Νίκος Εγγονόπουλος
Κανάρη! –και τα σπήλαια
της γης εβόουν Κανάρη.–
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα: Κανάρη!
(Ανδρέας Κάλβος, Τα ηφαίστεια)
Σκέφτομαι ότι τους παραπάνω στίχους θα έπρεπε να είχε στον νου του ο Νίκος Εγγονόπουλος, όταν έγραφε τον Μπολιβάρ. Η πολιτική ανάγνωση της ποίησής του –συγκεκριμένα του Μπολιβάρ– και της ζωγραφικής του θα φέρει στο φως την αθέατη πλευρά της ιστορίας, η οποία μιλάει μεταμφιεσμένη, ακουμπώντας αφενός στην Ελληνική Επανάσταση, αφετέρου στα σύγχρονά του γεγονότα. Η πολιτική, με την ευρεία έννοια, είναι η πηγή της ποίησής του που δεν είναι «καθαρή», όπως τη θέλησαν οι ποιητές του ελεφάντινου ή γυάλινου πύργου. Όμως, όπως «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» έτσι και η ποίηση, που πηγάζει από την ιστορία και ειδικά σε δύσκολες ώρες.
Ο Εγγονόπουλος αιφνιδίασε με τον Μπολιβάρ· «η τακτική του αιφνιδιασμού άλλωστε ήταν η αγαπημένη του μέθοδος», λέει ο Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά, «Το Χρονικό μιας Δεκαετίας», σ. 269). Ένας ήρωας από τη Λατινική Αμερική και πεθαμένος πριν από εκατόν δέκα χρόνια, μετανάστευσε στην Ελλάδα του 1943, εν μέσω γερμανικής Κατοχής. Το ποίημα κυκλοφορούσε κρυφά χέρι με χέρι, πράγμα που δείχνει πως ο δημιουργός του κρύβεται και κρύβει πίσω από τον Μπολιβάρ πολλά μυστικά.
Το βιβλίο του Κώστα Βόύλγαρη, Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ, με υπότιτλο «Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό», φέρει εξώφυλλο με ζωγραφικό έργο του ίδιου του ποιητή. Είναι ο Κολοκοτρώνης πένης, όπως ερμηνεύει από τα σημεία ο Βούλγαρης ή ο ίδιος ο Εγγονόπουλος με το «χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη του δεξιού χεριού, που ήταν αδύνατο να μην το παρατηρήσεις», όπως γράφει ο Ελύτης (ό.π. σ. 271). Ή, τέλος, είναι το τρισυπόστατο, Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, Κολοκοτρώνης;
Ο Βούλγαρης, με μια συστηματική έρευνα στα πραγματολογικά στοιχεία του ποιήματος, θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τα πρόσωπα που κρύβει ο Εγγονόπουλος πίσω από τις ιστορικές μάσκες, για να υμνήσει τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό με το προσωπείο του Μπολιβάρ αλλά και τον πρώτο στρατηγό του αγώνα και αδιαμφισβήτητο ηγέτη του, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Εγγονόπουλος, ιστορικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά, θα αντιπαραθέσει στον Μακρυγιάννη του Σεφέρη τον Μπολιβάρ, ήτοι τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μαζί του τους Ανδρούτσο, Ρήγα, Ροβεσπιέρο, Λοτρεαμόν, Οικονόμου, Θησέα και άλλους ήρωες, από όλο το φάσμα του μύθου και της ιστορίας, διεθνοποιώντας το σύμβολό του.
Όλα εκείνα που μας φαίνονται υπερρεαλιστικά παιχνίδια του υπερρεαλιστή Εγγονόπουλου παίρνουν σχήμα καθαρό και νόημα σαφές. Το θέμα που γεννιέται ευθύς αμέσως είναι το τι κρύβει αυτή η μεταμφίεση. Και αυτό το «τι» θα τεκμηριωθεί με αναφορές σε ιστορικά κείμενα, στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και στη Διήγηση συμβάντων του Κολοκοτρώνη, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρρηγόπουλου και άλλα γνωστά. Συστηματικά θα μελετήσει και το εικαστικό έργο ως συμπληρωματικό του ποιητικού.
Ο Κολοκοτρώνης δεν κατονομάζεται ευθέως στο ποίημα, όμως όλα μιλούν γι’ αυτόν. Ο Μπολιβάρ είναι ωραίος σαν Έλληνας, αλλά και ο Κολοκοτρώνης είναι ωραίος σαν Μπολιβάρ. Όπως προκύπτει από το ποίημα, στα Ελληνικά Χρονικά που εξέδιδε ο Μάγερ στο Μεσολόγγι το 1824-1826, είναι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που αναφέρεται ως «Βολιβάρ της Ελλάδος». Στους Βίους παράλληλους του Πλουτάρχου είναι ο μυθικός Θησέας που δολοφονείται σπρωγμένος από τον φίλο του τον Λυκομήδη από έναν γκρεμό στη Σκύρο. Ο Κολοκοτρώνης εξορίζεται σε φυλακή της Ύδρας, στην κορυφή του βουνού Έρε, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπως ο Ανδρούτσος στην Ακρόπολη. Τον Ανδρούτσο γκρέμισε ο αδελφοποιτός του ο Γκούρας. Ο Υδραίος στρατηγός στη Λάρισα, Κυριάκος Σκούρτης, είναι αδελφοποιτός του Κολοκοτρώνη, «όστις δεν ήξευρε τίποτε από υπηρεσίαν ξηράς» (πήγε στον πόλεμο, χωρίς να αντικρίσει τον εχθρό) και μόνο που δεν γκρέμισε τον Κολοκοτρώνη. Η Λάρισα είναι οχυρό «κάστρο του Άργους, στα ριζά του ορεινού όγκου της Πελοποννήσου». Και, όπως το φάσμα του Θησέως (ομοίως και στον Μπολιβάρ) πολεμούσε στον Μαραθώνα, βοηθώντας τους Αθηναίους κατά των Περσών, έτσι και ο Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης και οι λοιποί ηγέτες συμμετέχουν στην κατοχική Αντίσταση.
Στο ερώτημα τι είναι αυτό που απασχολεί τον Εγγονόπουλο, η απάντηση είναι ότι βλέπει βαθιά πολιτισμική διαφορά ανάμεσα στους δύο ήρωες της επανάστασης, Μακρυγιάννη και Κολοκοτρώνη, και αυτήν επισημαίνει στο ποίημα. Στους στίχους «Μετά την επικράτηση της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως, στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά […] χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ», ο Βούλγαρης αναγνωρίζει τον τόπο φυλάκισης του Κολοκοτρώνη στο λόφο της Ακροναυπλίας το 1833 και στο Παλαμήδι του Ναυπλίου το 1834-35, εκεί που φυλακίστηκαν και κομμουνιστές και ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και παρέμειναν, ενώ είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση που έφευγε στην Αίγυπτο να πολεμήσουν στην Αλβανία, όπου πολέμησε και ο ίδιος ο Εγγονόπουλος.
Ο Βούλγαρης θα αξιοποιήσει ιστορικά γεγονότα, συμπεριφορές ομοτέχνων του Εγγονόπουλου, τραγούδια που κυκλοφορούσαν στην Ισπανία και μεταγράφηκαν και στα ελληνικά, θα αναφερθεί και στα ρεμπέτικα, διότι «έχει μια οξυδερκή ματιά πάνω στη ρεμπέτικη κοσμοαντίληψη, και στην αντίστοιχη κοινωνική στάση», θα αξιοποιήσει κείμενα του Αντώνη Φωστιέρη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Θεοτοκά, του Αντώνη Λιάκου, τα οποία προσθέτουν, με τον τρόπο τους, στην όλη προβληματική και θα καταλήξει στο ότι «ο Εγγονόπουλος δεν είχε καμιά προσωπική αντίθεση με τη γενιά του ’30», «ήξερε πως ήταν μια γενιά εξουσίας», ο ίδιος ήταν, κατά τον Βούλγαρη, «ο μεγαλύτερος ποιητής μεταξύ των συνομηλίκων του» και ότι «ο Μπολιβάρ είναι το σημαντικότερο συνθετικό ποίημα του ελληνικού 20ού αιώνα». Ο στίχος «Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α» μεταφέρει το μήνυμα των Μαρξ και Ένγκελς, όπως «οι προλετάριοι της παρισινής κομμούνας του 1871 έκαναν έφοδο στον ουρανό».
Το βιβλίο δίνει αφορμές για πολλές περαιτέρω μελέτες. «Έκαστος σιτίζεται, κατά την εικόνα αυτού και κατά την ιδέαν αυτού» λέει ο Βούλγαρης και κατεβάζει αυλαία με τους στίχους:
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ
Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό
Κώστας Βούλγαρης
Βιβλιόραμα
192 σελ.
ISBN 978-960-9548-46-5
Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Μπολιβάρ,
ένα ελληνικό ποίημα
ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.
Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
ΧΟΡΟΣ
στροφή
(entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad
επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)
Πηγή:snhell.gr
ένα ελληνικό ποίημα
ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους,
για τους γενναίους, τους δυνατούς,
Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα,
τα γενναία, τα δυνατά,
Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή,
γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι,
κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια
Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και
γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,
Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο
πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,
Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες,
οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη
νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι,
γενναίοι και δυνατοί.
Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη
τι λέω, κανείς;
Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα
για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα
αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,
Παρόμοια σύμβολα.
Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις,
κι υπερβολές, κι απελπισίες.
Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες.
(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα,
πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο,
Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη
άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,
Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες
νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,
Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους,
αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.
Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα
εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,
Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,
Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου,
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων,
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς,
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι,
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας,
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας,
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας,
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη,
του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια,
καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα,
τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας!
Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,
Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό
και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,
Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου
δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ,
Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι,
ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,
όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες
πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν
τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι,
και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε
στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν,
σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα,
μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου
να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου
τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω
το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ
δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης
προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια
αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη:
τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο,
Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,
ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος
κι εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο
μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του
ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ―
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
ΧΟΡΟΣ
στροφή
(entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad
επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazón,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazón,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazón,
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazón,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazón,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazón.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’
Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως,
χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος
που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος
θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να
κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι
κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση
του μνημείου.
ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία,
νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά
προτίμησιν σε ρυθμό sardane).στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Υδραίος;
(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)
Πηγή:snhell.gr
Κώστας Βούλγαρης: «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ»
Ανθούλα Δανιήλ
της γης εβόουν Κανάρη.–
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα: Κανάρη!
(Ανδρέας Κάλβος, Τα ηφαίστεια)
Σκέφτομαι ότι τους παραπάνω στίχους θα έπρεπε να είχε στον νου του ο Νίκος Εγγονόπουλος, όταν έγραφε τον Μπολιβάρ. Η πολιτική ανάγνωση της ποίησής του –συγκεκριμένα του Μπολιβάρ– και της ζωγραφικής του θα φέρει στο φως την αθέατη πλευρά της ιστορίας, η οποία μιλάει μεταμφιεσμένη, ακουμπώντας αφενός στην Ελληνική Επανάσταση, αφετέρου στα σύγχρονά του γεγονότα. Η πολιτική, με την ευρεία έννοια, είναι η πηγή της ποίησής του που δεν είναι «καθαρή», όπως τη θέλησαν οι ποιητές του ελεφάντινου ή γυάλινου πύργου. Όμως, όπως «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» έτσι και η ποίηση, που πηγάζει από την ιστορία και ειδικά σε δύσκολες ώρες.
Ο Εγγονόπουλος αιφνιδίασε με τον Μπολιβάρ· «η τακτική του αιφνιδιασμού άλλωστε ήταν η αγαπημένη του μέθοδος», λέει ο Ελύτης (Ανοιχτά Χαρτιά, «Το Χρονικό μιας Δεκαετίας», σ. 269). Ένας ήρωας από τη Λατινική Αμερική και πεθαμένος πριν από εκατόν δέκα χρόνια, μετανάστευσε στην Ελλάδα του 1943, εν μέσω γερμανικής Κατοχής. Το ποίημα κυκλοφορούσε κρυφά χέρι με χέρι, πράγμα που δείχνει πως ο δημιουργός του κρύβεται και κρύβει πίσω από τον Μπολιβάρ πολλά μυστικά.
Το βιβλίο του Κώστα Βόύλγαρη, Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ, με υπότιτλο «Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό», φέρει εξώφυλλο με ζωγραφικό έργο του ίδιου του ποιητή. Είναι ο Κολοκοτρώνης πένης, όπως ερμηνεύει από τα σημεία ο Βούλγαρης ή ο ίδιος ο Εγγονόπουλος με το «χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη του δεξιού χεριού, που ήταν αδύνατο να μην το παρατηρήσεις», όπως γράφει ο Ελύτης (ό.π. σ. 271). Ή, τέλος, είναι το τρισυπόστατο, Εγγονόπουλος, Μπολιβάρ, Κολοκοτρώνης;
Ο Βούλγαρης, με μια συστηματική έρευνα στα πραγματολογικά στοιχεία του ποιήματος, θα προσπαθήσει να ανακαλύψει τα πρόσωπα που κρύβει ο Εγγονόπουλος πίσω από τις ιστορικές μάσκες, για να υμνήσει τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό με το προσωπείο του Μπολιβάρ αλλά και τον πρώτο στρατηγό του αγώνα και αδιαμφισβήτητο ηγέτη του, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Εγγονόπουλος, ιστορικά, ιδεολογικά, πολιτισμικά, θα αντιπαραθέσει στον Μακρυγιάννη του Σεφέρη τον Μπολιβάρ, ήτοι τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μαζί του τους Ανδρούτσο, Ρήγα, Ροβεσπιέρο, Λοτρεαμόν, Οικονόμου, Θησέα και άλλους ήρωες, από όλο το φάσμα του μύθου και της ιστορίας, διεθνοποιώντας το σύμβολό του.
Όλα εκείνα που μας φαίνονται υπερρεαλιστικά παιχνίδια του υπερρεαλιστή Εγγονόπουλου παίρνουν σχήμα καθαρό και νόημα σαφές. Το θέμα που γεννιέται ευθύς αμέσως είναι το τι κρύβει αυτή η μεταμφίεση. Και αυτό το «τι» θα τεκμηριωθεί με αναφορές σε ιστορικά κείμενα, στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και στη Διήγηση συμβάντων του Κολοκοτρώνη, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρρηγόπουλου και άλλα γνωστά. Συστηματικά θα μελετήσει και το εικαστικό έργο ως συμπληρωματικό του ποιητικού.
Όλα εκείνα που μας φαίνονται υπερρεαλιστικά παιχνίδια του υπερρεαλιστή Εγγονόπουλου παίρνουν σχήμα καθαρό και νόημα σαφές.Η διεθνοποίηση του Μπολιβάρ γίνεται «τη στιγμή που οι της γενιάς του ’30 ανακαλύπτουν τον Μακρυγιάννη και τον καθιστούν σύμβολο της μοντέρνας “λαϊκότητας”» ή αλλιώς φτιάχνουν την «εθνική μας αφήγηση, το ιστορικό της σχήμα […] με σύμβολο τον Μακρυγιάννη». Ο Σεφέρης στην Αίγυπτο με την κυβέρνηση και τον Μακρυγιάννη; Ο Εγγονόπουλος στο πλευρό του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Τη μυθική μέθοδο ο Σεφέρης; Την ιστορική-πραγματολογική ο Εγγονόπουλος, με σαφείς αναφορές στο 1821. Εμφύλιος τότε, εμφύλιος τώρα.
Ο Κολοκοτρώνης δεν κατονομάζεται ευθέως στο ποίημα, όμως όλα μιλούν γι’ αυτόν. Ο Μπολιβάρ είναι ωραίος σαν Έλληνας, αλλά και ο Κολοκοτρώνης είναι ωραίος σαν Μπολιβάρ. Όπως προκύπτει από το ποίημα, στα Ελληνικά Χρονικά που εξέδιδε ο Μάγερ στο Μεσολόγγι το 1824-1826, είναι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που αναφέρεται ως «Βολιβάρ της Ελλάδος». Στους Βίους παράλληλους του Πλουτάρχου είναι ο μυθικός Θησέας που δολοφονείται σπρωγμένος από τον φίλο του τον Λυκομήδη από έναν γκρεμό στη Σκύρο. Ο Κολοκοτρώνης εξορίζεται σε φυλακή της Ύδρας, στην κορυφή του βουνού Έρε, στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπως ο Ανδρούτσος στην Ακρόπολη. Τον Ανδρούτσο γκρέμισε ο αδελφοποιτός του ο Γκούρας. Ο Υδραίος στρατηγός στη Λάρισα, Κυριάκος Σκούρτης, είναι αδελφοποιτός του Κολοκοτρώνη, «όστις δεν ήξευρε τίποτε από υπηρεσίαν ξηράς» (πήγε στον πόλεμο, χωρίς να αντικρίσει τον εχθρό) και μόνο που δεν γκρέμισε τον Κολοκοτρώνη. Η Λάρισα είναι οχυρό «κάστρο του Άργους, στα ριζά του ορεινού όγκου της Πελοποννήσου». Και, όπως το φάσμα του Θησέως (ομοίως και στον Μπολιβάρ) πολεμούσε στον Μαραθώνα, βοηθώντας τους Αθηναίους κατά των Περσών, έτσι και ο Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης και οι λοιποί ηγέτες συμμετέχουν στην κατοχική Αντίσταση.
Στο ερώτημα τι είναι αυτό που απασχολεί τον Εγγονόπουλο, η απάντηση είναι ότι βλέπει βαθιά πολιτισμική διαφορά ανάμεσα στους δύο ήρωες της επανάστασης, Μακρυγιάννη και Κολοκοτρώνη, και αυτήν επισημαίνει στο ποίημα. Στους στίχους «Μετά την επικράτηση της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως, στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά […] χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ», ο Βούλγαρης αναγνωρίζει τον τόπο φυλάκισης του Κολοκοτρώνη στο λόφο της Ακροναυπλίας το 1833 και στο Παλαμήδι του Ναυπλίου το 1834-35, εκεί που φυλακίστηκαν και κομμουνιστές και ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και παρέμειναν, ενώ είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση που έφευγε στην Αίγυπτο να πολεμήσουν στην Αλβανία, όπου πολέμησε και ο ίδιος ο Εγγονόπουλος.
Ο Βούλγαρης θα αξιοποιήσει ιστορικά γεγονότα, συμπεριφορές ομοτέχνων του Εγγονόπουλου, τραγούδια που κυκλοφορούσαν στην Ισπανία και μεταγράφηκαν και στα ελληνικά, θα αναφερθεί και στα ρεμπέτικα, διότι «έχει μια οξυδερκή ματιά πάνω στη ρεμπέτικη κοσμοαντίληψη, και στην αντίστοιχη κοινωνική στάση», θα αξιοποιήσει κείμενα του Αντώνη Φωστιέρη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Θεοτοκά, του Αντώνη Λιάκου, τα οποία προσθέτουν, με τον τρόπο τους, στην όλη προβληματική και θα καταλήξει στο ότι «ο Εγγονόπουλος δεν είχε καμιά προσωπική αντίθεση με τη γενιά του ’30», «ήξερε πως ήταν μια γενιά εξουσίας», ο ίδιος ήταν, κατά τον Βούλγαρη, «ο μεγαλύτερος ποιητής μεταξύ των συνομηλίκων του» και ότι «ο Μπολιβάρ είναι το σημαντικότερο συνθετικό ποίημα του ελληνικού 20ού αιώνα». Ο στίχος «Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α» μεταφέρει το μήνυμα των Μαρξ και Ένγκελς, όπως «οι προλετάριοι της παρισινής κομμούνας του 1871 έκαναν έφοδο στον ουρανό».
Το βιβλίο δίνει αφορμές για πολλές περαιτέρω μελέτες. «Έκαστος σιτίζεται, κατά την εικόνα αυτού και κατά την ιδέαν αυτού» λέει ο Βούλγαρης και κατεβάζει αυλαία με τους στίχους:
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ
Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στον μακρυγιαννισμό
Κώστας Βούλγαρης
Βιβλιόραμα
192 σελ.
ISBN 978-960-9548-46-5
Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Όταν το Σεπτέμβριο του 1939 κυκλοφορεί η συλλογή του Εγγονόπουλου Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής
ταυτόχρονα κηρύσσεται η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η
Σεπτεμβρίου 1939, και ξεκινά έτσι μια νέα εποχή εθνικής ανασφάλειας. Η
Τσεχοσλοβακία έχει ήδη καταληφθεί από τις γερμανικές δυνάμεις και η
Αλβανία από τις ιταλικές. Ο Εγγονόπουλος το 1941 θα επιστρατευτεί στο
αλβανικό μέτωπο, όπου θα πολεμήσει στην εμπροσθοφυλακή μέχρι το τέλος
των επιχειρήσεων, καθώς όπως ο ίδιος θα πει: «στην περίοδο της όντως
αλησμονήτου “4ης Αυγούστου”, ο όρος “διανοούμενος” συνεπήγετο και την
έννοια του “υπόπτου”». Συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 13 Απριλίου
1941, κρατείται σε στρατόπεδο ‘εργασίας αιχμαλώτων’, δραπετεύει και
επιστρέφει στην Ελλάδα με τα πόδια. Το 1942 θα γράψει το ποίημα Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα,
το οποίο κυκλοφορεί αρχικά σε χειρόγραφα σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού
χαρακτήρα και θα εκδοθεί πριν από την απελευθέρωση, το Σεπτέμβριο 1944
από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Ολυμπία Ταχοπούλου, Μοντερνιστικός πρωτογονισμός. Εκδοχές υπερρεαλισμού στο ποιητικό έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2009, 271-272.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου