Δευτέρα, Ιουνίου 12, 2023

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: η διαδρομή ζωής και η διαμόρφωση της προοδευτικής πολιτικής ταυτότητας ενός ακάματου βιοπαλαιστή Έλληνα

 

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: "Αν τους ψηφίσω, να μου κοπεί το χέρι"

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: "Αν τους ψηφίσω, να μου κοπεί το χέρι"

Νίκος Γιαννόπουλος

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: "Αν τους ψηφίσω, να μου κοπεί το χέρι"

Λέγεται ότι η ιστορία δημιουργείται και παράγεται από αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, από τους εκάστοτε πρωταγωνιστές των γεγονότων και ότι οι υπόλοιποι είμαστε απλώς παρακολουθήματα των ιστορικών εξελίξεων, μέχρι και σχολιαστές, αλλά τίποτα παραπάνω.

Ελιτίστικη άποψη η παραπάνω, δεν την ασπάζονται- έχουμε την αίσθηση -οι περισσότεροι ιστορικοί. Για να αντιπαλέψουμε το επιχείρημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε ένας από μας αποτελεί ένα ξεχωριστό ιστορικό υποκείμενο που δρα κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες επιχειρεί να γράψει τη δική του προσωπική ιστορία σε όλα τα επίπεδα. Με λίγα λόγια: οι από κάτω δημιουργούν και παράγουν ιστορία όπως οι από πάνω.

Σκεφτείτε λοιπόν έναν άνθρωπο ο οποίος έρχεται στη ζωή στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, τη δεκαετία του ΄30 και φεύγει από αυτήν 90 χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 2020 αφού έχει βιώσει ακόμα και πρωτόγνωρα γεγονότα όπως η πανδημία. Ο άνθρωπος αυτός, τουλάχιστον όσο ήταν εργασιακά ενεργός (δηλαδή σχεδόν 60 χρόνια) πέρασε από τις συμπληγάδες πάσης φύσεως ιστορικών εξελίξεων για να βάλει σε μία στοιχειώδη πορεία τη δική του ζωή και μέσα από αυτή την κοπιώδη προσπάθεια σφυρηλάτησε τον χαρακτήρα του, διαμόρφωσε τις πολιτικές του απόψεις, κατέληξε σε συμπεράσματα, άλλοτε οριστικά και άλλοτε όχι, για το νόημα του βίου του και όχι μόνο.

Ξορκίζοντας την αγροτική ζωή

Το ταξίδι του πατέρα του γράφοντος σε αυτόν το μάταιο κόσμο και σε αυτήν τη μάλλον μάταιη χώρα θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία ταινία μέσα από την οποία ξεπηδούν τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα του "μικρού" 20ου αιώνα, από την περίοδο της κατοχής και μετά δηλαδή. Είναι θαυμαστό ότι ένας άνθρωπος ο οποίος απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι τις "φασαρίες" και τις ανατροπές ενεπλάκη άθελά του σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές σελίδες της χώρας κατά τον προηγούμενο αιώνα. Και όχι μόνο αυτό.

Παρακαλουθώντας κανείς την πορεία του βίου, μπορεί να καταλήξει σε ιδιαίτερα χρήσιμες διαπιστώσεις για την πολιτικοποίηση των καιρών και κυρίως για το πώς σμιλεύτηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα το αντιδεξιό σύνδρομο το οποίο έμελλε να παίξει κυρίαρχο ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα επί δεκαετίες.

Ο Γιάννης Γιαννόπουλος είδε το φως της ζωής στα Φιλιατρά της δυτικής Μεσσηνίας τον Οκτώβριο του 1933. Παιδί μίας κλασικής οικογένειας της ελληνικής επαρχίας η οποία είχε συνολικά 11 παιδιά (τα δύο πέθαναν κατά την κατοχή) και στήριζε το παρόν και το άμεσο μέλλον της επιβίωσης της στις αγροτικές δουλειές. Η εποχή της ευμάρειας με την καλλιέργεια και το εμπόριο της σταφίδας είχε περάσει προ πολλού, από τον 19ο αιώνα. Ήδη από τις αρχές του 20ου μία από τις βασικές επιλογές των Μεσσήνιων και ιδιαίτερα των Φιλιατρινών ήταν η μετανάστευση στις ΗΠΑ. Οσοι έμεναν πίσω και δεν είχαν μεγάλη περιουσία πάλευαν μεροδούλι μεροφάι κάτω από δύσκολες συνθήκες.

Κλασικά, ο μικρός Γιάννης μπήκε από μικρός στην (αγροτική) βιοπάλη βοηθώντας τους γονείς του και τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Δεν υπήρχε, έτσι και αλλιώς, άλλο περιθώριο. Το ψωμί εκείνη την εποχή κερδιζόταν με τεράστιο κόπο και θυσίες. Παρόλ΄ αυτά κάπου χώρεσε και το σχολείο στα πλάνα του, αλλά ως προς αυτό δεν ευτύχησε. Πήγε στην πρώτη δημοτικού τον Σεπτέμβριο του 1940, ένα μήνα πριν η Ελλάδα μπει στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αποφοίτησε, αν δεν έχει γίνει κάποιο σοβαρός λάθος στην καταμέτρηση, το καλοκαίρι του 1947 ενώ η Ελλάδα καιγόταν στην πυρά του εμφυλίου πολέμου και μετά από τετραετή ιταλογερμανική κατοχή.

Δεν υπήρχε μυαλό για γράμματα κοντολογίς. Μία οι απόλυτες απαιτήσεις της σκληρής καθημερινότητας, μία η έλλειψη χρόνου, ο Γιάννης διαπίστωσε από νωρίς ότι δεν μπορούσε να βρει το μέλλον του στα θρανία. Άλλωστε στα πολύ δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του '40, προτεραιότητα για τον ίδιο και την οικογένεια ήταν η επιβίωση. Ο πατέρας είχε να θυμάται μία πολύ χαρακτηριστική ιστορία από την κατοχική λαίλαπα. Οι Γερμανοί φώναξαν κάποια στιγμή να συγκεντρωθούν κάποιοι ενήλικες άνδρες σε ένα συγκεκριμένο σημείο, μέσα σε αυτούς ήταν ο πατέρας του και ο μεγάλος αδελφός του.

Ηταν φανερό ότι προετοίμαζαν εκτελέσεις. "Χρήστος Γιαννόπουλος;". "Παρών". Ακούστηκε το όνομα του μεγάλου αδελφού και οι υπόλοιποι που παρακολουθούσαν από μακριά πάγωσαν. "Οχι ρε παιδιά, κάποιος λάθος έχετε κάνει" παρεμβαίνει ο πατέρας του. Ο ναζί αξιωματικός συσκέπτεται για λίγο με τους επιτελείς του και ακολούθως ενημερώνει τον Έλληνα μεταφραστή του. "Πράγματι, άλλον Γιαννόπουλο ψάχνουμε". Ο πατέρας το περιστατικό αυτό το αφηγούταν συνέχεια ακόμα και 60 χρόνια μετά. Ήταν τότε δέκα χρόνων, αλλά το θυμόταν με λεπτομέρειες. Πώς μπορεί να κατατηγορήσει κανείς αυτό το παιδί ότι δεν είχε το μυαλό του στα γράμματα;

Κουτσά-στραβά πάντως, ο Γιάννης το δημοτικό το τελείωσε. Για την εποχή δεν ήταν αδιάφορο εφόδιο, κάθε άλλο. Αυτό τον βοήθησε να περάσει την επόμενη πίστα και από αγροτόπαιδο να μετατραπεί σε ένα μικρό προλετάριο. "Γιάννη, τι θέλεις να κάνεις από εδώ και πέρα;". "Να μάθω μία τέχνη πατέρα. Να γίνω ράφτης". Όπερ και εγένετο μετά από ένα μακρύ διάστημα μαθητείας σε ραφείο των Φιλιατρών (στο οποίο ο πατέρας, χωρίς το παραμικρό αντίτιμο τα έκανε σχεδόν όλα). Ηταν μία επιλογή που έπαιρναν τότε χιλιάδες παιδιά της ελληνικής επαρχίας, τα οποία ήθελαν πάση θυσία να αφήσουν πίσω τους τη σκληρή ζωή του χωραφιού και των ζωντανών. Μία επιλογή ζωής αλλά και μετατροπής της ελληνικής οικονομίας.

Στον στρατό ο πατέρας έρχεται αντιμέτωπος με τους πρώτους σοβαρούς καταναγκασμούς του ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους. Υπηρετώντας πολύ μακριά από το σπίτι του (σε Βέροια και Λάρισα) και χωρίς καμία οικογενειακή στήριξη, ο 22χρονος πια Γιάννης διαπίστωσε ότι στις εκλογές του 1956 δεν μπορούσε να ψηφίσει απολύτως ελεύθερα: "Λοιπόν, παιδιά ψηφίστε ό,τι θέλετε αύριο, αλλά σε καμία περίπτωση αριστερά" ήταν το σαφές μήνυμα του λοχαγού.

Με το Κέντρο και την Αριστερά να έχουν συνασπιστεί σε κοινό ψηφοδέλτιο η επιλογή ήταν μία, η νεόκοπη ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο πατέρας, ένας μάλλον πολύ συντηρητικός νέος, χωρίς καμία πολιτική "μόρφωση" και ανησυχία μέχρι τότε, πήγε κόντρα στο ρεύμα και επέλεξε Δημοκρατική Ένωση κόντρα στην στρατιωτική εντολή. Ειρήσθω εν παρόδω η Δημοκρατική Ένωση πήρε περισσότερες ψήφους από την ΕΡΕ αλλά εξασφάλισε 33 ... λιγότερες έδρες. Η αθάνατη ελληνική δεξιά είχε κάνει πάλι το καλπονοθευτικό της θαύμα.

Η ώρα της πρωτεύουσας

Και μετά τον στρατό τι; Για τους νέους της ελληνικής περιφέρειας εκείνη την εποχή της άκρατης και άναρχης αστικοποίησης, η απάντηση ήταν προφανής: Αθήνα. Όσοι βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία και ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους αυτό έπρατταν. Έμπαιναν στο πρώτο λεωφορείο με λίγες αποσκευές στην πλάτη και γραμμή για την πρωτεύουσα, όπου πίστευαν ότι θα τους παρουσιαζόταν μία μεγάλη ευκαιρία. Ο Γιάννης έκανε αυτό το ταξίδι (που σε ό,τι αφορά τη μόνιμη κατοικία του δεν είχε επιστροφή) τον Σεπτέμβριο του 1957 και έγινε κάτοικος πρωτευούσης χωρίς ιδιαίτερη τιμή και δόξα. Ενα από τα πρώτα του σπίτια ήταν μία χαμοκέλα, όπως ο ίδιος την αποκαλούσε, στου Γκύζη. "Ενα δωμάτιο όλο κι όλο. Και αποπατούσαμε έξω" έλεγε χαρακτηριστικά. Πόσα και πόσα τέτοια σπίτια στην Αθήνα της εποχής στέγαζαν τα όνειρα των φτωχών επαρχιωτών για μία καλύτερη ζωή.

Ο πατέρας, όπως όλοι οι προλετάριοι των χρόνων εκείνων, δούλεψε πολύ. Μαθήτευσε περαιτέρω σε ράφτη που είχε γαλλικό δίπλωμα (τον Δημήτρη Τόλια, έναν από τους καλύτερους ράφτες των Αθηνών) και εν συνεχεία έπιασε δουλειά σε βιοτεχνίες της εποχής, για να διαπιστώσει από πρώτο χέρι ότι η ταξική πάλη (που ποτέ του δεν την αντιλήφθηκε ως τέτοια) ήταν αδυσώπητη. Τα αφεντικά της εποχής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανεξέλεγκτα. Πλήρωναν όσο ήθελαν, ασφάλιζαν αν ήθελαν, απέλυαν όποτε ήθελαν. Μία κατάσταση απελπιστική, χαοτική που δεν χάριζε καμία ελπίδα στους νέους ανθρώπους, όσο και αν δούλευαν. Από εκείνα τα χρόνια, τα τέλη της δεκαετίας του ΄50 δηλαδή, ο Γιάννης, κοντά στα 30 πλέον, εκνευριζόταν ιδιαίτερα με τους πολιτικούς που επικαλούνταν τα νούμερα για να καταδείξουν ότι η οικονομία προοδεύει.

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα:
Αθήνα μεταξύ 1957 και 1958

Αυτό το έκανε κατα κόρον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο οποίος μιλούσε συνεχώς για την "ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας". Ο πατέρας είχε άλλη άποψη: "Τρώγαμε κρέας μία φορά την εβδομάδα. Περίμενα με ανυπομονησία να με καλέσει η αδελφή μου στο σπίτι της για να βάλω στο στόμα μου τίποτα της προκοπής. Και αυτός μάς μιλούσε για ανάπτυξη". Το άκουγα πάντα με προσοχή το συγκεκριμένο επιχείρημα. Ας μην προτρέξουμε να το βαφτίσουμε λαϊκίστικο. Για τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 μιλάμε.

Ο -όπως είπαμε- συντηρητικός Γιάννης αρχίζει δειλά-δειλά να διαμορφώνει άποψη και πολιτική ταυτότητα. Εκ των πραγμάτων και λόγω χαρακτήρα η αριστερά της εποχής, που βρισκόταν μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας δεν μπορεί να τον εκφράσει. Η δεξιά τον εκμεταλλεύεται στεγνά και αυτό ο ίδιος το καταλαβαίνει. Μένει το δημοκρατικό κέντρο το οποίο έκτοτε ο πατέρας το επιλέγει πιστά. Για τον Γιάννη είναι η σωστή, ώριμη επιλογή που κυρίως έχει ένα μεγάλο "προσόν": Επιθυμεί να σταματήσει τη δεξιά λαίλαπα.

Τα ταραγμένα χρόνια που ακολουθούν και τα άκρως σημαντικά γεγονότα που τα σημαδεύουν (εκλογές βίας και νοθείας το 1961, δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, νίκες της Ένωσης Κέντρου το 1963 και το 1964, Ιουλιανά το 1965) ολοκληρώνουν τη διαδικασία της δημιουργίας της πολιτικής ταυτότητας του Γιάννη. Ο πατέρας αυτοχαρακτηρίζεται πια ως "δημοκρατικός" και κυρίως "αντιδεξιός". Δεν οργανώνεται πολιτικά, δεν συμμετέχει σε μαζικές πολιτικές διαδικασίες, δεν παίρνει μέρος καν σε απεργίες φοβούμενος την απόλυση, αλλά διαβάζει "Νέα" και παρακολουθεί με οργή το δεξιό παρακράτος να θριαμβεύει, παρά τη λαϊκή θέληση.

Εκείνη η τετραετία (1961-1965) τον καθορίζει, έχω την αίσθηση, μέχρι το τέλος της ζωής του, πολιτικά και αξιακά. Μιλούσε συνεχώς για τις εκλογές του 1961 αλλά και για το παλατιανό πραξικόπημα του 1965 που οδήγησε στην παραίτηση τον Γεώργιο Παπανδρέου, στην αποστασία και εν τέλει στη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να τονιστεί ότι παρά τη σκληρή δουλειά, οι συνθήκες ζωής του Γιάννη δεν αλλάζουν προς το καλύτερο, αντιθέτως μένουν στάσιμες. Οι αμοιβές στο επάγγελμα παραμένουν καθηλωμένες, η ανάγκη για αιματηρές οικονομίες έτσι, ώστε να επιτυγχάνεται η επιβίωση παραμένει επιτακτική και το όνειρο μίας καλύτερης ζωής παραμένει όνειρο (θερινής νυκτός). Ολα αυτά συντελούν σε μία εκ των πραγμάτων πολιτική "ριζοσπαστικοποίηση", η οποία όμως εκφράζεται δια της ψήφου και μόνο (ένεκα και του χαρακτήρα του υποκειμένου).

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα:
Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τη δεκαετία του 60 EUROKINISSI

Ψηφίζοντας σταθερά 'Ενωση Κέντρου ο πατέρας νιώθει απογοήτευση και μεγάλο φόβο από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα το 1967. Αντί να διεξαχθούν οι εκλογές του Μαϊου εκείνης της χρονιάς και ο Γιώργος Παπανδρέου να θριαμβεύσει, οι Συνταγματάρχες πιάνουν τους πάντες στον ύπνο (τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου) και βάζουν την Ελλάδα στον γύψο με το πραξικόπημά τους.

Ο Γιάννης βιώνει για πρώτη φορά την εμπειρία ενός στρατοκίνητου, αντιδημοκρατικού καθεστώτος και δεν ξέρει πώς να το χειριστεί. Οπως έκαναν οι περισσότεροι εκείνοι την εποχή, "λουφάζει"κατά το κοινώς λεγόμενο. Κόβει μαχαίρι τις πολιτικές συζητήσεις στη δουλειά (αφού και οι κάθε λογής ρουφιάνοι καιροφυλακτούσαν) και επικεντρώνεται στη δουλειά, αφού και η ηλικία του πια είχε προχωρήσει (ήταν ήδη 34).Όμως ήταν φανερό ότι ο βίος αυτός ήταν αβίωτος. Πρώτα απ' όλα οικονομικά (παρά τα φληναφήματα του Παπαδόπουλου και του Παττακού περί ανάπτυξης) αλλά και ψυχολογικά. Γι' αυτό και όταν έρχεται η πρόταση για τις ΗΠΑ, δεν το σκέφτεται δεύτερη φορά.

Welcome John

Όπως σχεδόν όλοι οι Φιλιατρινοί, έτσι και ο πατέρας είχε στενούς συγγενείς στις ΗΠΑ. Το 1969 ο αδερφός του πατέρα του του μετέφερε πρόταση για δουλειά στην Αμερική, όχι όμως στο Ντιτρόιτ, όπου ο ίδιος ζούσε από την αρχή του αιώνα, αλλά στο Κάνσας. Για τον Γιάννη ήταν το ίδιο, τι Ντιτρόιτ, τι Κάνσας. Μπήκε στο αεροπλάνο (για πρώτη φορά στη ζωή του) και μέσω Νέας Υόρκης έφτασε στο Ντιτρόιτ για να παραλάβει τα έγγραφα της επίσημης πρόσκλησης. Λίγο αργότερα πέταξε για το Κάνσας όπου μετείχε στο περιβόητο American Dream μαζί με συντοπίτη του με τον οποίο "έπιασαν" το ίδιο διαμέρισμα. Η εμπειρία της Αμερικής, αν και κράτησε μόλις 2,5 χρόνια, σημάδεψε τον πατέρα όσο καμία άλλη της ζωής του. Στο Κάνσας (των λιγοστών Ελλήνων) ο Γιάννης τα βίωσε σχεδόν όλα. Οικονομική καταξίωση, τεράστια προσωπική ανασφάλεια, σοβαρή ασθένεια.

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα:
Ντιτρόιτ, 1969

Τα χρήματα από τη δουλειά στο ραφτάδικο ενός Αμερικανοεβραίου ράφτη ήταν εξαιρετικά. Όσα έβγαζε σε έναν μήνα στην Ελλάδα, έπαιρνε σε μία εβδομάδα στην Αμερική. Οι συνθήκες εργασίας άψογες (δούλευε φορώντας πάντα κοστούμι υποχρεωτικά), οι συνάδελφοι φιλικοί (ήταν όλοι Ιταλοί), τα δικαιώματα αδιαπραγμάτευτα (γράφτηκε υποχρεωτικά στο trade union της περιοχής από την πρώτη μέρα). Ως προς τη δουλειά, ο Γιάννης σχημάτισε μία εξιδανικευμένη εικόνα για την Αμερική των τελών της δεκαετίας του ΄60, την οποία δεν έβγαλε ποτέ από το μυαλό του.[.................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΤΕ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Πώς χτίστηκε μια αντιδεξιά πολιτική ταυτότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: "Αν τους ψηφίσω, να μου κοπεί το χέρι" ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Lee (Lee) :Με αφορμή την ταινία που κυκλοφόρησε φέτος στους κινηματογράφους , θυμόμαστε την πιο ατίθαση γυναίκα-φωτογράφο όλων των εποχών Lee Miller

«H πορεία της Λι Μίλερ από μοντέλο του φωτογράφου Μαν Ρέι σε μία απ’ τις σημαντικότερες ανταποκρίτριες και φωτογράφους του Β’ Παγκοσμίου Πο...