Στην κομμένη στα δυο σελίδα τετραδίου που κρατούσε στο δεξί του χέρι ο 90χρνος Αστέριος Μάντης, τρεις λέξεις ήταν όλες κι όλες γραμμένες με παχύ μαύρο μαρκαδόρο: Αλμπέρτος, 1944, Αύγουστος

Μνημείο Ολοκαυτώματος: "Αναζητώ τον εβραίο σύντροφό μου, Αλμπέρτο"


Στην κομμένη στα δυο σελίδα τετραδίου που κρατούσε στο δεξί του χέρι, τρεις λέξεις ήταν όλες κι όλες γραμμένες με παχύ μαύρο μαρκαδόρο: Αλμπέρτος, 1944, Αύγουστος. Ο ηλικιωμένος κύριος με το χαρτί ανά χείρας, που καθόταν σε μια καρέκλα στο πλάι του Μνημείου Ολοκαυτώματος, στην πλατεία Ελευθερίας, καθ' όλη τη διάρκεια της χθεσινής τελετής για την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος, έψαχνε με το βλέμμα του στον χώρο κάποιον να τον βοηθήσει να βρει τον Εβραίο σύντροφό του στον ΕΛΑΣ, από τον οποίο θυμόταν μόνο το μικρό του όνομα, τον μήνα και τη χρονολογία που συναντήθηκαν και συνυπήρξαν στα βουνά. Ένα βλέμμα που μαρτυρούσε την ίδια αγωνία που είχε και η ερώτησή του σε όλους όσοι στέκονταν δίπλα του: «μήπως ξέρετε κάποιον να με βοηθήσει να βρω τον Αλμπέρτο;».

Ο Αλμπέρτος, όπως εξηγούσε ο 90χρονος Αστέριος Μάντης, ήταν ένας από τους συντρόφους του στον ΕΛΑΣ, που παρά το γεγονός πως πέρασαν λίγο καιρό μαζί και μετά χώρισαν, δεν τον ξέχασε ποτέ. «Τρώγαμε από το ίδιο κουτάλι. Πώς είναι δυνατόν να τον ξεχάσω; Θα ήθελα να τον ξαναδώ έστω μια τελευταία φορά πριν κλείσω τα μάτια μου», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 90χρονος, με τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή. «Τα χρόνια έχουν περάσει και δεν ξέρω καν αν ζει. Βλέπετε, εγώ είμαι ήδη 90 κι αυτός ήταν 2-3 χρόνια μεγαλύτερός μου. Εγώ ήμουν δεν ήμουν 15-16 τότε…», εξήγησε ο 90χρονος, με καταγωγή από ένα χωριό κοντά στη Νιγρίτα Σερρών, που ζει όμως τα τελευταία πενήντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

Μη γνωρίζοντας πώς αλλιώς να τον ψάξει, αποφάσισε να δώσει το «παρών» στη χθεσινή τελετή μνήμης. «Σκέφτηκα πως εδώ ίσως και να βρω κάποια άκρη», εξηγούσε στους ανθρώπους που έδειξαν ενδιαφέρον για την ιστορία του και παρά το γεγονός ότι το «Αλμπέρτος» είναι πολύ συνηθισμένο ως όνομα στους κόλπους της Κοινότητας, υποσχέθηκαν να τον βοηθήσουν.

«Έχουμε ξαναπάει στο παρελθόν σε αυτή την εκδήλωση μνήμης και ακούσαμε στο ραδιόφωνο πως θα γινόταν και φέτος. Σήμερα το πρωί, λοιπόν, ξύπνησε και είπε: "θα πάω να δω αν μπορώ να βρω κάποιον να με βοηθήσει να μάθω για τον Αλμπέρτο"», εξηγούσε λίγες ώρες μετά την εκδήλωση, τηλεφωνικά, η επί έξι δεκαετίες σύζυγός του Παναγιώτα, αφού ο ίδιος είχε αφήσει το κινητό του σπίτι κι είχε πάει να δει ...απερίσπαστος τον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Ολυμπιακό.

«Μιλάει συνέχεια για όσα πέρασαν όλοι όσοι ήταν στο βουνό, πάνω στα Κερδύλια όρη, αλλά και μετά στις εξορίες, και θυμάται τα παλιά καλύτερα απ' αυτά που συμβαίνουν, τώρα, στην καθημερινότητά του», λέει η κυρία Παναγιώτα, η οποία «γνώρισε» τον Αλμπέρτο μέσα από τις αφηγήσεις του συζύγου της για τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Ο κύριος Αστέριος έφυγε από τη χθεσινή τελετή συγκινημένος, με την ελπίδα βαθιά στην ψυχή του ότι μπορεί και να βρει τον αγαπημένο του φίλο. «Αν και δεν ξέρω αν ζει, γιατί ήδη τα χρόνια που κουβαλάμε είναι πολλά, εγώ δεν θα σταματήσω να τον ψάχνω μήπως και καταφέρω να τον ανταμώσω πριν φύγω απ' αυτόν τον κόσμο», έλεγε καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Άρθρα

Στην κομμένη στα δυο σελίδα τετραδίου που κρατούσε στο δεξί του χέρι, τρεις λέξεις ήταν όλες κι όλες γραμμένες με παχύ μαύρο μαρκαδόρο: Αλμπέρτος, 1944, Αύγουστος. Ο ηλικιωμένος κύριος με το χαρτί ανά χείρας, που καθόταν σε μια καρέκλα στο πλάι του Μνημείου Ολοκαυτώματος, στην πλατεία Ελευθερίας, καθ' όλη τη διάρκεια της χθεσινής τελετής για την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος, έψαχνε με το βλέμμα του στον χώρο κάποιον να τον βοηθήσει να βρει τον εβραίο σύντροφό του στον ΕΛΑΣ, από τον οποίο θυμόταν μόνο το μικρό του όνομα, τον μήνα και τη χρονολογία που συναντήθηκαν και συνυπήρξαν στα βουνά. Ένα βλέμμα που μαρτυρούσε την ίδια αγωνία που είχε και η ερώτησή του σε όλους όσοι στέκονταν δίπλα του: «μήπως ξέρετε κάποιον να με βοηθήσει να βρω τον Αλμπέρτο;».

Ο Αλμπέρτος, όπως εξηγούσε ο 90χρονος Αστέριος Μάντης, ήταν ένας από τους συντρόφους του στον ΕΛΑΣ, που παρά το γεγονός πως πέρασαν λίγο καιρό μαζί και μετά χώρισαν, δεν τον ξέχασε ποτέ. «Τρώγαμε από το ίδιο κουτάλι. Πώς είναι δυνατόν να τον ξεχάσω; Θα ήθελα να τον ξαναδώ έστω μια τελευταία φορά πριν κλείσω τα μάτια μου», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 90χρονος, με τρεμάμενη από τη συγκίνηση φωνή. «Τα χρόνια έχουν περάσει και δεν ξέρω καν αν ζει. Βλέπετε, εγώ είμαι ήδη 90 κι αυτός ήταν 2-3 χρόνια μεγαλύτερός μου. Εγώ ήμουν δεν ήμουν 15-16 τότε…», εξήγησε ο 90χρονος, με καταγωγή από ένα χωριό κοντά στη Νιγρίτα Σερρών, που ζει όμως τα τελευταία πενήντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη.

Μη γνωρίζοντας πώς αλλιώς να τον ψάξει, αποφάσισε να δώσει το «παρών» στη χθεσινή τελετή μνήμης. «Σκέφτηκα πως εδώ ίσως και να βρω κάποια άκρη», εξηγούσε στους ανθρώπους που έδειξαν ενδιαφέρον για την ιστορία του και παρά το γεγονός ότι το «Αλμπέρτος» είναι πολύ συνηθισμένο ως όνομα στους κόλπους της Κοινότητας, υποσχέθηκαν να τον βοηθήσουν.

«Έχουμε ξαναπάει στο παρελθόν σε αυτή την εκδήλωση μνήμης και ακούσαμε στο ραδιόφωνο πως θα γινόταν και φέτος. Σήμερα το πρωί, λοιπόν, ξύπνησε και είπε: "θα πάω να δω αν μπορώ να βρω κάποιον να με βοηθήσει να μάθω για τον Αλμπέρτο"», εξηγούσε λίγες ώρες μετά την εκδήλωση, τηλεφωνικά, η επί έξι δεκαετίες σύζυγός του Παναγιώτα, αφού ο ίδιος είχε αφήσει το κινητό του σπίτι κι είχε πάει να δει ...απερίσπαστος τον αγώνα του ΠΑΟΚ με τον Ολυμπιακό.

«Μιλάει συνέχεια για όσα πέρασαν όλοι όσοι ήταν στο βουνό, πάνω στα Κερδύλια όρη, αλλά και μετά στις εξορίες, και θυμάται τα παλιά καλύτερα απ' αυτά που συμβαίνουν, τώρα, στην καθημερινότητά του», λέει η κυρία Παναγιώτα, η οποία «γνώρισε» τον Αλμπέρτο μέσα από τις αφηγήσεις του συζύγου της για τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Ο κύριος Αστέριος έφυγε από τη χθεσινή τελετή συγκινημένος, με την ελπίδα βαθιά στην ψυχή του ότι μπορεί και να βρει τον αγαπημένο του φίλο. «Αν και δεν ξέρω αν ζει, γιατί ήδη τα χρόνια που κουβαλάμε είναι πολλά, εγώ δεν θα σταματήσω να τον ψάχνω μήπως και καταφέρω να τον ανταμώσω πριν φύγω απ' αυτόν τον κόσμο», έλεγε καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

ΑΠΕ-ΜΠΕ