Η Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού και η Μαρία Τοπάλη διαβάζουν βιβλία για παιδιά και τα συζητούν μεταξύ τους — γραπτά. Κάθε Τρίτη!
ΣΗΜΕΡΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΕΙΡΑ ΤΟ ΕΚΛΑΪΚΕΥΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ 1821:
1821: ερωτήσεις μόνο!
Μαρία Αγγελίδου — Ειρήνη Βοκοτοπούλου
Εικονογράφηση: Φοίβος Χαλκιόπουλος
Ίκαρος, 2021
Η Μαρία στη Νίκη:
Ακόμα δεν μπορώ να το χωνέψω πώς μου ξέφυγε το βιβλίο αυτό πριν δυο χρόνια που διάβασα ένα σωρό βιβλία γύρω από την Ελληνική Επανάσταση, εξαιτίας της μεγάλης επετείου. Είναι καλοφτιαγμένο, εντελώς πρωτότυπο, ευρηματικό, κυρίως όμως έχει αυτό που ταιριάζει και στις δυο μας: είναι βιβλίο διαλογικό. Καθόλου τυχαίο που το έφτιαξαν δυο γυναίκες. Δεν αφηγείται γραμμικά, αλλά πραγματεύεται συγκεκριμένα θέματα. Αυτά, πάλι, τα συζητά με τρόπο ασυνήθιστο. Ήδη οι λεξικογραφικού τύπου ερμηνείες που παραθέτει κάτω από τον τίτλο κάθε κεφαλαίου, σε βάζουν σε σκέψη: στο κεφάλαιο «πατρίδα» κάτω από τη λέξη «πατρίδα» παραθέτει με τη σειρά γη ǀ έθνος ǀ κράτος ǀ τόπος ǀ σημείο στηρίξεως. Ήδη ενθουσιάζομαι και προβληματίζομαι. Αναστοχασμός από τον τίτλο κιόλας, με εμπιστοσύνη στη γλώσσα. Έπειτα, δίνει αυτό που αποκαλεί «λίγη ιστορία», στο πρώτο τμήμα κάθε κεφαλαίου. Και να το δεύτερο εύρημα: στο περιθώριο του κειμένου διατυπώνονται ερωτήσεις, με γραμματοσειρά που παραπέμπει σε χειρόγραφη σημείωση. Οι ερωτήσεις αυτές είναι σαν να γεννιούνται διαβάζοντας. Και δεν απαντιούνται ρητά. Μένουν εκεί στο πλάι για να συζητηθούν, κάποια στιγμή, όλες ή μερικές. Μένεις με την ψευδαίσθηση ότι το διάβασε ήδη κάποιος πριν από σένα και σου άφησε τις αμφιβολίες και τις σκέψεις του παρακαταθήκη. Σε κάθε κεφάλαιο, μετά τη «λίγη ιστορία» ακολουθεί η «μια ιστορία». Όλα αυτά τα «μια ιστορία» είναι θησαυροί. Πότε διαβάζουμε για το ντύσιμο του Μαυροκορδάτου (και ταυτόχρονα μαθαίνουμε πως έκανε μάθημα ελληνικών στη Μαίρη Σέλλεϋ «που γράφει την ιστορία του Φρανκεστάιν»). Πότε για την ξύλινη ταμπακιέρα από δάφνη που ο Ρήγας έβαλε να σκαλίσουν και έστειλε στον Ναπολέοντα, με εκείνο το τρομερό σημείωμα που πρόδιδε την ακλόνητη πίστη στη δύναμη του λόγου που χαρακτηρίζει τους ποιητές. Βούρκωσα με το περιεχόμενο του σημειώματος, με όλο το εγχείρημα. Θα έλεγα ότι ολόκληρο το βιβλίο μεταδίδει ασυνήθιστη εμπιστοσύνη στη δύναμη των λέξεων. Σε κάνει να θυμάσαι τις λέξεις, κάθε στιγμή, σαν να αποτελείται η ιστορία και από τις λέξεις των ανθρώπων. Και στο εκάστοτε τρίτο μέρος -γιατί κάθε κεφάλαιο είναι αρθρωμένο σε ένα τριπλό σχήμα- δίνει πια τον λόγο στους ανθρώπους, απευθείας. Διαβάζουμε πηγές, όχι μονάχα ελληνικές ή φιλελληνικές μα και οθωμανικές, άλλη μια ασυνήθιστη επιλογή που μας εκπλήσσει ευχάριστα. Δεν ξέρω πώς θα το δουν τα παιδιά, αλλά μου φαίνεται πως για τις δασκάλες και τους δασκάλους θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης και στήριγμα στη δουλειά τους για πολύ καιρό. Είναι βιβλίο μπροστά από την (ελληνική) εποχή του. Επ’ αυτού είσαι εσύ αρμόδια να κρίνεις.Καθώς πάντως είναι ένα βιβλίο φτιαγμένο για να ξεφυλλίζεται και για να μπορείς να διαβάσεις όπου κι αν πέσει το μάτι σου, θα είναι νομίζω και από τα παιδιά καλοδεχούμενο. Θα βρούνε μέσα και τον Κοραή και την Ψωροκώσταινα, και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Αλή Πασά, θα παρατηρήσουν τους «ξένους» να «μας» παρατηρούν, θα δουν τους ονειροπόλους, τους σκληρούς, τους μαχητικούς, τους δολοπλόκους. Κυρίως θα νιώσουν ότι το κείμενο τους μιλά διατηρώντας πάντα την αμφιβολία ζωντανή, χωρίς να αρνείται το ρίγος και τη συγκίνηση. Ε, αυτό και μόνον είναι σπάνιο κατόρθωμα. Κι η εικονογράφηση χαμηλών τόνων, κομικίστικη, όχι πρόχειρη, και το στήσιμο πολύ καλά οργανωμένο. Για πες, για πες.
Η Νίκη στη Μαρία:
Δεν έχω πολλά να προσθέσω, συμφωνώ σε όλα. Πράγματι φαίνεται πως σου άρεσε πολύ και έγραψες τα περισσότερα, στάθηκες στα σημεία που θα ήθελα κι εγώ να επισημάνω. Μου κάνει κι εμένα εντύπωση που δεν το είχες ανακαλύψει τότε μέσα στο πλήθος των βιβλίων που βγήκαν για τα 200 χρόνια – ίσως επειδή είναι βιβλίο χαμηλών τόνων, ήπιο, ενδιαφέρον και επιστημονικό, περίμενε υπομονετικά γνωρίζοντας πως η αξία του δεν θα εξαντληθεί στους εορτασμούς.
Η δομή του είναι υπέροχη, το στήσιμο, το περιεχόμενο, η ματιά. Οι σχεδόν χειρόγραφες ερωτήσεις, τα μεγάλα περιθώρια, τα όχι-χρώματα της εικονογράφησης υποβάλλουν εκείνον τον ψύχραιμο και δημιουργικό τρόπο ανάγνωσης που θα ήθελα να έχουν τα σχολικά βιβλία ιστορίας. Ως δασκάλα είμαι πολύ χαρούμενη που υπάρχει αυτό το βιβλίο και νιώθω μεγάλη ασφάλεια που θα μπορέσω να το συμβουλευτώ όποτε χρειαστεί να διδάξω την επανάσταση, να μιλήσω για αυτή ή να ετοιμάσω μια γιορτή χωρίς τσολιάδες, σουλιώτισσες και παραδοσιακούς χορούς. Και έχω αγαπημένες ερωτήσεις όπως το «είναι δουλειά η επανάσταση;» ή το «ποιοι είναι οι κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού παρελθόντος;» – ερωτήματα δύσκολα πλάι στα πιο παιδικά «κάνουν τέτοια πράγματα οι επαναστάσεις;» και «λέει ποτέ ψέματα η επανάσταση;». Νομίζω πως τα παιδιά ανάλογα την ηλικία τους θα απορροφηθούν από αυτά τα ερωτήματα και την αντι-ηρωική ειλικρίνεια, θα βουτήξουν έτσι στον διάλογο. Αν και το βιβλίο μάλλον απευθύνεται πιο πολύ στους μεγάλους: αρθρώνει έναν λόγο εκπαιδευτικό και μας διδάσκει τον τρόπο προσέγγισης, μας αναλύει τις απαντήσεις που διστάζουμε να δώσουμε και συστήνει τη μεθοδολογία του διαλόγου. Η ιστορία –οι ιστορίες– είναι διάλογος.
Στέκομαι τέλος εδώ. Υπάρχουν τελικά χώρες και πατρίδες από λέξεις; Πατρίδες-ιστορίες; Τι μπορούμε να φτιάξουμε από τις λέξεις και τις αφηγήσεις; Επιστρέφουμε στην πατρίδα-παιδικά μας χρόνια; Κι αυτή πάνω από όλες δεν είναι φτιαγμένη από τις λέξεις και τις αναμνήσεις; Η πατρίδα και η επανάστασή της γεννιούνται μέσα στην παιδική μας ηλικία, μεγαλώνουν μαζί με εμάς, εδραιώνονται στο σχολείο, στην αμήχανη απαγγελία του ποιήματος, το κούνημα της προχειροχρωματισμένης σημαιούλας. Και μετά όταν φεύγουμε από αυτό το πλαίσιο συνήθως αποφεύγουμε τους εορτασμούς και τις συνδηλώσεις τους, γίνονται ένα αδιάφορο ή ενοχλητικό φολκλόρ κάπου στο βάθος. Μια πατρίδα-παιδική ηλικία που δεν επισκεπτόμαστε από αμηχανία. Χάρηκα που το βιβλίο αυτό μας δίνει τις λέξεις για να την επαναδιαπραγματευτούμε.
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου