω στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας. Πηγαίνω λοιπόν και βλέπω τον καθηγητή Μανούσο Μανούσακα, σπουδαίο καθηγητή και δεύτερο δάσκαλό μου μετά τον Λίνο Πολίτη, κάποια στιγμή που είχε έρθει από τη Βενετία στην Αθήνα, και μου λέει: «Εσύ, παιδί μου, μπορείς να έρθεις τώρα αμέσως στη Βενετία, αφού έχεις δημοσιεύσει εργασίες σου, δεν χρειάζεται να δώσεις εξετάσεις». Και του απαντώ: «Κύριε καθηγητά, με συγχωρείτε, αλλά θέλω μια φορά στη ζωή μου να δώσω σωστές εξετάσεις, γιατί αυτές στο πανεπιστήμιο ήταν…».

Τέλος πάντων, πέρασα τις εξετάσεις στην Ακαδημία Αθηνών, που επόπτευε το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, και πέρασα ως υπότροφος στο Ινστιτούτο. Τον Οκτώβριο του 1972, λοιπόν, προλαβαίνω και παντρεύομαι και φεύγω με τη σύζυγο για τη Βενετία. Και εκεί αρχίζει μια άλλη καριέρα, ένας άλλος κύκλος σπουδών βασικά, γιατί ο χώρος όπου εργαζόμουν ερευνητικά ήταν η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και τα ιστορικά αρχεία της Βενετίας. Εκεί λοιπόν επιδόθηκα αχόρταγα, με απληστία, σε διάφορες έρευνες, ήταν μια περίοδος πραγματικής ευτυχίας για μένα, γιατί η έρευνα στα αρχεία είναι ένας πραγματικός εθισμός, ένα αλκοολίκι από το οποίο δεν γλιτώνεις με τίποτα. Φανταστείτε όλα τα έγγραφα της περιόδου της Βενετοκρατίας, της παρουσίας των Βενετών στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στα Επτάνησα! Μιλάμε για τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, όλο αυτόν τον θησαυρό που μετέφερε ο καρδινάλιος Βησσαρίωνας. Έμπαινες μέσα και κυριολεκτικά αισθανόσουν ότι βρισκόσουν στο Βυζάντιο. Εκεί άρχισα να μελετώ τον ιταλικό ουμανισμό, δηλαδή την ιταλική Αναγέννηση όχι από την πλευρά της τέχνης, αλλά από την πλευρά της φιλολογίας. Τρία χρόνια έμεινα στη Βενετία και ένιωθα ότι αυτός ήταν ο κόσμος μου.

— Μετά τη Βενετία, ποιος ήταν ο επόμενος σταθμός σας; Μετά, πήρα μια υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης από την καθηγήτρια Ελένη Αρβελέρ –την οποία πάντα παρακολουθούσα, όπως και τον Νίκο Σβορώνο και όλους τους καθηγητές που δίδασκαν Βυζαντινά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης– για να συνεχίσω τις έρευνές μου για τους Έλληνες αντιγραφείς χειρογράφων την περίοδο της Αναγέννησης στη Βενετία. Ο χώρος μου εκεί ήταν κατά κύριο λόγο η Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού, στο τμήμα χειρογράφων. Μέσα εκεί είχα την πραγματική ευκαιρία να μπαίνω εκεί όπου δεν έμπαινε κανείς, να βλέπω τα χιλιάδες χειρόγραφα ένα ένα τακτοποιημένα στα ράφια. Κάπου 3.500 χειρόγραφα. Τι να σας πω, ότι πήγα μια μέρα το πρωί και ξεχάστηκα, κλείστηκα μέσα, πήγα να βγω το βράδυ και χτυπούσαν οι συναγερμοί; Λειτουργούσε κανονικά από τις 09.00 και έκλεινε στις 17.00 το απόγευμα. Από τις 19.00 όμως μέχρι τις 23.00 λειτουργούσε –ακούστε τώρα καταπληκτικά πράγματα– το αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας. Εκεί είχαν όλα τα αρχεία, την αλληλογραφία, όλες τις επιστολές των προξενικών αρχών από την περίοδο της Βενετοκρατίας και μετά. Όλοι οι Γάλλοι πρόξενοι στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή, έστελναν τις επιστολές τους στο Παρίσι μέσω του πρέσβη τους στην Κωνσταντινούπολη. Φανταστείτε, λοιπόν, ότι εκεί μέσα ήταν όλη η ιστορία της Μεσογείου.

— Πώς ήταν η επιστροφή σας στην Αθήνα; Όταν τέλειωσε η υποτροφία, το φθινόπωρο του 1977, τελείωσαν και τα χρήματα και γύρισα στην Αθήνα, όπου έπρεπε να βρω δουλειά. Γινόταν τότε ένα συνέδριο των βιβλιόφιλων και είχα γνωριστεί με τον Άγγελο Δεληβορριά στο Μουσείο Μπενάκη, γιατί ήθελα να κάνω και εκεί μια έρευνα.

[...............................................]


Αγαμέμνων Τσελίκας: Ο παλαιογράφος που ανακάλυψε τι έτρωγαν οι Έλληνες το 1821 ...

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η Αυγή - Στο Κόκκινο 105,5 : τα εμβληματικά ΜΜΕ της Αριστεράς δεν πρέπει να κλείσουν

  Η Αυγή και Στο Κόκκινο 105,5 :το πρόβλημα είναι πολιτικό Η ΑΥΓΗ έχει επιβιώσει σε πιο χαλεπούς οικονομικά καιρούς, όταν το κόμμα δεν έμ...