«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2020
Για τον σπουδαίο συγγραφέα Έντγκαρ Λόρενς Ντόκτοροου
Η
πρώτη φορά που αναζήτησα το έργο του Έντγκαρ Λόρενς Ντόκτοροου (στις
21/7 συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τον θάνατό του)
ήταν πριν από πολλά
χρόνια με αφορμή την ταινία Ragtime του Μίλος Φόρμαν. Διαβάζοντας το
ομώνυμο μυθιστόρημα αντιλήφθηκα ότι η ιστορία του Κόουλχαουζ Γουόκερ,
του μαύρου μουσικού που προσπαθούσε μάταια να δικαιωθεί μετά τη
ρατσιστική επίθεση που δέχτηκε από ομάδα λευκών πυροσβεστών, ήταν μόνο
μία ψηφίδα του μωσαϊκού της κατά Ντόκτοροου σύγχρονης αμερικανικής
ιστορίας. Του έχουν αποδοθεί αρκετοί τιμητικοί τίτλοι, ενώ μεταξύ άλλων
χαρακτηρίστηκε η φωνή του υποσυνείδητου της Αμερικής. Η ανάγκη του να
γράφει πήγαζε από τη θέλησή του να αναλύσει τη χώρα όπου μεγάλωσε ως
Ρωσοεβραίος τρίτης γενιάς. Κύριο μέλημά του ήταν να ακουστεί ο λόγος
όσων δεν είχαν φωνή, όσων είδαν τη ζωή τους να αλλάζει από μεγάλες
αποφάσεις για τις οποίες δεν ζητήθηκε ποτέ η συμμετοχή τους.
Ο Έντγκαρ Λόρενς Ντόκτοροου
Γεννήθηκε σε μια φτωχογειτονιά του Μπρονξ το 1931 και αγαπούσε από
μικρός το διάβασμα, όπως όλη η οικογένειά του (το όνομα Έντγκαρ του
δόθηκε ως φόρος τιμής στον Έντγκαρ Άλαν Πόε). Σπούδασε στο Κολέγιο
Κένιον του Οχάιο και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας
Υόρκης. Προτού ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων εργάστηκε ως αναγνώστης
σεναρίων στην Columbia Pictures και στη δεκαετία του 1960 ως επιμελητής
στον εκδοτικό οίκο New American Library και διευθυντής στις εκδόσεις
Dial Press, όπου μεταξύ άλλων εξέδωσε βιβλία των Τζέιμς Μπόλντουιν και
Νόρμαν Μέιλερ. Κατάφερε να ξεχωρίσει με το τρίτο μυθιστόρημά του «Το βιβλίο του Ντάνιελ» (Εκδόσεις
Πόλις, μτφρ. Παντελής Κοντογιάννης, πρόλογος: Ανδριάννα Καλφοπούλου,
αγγλικός τίτλος: The Book of Daniel), τη μυθοπλαστική προέκταση της
πολύκροτης δίκης του ζεύγους Ρόζενμπεργκ, οι οποίοι τα πρώτα χρόνια του
Ψυχρού Πολέμου κατηγορήθηκαν ως πράκτορες των Σοβιετικών και
εκτελέστηκαν (1953). Στο βιβλίο που εκδόθηκε το 1971 έχουν αλλάξει τα
ονόματα της Έθελ και του Τζούλιους Ρόζενμπεργκ σε Ρέιτσελ και Πολ
Άιζακσον. «Όταν το FBI σου χτυπάει την πόρτα και
θέλει μονάχα να σου κάνει μερικές ερωτήσεις, δεν είσαι υποχρεωμένος να
τους μιλήσεις, μόνο και μόνο επειδή εκείνοι θέλουν να σου μιλήσουν. Δεν
είσαι υποχρεωμένος να τους ακολουθήσεις στα κεντρικά τους. Δεν είσαι
υποχρεωμένος να κάνεις τίποτα όσο δεν έχουν κλήση ή ένταλμα συλλήψεως.
Όμως τους νόμους τους μαθαίνεις σιγά σιγά, στην πορεία», αφηγείται ο
Ντάνιελ, μυθιστορηματικός γιος του ζεύγους που ως χαρακτήρας προέκυψε
όταν ο Ντόκτοροου κατέστρεψε το πρώτο χειρόγραφο καθώς δεν τον
ικανοποιούσε. Το βιβλίο αποτελεί βαθύ πολιτικό σχόλιο για τον μακαρθισμό
και τον τρόπο που εξελίχτηκε η αμερικανική Αριστερά υπό το βάρος των
διώξεων.
Η πρώτη έκδοση του The Book of Daniel (Random House, 1971)
Το Ragtime (Εκδόσεις: Επιλογή, μτφρ. Γιώργος Μαθόπουλος
– Γιάννης Γαλάτης) που ήρθε τέσσερα χρόνια μετά αποτελεί τοιχογραφία
της Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα, με την ιστορία να ξεκινά το
1902. «Το μεγαλύτερο μέρος από τα εισοδήματα του Πατέρα προερχόταν
από σημαίες που κατασκεύαζε, λάβαρα, πανώ και άλλα σύνεργα του
πατριωτισμού, ανάμεσα στα οποία και πυροτεχνήματα. Ο πατριωτισμός ήταν
το πιο αξιόπιστο συναίσθημα στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του αιώνα.
Πρόεδρος ήταν ο Τέντυ Ρούσβελτ. Οι πολυπληθείς συγκεντρώσεις του κόσμου
ήταν ό,τι πιο συνηθισμένο· είτε γίνονταν σε
ανοικτούς χώρους, σε παρελάσεις, υπαίθριες συναυλίες, υπαίθρια γεύματα
πολιτικού χαρακτήρα, ψησταριές, κοσμικές εκδρομές, είτε σε κλειστούς
χώρους, σε αίθουσες συγκεντρώσεων, σε βαριετέ, όπερες, χορούς. Δεν
υπήρχε σχεδόν καμία μορφή ψυχαγωγίας χωρίς μεγάλη κοσμοσυρροή. Τραίνα,
ατμόπλοια και τραμ κουβαλούσαν αδιάκοπα τον κόσμο από το ’να μέρος στ’
άλλο».
Οι ήρωές του συναντιούνται με προσωπικότητες όπως η Έμα Γκόλντμαν, ο
Θίοντορ Ντράιζερ, ο Χένρι Φορντ, ο Χάρι Χουντίνι, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο
Τζ. Π. Μόργκαν, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο αρχιδούκας Φερδινάνδος της Αυστρίας
σε ένα «ιστορικό μοντάζ» όπως έχει χαρακτηριστεί, τη στιγμή που τα
υπερωκεάνια ξεφορτώνουν τους μετανάστες από την Ευρώπη στη νήσο Έλις. «Οι
Νεοϋορκέζοι τους περιφρονούσαν. Ήταν βρόμικοι και αμόρφωτοι.
Βρομοκοπούσαν ψαρίλα και σκόρδο. Ήταν γεμάτοι πληγές. Δεν τους είχαν σε
καμία υπόληψη και δούλευαν για πενταροδεκάρες. Έκλεβαν. Έπιναν. Βίαζαν
τις ίδιες τους τις κόρες. Σκοτώνονταν μεταξύ τους για ασήμαντη αφορμή.
Περισσότερο από όλους τους περιφρονούσαν οι Ιρλανδοί δεύτερης γενιάς,
που οι πατεράδες τους ήταν ένοχοι για τα ίδια εγκλήματα». Εξαθλιωμένοι
άνθρωποι που μόλις ανοίξουν οι μπουκαπόρτες των πλοίων αδειάζονται σαν
απορρίμματα σε μια πόλη που κινείται στους φρενήρεις ρυθμούς του
ragtime, που καλύπτει τον θρήνο της απώλειας δίνοντας την ψευδαίσθηση
ότι μια μέρα οι φτωχοί μπορούν να γίνουν πλούσιοι και οι μαύροι να ζουν
ελεύθεροι.
Η πρώτη έκδοση του Ragtime (Random House, 1975)
Το 1985 με την «Παγκόσμια έκθεση» (Νεφέλη, μτφρ.
Μαργαρίτα Ζαχαριάδου – Γιώργος Τσακνιάς, αγγλικός τίτλος: World’s Fair) ο
Ντόκτοροου απέσπασε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ. Η υπόθεση, η
οποία περιλαμβάνει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφορά τη ζωή ενός
αγοριού τη δεκαετία του 1930, με φόντο την Παγκόσμια Εμπορική Έκθεση της
Νέας Υόρκης το 1939 λίγο προτού ο πόλεμος αλλάξει για πάντα τον κόσμο. «Ο
μπαμπάς μάζευε μαύρους τραγουδιστές απ’ το Νότο, “φυλετικούς δίσκους”,
όπως τους έλεγαν τότε, μπάντες μπλουζ, εθνικές μουσικές, τζαζ –ήταν
φοβερά ενημερωμένος και δεν τον ένοιαζε που πολλοί απ’ αυτούς τους
δίσκους ήταν εμπορικά επικίνδυνοι. Μια μέρα που γύρισα στο μαγαζί από
κάποια εξωτερική δουλειά, ο μπαμπάς μού έκανε νόημα να πάω στον θάλαμο
που ακούγαμε τους δίσκους. “Άκου αυτό”, μου είπε. “Είναι καινούριο”. Και
ήταν πράγματι κάτι καινούριο, μια υπέροχη ολοζώντανη μουσική με ένα
φανταστικό σόλο κλαρινέτο που σε ξεσήκωνε να χορέψεις. Ήταν ο πρώτος
δίσκος του Μπέννυ Γκούντμαν. “Καλό δεν είναι;” Ρώτησε ο μπαμπάς. “Το
λένε σουίνγκ”».
Στην εποχή της Ποτοαπαγόρευσης και του Μεγάλου Κραχ διαδραματίζεται το «Μπίλι Μπάθγκεϊτ» (Εκδόσεις Bell, μτφρ. Γιάννα Μυράτ, αγγλικός τίτλος: Billy Bathgate), η ιστορία ενός 15άχρονου αγοριού από το ανατολικό Μπρονξ, το οποίο παίρνει για παραγιό ο γκάνγκστερ Ντατς Σουλτς. «Μου
έλεγε ότι η δουλειά του εγκλήματος, όπως κάθε άλλη δουλειά, χρειάζεται
τη συνεχή προσοχή του ιδιοκτήτη προσωπικά, γιατί κανείς άλλος δεν
ενδιαφέρεται το ίδιο για τη δουλειά και είναι δική του ευθύνη να
φροντίζει τα κέρδη να τρέχουν, να φροντίζει να μην κάθεται κανείς και
πάνω απ’ όλα να φροντίζει η δουλειά να μεγαλώνει, γιατί, όπως μου
εξήγησε, μια επιχείρηση δεν μπορεί σήμερα να διατηρηθεί επαναλαμβάνοντας
αυτά που έκανε χτες, αν δεν μεγαλώνει μαραίνεται, είναι σαν κάτι
ζωντανό, όταν πάψει να μεγαλώνει αρχίζει να πεθαίνει, για να μην πω για
την ιδιαίτερη φύση αυτής τη συγκεκριμένης επιχείρησης, που είναι αρκετά
πολύπλοκη όχι μόνο από άποψη προσφοράς και ζήτησης, αλλά και από άποψη
εξυπνάδας και διπλωματικής ικανότητας».
Στη «Στρατιά» (Εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Τίνα Θέου,
αγγλικός τίτλος: The March) ο Ντόκτοροου εμπνέεται από τον αμερικανικό
Εμφύλιο. Η δράση τοποθετείται στο τέλος του πολέμου – συγκεκριμένα
αναφέρεται στην εκστρατεία μιας στρατιάς εξήντα χιλιάδων πολεμιστών με
στρατηγό τον Γουίλιαμ Σέρμαν της Βόρειας Ομοσπονδίας που διέσχισε τις
πολιτείες της Τζόρτζια, της Βόρειας και της Νότιας Καρολίνας σπέρνοντας
την καταστροφή. Εδώ και δεκαετίες έχει ανοίξει η συζήτηση σχετικά με το
πού αρχίζει και πού τελειώνει η ιστορία στα μυθιστορήματα του
Ντόκτοροου. Στον πρόλογο του βιβλίου η Ανδριάννα Καλφοπούλου
χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από δοκίμιό του με τίτλο False Documents στο
οποίο αναφέρει: «Μπορείς να κόψεις και να ράψεις την Ιστορία
πραγματικά με όποιον τρόπο θέλεις… Γι’ αυτό το λόγο ίσως η Ιστορία
ανήκει περισσότερο στους μυθιστοριογράφους και τους ποιητές παρά στους
κοινωνικούς επιστήμονες. Τουλάχιστον εμείς παραδεχόμαστε ότι λέμε
ψέματα. Αυτό είναι το ελαφρυντικό μας. Γι’ αυτό πρέπει να μας
εμπιστεύεστε, γιατί είμαστε οι μόνοι που δεν προσποιούμαστε ότι η
ιστορία μας έχει κάποια σχέση με την αντικειμενική, εμπειρική αλήθεια».
Αστυνομικός της Νέας Υόρκης σκαρφαλώνει σε βουνά από
αντικείμενα για να μπει στην έπαυλη των αδερφών Κόλιερ τον Μάρτιο του
1947 προκειμένου να εντοπίσει τα πτώματά τους.
Το «Χόμερ & Λάνγκλεϋ» (Εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Παύλος
Κόττας, αγγλικός τίτλος: Homer & Langley), το οποίο αποτελεί μία
από τις ωραιότερες καταγραφές της Νέας Υόρκης, εμπνέεται από την
πραγματική ζωή των εκκεντρικών αδερφών Κόλιερ και παρουσιάζει την
ιστορία του 20ού αιώνα μέσα από τα δικά τους μάτια. «Θυμάμαι το
σπίτι μας έτσι όπως ήταν στην παιδική μας ηλικία: Επικρατούσε μια
μεγαλόπρεπη κομψότητα, γαλήνια και γιορτινή μαζί. Η ζωή κυλούσε μέσα στα
δωμάτια χωρίς το βάρος του φόβου. Εμείς τα παιδιά κυνηγιόμασταν
ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες, μπαινοβγαίνοντας στα δωμάτια. Πειράζαμε τους
υπηρέτες και εκείνοι πείραζαν εμάς» αφηγείται σαν άλλος ραψωδός ο
τυφλός Χόμερ. Στην έπαυλη των Κόλιερ στην 5η Λεωφόρο –με τους τόνους
άχρηστων υλικών που μαζεύουν από τον δρόμο (στο σαλόνι υπάρχει μέχρι και
αυτοκίνητο) και τα μονίμως κλειστά παράθυρα– μπαινοβγαίνουν μετανάστες,
μουσικοί της τζαζ, όμορφα κορίτσια, μαφιόζοι, χίπις, αστυνομικοί και
δημοσιογράφοι, συνθέτοντας μια μικρογραφία του αμερικανικού 20ού αιώνα.
Σας αποχαιρετώ με την ελπίδα να διαβάσουμε σύντομα και τα υπόλοιπα έργα του Ντόκτοροου στα ελληνικά.
Καλή ανάγνωση,
Έμυ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο συγγραφέας ομιλεί στην ετήσια έκθεση βιβλίου στην Ουάδινγκτον ένα χρόνο πριν πεθάνει E.L. Doctorow appears at the 2014 Library of Congress National Book Festival in Washington, D.C.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου