
Υποδειγματική λιτότητα

«Είμαι βιωματικός συγγραφέας. Δεν αυτοβιογραφούμαι πάντα, αλλά δεν μπορώ να γράψω κάτι που δεν με αφορά»
Ένας από τους βασικότερους λόγους που αγάπησα κι έμαθα να απολαμβάνω τη μικρή φόρμα είναι ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος*. Σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του 1973 από τις εκδόσεις Τραμ στη Θεσσαλονίκη -και με κείμενα που έχουν γραφτεί παλαιότερα, από το 1962 έως το 1968-, με συγκίνηση πήρα στα χέρια μου τη λεπταίσθητη έκδοση της Κίχλης με την πρώτη του συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη», φιλοτεχνημένη με υπέροχα σκίτσα της Εύης Τσακνιά. Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος -βραβευμένος με το Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών το 2010 και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του το 2015- υπηρετεί ακούραστα και καλλιεργεί με πάθος τη μεγάλη του αγάπη: το διήγημα.
Διαβάζοντάς τον τόσα χρόνια μετά, εκπλήσσεται κανείς με τη δύναμη και τη φρεσκάδα του λόγου του -μια μείξη ωραίων ελληνικών με εκφράσεις στην καθαρεύουσα-, ο οποίος σαφώς επιβιώνει του χρόνου και διατηρεί ακέραια την ίδια παιγνιώδη, αφοπλιστικά λιτή διάθεσή του. Την ίδια δυνατότητα να φτάνει σε έναν ουσιαστικό πυρήνα, δίχως πολλά λόγια και βαρύγδουπες εκφράσεις, αποκηρύσσοντας εκ προοιμίου, φύσει αλλά και θέσει, κάθε διάθεση διδακτισμού ή σοβαροφάνειας. Η ζωή είναι πολύ σοβαρή για να την παίρνουμε στα σοβαρά, είναι σαν να μας λέει ο Παπαδημητρακόπουλος κλείνοντας με νόημα το μάτι. «Είμαι βιωματικός συγγραφέας. Δεν αυτοβιογραφούμαι πάντα, αλλά δεν μπορώ να γράψω κάτι που δεν με αφορά» λέει ο ίδιος.
Ο αφηγητής, και στα έντεκα διηγήματα της συλλογής, με παραδειγματική αμεσότητα, σαν δικός μας αγαπημένος άνθρωπος, εξιστορεί γεγονότα του ιδιωτικού ή, σπανιότερα, του δημόσιου βίου ανάγοντας πολλές φορές μια λεπτομέρεια σε στοιχείο καίριας σημασίας, ξέροντας να δίνει φωνή στα αφανή και στα ασήμαντα -ή, αλλιώς, αποδίδοντας τη φωνή που τους αρμόζει στα ασήμαντα-, έμπλεος μιας μελαγχολικής διάθεσης, την οποία απαλύνει η παιγνιώδης ιδιοσυγκρασία του και το λυτρωτικό ανατρεπτικό χιούμορ.
Γράφει ο Παπαδημητρακόπουλος στα «Θερμά θαλάσσια λουτρά», τη δεύτερη συλλογή του που κυκλοφόρησε το 1980: «...άρχισε να θωπεύει και να μυρίζει τα ωραία τριαντάφυλλα, που ο πατέρας του καλλιεργούσε με πραγματικόν έρωτα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι αυτά ήταν τα τελευταία ρόδα της χρονιάς και νιώθοντας αμέσως ένα πεισιθάνατο αίσθημα, που, όταν ύστερα από χρόνια επιχείρησε να περιγράψει, έγινε αφορμή να γραφεί το πρώτο του διήγημα, όπου αντί για λουλούδια, προτίμησε να μιλήσει για αμπέλια και συκιές». Αυτό το πρώτο διήγημα, «Οι φρακασάνες», είναι μια ιστορία εφηβικής ερωτικής αφύπνισης μέσα σε ένα οργιώδες αήττητο φυσικό περιβάλλον. Ο Παπαδημητρακόπουλος μετατρέπει αυτή τη φαινομενικά απλή ιστορία σε στοχασμό πάνω στην ανεκπλήρωτη επιθυμία και τη ματαίωση. Πάντα με χιούμορ. Πάντα με αυτοσαρκασμό. Χωρίς ποτέ να γίνεται πικρόχολος. Πάντα με ένα είδος νοσταλγίας που μπορεί και να κρύβει μέσα της τον θάνατο. Πάντα διφορούμενα. Γεγονός που επιτείνεται από τα ανοιχτά αμφίθυμα υποδειγματικά φινάλε των διηγημάτων.
Στο ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα «Ο Πρόδρομος», στο σπίτι του οποίου έχουν μαζευτεί, διαβάζει σε μια παρέα φίλων ένα διήγημα που έγραψε για να εισπράξει την αποδοκιμασία του ενός, που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας την οποία γράφει ο Παπαδημητρακόπουλος. Η ανατροπή του τέλους ανατρέπει και τα συναισθήματα του αναγνώστη, ο οποίος καταλαβαίνει ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται πάντα την αρχική εντύπωση. Ιδού πως κλείνει το διήγημα: «Ένιωσα τότε άσχημα, έτσι που είχα μιλήσει, ελαφρά τη καρδία και αφ’ υψηλού, ενώ ο Πρόδρομος, ήταν φανερό, είχε προσπαθήσει να μας εξομολογηθεί μια προσωπική ιστορία».
Αφηγήσεις υποδειγματικής λιτότητας ενός ασυναγώνιστου μετρ της μικρής φόρμας.
Info
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος
«Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη»
Εκδόσεις Κίχλη
Σελίδες: 96
Τιμή: 10 ευρώ

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Βικιπαίδεια
*****************************
OI ΦΡΑΚΑΣΑΝΕΣ
Διήγημα (Πρώτη εμφάνιση του Η.Π.στα γράμματα)
ΑΘΩΣ
ΓΥΡΙΖΑ ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι, ἔπιασε ξαφνικὰ
μιὰ μπόρα καὶ ἔγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα νὰ ἀκολουθήσω τὸν
συνηθισμένο μου δρόμο κάτω ἀπὸ τὶς μεγάλες πεῦκες καὶ ἔτσι
πῆρα τὴν γυμνὴ δημοσιά, ποὺ καταλήγει στὸ χωριό. Στὸ χτῆμα
ἔφτασα τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε πάλι ὁ ἥλιος, καὶ μπῆκα μέσα
σκαρφαλώνοντας πάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο πορτόνι μὲ τὶς βρεμένες
ροδοδάφνες. Στὸ περιβόλι ὅλα ἦταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα
καὶ καταπράσινα, οἱ ἀχλαδιές εἶχαν ἀκόμα μερικὰ ἄνθη, στὰ
φύλλα τους κρατοῦσαν χοντρὲς σταγόνες τῆς βροχῆς ποὺ γιάλιζαν
σὰν χάντρες. Ἡ τελευταία βροχὴ τῆς χρονιᾶς, σκέφτηκα.
Τότε εἶδα τὴν Ἑλένη. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸν κῆπο κρατώντας στὸ χέρι
ἕνα μεγάλο ἄσπρο τριαντάφυλλο. Ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου
ἀργά, ὁ ἥλιος στεφάνωνε τὰ μαλλιά της, κάτω ἀπὸ τὴν μαύρη
ποδιά της πρόβαλαν δυὸ ὁλοστρόγγυλα βυζιά.
Γύρεψα μιὰ πρόφαση νὰ τὰ πιάσω. Ἑλένη, τῆς εἶπα, γιατὶ δὲν ἔρχεσαι νὰ σοῦ δίνω τριαντάφυλλα , πίσω ἀπὸ κείνη τὴν πασχαλιὰ ὁ πατέρας μου ἔχει φυτέψει μιὰ τριανταφυλλιὰ κατακίτρινη. Θέλω, μοῦ λέει, τὸ τετράδιό σου τῆς Γεωλογίας, θὰ σοῦ τὸ φέρω τὴν Παρασκευή. Τὸ πῆρε κι ἔφυγε λέγοντας σὲ εὐχαριστῶ πολὺ καὶ τὴν Παρασκευὴ μοῦ τόφερε ὁ ἀδελφός της, ἕνας τσόγλανος καμιὰ δωδεκαριὰ χρονῶν, ψηλότερος ἀπὸ μένα δυὸ κεφάλια, μαλλιαρός, μὲ μιὰ χοντρὴ μονοκόμματη φωνή.
Ἕνα μεσημέρι καθόμουν κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο καὶ διάβαζα. Δίπλα μου εἶχα μιὰ στάμνα μὲ νερό, ἔκανε ζέστη, κάθε τόσο ἔπινα λίγο νερὸ καὶ ὕστερα κατάβρεχα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶμα εἶχε σκάσει σὲ μεγάλα κομμάτια, ὅταν τὸ πότιζα θρυμματιζόταν ἀφήνοντας μιὰ εὐχάριστη, βαρειὰ μυρουδιά.
Ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια κι ὅταν σήκωσα τὸ κεφάλι μου, εἶδα νὰ ἔρχεται ἡ Ἑλένη, ντυμένη μὲ ἕνα περίεργο φόρεμα γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Θέλω πάλι ἐκεῖνο τὸ τετράδιο τῆς Γεωλογίας, μοῦ εἶπε καὶ μὲ κοίταξε μὲ ἕνα ἀπλανὲς χαμόγελο, ἐνῶ ταυτόχρονα πλανιόταν πέρα δῶθε κι ἅπλωνε τὰ χέρια της νὰ φθάσει ἕνα κλαδὶ τοῦ δέντρου. Δὲν τὸ ἔχω, τῆς εἶπα, θὰ μοῦ τὸ φέρει ὁ Τάκης τὸ ἀπόγευμα, ἔλα νὰ διαβάσουμε μαζί. Ἡ Ἑλένη ἔπιασε τὸ κλαδί, τὸ ἅρπαξε μὲ τὰ δυό της χέρια καὶ ἔκανε μιὰ μᾶλλον ἀδέξια ἕλξη, τεντώνοντας νωχελικὰ τὸ κορμί της. Ὕστερα πήδησε, τίναξε τὸ κεφάλι νὰ διορθώσει τὰ μαλλιά της κι ἔφυγε. Μὴ μὲ περιμένεις, μοῦ φώναξε.
Τὸ ἀπόγευμα πῆρα τὰ βιβλία μου καὶ πῆγα στὸ ἀμπέλι. Ἄρχισε κιόλας νὰ παίρνει τὴ γνώριμη μυρουδιά του τὸ κλῆμα. Τῆς Ἁγια Μαρίνας ρόγα καὶ τ’ Ἁηλιὸς σταφύλι, ἔλεγε ἡ γιαγιά μου. Ἔφερα στὸ μυαλό μου τὶς ρόγες τῆς Ἑλένης. Ἐκείνη ἦρθε σὲ λίγο φορώντας μιὰ στενὴ χακὶ φούστα καὶ ἄσπρο πουκάμισο χωρὶς σουτιέν. Θέλεις νὰ φᾶμε κανένα σύκο, τῆς εἶπα καὶ τὴν πῆγα στὴν ἄκρη τοῦ ἀμπελιοῦ. Τὰ πρῶτα σύκα εἴχανε ἤδη γίνει, οἱ φρακασάνες ὅπως τὰ ἔλεγαν. Μεγάλα ἴσαμε ἕνα πορτοκάλι, ἀπὸ τὴν τρύπα τους κρεμόταν μιὰ σταγόνα πηχτὸ μέλι μὲ καφὲ χρῶμα. Ἔβαλα τὴν Ἑλένη νὰ καθήσει, τῆς ἔφερα σύκα καὶ τῆς ἄνοιξα τὸ κουμπὶ ἀπὸ τὸ ἄσπρο της πουκάμισο. Τὸ δεξί της βυζὶ γλίστρησε ἔξω, ἦταν λιγότερο στρογγυλὸ ἀπ’ ὅσο τὸ φαντάστηκα, ἡ ρόγα του κάπως κωνική. Ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ κείνη ἔσκυψε ὁλότελα πρὸς τὸ μέρος μου. Φράπ, ἀκούστηκε τότε στὸ φράχτη καὶ φάνηκε ὁ τσόγλανος, ὁ ἀδελφός της, ψηλὸς καὶ κακοβιδωμένος. Ἡ Ἑλένη κουμπώθηκε βιαστικά, ἄνοιξε ἕνα βιβλίο καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει, ἐμένα τὰ πόδια μου ἔτρεμαν. Ὁ ἀδελφός της μᾶς χαιρέτησε μεθ’ ὑποκλίσεως, σάλταρε στὴ συκιὰ κι ἄρχισε νὰ τρώει φρακασάνες. Ἡ Ἑλένη ἀπόφευγε νὰ μὲ κοιτάξει, γύριζε τὶς σελίδες τοῦ βιβλίου καὶ κάθε τόσο ἴσιωνε τὴ φούστα της. Ἀργότερα σηκώθηκε καὶ περπατήσαμε μαζὶ πιὸ πέρα. Μπήκαμε σὲ ἕνα μεγάλο λάκκο ἀνάμεσα σὲ κλήματα, τὸν εἴχαμε σκάψει στὴν Κατοχὴ καὶ κρύψαμε μέσα χαλκώματα καὶ ὅπλα. Δοκίμασα νὰ πιάσω πάλι τὸ βυζὶ τῆς Ἑλένης, ἐκείνη τραβήχτηκε, γιατὶ παρασύρεσαι, μοῦ εἶπε. Μάζεψε τά βιβλία της, φώναξε τὸν ἀδελφό της καὶ ἔφυγε. Ἐκεῖνος πήδησε ἀργὰ ἀπὸ τὸ δέντρο, μὲ παρατήρησε μὲ βλέμμα κάπως μυστήριο κι ἀπομακρύνθηκε χωρὶς νὰ μὲ χαιρετήσει, τρώγοντας φρακασάνες.
(1962)
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ὀδοντόκρεμα μὲ χλωροφύλλη, Τράμ, Θεσσαλονίκη, 1973.

Πρόσωπα της Λογοτεχνίας: Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος
Στον σπουδαίο «μινιμαλιστή» συγγραφέα της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, τον πρώτο που καλλιέργησε συστηματικά στη γλώσσα μας τη σύντομη διηγηματική μορφή – έστω κι αν δείγματα του είδους δεν λείπουν από την παράδοσή μας – ήταν αφιερωμένη μια ξεχωριστή λογοτεχνική βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής, την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014. Με τον ίδιο παρόντα αλλά και κριτικούς λογοτεχνίας, δημοσιογράφους και ηθοποιούς που συναντήθηκαν στη σκηνή του Μεγάρου για να επικοινωνήσουν το έργο του με το κοινό του Megaron Plus, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων του με τίτλο «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη».
Η εκδήλωση – ενταγμένη στο πλαίσιο του Κύκλου του Megaron Plus «Οι λογοτέχνες μιλούν στο κοινό τους» - πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο «Ο Αναγνώστης», με την επιμέλεια του Διευθυντή του Γιάννη Ν. Μπασκόζου.
Στον Κύκλο «Οι λογοτέχνες μιλούν στο κοινό τους» παρουσιάζονται καταξιωμένοι λογοτέχνες, εγνωσμένου κύρους και σημαντικού έργου με στόχο να δοθεί η ευκαιρία μιας ανασκόπησης του έργου τους αλλά κυρίως να διαμορφωθεί ένα πεδίο διαλόγου ανάμεσα στον συγγραφέα και τους αναγνώστες όλων των ηλικιών.
O Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος με πάνω από 70 διηγήματα είναι αναμφισβήτητα ο μετρ του μικρού κειμένου. Η γραφή του είναι ευέλικτη, γεμάτη πυκνά νοήματα όπου το συναίσθημα ισορροπεί με τη λεπτή ειρωνεία και το μαύρο με τη διαχρονική ανθρώπινη αξία. Ενώ τα αφηγηματικά κείμενα του κτίζονται με ελάχιστα υλικά: κάποιες παρατηρήσεις, πτυχές της καθημερινής ζωής, αναπολήσεις ή παρόντα (ασήμαντα στην πρώτη ματιά) γεγονότα που δίνουν την αφορμή για σκιαγράφηση χαρακτήρων και, κυρίως, καταστάσεων που άλλοτε κινούνται στον πραγματικό χρόνο κι άλλοτε ως ενύπνιο μπλέκονται αξεδιάλυτα με αυτόν. Αυτό ακριβώς, το καθόλα βιωματικό έργο του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου που διακρίνεται για τη λιτότητα του λόγου και την τρυφερή νοσταλγία για τα δύσκολα χρόνια της νεότητας παρουσίασε στο κοινό η κριτικός λογοτεχνίας Ελισάβετ Κοτζιά για να ακολουθήσει μια ανοιχτή, δημόσια συνομιλία του συγγραφέα με το δημοσιογράφο Γιάννη Ν. Μπασκόζο.
Οι ηθοποιοί Στέλιος Μάινας και Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου διάβασαν αποσπάσματα από τα κείμενά του ενώ προβλήθηκε και η ταινία του Λευτέρη Ξανθόπουλου «Σπίτι δίπλα στη θάλασσα» (2007) με θέμα τον συγγραφέα: ένα ντοκιμαντέρ που μας αποκαλύπτει τη στενή σχέση του με τη φύση και την αγάπη του για τον Πύργο Ηλείας όπου γεννήθηκε το 1930 αλλά και την Πάρο όπου ζει τον περισσότερο χρόνο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 (σ’ένα εκπληκτικής ομορφιάς κτήμα που δημιούργησε από το μηδέν μαζί με τη γυναίκα του, Νιόβη), όπου ο ίδιος αναφέρεται στις σπουδές του στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με το διήγημα «Οι Φρακασάνες», τις φιλίες και τις πνευματικές συγγένειες που ανέπτυξε με ομοτέχνους του συγγραφείς και ποιητές (Νίκο Πεντζίκη, Ηλία Πετρόπουλο, Τάκη Σινόπουλο, Γιώργη Παυλόπουλο, Νίκο Καχτίτση, Αλέξανδρο Κοτζιά), τη δραστηριότητά του ως διευθυντή του περιοδικού «Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων», τη λατρεία του στην τυπογραφία κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου