Moulin Rouge
Παρίσι, 1899. Ένας θεαματικός έρωτας γεννιέται, ζει και πεθαίνει στο διάσημο καμπαρέ «Moulin Rouge».
Τα πιο μεγάλα πάθη, οι πιο μύχιες επιθυμίες κρύβονται σχεδόν πάντα μακριά από το φως του ήλιου. Σαν μια σκιά που μεγαλώνει συνέχεια μέχρι να αγκαλιάσει όλο το χώρο, το συλλογικό απωθημένο μιας κοινωνίας βρίσκει πάντα διέξοδο μετά τη δύση, φιλτραρισμένο σε κρυφές τελετουργίες που υμνούν την ελευθερία της ψυχής όταν ο Θεός… κοιμάται. Κάτω από τον έναστρο ουρανό του Παρισιού, έναν αιώνα και κάτι πριν από τις μέρες μας, ξυπνά ένα άλλο πρόσωπο της πόλης και σχηματίζονται ποτάμια συνωμοτών με κοινό σημείο συνάντησης: την ιστορική, αντιφατική Μονμάρτη, που ορθώνει δίπλα στις αρχαίες εκκλησίες της τους τεράστιους ναούς της σάρκας και της ηδονής.
Εκεί, πρώτο ανάμεσα σε όλα βρίσκεται το καμπαρέ «Moulin Rouge», πνιγμένο στο τεχνητό φως των εκατομμυρίων μικρών λαμπτήρων του, δώρο του νέου ηλεκτρικού ρεύματος. Η belle époque είναι προ των πυλών, οι τεχνολογικές εξελίξεις τρέχουν και τα «παιδιά της επανάστασης» ζουν σε ένα παραισθησιογόνο σύμπαν Αλήθειας, Ομορφιάς, Ελευθερίας και Έρωτα που φιλοδοξεί να αγγίξει το άπειρο μέσω της τέχνης και της δημιουργίας.
Ο Λούρμαν φορτώνει την εικόνα μέχρι να ξεχειλίσει από χρώμα κι εναλλαγές
Σε αυτό το (σχεδόν αλαζονικό) περιβάλλον, βουτηγμένο στην πολυτέλεια και το αψέντι, κινείται ο Κρίστιαν: ένας φιλόδοξος ποιητής με γνήσιο ρομαντικό πνεύμα, που καταφθάνει από τη βικτοριανή Αγγλία στις πύλες του «Moulin Rouge». Ένας αθώος νέος που στο πρόσωπο της όμορφης πρώτης χορεύτριας Σατίν θα συνειδητοποιήσει ότι στον κόσμο αυτό μπορεί ο έρωτας να είναι φτηνός, όμως το τίμημα της ευτυχίας είναι πανάκριβο…
Όσοι αναζητούν το ρεαλισμό ή την πιστή αναπαράσταση της εποχής μπορούν από τώρα να καταφύγουν στην «οπτική» ασφάλεια του Τζον Χιούστον. Ο Λούρμαν, από το πρώτο κιόλας λεπτό της ταινίας, κάνει φανερές τις διαφορετικές του προθέσεις. «Ντύνει» το «Moulin Rouge» με το πληθωρικό στιλ ενός σόου του Λας Βέγκας, στήνει γιγάντια σκηνικά που συρρικνώνουν τους ηθοποιούς του, φορτώνει την εικόνα μέχρι να ξεχειλίσει από χρώμα κι εναλλαγές. Αντλεί συμβολισμούς κι αρχέτυπα από τους αρχαίους μύθους, εμβολιάζει το σενάριο με αναχρονιστικές ποπ αναφορές, τραγούδια και κλασικό χορό, φέρνει καταλυτικά το μιούζικαλ στις παρυφές του 21ου αιώνα.
Μια φρενήρης ακολουθία εικόνων που συντίθενται κι αποσυντίθενται σε ένα διαρκή, ξέφρενο εξπρεσιονιστικό χορό
Η γραφή του, πυρετώδης, καταιγιστική, μιμείται την εσωτερική κατάσταση των «μεθυσμένων» χαρακτήρων του, ξετυλίγοντας μια φρενήρη ακολουθία εικόνων που συντίθενται κι αποσυντίθενται σε ένα διαρκή, ξέφρενο εξπρεσιονιστικό χορό. Η αίσθηση της υπερβολής είναι διάχυτη παντού, ο χρόνος άλλοτε διαστέλλεται κι άλλοτε επιταχύνεται• κι όταν τα φώτα ανάψουν, τα μάτια πονούν και ο ανυποψίαστος θεατής βρίσκεται να παραπατά μέσα στην παραζάλη. Η επιθυμία όμως να ξαναβυθιστεί ευλαβικά στη σκιά της οθόνης, να επαναλάβει την κάθοδο στα άδυτα του ονείρου και να ξαναζήσει την εμπειρία είναι έντονη και συνάμα μαζοχιστική, όπως όλα α μεγάλα πάθη. Όπως ακριβώς κι ο έρωτας εκείνες τις μικρές απαγορευμένες ώρες της νύχτας…
Η κριτική της ταινίας δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο τεύχος 128 του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ, το Νοέμβριο του 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου