Τον Φεβρουάριο του 1929 ο Ντάσιελ Χάμετ εξέδωσε τον «Κόκκινο θερισμό», ένα μυθιστόρημα που ξεχώρισε για τις ρεαλιστικές περιγραφές της ζωής της «πιάτσας», την οποία γνώριζε πολύ καλά. Η εμπειρία του ως ντετέκτιβ στο μεγαλύτερο γραφείο ιδιωτικών ερευνών των ΗΠΑ του είχε δώσει πρόσβαση σε έναν υπόγειο κόσμο ο οποίος αν και δρούσε παράλληλα με τον θεατό αποκαλυπτόταν σε λίγους. Ο Χάμετ δεν ξεχωρίζει το έγκλημα από την κοινωνία, αλλά το εντάσσει σε αυτήν καταγγέλλοντας τις συνθήκες που το εξέθρεψαν. Το 1930 ο πατέρας της hard-boiled λογοτεχνίας εκδίδει το «Γεράκι της Μάλτας» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης).
Εδώ κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο ντεκέκτιβ Σαμ Σπέιντ: «Το πιγούνι του ήταν μακρύ και θεληματικό, ένα V που προεξείχε κάτω από το αντίστοιχο V του στόματός του. Τα ρουθούνια του ήταν τραβηγμένα μέσα και σχημάτιζαν ένα ακόμα μικρότερο V. Τα καστανόγκριζα μάτια του ήταν μισόκλειστα. Το μοτίβο του V το συναντούσαμε ξανά στα πλούσια φρύδια του, που ορθώνονταν από τις δίδυμες ζάρες, πάνω από τη γαμψή μύτη του, ενώ τα ανοιχτά καστανά μαλλιά του έπεφταν από τους ψηλούς επίπεδους κροτάφους του σ’ ένα σημείο του μετώπου του. Έμοιαζε με ξανθό, συμπαθητικό σατανά». Ο Σαμ Σπέιντ μαζί με τον Μάιλς Άρτσερ έχουν γραφείο έρευνας ιδιωτικών υποθέσεων. Μια μέρα τους επισκέπτεται μια γυναίκα η οποία τους αναθέτει να εντοπίσουν την αδερφή της. Σύντομα ο Σπέιντ θα αντιληφθεί ότι δεν πρόκειται για μια απλή υπόθεση εξαφάνισης όταν ανακαλύπτει ότι όλοι οι δρόμοι καταλήγουν σε έναν θησαυρό. Η μία ανατροπή διαδέχεται την άλλη στην κατά πολλούς καλύτερη αστυνομική ιστορία που γράφτηκε ποτέ.
Ντάσιελ Χάμετ
Ιδού πώς αυτοσυστήνεται ο Μάρλοου στο «Αντίο, γλυκιά μου» (Εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης, ο οποίος υπογράφει και μια εξαιρετική εκτενή μελέτη για τον Τσάντλερ και το hard-boiled), το δεύτερο μυθιστόρημα του Τσάντλερ, το οποίο εκδόθηκε το 1940, ένα χρόνο μετά τον «Μεγάλο ύπνο»: «Έχω άδεια ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εδώ και ορισμένα χρόνια μάλιστα ασκώ αυτό το επάγγελμα. Είμαι τύπος μοναχικός, άγαμος, πλησιάζω τα σαράντα και δεν είμαι πλούσιος. Έχω κάνει φυλακή περισσότερο από μία φορά και δεν αναλαμβάνω ποτέ διαζύγια. Μ’ αρέσει το αλκοόλ, μ’ αρέσουν οι γυναίκες, μ’ αρέσει το σκάκι και ορισμένα άλλα πράγματα. Είμαι ντόπιος, γεννήθηκα στη Σάντα Ρόζα, οι γονείς μου έχουν πεθάνει κι οι δύο, δεν έχω αδέλφια κι αν κάποιος με χτυπήσει από πίσω σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε στο επάγγελμά μου, κανείς δεν θ’ ανησυχήσει, δεν θα αισθανθεί να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του». Η υπόθεση εξελίσσεται στο Λος Άντζελες του 1941, όπου ένας πρώην κατάδικος προσλαμβάνει τον Μάρλοου με στόχο να εντοπίσει μια παλιά αγαπημένη του. Ο ντετέκτιβ την ίδια στιγμή ερευνά την κλοπή ενός κοσμήματος από τη συλλογή ενός δικαστή.
Όπως φαίνεται ο Τσάντλερ δεν συμπαθούσε ιδιαιτέρως τον Τζέιμς Μ. Κέιν. Στη μελέτη του Ανδρέα Αποστολίδη που υπάρχει στο «Αντίο, γλυκιά μου» διαβάζουμε σε απόσπασμα από γράμμα του Τσάντλερ που αναφέρεται στον Κέιν: «Αυτός ο Τζέημς Κέην, Παναγία μου. Ό,τι πιάνει μυρίζει τράγο. Είναι ακριβώς ό,τι αντιπαθώ, ένας ψευτολαϊκός, ένας Προυστ με λαδωμένη φόρμα εργασίας, ένα βρωμιάρικο παιδάκι μ’ ένα κομμάτι κιμωλία. Τέτοιοι άνθρωποι είναι τ’ αποβράσματα της λογοτεχνίας, όχι επειδή γράφουν για βρώμικα πράγματα, αλλά γιατί το κάνουν με βρώμικο τρόπο. Τίποτα το σκληρό, το καθαρό, το ψυχρό, το ευάερο. Ένα μπουρδέλο με μυρουδιά φτηνού αρώματος στο μπροστινό σαλόνι κι ένας κουβάς λερωμένα εσώρουχα στην πίσω πόρτα».
Ρέιμοντ Τσάντλερ
Ο Κέιν, από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του hard-boiled έγινε γνωστός με το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Καρατζαφέρη), το οποίο έγινε αμέσως best-seller. Το βιβλίο που αργότερα χρησιμοποίησε ο Αλμπέρ Καμύ ως υπόδειγμα για τον «Ξένο» κυκλοφόρησε το 1934, όταν ο συγγραφέας ήταν 42 χρόνων, και σκανδάλισε την αμερικανική κοινωνία.
«Με πέταξαν από το φορτηγό με τα σανά γύρω στο μεσημέρι. Είχα πηδήξει μέσα το προηγούμενο βράδυ, κάπου στα σύνορα, και μόλις μπήκα κάτω από την τέντα, αποκοιμήθηκα. Μου χρειαζόταν αρκετός ύπνος, ύστερα από τρεις εβδομάδες στην Τία Χουάνα, και κοιμόμουν ακόμη όταν σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου για να κρυώσει η μηχανή. Τότε είδα το πόδι μου που εξείχε και με πέταξαν έξω, τους είπα κάποιες σαχλαμάρες, αλλά τα αστεία μου δεν έπιασαν, και με έδιωξαν. Μου έδωσαν, ωστόσο, τσιγάρο, και πήρα το δρόμο με τα πόδια για να βρω κάτι να φάω. Κάπως έτσι έφτασα στην ταβέρνα Οι Δίδυμες Βαλανιδιές» περιγράφει ο περιπλανώµενος Φρανκ Τσέιµπερς ο οποίος καταλήγει στην Καλιφόρνια και πιάνει δουλειά στο εστιατόριο ενός Έλληνα. Εκεί γνωρίζει την απογοητευμένη σύζυγο του ιδιοκτήτη και μαζί οργανώνουν να βγάλουν τον σύζυγο από τη μέση.
Τζέιμς Μ. Κέιν
Σύντομα θα επανέλθουμε στη hard-boiled λογοτεχνία. Καλό διάβασμα, μέχρι την άλλη Πέμπτη που θα τα ξαναπούμε.
Έμυ
ΥΓ.: Στα αποσπάσματα που υπάρχουν μέσα σε εισαγωγικά διατηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη των πρωτότυπων κειμένων.
Περιμένουμε τα μηνύματά σας στο hello@documentonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου