Με την Μάρθα Πύλια στον Νίκο Εγγονόπουλο
Ο Εγγονόπουλος, με αυτό το σολωμικής αφετηρίας και αγωγής ποίημα, εστιάζει στη στιγμή της επαναστατικής εθνογένεσης
Είκοσι χρόνια πριν, το 2003, εκδίδεται το πεζογραφικό βιβλίο μου Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη[1], που επικεντρώνει στην Επανάσταση του 1821 και παρακολουθεί τις εγγενείς και συνακόλουθες ιδεολογικές αντιθέσεις μέχρι τις μέρες μας.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Μάρθα Πύλια, αφού κατά τη συγγραφή του αυτή ήταν κάτι πολύ περισσότερο από «ιστορικός σύμβουλος». Ήταν η συστηματική, προσωπική μου συνομιλήτρια, μέσα από το δικό της έργο, που αφορούσε ακριβώς τις πελοποννησιακές ελίτ της Επανάστασης.
Η δικιά μου αφετηρία ήταν κειμενική-λογοτεχνική. Δεν με έπειθε η αναγόρευση, από τον Σεφέρη, των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη σε μνημείο της νεοελληνικής γλωσσικής έκφρασης, καθώς και σε κορυφαία μαρτυρία της Επανάστασης, πάνω στα οποία ο Σεφέρης φιλοτέχνησε τον πυρήνα της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης και την ιδεολογία της∙ δεν με έπειθε ούτε η αφήγηση ούτε η ιδεολογία της.
Σε ένα από τα αφιερώματα που οργάνωνε κάθε χρόνο στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, στην επέτειο της 25ης Μαρτίου, η Μάρθα Πύλια έγραφε:
«Οφείλω να πω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη προσφυή κατασκευή της νεοελληνικής ιστορικής μνήμης. Ο Σεφέρης, στην Αίγυπτο του ’42, παρέδωσε στον νεοέλληνα, διά του Μακρυγιάννη, μια ωραιοποιημένη, κυρίαρχη μέχρι και σήμερα, εικόνα του εαυτού του: αυτοδημιούργητος, αδικημένος, φτωχός, αγράμματος και γενναίος.
Στο σχήμα της προσωπικότητας του Μακρυγιάννη, που με επιλεγμένα αποσπάσματα στοιχειοθετεί ο Σεφέρης, αλλά και σε αυτό το ίδιο το απομνημόνευμα, δεν υπάρχει χώρος για την παρουσία του διαφορετικού και του “άλλου”∙ είτε πρόκειται για αλλοεθνή, είτε για διαφορετική γνώμη.»[2]
Αντίθετα, διαβάζοντας τα Απομνημονεύματα του Φωτάκου, ο οποίος στην Επανάσταση ήταν με την πλευρά Κολοκοτρώνη, έβλεπα έναν άνθρωπο διαφωτισμένο, καθόλου εμπαθή, διαλλακτικό, έναν λόγιο που συμμετείχε ως ένοπλος, πρώτος υπασπιστής μάλιστα του στρατηγού, με μια γλώσσα που έρεε λογοτεχνικά. Τις δύο αυτές αφηγήσεις τις χωρίζει άβυσσος.
Με αφετηρία, συνάμα και όριο το σχήμα Σεφέρη και Δημαρά, το ρεύμα της κοινωνικής ιστορίας ανέδειξε, ως ηγεμονικό υποκείμενο και συνείδηση της Επανάστασης, την αστική και λόγια τάξη της διασποράς, στην οποία, αργότερα, εντάχθηκαν και οι πλοιοκτήτες του Αργοσαρωνικού. Αυτή η αφήγηση στην πεζογραφία εξέβαλλε, εκείνα τα χρόνια του «εκσυγχρονισμού» του Σημίτη, αυτούσια, στην παραλογοτεχνία του Νίκου Θέμελη, που επιχείρησε να δώσει ιστορικό βάθος στο πρόταγμα του πολιτικού του προϊσταμένου.
Απέναντι σε αυτό το σχήμα, της έξωθεν συνείδησης που ήρθε και ενέταξε τον ημιβάρβαρο ανθρωπότυπο Μακρυγιάννη, εγώ έβλεπα τους «εντόπιους», Φωτάκο και Κολοκοτρώνη, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί και αναδεχθεί πλήρως τα διακυβεύματα της Γαλλικής Επανάστασης, όπως άλλωστε προκύπτει τόσο από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου όσο και από την Διήγηση του Κολοκοτρώνη. Έτσι, είχαν πλήρη συνείδηση των στόχων και των διακυβευμάτων της καθ’ ημάς Επανάστασης, γνωρίζοντας επακριβώς τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Στην αφήγησή τους και στα πεπραγμένα τους, έβλεπα ως κορμό της Επανάστασης τις στρατιωτικές, πνευματικές και οικονομικές ελίτ του Μοριά, όπως οι Δεληγιανναίοι και τόσοι άλλοι, τα αρχεία των οποίων μελετούσε η Μάρθα. Με τα δικά της λόγια,
«Εκείνοι λοιπόν που έζησαν και τροφοδότησαν το καμίνι της Επανάστασης του ’21, δεν συνεπάρθηκαν από το άγγιγμα του Θεού ή της μοίρας, ούτε από το μυστηριώδες κάλεσμα της εθνικής αφύπνισης∙ ζούσαν την κοινωνική, πολιτική και οικονομική διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, και μέσα σ’ αυτό το χώρο πολεμούσαν να ξεφύγουν από τη διαρκή απειλή της δικής τους εξόντωσης, τότε που η Δύση οικοδομούσε μεγαλεπήβολα τη μετάβαση στη νεωτερικότητα».[3]
Έτσι λοιπόν ήρθε και «κούμπωσε» η δουλειά της Μάρθας Πύλια, και πρώτα απ’ όλα η διδακτορική της διατριβή, όπου το κέντρο βάρος μετατοπίζεται στην Πελοπόννησο και στις εκεί ελίτ, ως αφετηριακή, ηγεμονική και με πλήρη συνείδηση κινούσα δύναμη, που ξεκίνησε και εν πολλοίς έφερε εις πέρας την Επανάσταση. Τη δουλειά της Μάρθας Πύλια μπορούμε να τη δούμε, εν τοις πράγμασι, ως συμπληρωματική/ ή και ανταγωνιστική της κυρίαρχης αφήγησης, που έχει συντεθεί από τη «γενιά του ’30» και το ρεύμα της κοινωνικής ιστορίας.
Το γεγονός δε ότι ο κορυφαίος ιστορικός αυτού του ρεύματος, ο Σπύρος Ασδραχάς, ήταν ο επιβλέπων της διατριβής της Μάρθας Πύλια, θα πρέπει να χρεωθεί ως εύσημο και στον ίδιο, αφού πρόκειται για μετατόπιση της οπτικής μας για την Επανάσταση, μετατόπιση συμπληρωματική/ανταγωνιστική και προς το μέχρι τότε έργο του. Γιατί οι σημαντικές πνευματικές συνάφειες, όπως ήταν η ονομασθείσα και ως «σχολή Ασδραχά», τουλάχιστον στα «υψηλά» τους κλιμάκια, καλλιεργούν ακόμα και τους όρους της υπέρβασής τους. Ενώ οι φωνασκούσες υπερβάσεις του συρμού, της ίδιας περιόδου, απλώς βούλιαξαν στην ανυποληψία.
Αυτή η μετατόπιση της οπτικής μας για την Επανάσταση, στο δικό μου βιβλίο, που ως λογοτεχνικό δεν είχε τις δουλείες μιας ιστοριογραφικής μελέτης, ήταν απόλυτη, μετωπική θα έλεγα. Όχι μόνο απέναντι στον Μακρυγιάννη βρισκόταν ο Φωτάκος, αλλά απέναντι στον Σεφέρη βρισκόταν ο Νίκος Εγγονόπουλος και η ιστορική του αντίληψη, όπως αποτυπώνεται στο κορυφαίο ποίημά του, Μπολιβάρ. Προς επίρρωσιν των προηγουμένων, και για να προλάβω κάποιες αντιρρήσεις, να προσθέσω ότι ο Σπύρος Ασδραχάς παρουσίασε θετικότατα το εν λόγω βιβλίο μου, και μάλιστα δημοσίευσε το κείμενό του.
***
Κι έτσι φθάνουμε στο 2021, στην επέτειο των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης. Η Μάρθα δεν είναι πια ανάμεσά μας. Λείπει σε όλους μας, και βέβαια λείπει από τον δημόσιο διάλογο για το 1821, ο οποίος δεν θα ήταν ο ίδιος αν την είχαμε παρούσα. Τότε, λοιπόν, μία ακόμη απόπειρά μου προσπέλασης του Μπολιβάρ είναι επιτέλους τελέσφορη. Αναφέρομαι φυσικά στο βιβλίο μου Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό[4].
Δεν θα αναπαράγω εδώ τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του βιβλίου. Θα σημειώσω μόνο τα προφανή, όπως είναι η πολυσήμαντη ταύτιση του Σίμωνος Μπολιβάρ με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Κολοκοτρώνης είναι βέβαια ο Μπολιβάρ του ποιήματος, αλλά ταυτόχρονα ο Κολοκοτρώνης είναι και ο Σίμων Μπολιβάρ, και ο ίδιος Εγγονόπουλος, και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, και ο Ροβεσπιέρος, και ο Ανδρούτσος, και ο Αντώνιος Οικονόμου, και ο Λωτρεαμόν, και ο Λένιν, και η Πασιονάρια, και ο Βελουχιώτης, και ο Θησέας, και ο Ανδανιεύς, και ο Αννίβας, και ο Μερκούριος Μπούας, και ο Κροκόδειλος Κλαδάς, και όσοι άλλοι πρωταγωνιστές επαναστάσεων, εξεγέρσεων και ρήξεων εμφανίζονται στο έργο του Εγγονόπουλου, αλλά και θα εμφανίζονται στον αέναο ρου της ιστορίας. Ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, ο Κολοκοτρώνης του Εγγονόπουλου, είναι πολυταυτοτικός και πολυφωνικός, είναι ατέρμων.
Ο δε Κολοκοτρώνης μπορεί και είναι ταυτόχρονα όλοι οι προαναφερθέντες, καθώς και οι αναμενόμενοι, ακριβώς επειδή είναι ο Κολοκοτρώνης, δηλαδή ιδρυτική στιγμή, γέννημα και πρωταγωνιστής μιας Επανάστασης, γιατί πολεμούσε να ξεφύγει από τη διαρκή απειλή της δικής του εξόντωσης, όπως μας το είπε η Μάρθα Πύλια. Και ο Εγγονόπουλος μπορεί και μας δίνει ένα τέτοιο έργο, επειδή ταυτίζεται με ένα τέτοιο πρόσωπο∙ κι έτσι γίνονται και οι δύο «παρόμοια σύμβολα», όπως μας λέει το ποίημα Μπολιβάρ.
Φυσικά, η ενασχόλησή μου με τον Εγγονόπουλο και την Επανάσταση του 1821 δεν σταμάτησε. Άλλωστε, πρόκειται για μια ιδιαίτερη παραγωγική διαδικασία, τόσο λογοτεχνικά όσο και ιστορικά. Γιατί, όπως έχω εξηγήσει, ο Εγγονόπουλος δεν είναι ένας ακόμα ποιητής και ζωγράφος της «έμπνευσης». Η ποιητική του μέθοδος είναι η ιστορική-πραγματολογική. Μια μέθοδος τόσο επεξεργασμένη, που μας έχει δώσει τόσα σημαντικά έργα του, ώστε είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή θα αποτελέσει ένα ιδιαίτερο, μεγάλο κεφάλαιο στο πεδίο Λογοτεχνία και Ιστορία.
***
Πριν από λίγο καιρό, δημοσίευσα μια πρώτη ανακοίνωσή μου για ένα ανέκδοτο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, που επιγράφεται «Το Ευγενικό Μυθιστόρημα»[5]. Στο ποίημα αυτό, 188 στίχων, σε 4 μέρη, σε μια πρώτη ανάγνωση έχουμε την ερωτική ιστορία ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που τον περιμένει κλεισμένη σ’ ένα κάστρο. Ο άνδρας καταφέρνει τελικά να μπει στο κάστρο, φθάνει στο δωμάτιό της και συνευρίσκονται ερωτικά.
Ο Εγγονόπουλος, με αυτό το σολωμικής αφετηρίας και αγωγής ποίημα, εστιάζει στη στιγμή της επαναστατικής εθνογένεσης και από εκεί εξακτινώνει τον λόγο του, το ύφος του και τα νοήματά του, φτιάχνει τις αναλογίες του ανάμεσα στο παγκόσμιο και το νεοελληνικό. Ο άνδρας είναι ο Γκαριμπάλντι και η γυναίκα η Ιταλία/Ελευθερία.
Είναι γνωστή η δράση του Γκαριμπάλντι στην Λατινική Αμερική, όπου σε τρεις χώρες τιμάται ως εθνικός ήρωας, «ελευθερωτής», όπως ακριβώς ο Σίμων Μπολιβάρ, αλλά και στα πεδία των μαχών της Ευρώπης. Είναι δε κεντρικός ο ρόλος του στην ιταλική επαναστατική εθνογένεση, και, λίγο αργότερα, στην πλήρη ιταλική ενοποίηση, όπου και το σύνθημά του «Ρώμη ή θάνατος», με στόχο την κατάλυση του Παπικού κράτους.
Ρόλος και διαδρομή αντίστοιχη με του Κολοκοτρώνη, ακόμα και στα παρεπόμενά της: ο ένας αφορίστηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κι ο άλλος επικηρύχθηκε από τον Πάπα, και οι δύο φυλακίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο, γνώρισαν τον κατατρεγμό, την αυτοεξορία και, μέχρι σήμερα, την αμφισβήτηση και την αδικοκρισία, ενώ ομοίως υπήρξαν παροιμιώδεις εραστές...
Χαρακτηριστικό είναι και το ποίημα του Κωστή Παλαμά, “Γαριβάλδης”, που γράφεται το 1907, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι (χρονιά που γεννιέται ο Εγγονόπουλος...), όπου οι στίχοι:
κι αν ίσως λίγο πιο νωρίς έσπερν’ εσέναν’ ο ήλιος,
πλάι πλάι θα καβαλίκευες με τον Κολοκοτρώνη
Στο «Ευγενικό Μυθιστόρημα» του Εγγονόπουλου, και διά του Γκαριμπάλντι, υπάρχουν επίσης διακειμενικές αναφορές στον ισπανικό Εμφύλιο και στον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Το «Ευγενικό Μυθιστόρημα» όμως συνεχίζεται, σε ένα μεταγενέστερο ποίημα, που φέρει τον τίτλο “Κλελία ή μάλλον το ειδύλλιον της λιμνοθάλασσας”, με την «πλοκή» του να μας πηγαίνει στα ύστερα χρόνια του Γκαριμπάλντι, στο ερημικό νησί Καπρέρα, του συμπλέγματος Μανταλένα, πλησίον της Σαρδηνίας, που μαζί με τα υπόλοιπα νησιά φτιάχνουν μια σχεδόν κλειστή θαλάσσια περιοχή, «λιμνοθάλασσα».
Εκεί απεσύρετο κατά καιρούς, και στα τελευταία χρόνια της ζωής του οριστικά, ο Γκαριμπάλντι. Από εκεί ανακαλεί την Ρώμη και εστιάζει στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, την έδρα του αντίπαλου παπικού κράτους.
πλατεία
να σεργιανίζουν
όλος τούτος ο συρφετός των ανθρώπων με τη σκατωμένη βελάδα
−κύκλω οι ασεβείς περπατούν−
Εκεί, στην Καπρέρα, και ο τάφος του, εκεί και η προτομή του:
βλέπεις εκείνο το μνημείο
εκεί πέρα
θ’ ανοίξουμε την πόρτα
και θα μπούμε:
εκεί θε να σε πάρω αγκαλιά
κι αγκαλιασμένοι έτσι μια για πάντα
θα χαθούμε
μεσ’ στης Δευτέρας Παρουσίας
τα πολύχρωμα
γυαλιά
εδώ, η επαναστατική, μπολσεβίκικη και για τον Εγγονόπουλο προοπτική, το «δεύτερο στάδιο», όπως έλεγαν τότε τη σοσιαλιστική επανάσταση∙ είναι δε χαρακτηριστικό ότι το ποίημα “Κλελία” χωρίζεται σε δύο μέρη, που αντιστοιχούν στην πρώτη και τη δεύτερη εποχή των επαναστάσεων.
Ο Εγγονόπουλος συνεχίζει, στην ίδια θεματική, με ιδιαίτερη ένταση αμέσως μετά την Κατοχή.
[Μέρος της ανακοίνωσής μου στο συνέδριο «Ζητήματα Ιστοριογραφίας και Διδακτικής της Ιστορίας» (3-5/11/2023) του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αφιερωμένου στη μνήμη της Μάρθας Πύλια. Την επόμενη Κυριακή, ένα ακόμη μέρος της ανακοίνωσής μου: «Ο Νίκος Εγγονόπουλος για τον Άρη Βελουχιώτη»]
Μάρθα Πύλια )1959-2012)
ΤΡΕΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΘΑ ΠΥΛΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου