Τα σκυλιά του πολέμου
Ολοκληρώνοντας τη δουλειά, ο Πι κι ο Φι πήραν τη χαρτοσακούλα με τα χρήματα, φορτώθηκαν τις τσάντες με τα σιδερικά και την έκαναν το γρηγορότερο δυνατό. Δεν συνάντησαν ψυχή, ενώ ο άδειος ουρανός έδειχνε συνεργάσιμος παρά εχθρικός. Μόνο το φωτάκι ενός αεροπλάνου διακρινόταν στην άκρη του θόλου, σαν να τους έκανε σινιάλο, κινούμενο αργά, χαιρετίζοντας απρόθυμα την έκβαση των πράξεών τους. Είχαν αφήσει τον κάμπο και έτρεχαν στον αυτοκινητόδρομο, όταν ο Πι ζήτησε απ’ τον Φι να μετρήσει τα χαρτονομίσματα. Εκείνος το έκανε απρόθυμα, ώσπου ο Πι τον ρώτησε: «όταν τον βουτήξαμε στην ποτίστρα…, μετά…, τον τράβηξες έξω από το νερό ή ακόμη ’κει μέσα είναι;»
***
Το φορτηγάκι σταμάτησε στον χωματόδρομο, κοντά στη μοτοσικλέτα, στο καταφύγιο των δέντρων που έφραζαν την είσοδο του καπνισμένου ερείπιου. Παραδίπλα έχασκε το πηγάδι με τη χειροκίνητη αντλία κι οι πέτρινες γούρνες όπου ξεδιψούσαν τα ζώα της περιοχής, όσα είχαν απομείνει – άλογα, γαϊδούρια, κοπάδια αιγοπροβάτων. Το μέρος ήταν περασιά, μια όαση στον χερσότοπο. Σε τούτο το σημείο του κάμπου, οι αραιές μετακινήσεις ανθρώπων και ζώων δεν γίνονταν παρά την αυγή, προτού φανεί ο ήλιος, ή το μεσημεράκι, όταν κόρωνε το λιοπύρι και τα ζωντανά είχαν ανάγκη σκιάς και νερού.
Οι πόρτες του φορτηγού άνοιξαν αθόρυβα και δυο τύποι, τριαντάρηδες, πήδησαν στο χώμα. Το στερνό φως σύρθηκε στα χωράφια σαν ζώο που ξεψυχά, αφήνοντας πίσω του μια γκριζογάλανη άχνη. Ήθελε κάνα τέταρτο προτού αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. «Μηχανή BMW, τις έλεγαν και σκυλιά του πολέμου, 450 κιλά, με πλαϊνό καλάθι», ψιθύρισε ο Πι. «Της Βέρμαχτ, την παράτησαν οι γερμαναράδες που τό ’σκαγαν σαν λαγοί. Τώρα μοιάζει με ψόφια γελάδα». «Και το καμένο σπίτι;» «Αρχηγείο του στρατού και της μυστικής αστυνομίας, για τούτο και τού ’βαλαν φωτιά. Για να εξαφανίσουν τις ατιμίες τους». «Τι ατιμίες;» «Ανθρώπους έγδερναν, όχι κουνέλια. Δεν το ’χεις ακουστά;»
Κι ύστερα κρύφτηκαν στα χαλάσματα, περιμένοντας τη νύχτα. Όμως ο Φι δεν κατάφερνε να κρύψει την ανησυχία του. «Σίγουρα θά ’ρθει;» «Ας κάνει κι αλλιώς. Τώρα που μπήκε στον χορό, θα χορέψει».
Το αρχοντόσπιτο, που το παράτησαν κάρβουνο πίσω τους οι βάρβαροι, δεν ήταν το μοναδικό γκρεμίδι της περιοχής. Σε απόσταση χιλιομέτρου, κατέρρεε λεηλατημένο το εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος των Αφών Καρχούτη. Ο πρωτότοκος Νικόλαος ήταν ακραιφνής οπαδός του Αδόλφου Χίτλερ και αρχηγός μιας ομάδας τριάντα ατόμων, υμνητών του ναζισμού, τα μέλη της οποίας άρχισαν να ανταμώνονται μετά την απελευθέρωση. Ευθύνονταν για επιθέσεις σε σπίτια κομουνιστών και σε καταυλισμούς τσιγγάνων, ενώ στη διάρκεια της κατοχής, μερικοί εξ αυτών υπήρξαν ένθερμοι συνεργάτες. Το εργοστάσιο, γνωστό ως Οινοπνευματοποιείο των δωσιλόγων, αρχικά παρήγαγε –από σταφίδες, σύκα και ρετσίνι– οινόπνευμα, νέφτι και ρετσινόλαδο, κι αργότερα μπράντι και κρασί. Οι Γερμανοί προμηθεύονταν μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών, αλλά και πρώτες ύλες για τις μεθόδους βασανισμού στην Γκεστάπο. Από τους Καρχούτηδες απέμενε ο Λεωνίδας, συγγενής των Νικολάου και Ευσταθίου, ένας μικρόνους μπουλούκος, ευυπόληπτος σε χώρους ακραίων εθνικιστών λόγω οικογενειακού ονόματος, καμαρωτός μπροστάρης σε λαμπαδηφορίες και διακεκριμένος μπαμπούλας μεταναστών. Δεν έδερνε ανθρώπους, αλλά γάβγιζε εξαιρετικά και μετέτρεπε σε γης Μαδιάμ ολόκληρα νοικοκυριά, χάρη στα άρβυλά του. Στο σπίτι, με μοναδικό μάρτυρα το καναρίνι της μάνας του, φορούσε τη στολή της Βέρμαχτ, καμάρωνε στον καθρέφτη, και σουλάτσαρε με βηματισμό χήνας και ναζιστικούς χαιρετισμούς όπως το είχε δει σε παλαιά επίκαιρα. Μάζευε στολές και διακριτικά του κόμματος, σακάκια, πηλήκια, φουφούλες, μπότες, ζώνες, κουμπιά, περιβραχιόνια με τη σβάστικα, ρούχα και εξαρτήματα με το σήμα του αετού, όλα λάφυρα από δημοπρασίες ή όσα διέσωσαν κάποιοι αμετανόητοι φασίστες της περιοχής. Η BMW του Γ’ Ράιχ, που σάπιζε παρατημένη στα χαλάσματα, ήταν η ερωμένη του. Δεν μπορούσε να μετακινήσει τη σκύλα για να την έχει σπίτι, ολοδικιά του, άρα τη συναντούσε στα σκοτάδια. Την πασπάτευε και την χαϊδολογούσε, όπως θα το έκανε με ένα γυναικείο κορμί πέραν τούτου του κόσμου. Για αποφόρτιση, κλειδωνόταν στο δωμάτιό του παρέα με τα φιλαράκια του: ένα Walther Magnum 357, ένα Glock 9mm, ένα τουφέκι εφόδου StG44 για μακρινές βολές, μια βαλλίστρα με διόπτρα, και πλήθος στιλέτα διαφορετικών δυνατοτήτων το καθένα. Η συνάντηση κορυφής έκλεινε με τον όρκο των ναζί, μπροστά στη φωτογραφία του Φίρερ, ή με την πρόβα μιας αγόρευσης. Όλοι εμείς εδώ κάτω, στους πρόποδες του φλεγόμενου μυθικού Ολύμπου μας, δηλώνουμε πίστη στον Φίρερ μας, και ομολογούμε…
Λένε ότι το σιτάρι προκόβει με τη θέληση του Θεού και με το φιλότιμο του ανθρώπου, και ότι δίχως αυτά τα δύο, τίποτα δεν ευδοκιμεί, με κανένα σπρώξιμο, ούτε με λιακάδα ούτε με βροχή, ούτε με ευχές ούτε με κατάρες – το μόνο που επικρατεί είναι το άραχλο σκοτάδι.
Ο Πι κι ο Φι ήταν περιφερόμενοι απατεώνες, ακαμάτες αλλά εκ φύσεως ραδιούργοι. Πίστευαν στο η εκδίκηση είναι δική μου, δεν αρνούνταν τα γεύματα με τον διάβολο αρκεί τα φαγητά να ήταν ευκολοχώνευτα, πετούσαν τη σκούφια τους για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με ρεμάλια και κοπρίτες, το αίμα τους έβραζε για τζερτζελέδες, ενώ ήξεραν καλά πότε έπρεπε να διακόψουν το ματς, ευέλικτοι κι ευδιάλυτοι σαν σκιές το σούρουπο, έτσι που οι εκπρόσωποι της τάξης δυσκολεύονταν να τους στριμώξουν. Τον Πι, τον είχαν πετάξει κλωτσηδόν από τον στρατό, όπου ο πατέρας του τον προόριζε για μονιμά, λόγω απροθυμίας, απείθειας και ζαμανφουτισμού. Ο Φι την είχε κοπανήσει από τη στρωμένη δουλειά της οικογενειακής βιοτεχνίας υλικών περίφραξης, με τον ισχυρισμό ότι ο οργανισμός του δεν σήκωνε το γαλβανιζέ κοτετσόσυρμα που του προξενούσε αλλεργία. Ήταν κι οι δύο σκασιάρχες, «φυγόδικοι», πράγμα φανερό στον τρόπο που σκέφτονταν, που κινούνταν, που κοιμούνταν ή διηγούνταν τους εφιάλτες τους. Όταν ξετρύπωσαν ότι ο Λεωνίδας Καρχούτης ήταν ψωνισμένος με τα ναζιστικά, βλάκας κι από πάνω, βρήκαν στο πι και φι τρόπο να τον ξεζουμίσουν. Του υποσχέθηκαν ένα τσουβάλι πυροβόλα και εξαρτήματα, αυθεντικά της Βέρμαχτ, κελεπούρια από παζάρια και μαύρες αγορές, κομμάτια σε αρίστη κατάσταση και απίστευτες τιμές, απολύτως αξιόμαχα έτσι κι έβγαιναν απ’ τα μπαούλα για τον ύπατο σκοπό: να εξαλειφθούν οι μαυρομούρηδες, οι ασιατικές σκατόφατσες, οι μουσουλμάνοι και γύφτοι, οι ανώμαλοι και βαρεμένοι, κάθε κατακάθι προϊόντων εξολίσθησης, λέπι να μη μείνει από δαύτους. Τρεις τσάντες με Stg 44 και αυτόματες Μπερέτες, κράνη, φακούς, αορτήρες, λαβές, βάσεις πιστολιών, δίποδες και τρίποδες, χειροπέδες και κλειδιά, θήκες περιστρόφων, χειρολαβές, κοντάκια, γεμιστήρες, συνδετήρες, χειροφυλακτήρες, άρβυλα, στολές παραλλαγής, φόρμες και τζάκετ. Όλα σε τιμές ευκαιρίας, από αποθήκες πολεμικού υλικού. «Εμπιστεύσου μας και δεν θα το μετανιώσεις». Το ραντεβού κλείστηκε μέσω κινητών· εκεί ακριβώς όπου ραχάτευε η BMW, η λύκαινα των SS. Τα λεφτά έπρεπε να παραδοθούν σε χαρτοσακούλα του μανάβη, σαν ατσαλάκωτα μαρουλόφυλλα.
***
Οι τσάντες περιείχαν τρία χαλασμένα δραπανοκατσάβιδα, άδειες μπαταρίες, κουζινομάχαιρα, σάπιες αεροαντλίες, σκουριασμένες τανάλιες, λάμες, λίμες, πρέσες, πριτσιναδόρους, συρματόβουρτσες, σφυριά και καλώδια, σχισμένα λάστιχα, μερικά τυλιγμένα σε χαρτόνι οντουλέ ή σε αεροπλάστ, κάποια άλλα σε τσουβάλια και σε μουσαμάδες, προϊόντα λείας που ο Πι κι ο Φι είχαν βουτήξει από εργοτάξια και σκουπιδότοπους. Μάλλον κάτι μυρίστηκε ο παχουλός, που τελικά δεν ήταν εντελώς κρετίνος, κι αρνιόταν να τους δώσει τα λεφτά. Η γίδα πάει γυρεύοντας στην γκλίτσα του τσοπάνη.
«Σε ρωτάω», επέμεινε ο Πι, «στο τέλος, τον τράβηξες έξω απ’ την ποτίστρα ή ακόμη ’κει μέσα είναι;» Ο Φι σταμάτησε να μετρά τα χαρτονομίσματα, προσπάθησε να θυμηθεί, κι επειδή ήταν δύσκολο, πιέστηκε να βρει μια απάντηση. «Σιγά μην είναι στο νερό. Θα τινάχτηκε πάνω να πάρει αέρα». «Ήταν όμως ενενήντα κιλά, αν δεν κατάφερε να πιαστεί απ’ τη γούρνα και να σηκωθεί, τώρα θά ’χει ρουφήξει το μισό πηγάδι». Ο Φι έκανε άλλη μια προσπάθεια να σκεφτεί. Τον είχε χτυπήσει στον σβέρκο μ’ ένα καδρόνι, στη συνέχεια του είχε μπήξει το κεφάλι στη γούρνα, κοπανώντας το στην πέτρα, δεν θυμόταν όμως αν τον είχε τραβήξει έξω από το νερό προτού το βάλουν στα πόδια. Πιέστηκε να επαναφέρει στη μνήμη του τις εικόνες, όσο γινόταν πιο παραστατικά, να υπολογίσει την τροχιά των κινήσεών του χιλιοστό χιλιοστό. Του είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι τα αχαμνά του τόφαλου ήταν εντελώς άτριχα, σαν περασμένα με γυαλόχαρτο και στη συνέχεια με άχρωμο βερνίκι, δίχως να μπορεί να το αιτιολογήσει. Το παντελόνι του θύματος είχε γλιστρήσει μέχρι τους γλουτούς, ενώ το σώβρακο άφηνε ακάλυπτα τα οπίσθια. Πράγματι, του είχε περάσει μια σκέψη σαν αστραπή. Τι έπνιγε ακριβώς; Ένα ξεπαγιασμένο, σπανό, γλοιώδες, σαλιάρικο, γλιστερό και γυαλιστερό αμφίβιο ή κάτι άλλο; Δεν μπορούσε όμως να απαντήσει με σιγουριά, αν το κήτος ανάσαινε. Ο Φι τίναξε άγρια το κεφάλι όπως τα άλογα που οσμίζονται την απειλή. «Είδε τον ουρανό σφοντύλι και γρύλλιζε σαν γουρούνι που το πάνε για σφάξιμο. Τώρα θά ’χει βγει και στεγνώνει πλάι στη σκύλα του. Θα το φυσά και δεν θα κρυώνει».
Ο Πι δάγκωσε το τσιγάρο που κρεμόταν στα χείλη του και επικεντρώθηκε συννεφιασμένος στην οδήγηση. Θύμιζε κουρασμένο καουμπόη που ξέμεινε, κι από φαρί, κι από σέλα, κι από σπιρούνια.
* Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά είναι ο «Κόκκινος σταυρός» (εκδόσεις Πόλις, 2018).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου