Λ. Γκλυκ, Γ.Μπρόντσκι, Οκτ. Πας, και Ντ.Γουόλκοτ
γράφει ο Χρήστος Τσιάμης*
Κουαρτέτο Νόμπελ σε κλίμακα μινόρε
Στην αρχή
Εξωτερικά ήταν άκρως αυστηρή. Αυτή η φήμη είχε εδραιωθεί. Και ήταν νωρίς στην πορεία της. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Κι έτσι μου έκανε μεγάλη έκπληξη όταν ο εκδοτικός της οίκος, όπου είχα απευθυνθεί για να έρθω σε επαφή μαζί της, μου απάντησε πως η ποιήτρια θα ήθελε να μου μιλήσει, και μου έδωσαν τη διεύθυνση της και το τηλέφωνο της. Έμενε, τότε, στην αραιοκατοικημένη, αγροτική πολιτεία Βερμόντ, στις βόρειες ΗΠΑ, και από το όνομα τού δρόμου στη διεύθυνση του σπιτιού της, Creamery Road, είχα σχηματίσει στο μυαλό μου μια εικόνα με λιβάδια γεμάτα αγελάδες τριγύρω και, εδώ και εκεί, γαλακτοκομικές επιχειρήσεις στεγασμένες σε γραφικές ξύλινες κατασκευές. Είχε μετακομίσει εκεί με τον άντρα της, πριν κάμποσα χρόνια, αυτή η Νεοϋρκέζα από το Λόνγκ Άϊλαντ.
Όταν απάντησε στο τηλέφωνο η φωνή της ήταν παγερή. Έκανα εγώ την αρχή εξηγώντας της ποιος είμαι και πώς προέκυψε το ενδιαφέρον μου για την ποίηση της. Και η φωνή από την άλλη γραμμή άρχισε να ζεσταίνει όταν η ποιήτρια έκανε μια αναδρομή και ανακάλεσε τη ζεστασιά που της έφερνε στην παιδική της ψυχή η ελληνική μυθολογία. Και αργότερα, είπε, όταν άρχισε να καταπιάνεται με την ποίηση, πάλι μια ελληνική φωνή την είχε κερδίσει. Ήταν η ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη. Και όπως είχε αλλάξει ο τόνος της φωνής της γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ήταν πολύ χαρούμενη που η δική της ποίηση, τώρα, θα μεταφερόταν στη γλώσσα αυτού του αγαπημένου της ποιητή. Κι εκεί που είχα χαλαρώσει στη συζήτηση, αυτή το ξαναγύρισε στο matter-of-fact στυλ και στα δύσκολα. Ότι θα ήθελε να ελέγξει την ποιότητα της μετάφρασης. Και μόνο τότε θα έδινε την έγκριση της για δημοσίευση. Και πώς θα γινόταν αυτό, τη ρώτησα εγώ, αφού δεν ήξερε καθόλου Ελληνικά; «Θα το σκεφτώ και θα σου γράψω αργότερα», μου είπε.
Πριν τελειώσουμε την τηλεφωνική μας συζήτηση, θεώρησα καλό να την ρωτήσω για την προφορά του επώνυμού της. Οι δυο τελείες πάνω από το φωνήεν υπήρχαν εκεί για ένα λόγο, είχα σκεφτεί, κάτι που δεν το παρατηρούσαν όλοι οι Αμερικάνοι, εξ ου και οι διάφορες προφορές που είχα ακούσει. Γκλουκ, Γκλακ, Γκλυκ. Και τώρα ο τόνος της φωνής της έγινε χαρίεις. «Σίγουρα όχι γκλακ… κλακ, κλακ, σαν τα κοτόπουλα», είπε, και άρχισε να γελάει δυνατά. Προς στιγμήν, σάστισα, γιατί στο ελληνικό μυαλό μου τα κοτόπουλα έκαναν κο κο κο… Να που έμαθα όμως και τη γλώσσα των κοτόπουλων (cluck, cluck, cluck) στα αγγλικά! Τελικά, το όνομα της προφέρεται, είπε, Γκλυκ, με κάποιους ελαφριούς απόηχους από «ου» στο φωνήεν. Και προπονήθηκα, αφού κλείσαμε το τηλέφωνο, στην προφορά, για να είμαι έτοιμος όταν θα συναντιόμαστε στη Νέα Υόρκη. Θα ερχόταν, για αναγνώσεις, σε λίγους μήνες.
Η ανάγνωση ήταν σε μια γκαλερί του Σόχο, κοντά στη Χάουστον Στρητ. Είχαν τοποθετήσει κάποιες λυόμενες κερκίδες (με την πλάτη στην είσοδο που ήταν μια πόρτα ρολό- γκαράζ), και είχαν σχεδόν γεμίσει όταν έφτασα. Έσβησαν τα φώτα, άναψε ένας προβολέας από ψηλά που φώτιζε έναν κύκλο μπροστά από τις κερκίδες, και μέσα στο φωτεινό αυτό κύκλο μπήκε η ποιήτρια. Άρχισε να διαβάζει αμέσως, χωρίς «προεόρτια». Φορούσε ένα ολόσωμο φόρεμα που κυλούσε, μέχρι τους αστραγάλους, πάνω στο λιγνό της σώμα, ένα λευκό με μια ιδέα ροζ, αν θυμάμαι καλά. Σε κάποιο της στίχο, κάμποσοι ψηλά στην κερκίδα γέλασαν δυνατά. Σταμάτησε επί τόπου! «Αν ήρθατε εδώ για γέλια», είπε, «θα απογοητευθείτε φρικτά. Να ξέρατε τι σας περιμένει σε αυτά που ακολουθούν…». Εκεί πραγματικά τα χρειάστηκα. Πώς θα τη συναντήσω, τι θα της πω, σε τέτοια διάθεση που ήταν; Διάβασε σε απόλυτη ησυχία για την επόμενη μισή ώρα περίπου, και όταν άναψαν της γκαλερί τα φώτα ήταν λίγοι εκείνοι που τόλμησαν να περάσουν μπροστά της και να ανταλλάξουν έναν χαιρετισμό. Ανάμεσα στους τελευταίους, την πλησίασα κι εγώ. «Ο Χρήστος είμαι», και της έτεινα το χέρι. Και μπροστά μου συνέβη μια μεταμόρφωση! Έλαμψαν τα μάτια της, χαλάρωσαν οι ώμοι της, και μονομιάς συνεχίσαμε την προ μηνών τηλεφωνική μας κουβέντα… Κάποιος φίλος της ποιητής, που είχε μαζί της συχνή επαφή, είχε αναφέρει, χρόνια αργότερα, πόσο αστεία, στην πραγματικότητα, ήταν η Λουίζ Γκλυκ! Τις κυκλώπειες μάχες της, φαίνεται, τις έδινε μέσα στην ποίηση.
Μόνος με τη γλώσσα του
Ήταν προτού πάρει το Νόμπελ. Ένας άγνωστος Σοβιετικός ποιητής, που τον είχε εκδιώξει η χώρα του, όπου είχε κάνει φυλακή με μια παράλογη κατηγορία, και στο πολιτικό πινγκ πονγκ εκείνης της εποχής τον είχε αγκαλιάσει αμέσως η Αμερική. Και είχε έρθει να εγκατασταθεί στην πόλη μας. Είχα πάει σε εκείνη την ποιητική βραδιά όχι για αυτόν αλλά από το μεγάλο μου ενδιαφέρον για την άλλη συμμέτοχο της εκδήλωσης, μια σχετικά νεαρή Αμερικανίδα ποιήτρια που μόλις είχα ανακαλύψει: τη Λουίζ Γκλυκ. Για αυτό μου είναι ανεξήγητο ότι στο τέλος της ανάγνωσης η μοναδική μου ερώτηση απευθύνθηκε σε αυτόν! Οι λίγοι ακροατές, που είμαστε μαζεμένοι κοντά στη σκηνή, στο πελώριο αμφιθέατρο της σχολής καλών τεχνών Πάρσονς, κάτω χαμηλά στην Πέμπτη Λεωφόρο, φαίνεται πως είχαμε δημιουργήσει την ψευδαίσθηση μιας σύναξης οικογενειακής. Και ίσως η αίσθηση αυτή με παρακίνησε να ρωτήσω τον Γιόζεφ Μπρόντσκι: «Σας δυσκολεύει τώρα που οι γλωσσικοί ήχοι της καθημερινής σας ζωής δεν είναι οι ήχοι της γλώσσας στην οποία γράφετε ποίηση;» Και εκείνος μου απάντησε κοφτά, «Όχι!», και κάτι άλλα που εγώ τα εξέλαβα ως εξής: «Μα δεν ακούω τον περίγυρο όταν κάθομαι να γράψω ποιήματα…».
Όταν έρχονταν στην πόλη φίλοι, με ευχαριστούσε ιδιαιτέρως να τους κάνω μια λογοτεχνική περιήγηση της γειτονιάς. Να, στο δρομάκι Patchin Place, στο Γκρήνουιτς Βίλλετζ, όπου έζησαν ο ποιητής ε.ε. κάμμινγκς και η πρωτοποριακή συγγραφέας Τζούνα Μπαρνς σε απέναντι σπίτια. Στο σπίτι όπου έζησε ο Ώντεν, ο Άγγλος ποιητής, στην οδό Σεντ Μαρκς. Και στην πολυκατοικία, στην Ένατη Οδό και Έκτη Λεωφόρο, όπου έζησε η Μάριαν Μουρ, πάντα μαζί με τη μητέρα της. Στο τύπου «μπράουνστοουν» σπίτι όπου έζησε για λίγα χρόνια ο Μαρκ Τουέιν. Τελευταία, σε αυτή τη μικρή λίστα περιήγησης είχα προσθέσει και το στέκι του Γιόζεφ Μπρόντσκι, τώρα πιά Νομπελίστα, στο Καφέ Ρέτζιο στην οδό ΜακΝτούγκαλ. Και ήταν τότε, όταν πήγα εκεί με δυο φίλους μου επισκέπτες στην πόλη, που είχα αρχίσει να τους λέω ότι «ο Μπρόντσκι, ο ποιητής, συνηθίζει να έρχεται εδώ, και να κάθεται μόνος του στο πρώτο τραπέζι δεξιά, όπως μπαίνεις». Και ήταν τότε ακριβώς που τον είδα, καθώς οι τρεις μας είχαμε ήδη διασχίσει το κατώφλι. Και ξεφώνισα «Και αλήθεια λέω! Νάτος εδώ!». Και η φίλη μου έκανε «σσσσ! μη μας ακούσει…». Και τότε κοίταξα κάτω στο τραπέζι του και είδα ότι έγραφε στα Ρωσικά, «μάλλον ποιήματα», υπέθεσα από μέσα μου. Και τους είπα, «Μη φοβάστε, γιατί ξέρω από καλή πηγή ότι αυτή τη στιγμή δεν μας ακούει». Και η φίλη μου αναστέναξε, «Αχ! είναι κουφός ο κακομοίρης;». Και προχωρήσαμε, και βρήκαμε στο βάθος ένα άδειο τραπέζι, και καθίσαμε, και αφήσαμε τον ποιητή στην ησυχία του.

Ο Νομπελίστας το έβαλε στα πόδια
Ήταν ακόμα η εποχή στη Νέα Υόρκη που γεγονότα σαν αυτό λάμβαναν χώρα δωρεάν προς ευχαρίστηση του κόσμου. Ήταν αρχές του Δεκέμβρη του 1993. Τέσσερις ποιητές που είχαν τιμηθεί όλοι τους με το βραβείο Νόμπελ διάβαζαν τα ποιήματα τους στον τεράστιο ναό Saint John the Divine, δίπλα στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Χιλιάδες κόσμος είχαν συνωστισθεί στην εκκλησία (χωράει λέει πάνω από οχτώ χιλιάδες) να τους ακούσουν. Ήταν ο Πολωνός Τσέσλαφ Μίλος, ο Ρώσος Γιόζεφ Μπρόντσκι, ο Ντέρεκ Γουόλκοτ από την Καραϊβική, και ο Μεξικανός Οκτάβιο Πας. Θα τους παρουσίαζε (και θα διάβαζε και αυτή την ποίηση της) η νεαρή μαύρη Αμερικανίδα ποιήτρια Ρίτα Ντοβ που μόλις πριν λίγους μήνες είχε γίνει η επίσημη ποιήτρια (poet laureate) των Ηνωμένων Πολιτειών.[.......................................................]

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου