Πέμπτη, Μαρτίου 02, 2023

Άγγελος Χανιώτης: «Από όλες τις άστοχες επιλογές του Υπουργείου Πολιτισμού κατά την τελευταία τετραετία εκείνη με τις δυνάμει πιο καταστροφικές και μακροχρόνιες συνέπειες είναι η μετατροπή των πέντε σηµαντικότερων µουσείων από οργανικές µονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου»

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEigzEsy_fk0hmmNm7AF-eqEnG6s9liN0ewteHzZndXLQXJ_nuDL8RqA20j344KRvow4GdnoFAtT2nMud47EuJI1Rtq3u28a3etPvjMas0l_Ua8_Dix_7um2sHBOr43U3otNi9DqccioVNRE8PqyQiPp3PHG5cDMCFU444e4fAHRkagD5-HcwyX_mjuaeQ/w640/Angelos_Chaniotis.jpg

Άγγελος Χανιώτης: Κάποιoς πρέπει να τους μιλήσει για τον πολιτισμό



Ο Άγγελος Χανιώτης, Καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον, γράφει στο NEWS 24/7 με αφορμή τη μετατροπή των πέντε σηµαντικότερων µουσείων της Ελλάδας από οργανικές µονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

Από όλες τις άστοχες επιλογές του Υπουργείου Πολιτισμού κατά την τελευταία τετραετία εκείνη με τις δυνάμει πιο καταστροφικές και μακροχρόνιες συνέπειες είναι η μετατροπή των πέντε σηµαντικότερων µουσείων – Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισµού και Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου – από οργανικές µονάδες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με το νομοσχέδιο που κατέθεσε προς ψήφιση η κυβέρνηση. Υποτίθεται ότι τα μουσεία θα απελευθερωθούν από τη γραφειοκρατία, θα εξασφαλίσουν δωρεές και χορηγίες και θα έχουν αυτονομία. Τα επιχειρήματα που έχουν παραθέσει οι υποστηρικτές του νομοσχεδίου δεν αντέχουν στην κριτική. Για την απαλλαγή από τη γραφειοκρατία αναγκαία είναι η νηφάλια εξέταση των αναγκών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και η καλύτερη οργάνωσή της ως ερευνητικού φορέα και όχι η αποκοπή πέντε μουσείων από τον κορμό της. Οι παραλληλισμοί με μεγάλα μουσεία του εξωτερικού, που είναι ετερόκλητες συλλογές έργων τέχνης με προέλευση από άλλες χώρες, είναι επιπόλαιοι. Τα ελληνικά μουσεία είναι μουσεία πολιτισμού που διαφυλάσσουν την πολιτιστική κληρονομιά του ελλαδικού χώρου από την προϊστορία ως το τέλος του Βυζαντίου.

Το νομοσχέδιο συντάχθηκε χωρίς τεκμηριωμένη μελέτη βιωσιμότητας. Όσοι ονειρεύονται αύξηση εσόδων δεν κατανοούν τις προϋποθέσεις για επιτυχημένο κυνήγι χορηγιών και κληροδοτημάτων που, μαζί με έσοδα από εισιτήρια και πωλητήρια, επιτρέπουν τη βιωσιμότητα ενός μουσείου. Με άγνοια κινδύνου το Υπουργείο ρίχνει πέντε μουσεία στον αμείλικτο ανταγωνισμό εκατοντάδων πολιτιστικών ιδρυμάτων για δωρεές. Οι αμοιβές όσων κάνουν επαγγελματικό κυνήγι χορηγιών (fundraising) κυμαίνονται από εκατό ως πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια τον χρόνο. Το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, με υψηλό εισιτήριο, μεγάλη επισκεψιμότητα και πρόσβαση στους πλουσιότερους χορηγούς στον κόσμο, είχε το 2021 έλλειμμα 150 εκατ. δολαρίων και αποφάσισε να πουλήσει 219 αντικείμενα από τις συλλογές του. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Ένωση των Διευθυντών Μουσείων Τέχνης στην Αμερική αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική που απαγόρευε την πώληση έργων τέχνης για να καλύψουν τις δαπάνες τους (βλ. άρθρο στους New York Times της 30.9.22). Αυτή είναι η πραγματικότητα και όχι οι φαντασιώσεις του Υπουργείου.

Με δεδομένη την οικονομική αστάθεια των πέντε μουσείων, οι συνέπειες και για τα άλλα δημόσια μουσεία θα είναι βαρύτατες. Επειδή τα πέντε μουσεία θα είναι αδύνατο να καλύψουν τις ανάγκες τους από τα έσοδά τους, θα επιδοτούνται από το Υπουργείο. Έτσι θα μειώνονται οι διαθέσιμοι πόροι για τα υπόλοιπα δημόσια μουσεία, ιδίως τα τοπικά μουσεία.

Ανάμεσα στις πολλές αδυναμίες του νομοσχεδίου που έχουν επισημάνει οι ειδικοί και οι αρμόδιοι φορείς, περιορίζομαι στην πιο επικίνδυνη κατά τη γνώμη μου διάταξη, εκείνη που αφορά τη διοίκηση των μουσείων. Το νομοσχέδιο προβλέπει στο άρθρο 8 ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου επιλέγονται «μεταξύ προσωπικοτήτων με συμβολή στον αντίστοιχο επαγγελματικό ή κοινωνικό χώρο αυτών», τρία μέλη επιλέγονται «μεταξύ προσωπικοτήτων αναγνωρισμένου κύρους στον χώρο των Τεχνών, των Γραμμάτων και των Επιστημών» και μόνο δύο είναι υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού (αρχαιολόγοι, μηχανικοί, υπάλληλοι με οικονομικές ή διοικητικές αρμοδιότητες). Δηλαδή θεωρητικά οινοπαραγωγοί, σεφ, σχεδιαστές μόδας, αρθρογράφοι, τραγουδιστές, μητροπολίτες κλπ. με συμβολή στον δικό τους επαγγελματικό ή κοινωνικό χώρο θεωρούνται αρμόδιοι να διοικήσουν τους κατ᾿ εξοχήν θεματοφύλακες του ελληνικού πολιτισμού. Εννοείται βέβαια ότι με αυτή τη διάταξη η κυβέρνηση δεν έχει κατά νου τον επιτυχημένο σκηνοθέτη, αστροφυσικό ή επιδημιολόγο, αλλά τον επιτυχημένο επιχειρηματία, εφοπλιστή, βιομήχανο, μεγαλέμπορο και τραπεζίτη. Σε μια χώρα που οι διορισμοί γίνονται βάσει γνωριμιών και δοσοληψιών, όταν δεν προβλέπονται σαφέστατα κριτήρια αξιολόγησης, τέτοιες αοριστολογίες οδηγούν σε επικίνδυνες αυθαιρεσίες στον ευαίσθητο τομέα της πολιτιστικής πολιτικής.

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ιδεοληψίες καθόριζαν τι μπορεί να καταστραφεί, επειδή ανήκει στους χρόνους «της Ελληνικής παρακμής», ώστε να αναδειχθεί κάποιο μνημείο που ανήκει στους «καλούς χρόνους» (για να χρησιμοποιήσω εκφράσεις του Κυριακού Πιττάκη, πρώτου εφόρου αρχαιοτήτων το 1836-1863). Σήμερα, ιδιώτες χορηγοί και κοινωφελή ιδρύματα επηρεάζουν την πολιτιστική πολιτική και την έρευνα με τις επιλογές τους με τη χρηματοδότηση εκθέσεων, τη θέσπιση βραβείων και την υποστήριξη συνεδρίων και προγραμμάτων με βάση συγκεκριμένα οράματα, ιδέες ή ιδεοληψίες. Έτσι δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας το ενδεχόμενο να θεωρήσει κάποιος από τους επιτυχημένους ιδιώτες στους οποίους θα παραδοθεί η διοίκηση των μουσείων ότι λόγου χάριν η μετακλασική εποχή και οι «ρωμαϊκούρες» δεν αποτελούν άξια μνήμης και προβολής κομμάτια της ελληνικής ιστορίας.

Πρόσφατο δείγμα της επιρροής ιδιωτών στην πολιτιστική πολιτική είναι η συμφωνία που υπέγραψε την 21η Ιουλίου 2022 το Υπουργείο Πολιτισμού με το ιδιωτικό Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού που ίδρυσε ο συλλέκτης Λ. Στερν, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το ιδιωτικό Μουσείο Γουλανδρή, και η οποία εγκρίθηκε από τη βουλή με την κυβερνητική πλειοψηφία. Η συμφωνία για την ανταλλαγή αρχαιοτήτων για περιοδική έκθεση ως το 2048 αναφέρει (παρ. 6δ) ότι οι αρχαιότητες που θα αποστέλλονται από τα ελληνικά μουσεία θα επιλέγονται από κοινού από το Υπουργείο και το Κυκλαδικό Μουσείο, «θα έχουν αντίστοιχη αξία και σημαντικότητα με τις αρχαιότητες που αποστέλλονται για έκθεση στο Κυκλαδικό Μουσείο σύμφωνα με την παρ. 6γ, θα εγκρίνονται από το Κυκλαδικό Μουσείο και το ΜΕΤ και θα αποστέλλονται στο ΜΕΤ». Δηλαδή δύο ιδιωτικά μουσεία, των οποίων οι συλλογές δεν έχουν προκύψει από συστηματικές ανασκαφές, θα εγκρίνουν με απροσδιόριστα κριτήρια την «αξία» και «σημαντικότητα» αρχαιοτήτων. Αποκαλυπτικότερο για το πώς αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό το Ινστιτούτο Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού και το Μητροπολιτικό Μουσείο είναι το αγγλικό κείμενο της συμφωνίας για την έκθεση ορισμένων αρχαιοτήτων της συλλογής από το 2034 ως το 2048 στην Ελλάδα. Το κείμενο, που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο που ψήφισε η κυβέρνηση (σελ. 60-69, Exhibit B), αναφέρει ότι τα ελληνικά μουσεία θα αποστέλλουν «ίσο αριθμό έργων Κυκλαδικής τέχνης από την Ελλάδα ίσης σημαντικότητας και ομορφιάς με τα έργα της συλλογής» («an equal number of pieces of Cycladic art from Greece of equal significance and beauty as the works of the Collection»). Όταν η ομορφιά και η αξία αναγορεύονται σε κριτήρια επιλογής, ποιον ενδιαφέρει το ταπεινό πήλινο κύπελλο που θα βγει προσεκτικά από το χώμα και θα αναλυθεί με τις σύγχρονες χημικές μεθόδους για να αποκαλύψει αν χρησιμοποιήθηκε για κρασί, γάλα ή κριθαρόσουπα; Η λίθινη λεπίδα, με ίχνη χρήσης που φανερώνουν αν χρησιμοποιήθηκε για να κοπεί δέρμα ζώου ή να λαξευτεί ξύλο, δεν είναι έργο «Κυκλαδικής τέχνης», είναι όμως μάρτυρας των δραστηριοτήτων μιας κοινωνίας. Τα δεσμά των «δεσμωτών του Φαλήρου» δεν είναι αντικείμενα ομορφιάς, είναι όμως τεκμήρια ιστορίας.

Η διάταξη για τη διοίκηση των πέντε μουσείων τα παραδίδει σε προσωπικότητες που μπορεί να έχουν «συμβολή στον αντίστοιχο επαγγελματικό ή κοινωνικό χώρο αυτών», αλλά θα είναι άσχετες με την αρχαιολογία, τη μελέτη των υλικών καταλοίπων της αρχαιότητας, τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και τη μουσειολογία. Σε όποιον ψηφίσει το νομοσχέδιο κωφεύοντας στην εμπεριστατωμένη κριτική των αρμόδιων φορέων αξίζει ο στίχος του Σοφοκλή: «τυφλός τά τ᾿ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ᾿ ὄμματα εἶ».

Ο Άγγελος Χανιώτης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών στο Πρίνστον. Έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Νέας Υόρκης, Οξφόρδης και Βορειανατολικής Κίνας και στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Για τις έρευνές του στην κοινωνία και τον πολιτισμό της ελληνικής αρχαιότητας έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, μεταξύ άλλων με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα.

Πηγή: Αγγ. Χανιώτης, News247

Δεν υπάρχουν σχόλια: