Κυριακή, Ιουλίου 26, 2020

Γιώργος Καρελιάς*
Ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας, ο Παπαγγελόπουλος, οι εισαγγελείς και οι δημοσιογράφοι…

Η χτεσινή(Πέμπτη) συνάντηση του πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιγράφεται ως «δύσκολη». Όχι τόσο στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Εκεί λίγο-πολύ υπάρχει συναντίληψη, όπως φάνηκε και από τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος άσκησε μεν κριτική στους κυβερνητικούς χειρισμούς απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, αλλά επί της ουσίας δεν υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση.
  Και πώς θα μπορούσε να υπάρξει, αφού και ο κ. Τσίπρας ως πρωθυπουργός λίγο -πολύ τα ίδια έκανε  κάθε φορά που ο Ερντογάν τέντωνε το σκοινί: κάποια πυροσβεστική παρέμβαση των Αμερικανών, επικοινωνία με Ευρωπαίους και επίκληση των κυρώσεων και τα παρόμοια. Αυτό που πρέπει να πιστωθεί στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι, τουλάχιστον στα εθνικά θέματα, δεν ακολουθεί το λαϊκιστικό πρότυπο αντιπολίτευσης που είχε ακολουθήσει  ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Συμφωνία των Πρεσπών.
 Οι «δυσκολίες» στη συνάντηση των δύο έχουν να κάνουν με τα εσωτερικά θέματα και, πρωτίστως, με όσα γίνονται περί την υπόθεση Νοβάρτις(απόφαση της Βουλής για παραπομπή Παπαγγελόπουλου κ.α). Εδώ υπάρχουν δύο αξιοσημείωτες παρατηρήσεις:
 Πρώτον, στην  ομιλία του στη Βουλή ο κ. Τσίπρας ήταν οξύς εγκαλώντας τον πρωθυπουργό  για «διώξεις πολιτικών αντιπάλων» και συνδέοντας, εμμέσως, την εκ μέρους του παροχή συναίνεσης στα εθνικά θέματα με την εκ μέρους της κυβέρνησης «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». Κάτι, πάντως, που δεν επανέλαβε στις δηλώσεις του μετά τη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό. Η σύνδεση αυτή αποτελεί συνειδητή επιλογή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αισθάνεται «υποχρεωμένος» να μην εγκαταλείψει πολιτικά τον κ. Παπαγγελόπουλο τώρα που βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Πάντως, υπάρχουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτήν την επιλογή. Δεν γίνεται-υποστηρίζουν αυτά τα στελέχη- από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Τσίπρας να επιδιώκουν διεύρυνση προς το Κέντρο  για τη δημιουργία της  «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης» και από την άλλη να συνεχίζουν να ταυτίζονται με πρόσωπα που αποτελούν κόκκινο πανί γι’ αυτόν τον χώρο. Κατά την εκτίμηση των ίδιων, έτσι επαναλαμβάνεται το  λάθος που έγινε με τον Πάνο Καμμένο, την πλήρη ταύτιση με τον οποίο πληρώνει ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ.
 Δεύτερον, ο κ. Μητσοτάκης απέφυγε να πάει στη Βουλή και να μιλήσει για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου. Ακολούθησε έτσι την εξαρχής επιλεγείσα τακτική να μην εμπλακεί η κυβέρνηση, επειδή «είναι θέμα της Βουλής». Αυτή είναι η τυπική δικαιολογία. Πιθανότατα  ο κ. Μητοτάκης δεν ήθελε να ταυτιστεί επ’ αυτού με τον Αντώνη Σαμαρά. Άλλωστε, η επιλογή να παραπεμφθεί μόνο ο κ. Παπαγγελόπουλος έγινε για να ικανοποιηθεί  εν μέρει το κομματικό ακροατήριο και να υφίσταται φθορά ο ΣΥΡΙΖΑ από τις σταδιακές αποκαλύψεις.  Αλλά δεν  ετέθη θέμα παραπομπής και άλλων πολιτικών προσώπων και, πάντως, αποκλείστηκε εξαρχής η παραπομπή Τσίπρα.
 Το λάθος που κάνει ο κ. Μητσοτάκης είναι ότι δεν περιορίζεται στην αναζήτηση ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή εν προκειμένω στον κ. Παπαγγελόπουλο. Αυτό είναι πολιτικά θεμιτό και έχει γίνει σε ανάλογες υποθέσεις το παρελθόν(σκάνδαλο Κοσκωτά , Βατοπαίδι κ.α). Αλλά την επεκτείνει στους χώρους της Δικαιοσύνης και των μέσων ενημέρωσης. Η επιλογή αυτή είναι πρωτοφανής, πολιτικά άστοχη και ενέχει κινδύνους. Ηδη παρατηρείται ένα απεχθές φαινόμενο. Δικαστές και εισαγγελείς έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα που αλληλοκατηγορούνται  Από τη μια οι «συριζαίοι»(Τουλουπάκη κ.α) και από τη άλλη οι «δεξιοί»(Αγγελής κ.α). Η κυβερνητική επιλογή να διωχθεί η κ. Τουλουπάκη είναι απαράδεκτη. Διότι στέλνει  στο χώρο της Δικαιοσύνης το σήμα «μην ερευνάτε σκάνδαλα, γιατί θα πάθετε τα ίδια». Επιπλέον, ανοίγει το δρόμο για ρεβανσισμό. Αύριο, με άλλη κυβέρνηση και άλλη πλειοψηφία στη Βουλή, μπορεί να διωχθεί κάποια «δεξιά» Τουλουπάκη.
  Αυτό, όμως, που είναι εντελώς απαράδεκτο είναι η κυβερνητική επιλογή να  διωχθούν δημοσιογράφοι. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφοι που πολέμησαν λυσσαλέα τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα που έκαναν το ίδιο με τον κ. Μητσοτάκη. Είναι άλλο οι πολιτικές επιλογές(αυτά εντέλει κρίνονται από τους πολίτες-αναγνώστες, τηλεθεατές, ακροατές) και άλλο η ποινικοποίηση του δημοσιογραφικού προϊόντος. Όπως έκαναν λάθος οι του ΣΥΡΙΖΑ με την (άκριτη και άκρατη) στοχοποίηση συλλήβδην των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων ως «εχθρικών»,  άλλο τόσο κάνουν λάθος οι της ΝΔ που θέλουν να λύσουν τις διαφορές τους με «εχθρικούς» δημοσιογράφους μέσω των δικαστηρίων. Όπως έκανε λάθος η κυρία Γεροβασίλη του ΣΥΡΙΖΑ που κατέφυγε σε εξώδικα και μηνύσεις εναντίον της «Καθημερινής», κάνουν λάθος και οι της ΝΔ που θέλουν να τιμωρήσουν «αντίπαλους» δημοσιογράφους επειδή έγραψαν για δική τους εμπλοκή σε σκανδαλώδεις υποθέσεις.
 Η νοοτροπία αυτή, που διακατέχει τα κόμματα εξουσίας, είναι αδιέξοδη και επικίνδυνη για τα δημοκρατικά καθεστώτα. Οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης υπάρχουν για να αποκαλύπτουν και να ελέγχουν(είναι άλλη συζήτηση αν και γιατί-δεν-το κάνουν πάντα). Αυτήν την παγκόσμια δημοσιογραφική αρχή δεν θα την απαρνηθούμε για χάρη καμιάς κυβέρνησης, χτες του κ. Τσίπρα, σήμερα του κ. Μητσοτάκη.
 Το έχει πει πολύ καλά πριν από δεκαετίες ο Αλμπέρ Καμί: «Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι είτε καλός είτε κακός. Αλλά χωρίς ελευθερία είναι απόλυτα βέβαιο ότι ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο από κακός».

*Πηγή: kareliasgiwrgos.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: