Γράφουν στην «Α» για τον σπουδαίο Μίκη οι Β. Βασιλικός, Γ. Νταλάρας, Ν. Μαυρουδής, Αν. Λιάκος, Μ. Ζορμπά, Λ. Λάκκα, Ν. Κιάος, Γ. Λιάνης, Δ. Μητσοτάκης
Μεσίστιες κυματίζουν εδώ και τρεις μέρες οι σημαίες, την Τρίτη θα ξεκινήσει το λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη των Αθηνών. Όλη η Ελλάδα λέει αντίο στον Μίκη Θεοδωράκη, στον συνθέτη που έβαλε στο στόμα του λαού τα λόγια των ποιητών, στον αγωνιστή, στον άνθρωπο που τρεις γενιές έμαθαν να τον αποκαλούν με το μικρό του όνομα. Με σεβασμό υποκλίνονται στο ξόδι του οι κοινοί θνητοί, οι δημιουργοί και οι πολιτικοί, ντόπιοι και ξένοι. Με βαθιά συγκίνηση τον αποχαιρετούν οι όπου γης αριστεροί.
Στον 20ό αιώνα ο Μίκης ήταν το σύμβολο της αντίστασης. Για την Ελλάδα, για την Ευρώπη, για τη Λατινική Αμερική, για την Παλαιστίνη, για την Τουρκία. Ο άνθρωπος που αντιστάθηκε στους Ναζί και στην ελληνική δικτατορία, ο παγκόσμιος καλλιτέχνης που στήριξε -και τραγούδησε για- αυτούς που αντιστάθηκαν στις δικές τους δικτατορίες.
Το τριήμερο εθνικό πένθος ξεκίνησε από τη Βουλή, όπου το Σώμα τήρησε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του μεγάλου απόντα, μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του, την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου το πρωί. Άλλωστε ο Θεοδωράκης πέρασε ένα διάστημα από την πολυτάραχη ζωή του στα έδρανα της Βουλής, εκλεγμένος με την ΕΔΑ, με το ΚΚΕ, αλλά και ως συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία. Η πολιτική διαδρομή του ήταν τουλάχιστον δαιδαλώδης - και στα στερνά έκανε για μια ακόμη φορά την έκπληξη: Με επιστολή του προς τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ ο Μίκης γνωστοποίησε ότι θέλει να αφήσει αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής.
Ο πλανήτης θα τον θυμάται για τον "Ζορμπά", για το μουσικό θέμα του "Σέρπικο". Θα τον θυμάται για την μπαλάντα του "Μαουτχάουζεν", για το "Κάντο Χενεράλ", για το πάθος του στις συναυλίες σε Ευρώπη και Αμερική. Και καθένας από μας θα τον θυμάται για εκείνο το τραγούδι που έχει σφραγίσει τη δική του οικογένεια, τη δική του νιότη.
Αντίο, Μίκη.
“Α”
______________________________
Μόνος του ένας ολόκληρος κόσμος
Ήταν γύρω στις αρχές του 1954 όταν στο νεοσύστατο κτήριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών δινόταν μια συναυλία δύο νέων συνθετών, του Αργύρη Κουνάδη και του Μάνου Χατζιδάκι, που έπαιζαν σε δύο αντικριστά πιάνα το έργο «Ελληνική Αποκριά» του άγνωστου στους θεατές συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, που ζούσε τότε στη Γαλλία. Αυτή υπήρξε η πρώτη επαφή με το όνομά του.
Αργότερα, το 1961, στην Αθήνα πια, πέντε συνολικά άτομα παρακολουθούσαμε τη θεατρική διασκευή ενός έργου του. Τότε συνέπεσε και η οριστική επιστροφή του Μίκη στην Ελλάδα. Με τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το 1963, ξεσπάθωσε. Περιόδευε με την ορχήστρα του και παντού όπου πήγαινε έβρισκε, όπως το έλεγε ο ίδιος περιπαικτικά, τη συνοδεία «οργάνων... της τάξεως». Δηλαδή τους μπασκίνες. Ο θρυλικός Μίκης πια ήταν ο πιστός «άπιστος Θωμάς» της Αριστεράς. Κομμουνιστής από τα γεννοφάσκια του, υπήρξε από μόνος του ένας ολόκληρος κόσμος.
Βασίλης Βασιλικός
Ο μουσικός λαός και ο πολιτικός λαός
Ο Θεοδωράκης δεν πειραματιζόταν στο στούντιο αλλά στα κατάμεστα γήπεδα των συναυλιών του. Ο μουσικός λαός καθοδηγούσε τον πολιτικό λαό, ακόμη και στις πιο αμφισβητούμενες πολιτικές θέσεις και χειρονομίες του Θεοδωράκη. Και αυτός ο διαχρονικός λαός είναι το έθνος, η ρωμιοσύνη, δηλαδή ελληνισμός χωρίς κρατικές συνδηλώσεις, ο λαϊκός ελληνισμός που υπερβαίνει το κράτος και τις διαμεσολαβήσεις της πολιτικής κοινότητας
Του Αντώνη Λιάκου*
Ο θάνατος γράφει την ιστορία των ανθρώπων, ανασυνθέτοντας το σύνολο της ζωής τους. Και ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη μάς φέρνει αντιμέτωπους με μια προσωπικότητα που επένδυσε με ήχο την Ιστορία της Ελλάδας και έκανε τη μουσική διαμορφωτική πολιτική δύναμη. Η διάχυτη συγκίνηση που εκφράζεται με δηλώσεις και αναρτήσεις σε επικολυρικούς τόνους, αναμενόμενη βέβαια, δεν μας βοηθάει να καταλάβουμε την προσωπικότητα και την εποχή της. Αναμφίβολα ο Θεοδωράκης ήταν ένας σπουδαίος μουσικός συνθέτης πρώτης γραμμής παγκοσμίως και διαχρονικά. Και μάλιστα ένας συνθέτης του οποίου το έργο διαπέρασε στεγανά, ακούστηκε και σε διάσημες αίθουσες συναυλιών με κορυφαίες ορχήστρες, αλλά και τραγουδήθηκε στα γήπεδα και στις πλατείες και χορεύτηκε σε παρέες και ταβέρνες. Το έργο του διαπέρασε τα μουσικά και λογοτεχνικά είδη και έφερε μαζί τη συμφωνική μουσική, την όπερα, το ορατόριο και το λαϊκό τραγούδι. Ανάλογη και η παγκόσμια διείσδυσή του. Ο Θεοδωράκης άντλησε θέματα και μοτίβα από όλο τον κόσμο και ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Μέγεθος δυσθεώρητο.
Εντούτοις υπάρχει μια αμηχανία στον τρόπο που αντιμετωπίζεται ο μουσικός Θεοδωράκης και ο πολιτικός Θεοδωράκης. Δεν πρόκειται για έναν κορυφαίο μουσικό που παίρνει μέρος στην πολιτική, όπου ρίχνει τη φήμη και το πολιτισμικό βάρος του, επομένως υποκλίνεσαι στο μουσικό του έργο και διατηρείς επιφυλάξεις για το πολιτικό, όπως πολλάκις συνέβη. Δεν υπάρχουν από τη μια οι παρτιτούρες και από την άλλη τα πολιτικά κείμενα, οι δηλώσεις, οι συμβολικές χειρονομίες. Αντίθετα, και το μουσικό και το πολιτικό αποτελούν μέρη μιας ενιαίας σύλληψης, παρά τις εποχικές διακυμάνσεις και τις αντιφάσεις. Ανάμεσα στις παρτιτούρες και στα πολιτικά κείμενα υπάρχουν τα μουσικοκριτικά κείμενα. Με βαθιά θεωρητική κατάρτιση στη μουσική, ο Θεοδωράκης στα κείμενα αυτά μας επιτρέπει να δούμε τους αρμούς συνάρθρωσης του μουσικού και του πολιτικού του πράττειν και είναι. Στις γραμμές τους βλέπεις πώς ο Θεοδωράκης ανασυνθέτει την ελληνική Ιστορία, από την αρχαιότητα ώς το μέλλον, πώς συνδέει τον ελληνικό πολιτισμό με τον ευρωπαϊκό, ποιο είναι το ενιαίο, κατά βάσιν, σχέδιό του. Εκεί, με δυο λόγια, βρίσκεται η κοσμολογία του, αλλά και η πηγή ενέργειας. Στο κατά Θεοδωράκη ευαγγέλιο, «εν αρχή ην ο Λαός, και ο Λαός ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λαός». Αλλά ο μουσικός λαός προηγείται του πολιτικού λαού. Εδώ βρίσκεται το κλειδί.
Ο μουσικός λαός είναι η κιβωτός του πολιτισμού στη διαχρονικότητά του, επομένως ο πολιτικός λαός μπορεί να υπάρχει και να θάλλει στον βαθμό που αντλεί πολιτισμικό και αξιακό ήθος από τον μουσικό λαό. Αν δεν δεις αυτή τη σχέση, δεν καταλαβαίνεις όχι μόνο τη μουσική, αλλά ούτε τις μουσικές πρωτοβουλίες του Θεοδωράκη, τον συσχετισμό των μουσικών ειδών, αλλά εν μέσω του λαού. Ο Θεοδωράκης δεν πειραματιζόταν στο στούντιο αλλά στα κατάμεστα γήπεδα των συναυλιών του. Ο μουσικός λαός καθοδηγούσε τον πολιτικό λαό, ακόμη και στις πιο αμφισβητούμενες πολιτικές θέσεις και χειρονομίες του Θεοδωράκη. Και αυτός ο διαχρονικός λαός είναι το έθνος, η ρωμιοσύνη, δηλαδή ελληνισμός χωρίς κρατικές συνδηλώσεις, ο λαϊκός ελληνισμός που υπερβαίνει το κράτος και τις διαμεσολαβήσεις της πολιτικής κοινότητας. Απόψεις ότι οι Έλληνες ακούν την ίδια μουσική από την αρχαιότητα έως σήμερα ήταν φυσικό να ενθουσιάζουν διαφορετικά ακροατήρια, όπως ενθουσίαζε τους λαϊκούς αγωνιστές η συναίσθηση της διαχρονικότητας των αγώνων που τους έδινε νόημα και συγκίνηση που μπορούσε να υπερβεί ακόμη και τον θάνατο. Άλλωστε η παρουσία των νεκρών δίπλα στους ζωντανούς είναι συνεχής και αδιάλειπτη.
Αν η έννοια του λαϊκισμού δεν είχε ευτελιστεί τόσο από την πολιτική της χρήση -στην οποία συμβάλλουν και οι αντιλαϊκιστές διανοούμενοι-, θα μπορούσαμε να δούμε στο έργο του Θεοδωράκη το αρχέτυπο του λαϊκισμού. Αυτό θα βοηθούσε να καταλάβουμε και τη δική μας ιστορία, πώς δηλαδή η ίδια καθρεφτίστηκε και εν μέρει ταυτίστηκε μέσα από την ιστορία και το έργο του Θεοδωράκη που εν τέλει τη σημάδεψε πολλές δεκαετίες. Θα βοηθούσε επίσης να υπερβούμε τη δαιμονοποίηση του λαϊκισμού. Με τη δέουσα προσοχή όμως στις αμφισημίες. Όποιος καταπιαστεί με τη βιογραφία του Θεοδωράκη, θα ’ταν καλό να έχει καταλάβει σε βάθος τη βιογραφία του Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Τέλος, και με την ευκαιρία: Είναι αισθητή η έλλειψη μιας πολιτισμικής Ιστορίας της Ελλάδας, ώστε να δούμε πρόσωπα και έργα στα συμφραζόμενά τους. Μια Ιστορία που θα εντάσσει τη δυναμική των συναισθημάτων, αντί να παραδίνεται σε μια ιστορία που θολώνει από τα συναισθήματα, όπως τα περισσότερα που διαβάζουμε τις μέρες τούτες.
* Ο Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός
Ο Μίκης της εκπολιτιστικής αποστολής
Ο Μίκης Θεοδωράκης κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα πρόσωπα που μελετούν, σχεδιάζουν, ανοίγουν και τροφοδοτούν τον διάλογο, αναλαμβάνουν το ρίσκο πολιτισμικών πολέμων, παίρνουν σημαντικές συλλογικές πρωτοβουλίες με σαφώς διατυπωμένο όραμα και στόχους για έναν πολιτισμό που αφορά τους πολλούς
Της Μυρσίνης Ζορμπά*
Καθώς αποχαιρετούμε όλοι τον Μίκη Θεοδωράκη, καθένας τον δικό του ξεχωριστό και ιδιαίτερο («μαρξιστή», αγωνιστή, μουσικό, πολιτικό) και με διαφορετική υφή συγκίνησης, θα ήθελα να καταθέσω εδώ ορισμένες σκέψεις για τον Θεοδωράκη οργανωτή κουλτούρας, τον πολιτικό ακτιβιστή πολιτισμικής πολιτικής ήδη από τα πέτρινα χρόνια.
Σίγουρα υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει ακόμη για τη μεταπολεμική πολιτισμική ιστορία μας, αρχεία να αξιοποιηθούν, εννοιολογήσεις και περιοδολογήσεις να αποσαφηνιστούν, διεπιστημονικές προσεγγίσεις να φωτίσουν πιο ολοκληρωμένα την πολιτισμική πλεύση της χώρας, τα σχέδια, τις πολιτικές στρατηγικές, τον ρόλο των προσώπων.
Ωστόσο, μέσα στο γενικό πλαίσιο και τις αδρές γραμμές της πολιτισμικής πολιτικής, όσο έχει μελετηθεί έως τώρα, ο Μίκης Θεοδωράκης κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα πρόσωπα που μελετούν, σχεδιάζουν, ανοίγουν και τροφοδοτούν τον διάλογο, αναλαμβάνουν το ρίσκο πολιτισμικών πολέμων, παίρνουν σημαντικές συλλογικές πρωτοβουλίες με σαφώς διατυπωμένο όραμα και στόχους για έναν πολιτισμό που αφορά τους πολλούς.
Διαβάζω τη συλλογή άρθρων του «Για την ελληνική μουσική», με κείμενα από το 1949 έως το 1961, που σημαίνει από την ηλικία των είκοσι τεσσάρων ετών ως τα τριάντα έξι του. Κείμενα άποψης για την ελληνική μουσική αλλά και τους μεγάλους κλασικούς συνθέτες, κείμενα καυστικής κριτικής και ανυποχώρητης πολεμικής, κείμενα θέσεων, το κείμενο της σημαντικής πρωτοβουλίας μαζί με τον Γ. Ξενάκη, τον Α. Κουνάδη, τον Γ. Παπαϊωάννου για ένα «Σχέδιο προγράμματος για την αναδιοργάνωση της ελληνικής μουσικής».
Πρόκειται για έναν τόμο σε επιμέλεια Φίλιππου Ηλιού, έκδοση Επιθεώρησης Τέχνης (1961), με πρόλογο Φοίβου Ανωγειανάκη και στις 280 σελίδες του βρίσκουμε όλα τα συγκροτητικά στοιχεία της πολιτικής του για τον πολιτισμό τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Αυτά που θα διαπιστώσουμε στον τρόπο οργάνωσης των πρώτων συναυλιών του, στο ίδιο το περιεχόμενο, στις συνθήκες παραγωγής και τη διαχείριση του μουσικού του έργου σε σχέση με το κοινό, στις ευρείες συνεργασίες του, στην ίδρυση και το κείμενο του Μανιφέστου των Λαμπράκηδων, στις πολιτιστικές λέσχες και τον ακτιβισμό του σε όλη τη χώρα, στη διοργάνωση και τη δομή των φεστιβάλ που ο ίδιος σχεδιάζει και επιμελείται, αλλά και στις ομιλίες και τις δηλώσεις του ως βουλευτή.
Στοιχεία που δεν θα εγκαταλείψει ούτε στα χρόνια της δικτατορίας στην εξορία ή το εξωτερικό αργότερα, αλλά και στη Μεταπολίτευση, καθώς διαπνέεται από το όραμα συγκρότησης ενός νέου κοινού ευρέος φάσματος, στο σταυροδρόμι της τέχνης όπου το λαϊκό εκπολιτίζεται από το έντεχνο, τα μηνύματα είναι καθολικά, ο λαός - αγωνιστής υπερβαίνει κάθε εμπόδιο τελικά και αφομοιώνει και μετασχηματίζει τη λόγια κουλτούρα σε πανανθρώπινες αξίες, όπως η πρόοδος, η δημοκρατία, η ειρήνη, η χαρά της ζωής και, με τον τρόπο αυτό, αναγεννάται μουσικά και πολιτισμικά σαν τον φοίνικα. Ένα κοινό που δεν υπήρχε πριν, που το επινοεί, δημιούργημα της δικής του ποιητικής.
Τα όρια της θεωρίας του εκπολιτισμού; Ασφαλώς βρίσκονται εδώ ορατά, τόσο στα ζητήματα της πολιτισμικής πολιτικής και οργάνωσης, όσο εξάλλου και στη συνολική πολύχρονη πολιτική πορεία και τις προσωπικές επιλογές του, που κινούνταν διαρκώς πάνω σε ένα εκκρεμές υβριδικής ασυμμετρίας και επισφαλών ισορροπιών, μεταξύ «δημοκρατικής αγωγής και πατριωτικού φρονηματισμού» (Μανιφέστο σ. 40).
Αυτό το μείγμα εθνικής, πατριωτικής, λαϊκής και εκπολιτιστικής αποστολής απέναντι στο μοναδικό ακροατή και συνομιλητή του λαό κατάφερνε να σβήνει τις οδυνηρές εμπειρίες της ζωής του, τα σημάδια στο βασανισμένο σώμα του, την αποστροφή για τους αμείλικτους αντιπάλους και διώκτες του παρελθόντος και τη δυσανεξία στους περιοριστικούς όρους των συντρόφων, κάθε φορά που αποφάσιζε ότι τον καλούσε στο δημόσιο βήμα, το καθήκον και η αποστολή.
Πάνω απ’ όλα βρισκόταν γι’ αυτόν το όραμά του, «το φωτεινό αύριο γεμάτο σκαλωσιές και τραγούδια, γεμάτο ανθρωπιά, πολιτισμό και δημιουργία». Ο Παράδεισος που ονειρευόταν και που επέλεξε με το τελευταίο εισιτήριό του χωρίς επιστροφή.
Όμως εμείς, που μένουμε πίσω, και φυσικά η Πολιτεία, οφείλουμε στον Μίκη την προσοχή και τη μελέτη που απαιτεί η ανάλυση της σημασίας του προσώπου και του έργου του για την πολιτιστική ιστορία και πολιτική της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Στην επέτειο των πενήντα χρόνων από την ίδρυση του υπουργείου Πολιτισμού είναι καιρός να ανοίξουν τα αρχεία, να δοθούν υποτροφίες, να σχεδιαστούν προγράμματα σε συνεργασία με ακαδημαϊκά τμήματα για την έρευνα της πολιτισμικής ιστορίας και πολιτικής. Αυτή θα ήταν η έμπρακτη απόδειξη ότι τιμούμε τη μνήμη του Μίκη που όλοι αγαπήσαμε και στον οποίο χρωστάει πολλά ο σύγχρονος πολιτισμός της χώρας.
* Η Μυρσίνη Ζορμπά είναι πρώην υπουργός Πολιτισμού
Σηματωρός και Κήρυκας
Ξέρω ότι η Ελλάδα μεγάλους σαν τον Μίκη τούς κάνει τρανταχτές κηδείες και μετά τους βυθίζει σε μια ανίερη σιγή. Πιστεύω ότι θα αποτελέσει εξαίρεση. Υπάρχει τόσο πλούσιο έργο που αυτοί που θα σκύψουν κάποτε πάνω του θα εκπλαγούν. Είτε είναι μουσικοί, ανακαλύπτοντας ένα άγνωστο συμφωνικό έργο, είτε είναι λογοτέχνες που θα ανακαλύψουν σπαράγματα αυτοβιογραφικών κειμένων του για τη Μακρόνησο, τη Γυάρο, τον Ωρωπό
Του Γιώργου Λιάνη*
Θα ξεκινούσα με τα λόγια του Εγγονόπουλου "Για τους μεγάλους, για τους γενναίους, για τους ελεύθερους, τους δυνατούς, αξίζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ωραία, τα ελεύθερα, τα δυνατά". Έτσι θα τον προσφωνούσα τον Μίκη. Ήταν όλα αυτά. Χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να γράψω στην ΑΥΓΗ, γιατί, ναι, ο Μίκης είναι όλων των Ελλήνων, αλλά πώς να το κάνουμε, ανήκει κάπως περισσότερο στην Αριστερά. Έτσι τον γνώρισε, αυτά μου έλεγε ο ίδιος σε δύσκολες ώρες της ζωής του. Αυτός ήταν ο πόνος του, αυτός ήταν ο καημός του: η Αριστερά.
Τον θεωρώ τον επιφανέστερο Έλληνα και μιλάω σαν να ζει γιατί ΖΕΙ. Ταπεινά για μένα, όπως για χιλιάδες άλλους ελληνόπαιδες, υπήρξε "Σηματωρός και Κήρυκας". Εμένα μου άλλαξε τη ζωή μου. Άκουσα τον "Επιτάφιο" και είπα στη μάνα μου "τέρμα η χημεία, θα γίνω δημοσιογράφος". Δηλαδή ο Μίκης ήταν ένας "Οδηγητής" όπως έλεγε ο Βάρναλης. Και πράγματι, όλοι εμείς στους Λαμπράκηδες τον είχαμε Οδηγητή. Δεν ξέρω άλλο ελληνικό φαινόμενο που η επανάστασή του να πέτυχε, εκτός από τον Τσιτσάνη και από τον Μίκη. Διότι δεν ήταν η δύναμη στη μουσική τους μόνο αλλά στην ανάγκη τους να αλλάξουνε την Ψωροκώσταινα. Ο Τσιτσάνης μεγαλουργεί με τραγούδια που μοιάζουνε να είναι ερωτικά ενώ είναι τραγούδια για την Ελλάδα που αντιστέκεται. Ο Μίκης κάνει κάτι περισσότερο. Φέρνει τους Έλληνες ποιητές στο στόμα του κάθε Έλληνα. Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο παγκοσμίως. Είναι δική του αυτή η επανάσταση: Σολωμός, Κάλβος, Σικελιανός, Παλαμάς και κυρίως τα δύο Νόμπελ, Σεφέρης, Ελύτης και τα δύο Λένιν, Βάρναλης, Ρίτσος. Και μαζί τους Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Καμπανέλλης, Κατσαρός, Χριστοδούλου, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου κ.ά.
Ο Μίκης άλλαξε ζωές ανθρώπων. Εμένα μέσα σ' ένα βράδυ μού γνώρισε τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Πάμπλο Νερούντα. Πήγα στη Γαλλία να του πάρω συνέντευξη και συνέβη αυτό το θαύμα. Μιας και ανέφερα τον Νερούντα, να πω ότι λαοί και χώρες τον θεωρούν δικό τους. Έζησα τη συναυλία του στη Βαρκελώνη, τον πρώτο χρόνο μετά την πτώση του Φράνκο. Η αίθουσα είχε γεμίσει χιλιάδες κεριά, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είχε ξεδιπλώσει μια γαλανόλευκη και ο Μίκης τραγούδαγε "Ρωμιοσύνη", Λόρκα, "Επιτάφιο" και όλη η αίθουσα δονείτο σαν να παρακολουθούσε ισπανική συναυλία.
Ξέρω ότι η Ελλάδα μεγάλους σαν τον Μίκη τούς κάνει τρανταχτές κηδείες και μετά τους βυθίζει σε μια ανίερη σιγή. Πιστεύω ότι θα αποτελέσει εξαίρεση. Υπάρχει τόσο πλούσιο έργο που αυτοί που θα σκύψουν κάποτε πάνω του θα εκπλαγούν. Είτε είναι μουσικοί, ανακαλύπτοντας ένα άγνωστο συμφωνικό έργο, είτε είναι λογοτέχνες που θα ανακαλύψουν σπαράγματα αυτοβιογραφικών κειμένων του για τη Μακρόνησο, τη Γυάρο, τον Ωρωπό. Μπορεί να ξέρουν μερικά απ' αυτά, πολλά δεν θα τα ξέρουν γιατί θα τα διαβάσουν διαφορετικά. Τέλος, ένας τόσο μεγάλος δεν χωράει σε μικρότητες, όποια προέλευση κι αν έχουν, ότι κι αν αφορούν στη ζωή του. Το σημαντικό είναι να τηρηθούν οι επιθυμίες του. Άμποτε να γίνει πραγματικότητα αυτό.
Όταν κάθε μέρα, όπως αποκάλυψε ο Γ. Μονεμβασίτης, σε κάθε μέρος του κόσμου παίζεται ένα έργο του Μίκη, ο άνθρωπος αυτός και η μουσική του θα ζει εις τους αιώνες των αιώνων.
* Ο Γιώργος Λιάνης είναι δημοσιογράφος
Τον τραγουδάμε όλοι
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σπάνια θα βρεις κάποιον που δεν έχει τραγουδήσει ή έστω σιγοψιθυρίσει Μίκη και ξέρει τι είναι αυτό που ακούει. Αριστεροί και κεντρώοι νέοι τα τραγουδούσαν, αλλά και δεξιούς θα βρούμε να σιγοτραγουδούν σε πάρτι και σε γλέντια τραγούδια του... εχθρού. Τραγουδήθηκε παντού. Και μετά, στη δικτατορία, ήταν σημαία του αγώνα σ' όλον τον κόσμο. Γι' αυτό ήταν επικίνδυνα τα τραγούδια του για την αντίδραση
Του Νίκου Κιάου*
Το τραγούδι ξεχωρίζει στην ανάταση, που παρατηρείται στον χώρο του πολιτισμού, στις εκφράσεις της τέχνης, με την αρχή της δεκαετίας του 1960. Κεντρική θέση στην καμπή της μουσικής, του τραγουδιού, έχει ο Μίκης Θεοδωράκης με την αποδοχή που βρίσκει τόσο στη γενιά της Εθνικής Αντίστασης και τους παλαιότερους όσο και στη νεολαία. Ισχύουν ακόμα οι νόμοι και οι απαγορεύσεις από την εποχή του Εμφυλίου, το κράτος του ζόφου. Ο Μίκης είναι αποκλεισμένος από το ΕΙΡ και την ΥΕΝΕΔ, τα κρατικά ραδιόφωνα.
Και όμως, τα τραγούδια του απλώνονται σε όλη τη χώρα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σπάνια θα βρεις κάποιον που δεν έχει τραγουδήσει ή έστω σιγοψιθυρίσει Μίκη και ξέρει τι είναι αυτό που ακούει. Αριστεροί και κεντρώοι νέοι τα τραγουδούσαν, αλλά και δεξιούς θα βρούμε να σιγοτραγουδούν σε πάρτι και σε γλέντια τραγούδια του... εχθρού.
"Μας έμαθε να τραγουδάμε, έκανε τον λαό να τραγουδάει" είπε ένας από τη Νεολαία της ΕΔΑ τότε. Έκανε ολόκληρο λαό να τραγουδάει στη χαρά, στη θλίψη, στη λύπη, στην αισιοδοξία.
Ήταν βεβαίως και παγκόσμιος. Όχι μόνο με τον Νερούντα και τους Μπιτλς, αλλά κυρίως με το ότι τραγουδήθηκε παντού, τον ήξεραν παντού στην υφήλιο. Και μετά, στη δικτατορία, ήταν σημαία του αγώνα σ' όλον τον κόσμο. Γι' αυτό ήταν επικίνδυνα τα τραγούδια του για την αντίδραση.
Η ανταπόκριση στη Νεολαία εκφράζεται με τις Λέσχες Πολιτισμού, που δημιουργούνται σ' όλη τη χώρα. Είναι μετά την ίδρυση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης (ΔΚΝΓΛ) στις 8 Ιουνίου 1963, δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του βουλευτή. Και συνεχίζεται με τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη από τη συγχώνευση της ΔΚΝΓΛ και της Νεολαίας της ΕΔΑ στις 14 Σεπτεμβρίου 1964. Πρόεδρος και της ΔΚΝΓΛ και της ΔΝΛ ο Μίκης Θεοδωράκης, διακηρύσσει από την αρχή: Οργάνωση Λαμπράκη σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χωριό, σε κάθε πόλη. Και έγινε, γέμισε Λέσχες και Οργανώσεις την επικράτεια. Το κίνημα των Λαμπράκηδων ήταν μαζικό, πλατύ και έρχεται σε εύρος μετά την ΕΠΟΝ. Είχε εύπορο έδαφος από το τρίπτυχο 15%, 1-1-4 και Ειρήνη.
Τον Μίκη "έφερε" με τα τραγούδια του το 1960 στο σχολείο μας στο Βαρβάκειο, στην τελευταία τάξη του τότε Γυμνασίου, ο συμμαθητής μας Παναγιώτης Κουνάδης. Και μια προσωπική σχέση. Ήταν τον Απρίλιο του 1963, στο σπίτι του Μίκη, στη Νέα Σμύρνη, αυτός στο πιάνο και ο αείμνηστος Μιχάλης Περιστεράκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Μπέρτραντ Ράσελ, και εγώ τότε αντιπρόεδρος και μετά γενικός γραμματέας, βράδυ μέχρι μετά τα μεσάνυχτα κάναμε τον ύμνο της Α' Μαραθώνιας Πορείας Ειρήνης για τις 21 Απριλίου, που απαγορεύτηκε.
Σε τέσσερα χρόνια ακριβώς έγινε η δικτατορία. Ο Μίκης, ο Γιώργος Βότσης, ο Αριστείδης Μανωλάκος, ο Χρόνης Μίσσιος και ο Θέμης Μπανούσης, δέκα ημέρες μετά, την ημέρα του Πάσχα του 1967, ίδρυσαν το Πατριωτικό Μέτωπο, την πρώτη αντιδικτατορική οργάνωση.
Η συνεδρίαση, παράνομη εννοείται, έγινε στο σπίτι του Θανάση Δελημίτσου, ο οποίος είχε πάει τότε για το Πάσχα στην πατρίδα του στην Αιτωλοακαρνανία. Δεν ήξερε για τη μάζωξη. Μετά τη δικτατορία εξελέγη βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Το καλοκαίρι του 1968, στις φυλακές Αβέρωφ, όπου μας πήγαν στην πρώτη υπόθεση του Ρήγα Φεραίου, μάθαμε από συγκρατουμένους τραγούδια που είχε γράψει ο Μίκης όταν πέρασε το 1967 από εκεί. "Λίγο ακόμα θα δούμε", "Είμαστε δυο είμαστε τρεις" κ.ά.
Ο Μίκης ήταν αριστερός και παραμένει, όπως το λέει και ο ίδιος. Μετά τη δικτατορία, η πολιτική του πορεία είναι: Ενωμένη Αριστερά, υποψήφιος βουλευτής το 1974, μετά βουλευτής του ΚΚΕ δύο φορές, βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ. το 1990 και υπουργός Επικρατείας στην κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη. Η συνεργασία του αυτή με τη Δεξιά παραξένεψε, ενόχλησε ή και εξόργισε κόσμο της Αριστεράς. Ίσως και η κατοπινή πορεία του με άλλες πρωτοβουλίες του, κινήσεις του ή πολιτικές παλινδρομήσεις. Είναι, πάντως, ο Μεγάλος δημιουργός, ο ηγέτης του αριστερού νεολαιίστικου κινήματος τη δεκαετία του '60, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης με τις μετέπειτα διώξεις, η ηγετική μορφή του αντιδικτατορικού αγώνα.
Τον τραγουδάμε, τον τραγουδάει ο λαός.
* Ο Νίκος Κιάος είναι δημοσιογράφος
[......................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Μίκης Θεοδωράκης / O παγκόσμιος Μίκης | Αυγή - Avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου