Εισόδιο θανάτου
Ο Όμηρος αρχίζει τον «χορό του θανάτου» με τα λόγια της Κίρκης και τη μαντική του Θηβαίου Τειρεσία
Εισόδιο των ποιήσεων του Αλέξανδρου Μηλιά* είναι η Κίρκη: η Κίρκη του Ομήρου και η άλλη του Pound, η οποία θυμάται την ομηρική, αντιφωνώντας ως επίκληση θανάτου, όταν ο θάνατος δεν είναι παρά η συναστρία του παρελθοντικού, του παροντικού και του μέλλοντα χρόνου. Έχω την εντύπωση ότι η Κλαγγή των όπλων του Μηλιά μόνον έτσι μπορεί να διαβαστεί: εκκινώντας από την ομηρική Κίρκη και καταλήγοντας, με ένα ποιητικό άλμα, στον Τουργκένιεφ, τον οποίο ο Pound εξισώνει, όχι ανεξήγητα, αλλά με την αυθαιρεσία που μόνο η ποίηση μπορεί να οικειοποιείται, με τον μάντη Τειρεσία: Μοναχά ο θάνατος, έλεγε ο Τουργκένιεφ (Τειρεσίας)/ είναι ανεπανόρθωτος/ αγλαός αλάου πόρη Περσεφόνεια [Pisan Cantos, μτφρ. Αντώνης Ζέρβας]
Ο Όμηρος αρχίζει τον «χορό του θανάτου» με τα λόγια της Κίρκης και τη μαντική του Θηβαίου Τειρεσία: Όμως κι ένα άλλο πρώτα εσείς θα κάμετε ταξίδι·/ στης Περσεφόνης της σκληρής και στου Άδη τα λημέρια/ θα πάτε τα μελλούμενα ν’ ακούσετε απ’ τον Θηβαίο/ τον Τειρεσία, τον τυφλό μάντη που ο νους του ακόμα/ κρατιέται, τι κι αν πέθανε, τη γνώση η Περσεφόνη/ του φύλαξε, και δεν γυρνάει σαν ίσκιος με τους άλλους. [Οδ.κ. 490-495, μτφρ. Εφταλιώτη - Ποριώτη]
Ο Pound συνεχίζει τα ομηρικά λόγια της Κίρκης, ταυτόχρονα όμως ταυτίζοντας τον Θηβαίο μάντη με τις σπαρακτικές ιστορήσεις του μηδενιστή Μπαζάροφ στο «Πατέρες και γιοι» του Τουργκένιεφ, αυτή τη φορά, ωστόσο, με μια ποιητική ορμή που του την υπαγορεύει η ανεπανόρθωτη πληγή του θανάτου στο όνομα του πατρός.
Έτσι, η Κίρκη επανέρχεται τώρα ως εισόδιο των ποιήσεων του Μηλιά «φορτωμένη» με τον Όμηρο και τον Pound ως ανοικτή πληγή του θανάτου του πατέρα: Μαρμαρωμένος, με βγαλμένα της γης σπλάχνα. Μάτια γαληνεμένα και ανήσυχα. Πατέρα και γιου./ Γραφή νεκροπομπή, άνευ προηγουμένου αιματοχυσία. Άχνα δεν βγαίνει. Γυναικείο στήθος, λάβα.
Τα λόγια της Κίρκης είναι ο υποβολέας της ποιητικής του Μηλιά που στρέφεται διαρκώς γύρω από αυτόν τον θάνατο πατέρα και γιου, διότι αλλιώς ο θάνατος θα ήταν μια απλή γεγονικότητα, ένα απλό τέλος, μια κανονικότητα ζωής, και διόλου μια ποιητική εξανάσταση, μια άρνηση της γεγονικότητας μέσα στην ψυχή, μια ακύρωση της κανονικότητας ζωής και θανάτου: Η Κίρκη μου είπε να το κάνω, καθόμασταν/ πρώτη φορά όλοι μαζί, γύρω απ’ το τραπέζι/ […] όλα ίδια κι όλα κάποτε θα τελειώσουν/ με τη δύναμη της φθοράς, στην επανάληψη/ του γερασμένου χορού της ζωής./[…] Η Κίρκη μου είπε να το κάνω, αγαπημένοι,/ όσο μπορεί να συμβεί σ’ αυτή τη ζωή, καθόμασταν/ γύρω απ’ το τραπέζι...
Εδώ, η ποιητική σκηνή του θανάτου είναι ένας άλλος θάνατος μέσα στον οποίο ο θάνατος δεν έχει εξουσία. Η εξουσία ανήκει στη γεγονικότητα (factum brutum) του θανάτου και όχι στην άλλη σκηνή την ποιητική, στην οποία οι λέξεις προσέρχονται με μαγική δύναμη, υπακούοντας στην εσωτερική τους συνάφεια, χωρίς να στηρίζονται στην αντιστοιχία τους με τον πραγματικό θάνατο, αλλά αντίθετα καθυποτάσσουν το πραγματικό ζωής και θανάτου στην επιθυμία να είναι ο θάνατος δωρεά και προσδοκία δωρεάς που δεν αφήνει τον νεκρό πατέρα να τριγυρνά σαν ίσκιος μαζί με άλλους ίσκιους, αλλά ανεβάζει στο φως την περιπλάνηση μέσα στους τόπους του θανάτου πατέρα και γιου: Κίρκη, να αισθανθώ τη χάρη των γλυπτών φιδιών/ στη λεία επιφάνεια των χεριών σου,/ έσφιξα το σώμα σου, έφυγες σαν ίσκιος,/ ακόμα κι αν στη λάσπη εγκλωβιστώ, ακόμα κι αν/ η ζωή τα λευκά οστά παγώσει,/ θα με ανεβάζεις στο φως.
Αυτή η άνοδος στο φως υποβάλλει στις ποιήσεις του Μηλιά την πολυγλωσσία τους. Διότι πολλαπλώς λέγεται και πολλαπλώς σημαίνεται ο θάνατος, έτσι ώστε η πάλη των ποιητικών ενορμήσεων μέσα στην τοπογραφία του θανάτου στο όνομα του πατρός να συμπλέκει τις φωνές, να θολώνει τη μνήμη, να την διαχέει σε οτιδήποτε συνειδητά ή ασυνείδητα προσέρχεται για να συνδράμει το ποιητικό συμβάν, να το μεταθέσει ως σύμπτωμα ψυχικής ανατάραξης, ως σύμπτωμα απώλειας του ήδη απωλεσθέντος: οι λέξεις στα λασπόνερα, Κίρκη,/ θα με αγαπάς;/ Ναι, μου είπε, θα το κάνω.
Μέσα στα λασπόνερα των λέξεων, που υποβολέας τους είναι η Κίρκη, η άλλη όψη του συντελεσμένου θανάτου στο όνομα του πατρός φανερώνεται ορμητικά με το ίδιο πάθος: ένας Ιανός που ορθώνεται στα ενδιάμεσα της συμπλοκής των φωνών πίσω από τις οποίες καραδοκεί το φάντασμα της λήθης ως (ανα)λήθειας του θανάτου και ταυτόχρονα της μόνης αλήθειας που η ποίηση μπορεί να ομολογήσει. Η Μητέρα του θανάτου, μόνιμο μοτίβο της δραματικής (ανα)λήθειας, την οποία η σύγχυση των λέξεων και η πολυσήμαντη παρουσία τους εγκαθιδρύει ως δύναμη μορφοποιητική, ως αδιέξοδη επίκληση της ποιητικής περιπλάνησης στην τοπογραφία του θανάτου: Μητέρα, είσαι αληθινή; Το πλήθος/ των αναχωρητών της ζωής, οι συμμορίες του Άδη,/ η σπείρα των φαντασμάτων ήπιαν τη σκέψη μου -/ […] Το μαύρο μου αίμα δεν μπορούσε,/ το μαύρο μου αίμα δεν γινόταν να σας αγκαλιάσει.
Οσάκις η ποίηση επιχειρεί να συλλαβίσει τον θάνατο, οι συλλαβές της δανείζονται τον θάνατο χωρίς να τον εξοφλούν. Ωστόσο, σε οποιαδήποτε περίπτωση, οι έξοχοι στίχοι του Edmond Jabès παραμένουν ο μόνιμος οδοδείκτης της ανάγνωσης ποιήσεων όπως αυτές του Αλέξανδρου Μηλιά: Σκιά χωρίς σκιά,/ φώτα χωρίς φως! :/ ίχνη στο ανάγλυφο της λήθης/ το μυστήριο της διάβασης, εδώ. [Το βιβλίο των ανατροπών, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης]
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας
Στέφανος Ροζάνης - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet
_______________Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Αλέξανδρος Μηλιάς
Ειδικεύτηκε στην Παιδοψυχιατρική. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Ό,τι φέρει η βροχή” (Έψιλον, 2010) και “Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων” (Εκδόσεις Πατάκη, 2014).
Ό,τι φέρει η βροχή (2010), Έψιλον
Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων (2014), Εκδόσεις Πατάκη
Κλαγγή των όπλων (2023), Εκδόσεις Πατάκη
Συλλογικά έργα
Κ. Π. Καβάφης. Κλασικός και μοντέρνος, ελληνικός και παγκόσμιος (2013), poema
_________________________________
– Αλέξανδρος Μηλιάς_
ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ :Κλαγγή των όπλων
ΚΛΑΓΓΗ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ
Φτάνει να με αγαπάς, είπε. Πέθανα. Όλες οι πομπές χαιρέτισαν το πέρασμά μου.
Όταν αγγίζεις το στήθος τους, με λάβα η καρδιά τους θα χτυπά. Δεν θα βγάζουν άχνα.
Θυμήσου τα μάτια μου, μαρμαρωμένος το άνοιγμα πώς κοίταγες, τα βγαλμένα της γης σπλάχνα.
Με δέχθηκαν· όπως παραμέριζαν κάτω απ’ τα πέλματά σου οι κόκκοι της άμμου
στον παράδεισο του καλοκαιριού. Θυμάσαι τη λύπη του μεσημεριού, όταν μονάχα τα τζιτζίκια
μιλούσαν, κι ήμασταν αφημένοι στον ύπνο, και τα χνότα μας μύριζαν καρπούζι;
Αλήθεια είναι, ξεχασμένη χρόνια η φωνή σου, τίποτα πια δεν ζει.
Οι ρίζες έφτασαν στη θάλασσα, η σκέψη έγινε του αφρού σκιά, τ’ αρμυρίκια
με λυγισμένα τα κλαδιά τους στα νερά, κι η σκέπη τ’ ουρανού θολώνει και με κατεβάζει
από τον θρόνο της μνήμης. Επειδή το ζήτησα εγώ. Αυτή είναι η δύναμή μου, το πιστεύεις;
Κάποτε μ’ ένιωθες – πάψε ν’ αμφισβητείς, ν’ απογοητεύεις, να παιδεύεις
τους λίγους που σε κατανοούν. Σε αγαπώ. Ναι. Η ποίηση μόνο δάκρυα θα συνάζει.
Κατεβαίνοντας κέντρο Αθήνας, οι δυο μας, οδηγούσα, λέω: Πρόσεχε όταν πεθάνω. Γαμώτο.
Και μας πλευρίζει το σαράβαλο, βρίζοντας σκαιά. Χτυπώ το χέρι στο ντουλάπι, για ένα πιστόλι.
Θυμάσαι; Χάθηκαν. Το μήνυμα όμως παραμένει: Στο διάολο όλοι,
κανείς, κανείς τους δεν μας απειλεί. Τι δεν καταλαβαίνεις; Θα εγκαταλείπεις την κάθε μέρα στης Πρέβεζας τον κρότο;
Αν είναι πες το. Ποιος σου τα έμαθε όλα αυτά; Έπρεπε επί δεκαπέντε συναπτά
έτη να χύνεις το αίμα σου, όλοι οι αχρείοι, τα σκουπίδια, στου πλήθους την ορμή να σε θυσιάζουν;
Οι εγκέφαλοι της αφυδάτωσης, να περιπαίζουν, να θριαμβολογούν, ν’ αδειάζουν
τη θάλασσα κι ύστερα να πετροβολούν; Επτά επτά;
Σαρανταεννιά. Και ένα; Έχω πεθάνει. Οι νότες είμαι στο μυαλό σου. Έπαιζε τότε: Dave Brubeck Quartet,
Take Five. Κι η μελωδία που με κύκλωνε νεκρό θα έδινε λυγμού χροιά στου κάθε έρωτα, μετά, την τρικυμία.
Σε κάθε αρρώστια· φυσητό γυαλί, χρυσό πνευστό, το βάθος κάθε δύσκολης αναπνοής σαν συμφωνία
θανάτου σε τραβάει. Ξέρεις τι λέω; Άσε. Θάψε στην άμμο, ξέχνα τα όλα: Τα βιβλία. Τυφλοί εστέτ
–δεν βλέπεις;– έστησαν παγίδα μεγαλύτερη απ’ το ανάστημά σου. Άντε χάσου,
θα έλεγα, με δίπλα ένα χαμόγελο γυναίκας να ξεπλένει από τα στήθη την οργή.
Όμως τελείωσαν αυτά. Διότι κόπηκε το νήμα. Διότι ακούγεται η κλαγγή
των όπλων. Σαν ξιφολόγχη ας λάμψει λάμα λέξεων– κάποτε θα μοιράζει φρούτα καλοκαιρινά για τα παιδιά σου.
Ξαναρωτώ: Επτά επτά; Σαρανταεννιά. Και ένα; Έχω πεθάνει. Ναι, έχω πεθάνει.
Από τον θρόνο της μνήμης κατεβαίνω. Επειδή το ζήτησα εγώ. Αισθάνθηκες τη λύπη του μεσημεριού;
Συγκίνηση μες στη ζωή, όχι γράφοντας. Μ’ ακούς; Μόνο τα τζιτζίκια. Του νερού
είναι όλα. Ποτάμι που κυλάει και χάνεται η φωνή μου– Φτάνει, φτάνει!
Να με αγαπάς. Εμένα κι οτιδήποτε έχει πεθάνει. Βγάλε με όμως ασπροπρόσωπο. Χρησιμοποίησε ό,τι θες: Στουπέτσι.
Μηδένισέ τους. Τελείωσαν οι αβρότητες. Σαν λευκή κόλλα μαθητή
είναι καλύτερα να τσαλακώνεσαι; Ας πρόσεχαν. Μια φορά, έκανες το καθήκον σου. Ειρκτή
ισόβια θα εκτίεις; Φεύγω. Αν σε ρωτήσουν γιατί ήρθα, ν’ απαντήσεις: Έτσι.
Μαρμαρωμένος, με βγαλμένα της γης σπλάχνα. Μάτια γαληνεμένα και ανήσυχα. Πατέρα και γιου.
Γραφή νεκροπομπή, άνευ προηγουμένου αιματοχυσία. Άχνα δεν βγαίνει. Γυναικείο στήθος, λάβα.
Έλαβα το μήνυμα. Οι νότες είσαι που με κύκλωσαν. Νεκρό. Θα κολυμπήσεις μόνος, σε κατάλαβα.
Όμως, τέλος οι αβρότητες. Ας το γνωρίζουν. Κι ας θυμηθούν: Ένας ένας θα σβήνουν σε λευκό του μολύβδου.
ΠΥΡΕΤΟΣ
Και φώναζες κλοτσώντας
«με τα σκουλήκια θα ζω;» κι έφυγες άρρωστος,
μια στάση στο πρώτο περίπτερο, γιαούρτια,
ναι, αντιβίωση, λεφτά, στις τσίχλες ανάμεσα
(χωρούσαν κάποτε ηδονή καλή, περιπτερά) «σοβά,
απ’ τους τέσσερις τοίχους θα τρώω;», τα χείλη της
φιλούν στο μυαλό, ασβέστης, πνίγει τη ζωή,
πυρετός, καίγεσαι, «ύπνος
μπλέκει τον θάνατο με τον έρωτα»,
χέρια πλεχτά, νεκρός με ιδρώτα,
θαύμα, ναι, ανελέητα, σπίτι, πυροβολεί
την καρδιά του, μια φορά, επιστρέφει, κι άλλη μια
τελευταία, κόκκινος σαν πορφύρα, ρωτά:
«τι θ’ απογίνεις στα αίματα;»,
στάλες βραχιόλια φωτιά τα φιλιά της
στο στόμα, πυρετός, δεν ξυπνάς,
ανεβαίνει στο σώμα λευκή του έρωτα
φράση που πνίγει την καρδιά «τι θ’ απογίνεις
στα αίματα;», κλοτσάς τον αέρα «με τα
σκουλήκια θα ζω;», το μυαλό κάτω
στο πρώτο σκαλί, τη σκιά της
πυροβολείς, σαν λεπίδα
κόκκινη στην καρδιά στάλες φωτιά
οι στροφές της, πυροβολείς
την καρδιά του, εσύ, δεν ξυπνάς,
την καρδιά σου, εσύ–
τίποτα ακόμα δεν έχεις δει.
Ποίηση, Εκδόσεις Πατάκη, 2023, 64 σελ.
________________________________
ΣΥΛΛΟΓΗ:Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων – Αλέξανδρος Μηλιάς
Έως ότου όλα να σβήσουν
Διότι πάλι δεν θα ‘μαι
στις λεύκες το άφθαρτο ασήμι,
χυμένη γύρη στο λεπτό δάκρυ της μέρας.
Δεν θα ‘μαι του δειλινού η αγκαλιά,
η αυλή στο ξέπλυμα της σκόνης,
τα χέρια μου που ξύπναγαν τις ρίζες να χορεύουν.
Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
φτάσει το γέλιο ως την νύχτα της μητέρας
και στο σκοτάδι η ανάσα μου επιστρέψει
άγγιγμα των χεριών της.
Διότι πάλι δεν θα ‘μαι λάμψη χάδι των νερών,
ρήγμα στο σώμα κι απροσδόκητη φωνή,
ο ήχος, η απόκρισή του.
Δεν θα ‘μαι η αόρατη σκέπη του ύπνου
στα μαύρα πέταλα το βράδυ, η τρυφερή ματιά
κισσός στα χέρια, στον λαιμό
της πιο λευκής ημέρας.
Να μεγαλώνει πρέπει η χαρά των άλλων,
να μεγαλώνει η χαρά μου ωσότου
ανοίξω χώρο μες στην νύχτα και για μένα
κι ο ίσκιος που στο φως τώρα με βρέχει
γίνει παιχνίδι σε καμένο μεσημέρι.
Ευθύνη Υποσειράς: Χάρης Βλαβιανός
Ποίηση, Εκδόσεις Πατάκη, 2014, 59 σελ.
____________________________
ΣΥΛΛΟΓΗ: Ό,τι φέρει η βροχή – Αλέξανδρος Μηλιάς
ΣΚΙΕΣ
Μού ’φυγε ο στίχος κι είμαι πάλι δίχως άλλον
φίλο που να βαθαίνει τις σχισμές της λύπης,
θρύμματα, φύλλα κάτω, χάδι που εκλείπεις
ξανά. Δεν έχω το κεφάλι πού να βάλω.
Στα εισαγωγικά προστατευμένη η ρήση
κείνου που λείπει κι όμως πια δεν τον θυμάμαι
στρέφω εκεί την προσοχή, ακούω και νά ’μαι
δίχως γραφτό, ψυχή, να κλαίω· και το μεθύσι
που δεν με σέβεται αρκετά να με τουμπάρει
προσφέρει κατακόκκινη μια ωραία γλώσσα,
ό,τι ζητώ, μια στάλα σάλιου· αραιώσαν
τα χρώματα, οι φωνές, οι μαύροι ιαγουάροι
της σκέψης μου. Σκεβροί, σκισμένοι παλιοκλώνοι,
κρέμονται οι λέξεις σαν παιδιά κι έχω παγώσει:
«Μην την αφήνεις. Δεν το θέλεις. Ας σε νιώσει
Όπως το δάκρυ ένα τέλος φαρμακώνει».
Ποίηση, Έψιλον, 2010, 44 σελ.
Πηγές: Biblionet, Εκδόσεις Πατάκη, Έψιλον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου