Σάββατο, Αυγούστου 21, 2021

Ανάλυση: «Yet Again, the US Was Defeated in Afghanistan/Οι Αμερικάνοι ηττήθηκαν στο Αφγανιστάν, ξανά»

 US soldiers stand guard as Afghan people wait at the airport in Kabul on August 16, 2021. (Wakil Kohsar / AFP via Getty Images)

Yet Again, the US Was Defeated in Afghanistan

User ProfileΆρθρο του Branko Marcetic, συντάκτη του περιοδικού Jacobin και συγγραφέα του Yesterday’s Man: The Case Against Joe Biden. Ζει στο Τορόντο του Καναδά.

To look at it one way, the Afghanistan War was a great success. If you think of the perpetually grinding US war machine as one great big funnel through which public money is turned into corporate profits, then the war’s more than $2 trillion worth of spending has been a boon for a variety of business interests, from the private military contractors who outnumbered US troops seven to one by the war’s end, to the various companies arming, supplying, equipping, and constructing for the war effort, to the private investors who own the majority of US debt, and have benefited from the more than $500 billion of interest the government has paid on its war borrowing so far.

Υπό μία έννοια, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Αν θεωρήσετε την αμερικανική πολεμική μηχανή ως ένα τεράστιο χωνί μέσω του οποίου το δημόσιο χρήμα μετατρέπεται σε εταιρικά κέρδη, τότε οι δαπάνες του πολέμου αξίας άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν μια ευλογία για μια ποικιλία επιχειρηματικών συμφερόντων, από τους εργολάβους ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών που ξεπερνούσαν σε αριθμό τα αμερικανικά στρατεύματα σε αναλογία επτά προς ένα προς το τέλος του πολέμου, μέχρι τις διάφορες εταιρείες που εξοπλίζουν, προμηθεύουν και κατασκευάζουν όπλα για την πολεμική προσπάθεια, και τους ιδιώτες επενδυτές που κατέχουν την πλειοψηφία του αμερικανικού χρέους και έχουν επωφεληθεί από τους τόκους ύψους άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει καταβάλει η κυβέρνηση για τον πολεμικό δανεισμό της μέχρι στιγμής.

But there is another, more earnest side of the Washington foreign policy establishment, one that genuinely believes the United States’ position as the global hegemon allows it to limitlessly reshape the world in whatever ways it sees fit, for the sake of its own interests. And Afghanistan’s swift collapse over the past week in the face of a Taliban onslaught is just one more case from a lengthy history that proves this wrong.

Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο σοβαρή πλευρά του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον – η πραγματική πεποίθηση ότι η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου ηγεμόνα τούς επιτρέπει να αναδιαμορφώνουν απεριόριστα τον κόσμο με όποιον τρόπο θεωρούν κατάλληλο, για χάρη των δικών τους συμφερόντων. Και η ταχεία κατάρρευση του Αφγανιστάν την περασμένη εβδομάδα μπροστά στην επίθεση των Ταλιμπάν είναι απλώς μια ακόμη περίπτωση σε μια μακρά ιστορία που αποδεικνύει ότι αυτή η ιδέα είναι λάθος.

The United States is, of course, still an enormously powerful nation. It has the world’s largest military, the capability to annihilate all life on the planet many times over, the power to cripple its adversaries’ economies, influence other nations’ elections, and inflame political unrest within them — as it has demonstrated in Venezuela, Iran, and Cuba, to name a few. But the ability to destroy is not the ability to control, any more than the thrashing of a bull at a rodeo means it won’t end up locked in a pen at the end of the day. And it’s hard to square this latest failure with the story US elites tell their people and the world about “the indispensable nation,” using military force wherever it likes to remove bad governments and spread democracy.

 Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν, φυσικά, μια εξαιρετικά ισχυρή χώρα. Διαθέτουν τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, την ικανότητα να εξολοθρεύσουν πολλές φορές όλη τη ζωή στον πλανήτη, τη δύναμη να ακρωτηριάζουν τις οικονομίες των αντιπάλων τους, να επηρεάζουν τις εκλογές άλλων κρατών και να πυροδοτούν πολιτικές αναταραχές στο εσωτερικό τους – όπως έχουν αποδείξει στη Βενεζουέλα, το Ιράν και την Κούβα, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Αλλά η ικανότητα να καταστρέφεις δεν ισοδυναμεί με την ικανότητα να ελέγχεις. Και είναι δύσκολο να ταιριάξει αυτή η τελευταία αποτυχία με το αφήγημα που λένε οι ελίτ των ΗΠΑ στο λαό τους και στον κόσμο για το «αναντικατάστατο έθνος», το οποίο χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ισχύ όπου θέλει για να απομακρύνει κακές κυβερνήσεις και να διαδώσει τη δημοκρατία.

We’ve just watched the Afghan security forces, which the US military has spent nearly two decades and billions of dollars training to maintain the country’s fragile, US-made democracy once US troops were gone, practically evaporate in the face of a Taliban that blasted through them like a fist punching through smoke. White House officials and military planners alike were taken by surprise by the speed of the successful campaign, which defied even the most recent, pessimistic intelligence estimates — itself an indictment of a military establishment that we know has lied about the war’s progress for years.

Μόλις είδαμε τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας – για τις οποίες ο αμερικανικός στρατός ξόδεψε σχεδόν δύο δεκαετίες και δισεκατομμύρια δολάρια για να τις εκπαιδεύσει ώστε να διατηρήσουν την εύθραυστη, αμερικανικής κατασκευής δημοκρατία της χώρας όταν τα αμερικανικά στρατεύματα θα έφευγαν – να εξαερώνονται ουσιαστικά μπροστά στους Ταλιμπάν. Τόσο οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου όσο και οι στρατιωτικοί σχεδιαστές αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα της επιτυχημένης εκστρατείας, η οποία αψήφησε ακόμη και τις πιο πρόσφατες, απαισιόδοξες εκτιμήσεις των μυστικών υπηρεσιών – και λέει πολλά για ένα στρατιωτικό κατεστημένο που γνωρίζουμε ότι έλεγε ψέματα για την πρόοδο του πολέμου εδώ και χρόνια

The desperate scramble to airlift US personnel, citizens, and allies from Kabul as the Taliban took the capital has drawn valid comparisons to the similarly chaotic US withdrawal from Vietnam in 1975, which saw US and South Vietnamese officials scramble into helicopters on the US embassy roof as the Vietcong pummeled Saigon. That was another conflict where the US military, after decades of involvement, including eleven years of open warfare, saw its client state quickly fold and was forced to withdraw against an opponent it vastly outmatched militarily. As some have pointed out, Afghanistan is worse in many ways, as the Taliban are neither as large or well-equipped as the Vietcong were, nor are backed by a superpower.

 Η απεγνωσμένη προσπάθεια να μεταφερθούν αεροπορικώς το προσωπικό, οι πολίτες και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ από την Καμπούλ, καθώς οι Ταλιμπάν κατελάμβαναν την πρωτεύουσα, προκάλεσε εύλογες συγκρίσεις με την παρόμοια χαοτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ το 1975, κατά την οποία αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του Νότιου Βιετνάμ μπήκαν σε ελικόπτερα στην οροφή της αμερικανικής πρεσβείας ενώ οι Βιετκόνγκ εισέρχονταν στη Σαϊγκόν. Αυτή ήταν μια άλλη σύγκρουση όπου ο στρατός των ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες εμπλοκής, συμπεριλαμβανομένων έντεκα ετών ανοιχτού πολέμου, είδε το κράτος-πελάτη του να συντρίβεται και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Όπως έχουν επισημάνει ορισμένοι, το Αφγανιστάν είναι χειρότερο από πολλές απόψεις, καθώς οι Ταλιμπάν δεν είναι τόσο πολυάριθμοι ή τόσο καλά εξοπλισμένοι όσο οι Βιετκόνγκ, ούτε υποστηρίζονται από μια υπερδύναμη.

It also calls to mind Washington’s ill-fated adventure in Iraq, launched shortly after Afghanistan in the heyday of neoconservative fantasies about US power. Contrary to the drunken optimism of the Bush administration and its media toadies, the war wasn’t quick, easy, or successful, because it turned out simply removing Iraqi dictator Saddam Hussein from power wouldn’t automatically lead to democracy, peace, or stability. Instead, the United States spent years — and, in fact, is still there for the foreseeable future — navigating a civil war, training security forces, and trying to prop up an authoritarian, sectarian government. The Taliban’s rapid takeover of Afghanistan will look familiar to anyone who remembers Iraqi forces’ stunning collapse against ISIS in 2014.

Θυμίζει επίσης την ατυχή περιπέτεια της Ουάσινγκτον στο Ιράκ, η οποία ξεκίνησε λίγο μετά το Αφγανιστάν, στην ακμή των νεοσυντηρητικών φαντασιώσεων για την ισχύ των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τη μεθυστική αισιοδοξία της κυβέρνησης Μπους, την οποία συμμερίζονταν τα …τσιράκια της στα μέσα ενημέρωσης, ο πόλεμος δεν ήταν γρήγορος, εύκολος ή επιτυχημένος. Αποδείχθηκε ότι η απλή απομάκρυνση του Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία δεν μπορούσε να οδηγήσει αυτόματα σε δημοκρατία, ειρήνη ή σταθερότητα. Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν χρόνια – και, στην πραγματικότητα συνεχίζουν να το κάνουν – αντιμετωπίζοντας έναν εμφύλιο πόλεμο, εκπαιδεύοντας τις δυνάμεις ασφαλείας και στηρίζοντας μια αυταρχική, διχαστική κυβέρνηση. Η ταχεία κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν θα φανεί οικεία σε όποιον θυμάται την εντυπωσιακή κατάρρευση των ιρακινών δυνάμεων έναντι του ISIS το 2014.

The chaos unleashed by the Iraq war didn’t stop Barack Obama, who had become president in large part on the basis of his opposition to the disastrous war, from blundering into a regime-change operation of his own in Libya. Just like Iraq, killing the dictator simply triggered bedlam in the country, while destabilizing the wider region beyond its borders. In both cases, the wars didn’t even serve the narrow interests of US geopolitical goals: Hussein’s removal created an opening for Washington’s other Middle Eastern adversary, Iran, to enter and wield influence within the country, while Libya hardened the determination of, for one, North Korea to hold onto its weapons of mass destruction, having seen what happens to leaders who make the mistake of disarming.

Το χάος που εξαπέλυσε ο πόλεμος στο Ιράκ δεν εμπόδισε τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος σε μεγάλο βαθμό με βάση την αντίθεσή του στον καταστροφικό πόλεμο, να μπει σε μια δική του επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος στη Λιβύη. Όπως και στο Ιράκ, η δολοφονία του δικτάτορα απλώς προκάλεσε το χάος στη χώρα, ενώ αποσταθεροποίησε την ευρύτερη περιοχή και εκτός συνόρων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι πόλεμοι δεν εξυπηρέτησαν καν τα στενά συμφέροντα των γεωπολιτικών στόχων των ΗΠΑ: Η απομάκρυνση του Χουσεΐν δημιούργησε χώρο για τον άλλο αντίπαλο της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, το Ιράν, ώστε να εισέλθει και να ασκήσει επιρροή στο εσωτερικό της χώρας, ενώ η Λιβύη σκλήρυνε την αποφασιστικότητα, για παράδειγμα, της Βόρειας Κορέας να κρατήσει τα όπλα μαζικής καταστροφής της, αφού είδε τι παθαίνουν οι ηγέτες που κάνουν το λάθος να αφοπλιστούν.

What should have been clear ever since the failure in Vietnam — where US forces dropped more than a million tons’ worth of bombs on the North Vietnamese and helped kill more than a million of them, all for nothing — is that the United States’ extraordinary capacity for brute force has only a limited usefulness in situations that call for long-term political solutions. In Afghanistan, all the air power in the world couldn’t help it create a modern, professional, and sustainable security force, nor establish a popular, effective, and non-corrupt government.

 Αυτό που θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές από την αποτυχία στο Βιετνάμ – όπου οι αμερικανικές δυνάμεις έριξαν πάνω από ένα εκατομμύριο τόνους βομβών στους Βορειοβιετναμέζους και συνέβαλαν στο να σκοτωθούν πάνω από ένα εκατομμύριο από αυτούς, κι όλα αυτά για το τίποτα – είναι ότι η εξαιρετική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών για ωμή βία έχει περιορισμένη χρησιμότητα σε καταστάσεις που απαιτούν μακροπρόθεσμες πολιτικές λύσεις. Στο Αφγανιστάν, όλη η αεροπορική δύναμη του κόσμου δεν μπορούσε να βοηθήσει τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια σύγχρονη, επαγγελματική και βιώσιμη δύναμη ασφαλείας, ούτε και να εγκαθιδρύσουν μια δημοφιλή, αποτελεσματική και μη διεφθαρμένη κυβέρνηση.

Some will question how far US policymakers actually buy into the “indispensable nation” nonsense they sell to the public and the world. But what’s not debatable is that it’s something they want other people to believe, even as episode after episode demonstrates the stark limits of US power and the incompetence of the human beings who wield it. And that should hopefully make anyone skeptical of the calls for more US-led war and regime change that we keep on hearing, whether it’s in Cuba, Iran, or so many more.

 Κάποιοι θα αναρωτηθούν σε ποιο βαθμό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πιστεύουν πραγματικά τις ανοησίες περί «αναντικατάστατου έθνους» που «πουλάνε» στην κοινή γνώμη και στον κόσμο. Αλλά αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι πρόκειται για κάτι που οι αξιωματούχοι θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι, ακόμη και όταν το ένα γεγονός μετά το άλλο αποδεικνύει τα ξεκάθαρα όρια της ισχύος των ΗΠΑ και την ανικανότητα των ανθρώπων που την κατέχουν. Και αυτό θα πρέπει να κάνει τον καθένα επιφυλακτικό απέναντι στις εκκλήσεις για περισσότερο πόλεμο και περισσότερη αλλαγή καθεστώτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που ακούμε συνεχώς, είτε πρόκειται για την Κούβα, είτε για το Ιράν, είτε για τόσες άλλες χώρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...