Στρατής Βογιατζής*
Η ανακοίνωση του υπουργείου προστασίας του πολίτη για το θάνατο του 27χρόνου Βασίλη Μάγγου που όχι μόνο προκαταβάλει το πόρισμα του ιατροδικαστή αλλά περιγράφει ως απλή “καταγγελία” αστυνομικής βίας τον απίστευτο ξυλοδαρμό του από αστυνομικούς- όπως φαίνεται από το βίντεο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο- δεν είναι μόνο μια απροκάλυπτη προσπάθεια στρέβλωσης των γεγονότων, μια απόπειρα νομιμοποίησης της αστυνομικής αυθαιρεσίας αλλά και ένα μανιφέστο πολιτικού αμοραλισμού που λίγο πολύ μας λέει: πιστεύουμε στην καταστολή, στο βασανισμό και στον εξευτελισμό της ανθρώπινης ζωής ως τις μόνες πρακτικές κοινωνικής δικαιοσύνης και εφαρμογής του νόμου.
Ο αστυνομικός δεν είναι πια αυτός που σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας του, άρθρο 1,β υποχρεούται «να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου ή που σύμφωνα με το άρθρο 2,δ οφείλει: «(να) σέβεται το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου. Δεν επιφέρει, δεν προκαλεί και δεν ανέχεται πράξεις βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και αναφέρει αρμοδίως κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ο αστυνομικός στο νέο κώδικα δεοντολογίας του Χρυσοχοϊδη έχει το ελεύθερο να μετατραπεί σε βασανιστή που βιαιοπραγεί, που τραμπουκίζει, που αποκτηνώνεται ώστε να μπορέσει να υπηρετήσει την κοινωνία που τον ανάθρεψε. Είναι ξεκάθαρο πλέον μέσα από τα επαναλάμβανόμενα, αποδεδειγμένα περιστατικά αστυνομικής βίας το τελευταίο χρόνο, αλλά και το τελευταίο συμβάν – με το ντοκουμέντο βίντεο να δείχνει τους αστυνομικούς να σακατεύουν στο ξύλο τον Βασίλη Μάγγο- ότι κάποιοι που είναι εκεί έξω στο δρόμο για να μας προστατέψουν μας μισούν. Άλλωστε όταν η ασυδοσία του αστυνομικού νομιμοποιείται από ένα υπουργείο που του παρέχει πολιτική προστασία, τότε δεν καταλύεται μόνο κάθε έννοια δικαίου και μονιμότητας, αλλά ο αστυνόμος μετατρέπεται σε εντολοδόχος μιας φασίζουσας πολιτικής, θεματοφύλακας και ακάματος φρουρός της. Ο πολίτης σαστισμένος μένει να αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που θα με προστατέψει από τους υποτιθέμενους προστάτες μου?
Για ένα κράτος που ευαγγελίζεται μια κοινωνία αφυδατωμένων ψυχών, οριοθετημένων σωμάτων, που εξαντλεί τις πολιτικές του μοναχά στη προστασία μιας λεηλατημένης ζωής η καταστολή είναι το πνεύμα του αισθητικού του πολιτισμού. Όταν η δημοκρατική νομιμότητα πάει περίπατο ένα σκοτεινό παρακράτος αναδύεται από τους υπονόμους για να αναλάβει δράση. Και όπως προσφάτως αρχίσαμε να μαθαίνουμε ο ιός πάντα βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί σε ένα εξασθενημένο ανοσοποιητικό. Οι ντυμένοι στα μαύρα, τρομακτικοί αρματωμένοι σαν αστακοί αστυνομικοί είναι οι άξιοι υπερασπιστές μιας κοινωνίας σε σήψη και ικανοί να αποτρέψουν οποιαδήποτε διάθεση εκτροπής από την επίση γραμμή εκμαυλισμού της κοινωνίας. Η σκοτεινή, επιβλητική τους παρουσία συμβολοποιεί το κακό, μετουσιώνεται σε μια φαντασιακή επιβολή καθυπόταξης του πολίτη. Πώς η νέα/ος της πόλης πλέον μπορεί να συγκροτήσει ένα χωρικό εαυτό μέσα από την αμφισβήτηση, το απρόβλεπτο της ανθρώπινης συμμετοχής με μπάτσους ολόγυρα του να τον εποπτεύουν; Ο χώρος της πόλης παύει να είναι μια αρένα ετερότητας όπου διαφορετικές μορφές διαβίωσης και κατοίκησης ανιχνεύονται και μετατρέπεται σε μια ιεραρχημένη πραγματικότητα που σφίγγει διαρκώς το κλοιό γύρω μας.
Η αστυνομική περιβολή γίνεται ο μανδύας για μια στρατιά ψυχωτικών που ξεχύνεται στους δρόμους για να επιβάλει το οργουελικό δόγμα των αφεντάδων της και γιατί όχι να βγάλει τα απωθημένα της σε ανυπεράσπιστους πολίτες αντλώντας ηδονή και ευχαρίστηση. Μια κοινωνία που αποδέχεται τέτοιες επαίσχυντες ανακοινώσεις, που ανέχεται αυτή τη βαρβαρότητα, που μπολιάζεται διαρκώς από το ρατσισμό και το φασισμό φλερτάρει με την απελευθέρωση των πιο σκοτεινών, αγελαίων ενστίκτων της. Μέσα από ένα συστημικό πειθαναγκασμό, μεταλλάσσεται σε μια κοινωνία υποταγής και συμμόρφωσης, με αντίτιμο την “τάξη, το νόμο και τη σταθερότητα”. Και όπως έλεγε ο Γιόζεφ Ροτ βλέποντας τη δεκατία του ‘30 τις κτηνωδίες των ναζί απέναντι στους Εβραίους στο Βερολίνο- “το κακό έχει γιγαντώθεί τόσο που σκεπάζει πλέον την πόλη όλην, ποτίζει τις γλάστρες στα μπαλκόνια των σπιτιών, μολύνει τον αέρα που αναπνέουμε, σμιλεύει καθημερινά τις ψυχές μας μέχρις όλοι να του μοιάσουμε και να ενεργούμε προς όφελος του”.\
*Ο Στρατής Βογιατζής είναι φωτογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου