«Όταν γράφεις μουσική για μια σκηνή, πρέπει να έχεις ακούσει καλά τους
ηθοποιούς, να έχεις δει πώς κινούνται και το βάρος με το οποίο
αποδίδονται οι λέξεις»βραβευμένος με δύο Όσκαρ, ελληνικής καταγωγής συνθέτης Alexandre Desplat
έρχεται στην Αθήνα για μια συναυλία το Σάββατο 1 Ιουλίου, στο Ωδείο
Ηρώδου Αττικού, με τη συμμετοχή της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της
ΕΡΤ. Ο ακούραστος και πολυγραφότατος συνθέτης παραμένει ρομαντικά πιστός
στην τέχνη του κλασικού soundtrack και μας μίλησε για την καλλιτεχνική
του ανάγκη να συνδέει τη μουσική με την εικόνα στο σελιλόιντ.
Πότε
αρχίσατε να εξερευνάτε τη σχέση ανάμεσα στην κινηματογραφική εικόνα και
στη μουσική και τι είναι αυτό που κάνει αυτή τη σχέση τόσο ιδιαίτερη;
Είναι
μια πολύ ιδιαίτερη σχέση αυτή, πραγματικά. Το κατάλαβα όταν άρχισα να
παρακολουθώ σινεμά στα νεανικά μου χρόνια, την εποχή που ακόμη μάθαινα
φλάουτο. Περνούσα όλο μου τον χρόνο βλέποντας ταινίες και προσπαθούσα να
ανακαλύψω τις τεχνικές πίσω από τη μαγεία των εικόνων. Η συνοδεία τής
κατάλληλης μουσικής πάντα βελτίωνε αισθητικά και ουσιαστικά τις
κινούμενες εικόνες, από τα κλασικά μιούζικαλ μέχρι τα έργα της σύγχρονης
video art. Πάντα έβρισκα ότι υπήρχε κάτι πολύ δημιουργικό εκεί ανάμεσα,
μια σύνδεση σχεδόν μεταφυσική. Όταν έβλεπα μια ταινία για πρώτη φορά,
προσπαθούσα να μεταφράσω σε μελωδίες το συναίσθημα που μου προκαλούσαν
οι πιο έντονες σκηνές της. Και από τη στιγμή που άρχισα να εξερευνώ αυτό
το περιθώριο, δεν σταμάτησα ούτε μια μέρα να το κάνω.
Κάπου
έχω διαβάσει ότι δεν ξεκινάτε να γράφετε τη μουσική για μια ταινία
προτού τη δείτε ολοκληρωμένη, μολονότι είστε από τους συντελεστές που
διαβάζουν πρώτοι το σενάριο.
Ναι, γιατί πρέπει να νιώσω
τη φυσική παρουσία των ηθοποιών, πρέπει να μοιραστώ το συναίσθημα της
εικόνας, ακόμη και τον φωτισμό της. Όταν γράφεις μουσική για μια σκηνή,
πρέπει πρώτα να έχεις ακούσει καλά τους ηθοποιούς, να έχεις δει πώς
κινούνται, τον τρόπο που χρησιμοποιούν τη φωνή τους και το βάρος με το
οποίο αποδίδονται οι λέξεις. Συνήθως περνάω αρκετό χρόνο με τους
σκηνοθέτες, είτε για να καταλάβω τις αισθητικές επιλογές τους είτε για
να δω κάποια αποσπάσματα της ταινίας. Από αυτή τη συνεργασία μπορεί να
εμπνευστώ κάποια πρώτα μικρά μουσικά θέματα, που στη συνέχεια θα
εξελιχθούν στην τελική μουσική της ταινίας.
Η περσινή
δουλειά σας στον «Πινόκιο» ήταν αριστουργηματική. Τι σας τράβηξε σ’ αυτό
το έργο; Η προσωπικότητα του σκηνοθέτη (Γκιγιέρμο ντελ Τόρο), η
stop-motion τεχνική της εικόνας ή το παραμύθι το ίδιο;
Ηταν
ένας συνδυασμός και των τριών. Με τον Ντελ Τόρο έχουμε κάτι κοινό: τη
μουσική μου τη χαρακτηρίζει μια «χαρμόσυνη μελαγχολία», κάτι που και ο
ίδιος το μοιράζεται. Είναι ένας σκηνοθέτης που φτιάχνει μελαγχολικές
εικόνες υψηλής αισθητικής και σε εμπνέει να δώσεις τον καλύτερό σου
εαυτό. Αυτός ο «Πινόκιο» ήταν ιδιαίτερα συγκινητικός και ένα επίτευγμα
σε επίπεδο τεχνικής και ομορφιάς. Και μας έκανε να νιώσουμε πολύ
συνδεδεμένοι μεταξύ μας σε κάθε βήμα της δημιουργίας.
Είναι αλήθεια ότι όλα τα όργανα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ξύλινα;
Ναι,
αλήθεια είναι. Το πρότεινα ώστε να υπάρχει η αίσθηση πως η μουσική
αντανακλά τα αισθήματα του Πινόκιο, ο οποίος είναι φτιαγμένος από ξύλο.
Αυτά τα όργανα όφειλαν να εκφράζουν μουσικά τον ίδιο, άρα θα έπρεπε να
είναι οργανικό μέρος του δικού του κόσμου.
Εχετε
γράψει μουσική για το πολύχρωμο και φανταστικό σύμπαν του Γουές
Άντερσον, αλλά και για τον γκρίζο ρεαλισμό του Ρομάν Πολάνσκι. Είναι μια
πρόκληση που βάζετε στον εαυτό σας το να γράφετε για τόσο διαφορετικούς
κόσμους;
Φυσικά. Προσπαθώ να δημιουργώ για όσο πιο
διαφορετικές ταινίες μπορώ, ώστε να επισκέπτομαι διαφορετικούς κόσμους.
Κυνηγάω τις προκλήσεις που με κάνουν να εξερευνώ διαφορετικές διαδρομές.
Θέλω το στοιχείο της έκπληξης να παραμένει ζωντανό και να μην
επαναλαμβάνομαι. Κάθε ταινία είναι μια ιστορία στην οποία θα ζω για
εβδομάδες ολόκληρες παρέα με τους χαρακτήρες της. Θέλω αυτή η ιστορία
και αυτοί οι άνθρωποι να με εμπνέουν, να με αιφνιδιάζουν, να με οδηγούν
σε γωνίες του μυαλού μου που δεν έχω επισκεφθεί. Αν γράφω μουσική
συνέχεια για ταινίες που μοιάζουν μεταξύ τους, δεν θα καταφέρω γράψω
κάτι που θα έχει ενδιαφέρον. Έχω υπάρξει πολύ τυχερός, γιατί οι
σκηνοθέτες με τους οποίους έχω δουλέψει είναι απρόβλεπτοι και γεμάτοι
προκλήσεις. Για παράδειγμα, αν δεις τις ταινίες του Γουές Άντερσον,
βλέπεις πόσο λεπτομερώς επιλέγεται και τοποθετείται κάθε πράγμα που
βρίσκεται στο κάδρο, πώς κινείται η κάμερα με ακρίβεια. Η μουσική πρέπει
να είναι εξίσου ακριβής και να παίζει με τους χαρακτήρες. Από την άλλη,
ο Ζακ Οντιάρ δεν θέλει καθόλου το μουσικό θέμα να ξεχωρίζει στις
ταινίες του, αλλά να υπάρχει διακριτικά και μόνο όπου το χρειάζεται.
Θεωρώ
πως το soundtrack για το «Δέντρο της ζωής» ήταν εκπληκτικό. Ήταν
δύσκολη η συνεργασία με έναν τόσο απόμακρο -σχεδόν ερημίτη- σκηνοθέτη,
όπως ο Τέρενς Μάλικ;
Φυσικά και ήταν δύσκολη - πάντα
είναι απαιτητική η συνεργασία όταν πρόκειται για έναν πραγματικό γίγαντα
του κινηματογράφου, όπως ο κύριος Μάλικ. Ίσως γιατί πέφτει πάνω σου ένα
μεγάλο βάρος για μια δημιουργία που σημαίνει πολλά για τον ίδιο, καθώς
έχει αφιερώσει χρόνια για τον σχεδιασμό και την υλοποίησή της. Αυτή ήταν
μια ιδιαίτερη διαδικασία, γιατί άρχισα να γράφω τη μουσική παίρνοντας
έμπνευση από τις συζητήσεις και τις σημειώσεις του Μάλικ, χωρίς να έχω
δει εικόνες από την τελική ταινία. Δούλεψα συνολικά τρία χρόνια γι’ αυτή
τη μουσική, γράφοντας παράλληλα και τα scores για άλλες ταινίες.
Τι
είναι αυτό που συνδέει μέσα στα χρόνια έναν συνθέτη και έναν σκηνοθέτη,
όπως συνέβη με τον Χέρμαν και τον Χίτσκοκ, τον Νίνο Ρότα και τον Φελίνι
ή εσάς με δύο ή τρεις σκηνοθέτες που επιστρέφετε ο ένας στον άλλον
πιστά και σταθερά;
Νομίζω πως είναι ένας συνδυασμός
πραγμάτων. Το πρώτο είναι το συναίσθημα της εμπιστοσύνης προκειμένου να
χτιστεί μια σταθερή σχέση. Το άλλο είναι να υπάρχει μια συνεχής και
δημιουργική ανταλλαγή ιδεών ανάμεσα στους δύο καλλιτέχνες, δηλαδή να μην
είναι στάσιμη η σχέση και να στηρίζεται στα έτοιμα, αλλά να
εξελίσσεται. Το τρίτο θα έλεγα ότι είναι το στοιχείο της φιλίας και
τέλος η ποιότητα του χρόνου που περνάτε μαζί στο στούντιο. Πρέπει να
απολαμβάνεις κάθε στιγμή που έχεις στο στούντιο με τους μουσικούς αλλά
και με τους σκηνοθέτες όταν παρουσιάζεις τις ιδέες σου. Είμαι τυχερός,
γιατί έχω περάσει πολύ δημιουργικό χρόνο με τον Στίβεν Φρίαρς, με τον
Ανγκ Λι ή με τον Τζορτζ Κλούνι και με τόσους άλλους σκηνοθέτες, που μόνο
πρόσφεραν θετικά στη διαδικασία. Μερικοί σκηνοθέτες, από την άλλη, δεν
σε καλούν ποτέ ξανά. Ίσως γιατί τους αρέσει να δουλεύουν με
διαφορετικούς συνθέτες κάθε φορά ή γιατί σε θέλουν για μια φορά, για
κάτι πολύ συγκεκριμένο που μπορείς να φτιάξεις κι αυτό ήταν. Είναι στη
φύση της δουλειάς κι αυτό. Όμως όταν η συνεργασία αποκτά μια σταθερή
βάση μέσα στα χρόνια, είναι πάντα για τους σωστούς λόγους και πάντα
προκύπτει κάτι αξιόλογο. Για παράδειγμα, οι κόσμοι του Γκιγιέρμο ντελ
Τόρο και του Γουές Άντερσον είναι πολύ διαφορετικοί. Ως εκ τούτου, η
μουσική έχει άλλη λειτουργία στον καθένα. Όμως και οι δύο σκηνοθέτες
περιμένουν από εμένα να τονίσω το προσωπικό τους όραμα και την
προσωπικότητά τους.
Ζούμε σε μια εποχή που πολλές αίθουσες
κλείνουν, οι μεγάλες παραγωγές λιγοστεύουν και οι ψηφιακές πλατφόρμες
έχουν μια υπερπροσφορά από τηλεοπτικό περιεχόμενο. Πώς πιστεύετε ότι
αυτό θα επηρεάσει την τέχνη της μουσικής επένδυσης που φτιάχνεται
κατεξοχήν για τη μεγάλη οθόνη;
Όσο οι πλατφόρμες
επενδύουν σε αριστουργήματα, όπως το «Ρόμα» ή το «Πινόκιο», θα υπάρχει
πάντα χώρος για μουσική. Βέβαια, οι άφθονες τηλεοπτικές σειρές που
παράγονται, πέρα από τους τίτλους αρχής, δεν χρησιμοποιούν ορχηστρική
μουσική. Εγώ πιστεύω ότι πάντα θα υπάρχει ανάγκη για κινηματογραφική
αίθουσα, γιατί τίποτα δεν μπορεί να πλησιάσει τη μεγαλειώδη αίσθηση του
να μοιράζεσαι μια κινηματογραφική εμπειρία με άλλους ανθρώπους που
κάθονται δεξιά σου, αριστερά σου, πίσω σου και μπροστά σου. Πάντα οι
άνθρωποι θα συναντιούνται για να μοιραστούν μια ταινία ή να ακούσουν
μουσική μαζί. Ο κινηματογράφος θα συνεχίσει για πάντα να ζει στη μεγάλη
οθόνη, γιατί οι άνθρωποι θα έχουν πάντα την ανάγκη να βρίσκονται μαζί.
Τι θυμάστε από το Ωδείο Ηρώδου Αττικού και τι θα παρουσιάσετε στο φετινό κονσέρτο;
Θυμάμαι
καλά το συναίσθημα δέους όταν βρισκόμουν σ’ αυτό το πανέμορφο θέατρο
και το πόσο όμορφα ένιωθα δίπλα σε Έλληνες φίλους μου και ανθρώπους της
οικογένειάς μου. Φέτος θα παρουσιάσω μουσικά θέματα από πολλές ταινίες,
όπως το «The girl with the pearl earring», το «Imitation game», το
«Grand Budapest hotel» αλλά και το «Adults in the room», την ταινία του
Κώστα Γαβρά για την οποία είχα την ευκαιρία να δουλέψω πάνω στην
ελληνική μουσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου