Κυριακή, Ιουλίου 26, 2020

Rare violin joins Australian orchestra | Illawarra Mercury ...KATE CHOPIN - ENA ΠΟΛΥ ΦΙΝΟ ΒΙΟΛΙ


A VERY FINE FIDDLE
WHEN the half dozen little ones were hungry, old Cléophas would take the fiddle from its flannel bag and play a tune upon it. Perhaps it was to drown their cries, or their hunger, or his conscience, or all three. One day Fifine, in a rage, stamped her small foot and clinched her little hands, and declared:
“It’s no two way’! I’m goin’ smash it, dat fiddle, some day in a t’ousan’ piece’!”
“You mus’ n’ do dat, Fifine,” expostulated her father. “Dat fiddle been ol’er ‘an you an’ me t’ree time’ put togedder. You done yaird me tell often ‘nough ‘bout dat Italien w’at give it to me w’en he die, ‘long yonder befo’ de war. An’ he say, ‘Cléophas, dat fiddle — dat one part my life — w’at goin’ live w’en I be dead — Dieu merci!" You talkin’ too fas’, Fifine.”
“Well, I’m goin’ do some’in’ wid dat fiddle, va!" returned the daughter, only half mollified. “Mine w’at I say.”
So once when there were great carryings-on up at the big plantation — no end of ladies and gentlemen from the city, riding, driving, dancing, and making music upon all manner of instruments — Fifine, with the fiddle in its flannel bag, stole away and up to the big house where these festivities were in progress.
No one noticed at first the little barefoot girl seated upon a step of the veranda and watching, lynx-eyed, for her opportunity.
“It’s one fiddle I got for sell,” she announced, resolutely, to the first who questioned her.
It was very funny to have a shabby little girl sitting there wanting to sell a fiddle, and the child was soon surrounded.
The lustreless instrument was brought forth and examined, first with amusement, but soon very seriously, especially by three gentlemen: one with very long hair that hung down, another with equally long hair that stood up, the third with no hair worth mentioning.
These three turned the fiddle upside down and almost inside out. They thumped upon it, and listened. They scraped upon it, and listened. They walked into the house with it, and out of the house with it, and into remote corners with it. All this with much putting of heads together, and talking together in familiar and unfamiliar languages. And, finally, they sent Fifine away with a fiddle twice as beautiful as the one she had brought, and a roll of money besides!
The child was dumb with astonishment, and away she flew. But when she stopped beneath a big chinaberry-tree, to further scan the roll of money, her wonder was redoubled. There was far more than she could count, more than she had ever dreamed of possessing. Certainly enough to top the old cabin with new shingles; to put shoes on all the little bare feet and food into the hungry mouths. Maybe enough — and Fifine’s heart fairly jumped into her throat at the vision — maybe enough to buy Blanchette and her tiny calf that Unc’ Siméon wanted to sell!
“It’s jis like you say, Fifine,” murmured old Cléophas, huskily, when he had played upon the new fiddle that night. “It’s one fine fiddle; an’ like you say, it shine‘ like satin. But some way or udder, ‘t ain’ de same. Yair, Fifine, take it — put it ‘side. I b’lieve, me, I ain’ goin’ play de fiddle no mo’.”

*Kate Chopin - Wikipedia

ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΒΙΟΛΙ


Κέιτ Σοπέν
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Πηγή:  http://diiphilo.blogspot.com/










Όταν πεινούσαν τα μικρά – ήταν μισή ντουζίνα – ο γέρο Κλεόπας έβγαζε το βιολί από τη φανελένια σακούλα του και έπαιζε ένα σκοπό. Έπαιζε ίσως να καταπνίξει τις κραυγές τους, την πείνα τους, ή τη συνείδησή του, ή και τα τρία. Μια μέρα η  Φιφίν, πάνω στο θυμό της, χτύπησε το  ποδαράκι της οργισμένα, έσφιξε τα χεράκια της, και δήλωσε:
«Δε γίνεται αλλιώς! Θα σπάσω αυτό το βιολί και θα το κάνω χίλια κομμάτια!»
«Μην το κάνεις αυτό, Φιφίν,» διαμαρτυρήθηκε ο πατέρας της. «Το βιολί τούτο είναι τρεις φορές τα χρόνια τα δικά σου και τα δικά μου χρόνια, αν τα προσθέσουμε μαζί. Αρκετά συχνά μου λες για εκείνο τον Ιταλό που μου το δώρισε όταν πέθανε, πολύ πριν τον πόλεμο. Μου είπε ‘Κλεόπα, τούτο το βιολί, αυτό το μέρος της ζωής μου – θα ζήσει όταν πεθάνω –Dieu merci ! Μίλα πιο αργά, Φιφίν.»
«Λοιπόν, κάτι θα κάνω μ’ αυτό το βιολί, va!» αποκρίθηκε η κόρη του, κάπως ησυχασμένη. «Αλλά πρόσεχε τα λόγια μου.»
Έτσι μια φορά όταν γινόταν μεγάλο ξεφάντωμα στη μεγάλη φυτεία – ατέλειωτες σειρές από κυρίες και κυρίους από την πόλη, ιππασία, βόλτες με αμάξια, χοροί και μουσική από ποικίλα όργανα – η Φιφίν, κουβαλώντας το βιολί μέσα στο φανελένιο του σάκο, ανηφόρησε κρυφά προς το αρχοντικό όπου οι εορτασμοί βρίσκονταν σε εξέλιξη.
Κανείς δεν πρόσεξε στην αρχή το ξυπόλυτο κοριτσάκι που καθόταν σ’ ένα σκαλί της βεράντας και, με όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή, ήταν έτοιμο να αδράξει την ευκαιρία.
«Έχω ένα βιολί για πούλημα,» ανακοίνωσε αποφασιστικά στο πρώτο άτομο που τη ρώτησε τι έκανε εκεί.
Ήταν πολύ αστείο το να βλέπει κανείς ένα ρακένδυτο κοριτσάκι να κάθεται εκεί και να προσφέρεται να πουλήσει ένα βιολί. Σε λίγο το παιδί περιστοιχίστηκε από κόσμο.
Το ξεθωριασμένο όργανο βγήκε από τη θήκη του και εξετάστηκε, πρώτα με ιλαρότητα, αλλά γρήγορα με πολλή σοβαρότητα, ιδίως από τρεις κυρίους: ο ένας είχε πολύ μακριά μαλλιά που έπεφταν προς τα κάτω, ο άλλος ήταν κι αυτός μακρυμάλλης, αλλά ο τρίτος σχεδόν φαλακρός.
Αυτοί οι τρεις γύρισαν το βιολί πάνω – κάτω, κι αν μπορούσαν, θα το γύριζαν το μέσα έξω. Το έξυσαν και το αφουγκράστηκαν. Το πήραν μαζί τους μέσα στο σπίτι, το έβγαλαν έξω από το σπίτι, το πήγαν σε απομακρυσμένες γωνίες. Όλα αυτά τα έκαναν συμβουλευόμενοι ο ένας τον άλλο και μιλώντας σε γνώριμες και άγνωστες γλώσσες. Και τελικά εξαπέστειλαν τη Φιφίν μ’ ένα άλλο βιολί, δυο φορές ομορφότερο από αυτό που τους είχε φέρει, και επιπλέον μ’ ένα μάτσο λεφτά!
Το παιδί έμεινε άφωνο από κατάπληξη και έφυγε τρέχοντας. Αλλά όταν στάθηκε κάτω από μια αγριοπασχαλιά για να εξετάσει περαιτέρω το μάτσο με τα λεφτά, η απορία της μεγάλωσε. Τα λεφτά ήταν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι  η ίδια μπορούσε να μετρήσει και απ’ όσα είχε ποτέ ονειρευτεί ν’ αποκτήσει. Ήταν ασφαλώς αρκετά για να βάλουν καινούργια πέταυρα(σανίδες) στη σκεπή της καλύβας τους. Να βάλουν παπούτσια όλα τα μικρά στα γυμνά τους πόδια και φαγητό στα πεινασμένα τους στόματα. Κι ίσως ακόμη – και η καρδιά της Φιφίν αναγάλλιασε στη σκέψη – ίσως να μπορούσε ν’ αγοράσει την Μπλανσέτ και το μοσχαράκι της που ήθελε να πουλήσει ο μπάρμπα Σιμεών!
«Είναι όπως τα λες, μπάρμπα Σιμεών,» μουρμούρισε με βραχνή φωνή ο γέρο Κλεόπας όταν είχε παίξει το καινούργιο του βιολί εκείνη τη νύχτα. «Είναι ένα φίνο βιολί και όπως λες γυαλίζει λες και είναι από σατέν. Όμως, κατά κάποιο τρόπο δεν είναι το ίδιο. Ει, Φιφίν, έλα και πάρτο – βάλτο στην άκρη. Πιστεύω πως δεν πρόκειται να ξαναπαίξω βιολί πια.

Κέ­ιτ Σο­πέν (Kate Chopin), (1850-1904) Τὸ πραγ­μα­τι­κό της ὄ­νο­μα ἦ­ταν Ka­the­ri­ne O’ Fla­her­ty. Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας γαλ­λο­κα­να­δι­κῆς καὶ ἰρ­λαν­δι­κῆς κα­τα­γω­γῆς. Ἔ­γρα­ψε δι­η­γή­μα­τα γιὰ παι­διὰ καὶ ἐ­νη­λί­κους. Ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἔρ­γα της θε­ω­ροῦν­ται οἱ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των της Bayou Folk (1894) καὶ A night in A­ca­die (1897) κα­θὼς καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα The A­wa­ke­ning (1899) – με­τα­φρα­σμέ­νο καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κά. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ κά­ποι­ους πρό­δρο­μος τῶν φε­μι­νι­στριῶν συγ­γρα­φέ­ων τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γε­νι­κό­τε­ρα στὸ ἔρ­γο της δί­νει ἔμ­φα­ση στὴ ζω­ὴ τῶν γυ­ναι­κῶν καὶ στὸν δια­ρκῆ ἀ­γώ­να τους νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν τὴ δι­κή τους ταυ­τό­τη­τα στὴν κοι­νω­νί­α τοῦ Νό­του τῶν ΗΠΑ στὰ τέ­λη τοῦ 19ου αἰ­ώ­να.

Δεν υπάρχουν σχόλια: