Τετάρτη, Ιουλίου 22, 2020

"Έφυγε" ο Γιώργος Φαρσακίδης

Έφυγε από την ζωή ο αγωνιστής του κομμουνιστικού κινήματος και σημαντικός εικαστικός Γιώργος Φαρσακίδης.Αντιστασιακός και κομμουνιστής δέχτηκε διώξεις και έκανε περισσότερα από δεκαέξι χρόνια εξορία στη Μακρόνησο, τον Αϊ - Στράτη, τη Γυάρο και τη Λέρο. Η πορεία της ζωής του γεμάτη ιστορία αποτυπώθηκε στην τέχνη του.
Βασίλης Αρχιτεκτονίδης Ποίηση: Γιάννης Κακουλίδης - Το Μπλόκο ...Πέθανε έχοντας συμπληρώσει 96 χρόνια γεμάτης ζωής. 
Η πολιτική κηδεία του θα γίνει αύριο στο αίθριο του δημαρχείου Θεσσαλονίκης στις 7 το απόγευμα. https://www.rizospastis.gr/getImage.do?id=80383https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn%3AANd9GcTj4F6q7BLzvCe4XgRRg199tMRXUAVCauSjIA&usqp=CAUhttps://atexnos.gr/wp-content/uploads/2016/07/FARSAKIDIS5.jpgΓιώργος Φαρσακίδης, συνάντηση δυο νέων καλλιτέχνιδων μ' έναν ...Γιωργος Φαρσακιδηςfarsakidis33

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΕΡΙΜΠΑΣΟΒΣΚΑΓΙΑ - Ο Γιώργος Φαρσακίδης υποφέρει από τις αϋπνίες … 

 

Αρχική Πηγή: ΑΛΕ­ΞΑ­ΝΤΡ ΓΙΟΥΡ­ΤΣΕΝ­ΚΟ / Всемирные Одесские Новости 

(Πα­γκό­σμια Νέα της Οδησ­σού)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΗΓΗ-atexnos.gr 


iraklis3

Και δεν είναι πε­ρί­ερ­γο. Είναι 91 χρο­νών, έζησε με­γά­λη ζωή και όλοι δικοί του άν­θρω­ποι μεί­να­νε στο μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν. Είναι γνω­στός ζω­γρά­φος, χα­ρά­κτης, συλ­λέ­κτης, συγ­γρα­φέ­ας, φι­λό­σο­φος. Πα­ρό­λο την ηλι­κία του, η ζωή του είναι γε­μά­τη. Σε όλες τις υπο­θέ­σεις έχει στο πλευ­ρό του τις τρεις βοη­θούς: την Ρ…, την Ε… και την Ά…. Με αυτές έπρε­πε να κα­νο­νί­σου­με την συ­νά­ντη­ση με τον ζω­γρά­φο. Ευ­τυ­χώς, κα­τα­φέ­ρα­με να βρού­με ένα κενό από­γευ­μα στο πρό­γραμ­μά του ανά­με­σα στο φε­στι­βάλ ΚΝΕ, στο οποίο πα­ρου­σια­ζό­ταν ο κ. Φαρ­σα­κί­δης και το επαγ­γελ­μα­τι­κό του τα­ξί­δι στην Αθήνα. Όσον αφορά τις αϋ­πνί­ες, να πε­ρά­σουν οι ατε­λεί­ω­τες νύ­χτες του βοη­θού­σε η Άννα. Με αυτήν μοι­ρα­ζό­ταν τις σκέ­ψεις και τις ανα­μνή­σεις του. Και αυτές ερ­χό­ταν, μια μετά την άλλη, σαν κύ­μα­τα της Μαύ­ρης θά­λασ­σας και του Αι­γαί­ου – των δυο θα­λασ­σών, με τις οποί­ες η μοίρα του Γε­ώρ­γιου Φαρ­σα­κί­δη ήταν στενά συν­δε­δε­μέ­νη.
Όπως ήταν κα­νο­νι­σμέ­νο, εγώ και η κόρη μου, την οποία την είχα μαζί μου για να με­τα­φρά­ζει, φτά­σα­με μπρο­στά στο σπίτι του ζω­γρά­φου στην Θεσ­σα­λο­νί­κη στις 8 η ώρα ακρι­βώς. Η αγω­νία μου κο­ρυ­φώ­θη­κε την στιγ­μή που φτά­σα­με στην εί­σο­δο του σπι­τιού του. Πώς θα με υπο­δε­χτεί; Από πού να ξε­κι­νή­σω τις ερω­τή­σεις; Στην μνήμη μου ξαφ­νι­κά ήρθε η ιστο­ρία που δι­η­γή­θη­κε ο αγα­πη­μέ­νος μου συγ­γρα­φέ­ας επο­χής πρώ­ι­μου χρι­στια­νι­σμού, ο Ευ­πρέ­πιος, ο οποί­ος στο ξε­κί­νη­μα της μο­να­χι­κής του ζωής ρώ­τη­σε έναν σοφό γέ­ρο­ντα: «Πώς να σωθώ;». Η απά­ντη­ση που πήρε, ήταν : «Εάν θέ­λεις να σω­θείς, τότε όταν έρ­χε­σαι στο σπίτι κά­ποιου, μην αρ­χί­ζεις να μιλάς πριν σε ρω­τή­σουν».
Την πόρτα άνοι­ξε ένας άντρας μέσης ηλι­κί­ας, σί­γου­ρα δεν ήταν ο Φαρ­σα­κί­δης. Μας είπε πως ο Γε­ώρ­γιος μας πε­ρί­με­νε και θα είναι μαζί μας από στιγ­μή σε στιγ­μή. Αφού συ­στη­θή­κα­με, κα­θί­σα­με σιω­πη­λά στο σα­λό­νι, έχο­ντας στο νου την συμ­βου­λή του σοφού γέ­ρο­ντα. Στο βάθος φά­νη­κε η σι­λου­έ­τα του Φαρ­σα­κί­δη, μας έριξε ένα αφη­ρη­μέ­νο βλέμ­μα και ξανά εξα­φα­νί­στη­κε μέσα. Σε λίγα λεπτά, όμως, ο ζω­γρά­φος μπήκε στο σα­λό­νι.
Ο Φαρ­σα­κί­δης ήταν αρ­κε­τά ψηλός και πολύ αδύ­να­τος. Το μπλε που­κά­μι­σο με κοντά μα­νί­κια κρε­μό­ταν πάνω του, σαν να μην ήταν δικό του. Τα μαλ­λιά του ήταν ανα­κα­τε­μέ­να. Προ­χω­ρού­σε αργά και με προ­σο­χή. Μου έκανε εντύ­πω­ση το πρό­σω­πό του, δεν είχε σχε­δόν κα­θό­λου ρυ­τί­δες. Το βλέμ­μα του τα­ξί­δευε κάπου μα­κριά. Πλη­σί­α­σε στο τε­ρά­στιο οβάλ τρα­πέ­ζι, το οποίο έπια­νε σχε­δόν όλον τον χώρο στο σα­λό­νι, και, με την βο­ή­θεια της γραμ­μα­τέ­ας του Άννας, κά­θι­σε απέ­να­ντί μας.
Χαι­ρε­τη­θή­κα­με και η σιωπή συ­νε­χί­στη­κε. Μετά από λίγο ο Φαρ­σα­κί­δης είπε κάτι στα ελ­λη­νι­κά στον άντρα που μας είχε ανοί­ξει την πόρτα. Η φωνή του ακου­γό­ταν σι­γα­νή και βρα­χνή, σαν τον ήχο που βγά­ζει το δέ­ντρο, όταν ο αέρας κου­νά­ει τα κλα­διά του.
Ο δεύ­τε­ρος άντρας, ο φίλος του ζω­γρά­φου, επί­σης Γε­ώρ­γιος, ρώ­τη­σε κάτι, πάλι στα ελ­λη­νι­κά, την κόρη μου.
– Ο κύ­ριος Φαρ­σα­κί­δης ρω­τά­ει ποιοι εί­μα­στε και τί θέ­λου­με, – με­τά­φρα­σε η κόρη μου.
Απο­ρή­σα­με με αυτή την ερώ­τη­ση, επει­δή πριν την συ­νά­ντη­ση μας ζή­τη­σαν όλα τα στοι­χεία μας και τον σκοπό της επί­σκε­ψης. Δεν πε­ρι­μέ­να­με ότι ο Φαρ­σα­κί­δης δεν θα ήταν ενη­με­ρω­μέ­νος για την επί­σκε­ψη.
– Ο κύ­ριος Φαρ­σα­κί­δης δεν μπό­ρε­σε να κοι­μη­θεί όλο το βράδυ, μόλις τώρα ξύ­πνη­σε, – πρό­σθε­σε η Ά….
«Ο κα­νό­νας του μο­να­χού Ευ­πρέ­πιου δεν λει­τούρ­γη­σε», σκέ­φτη­κα, «θα πρέ­πει να ξε­κι­νή­σω από την αρχή». Και προ­σπά­θη­σα να εξη­γή­σω, λίγο μπερ­δε­μέ­να, τον λόγο, για τον οποίο ήθελα να τον συ­να­ντή­σω.
– Να μι­λά­με ρώ­σι­κα, κύριε Φαρ­σα­κί­δη; Δεν ξε­χά­σα­τε την μη­τρι­κή σας γλώσ­σα, έτσι;
Ο Φαρ­σα­κί­δης, σκε­πτι­κός, είχε στρέ­ψει το βλέμ­μα του μα­κριά και δεν απα­ντού­σε. Τε­λι­κά είπε κάτι στον Γιώρ­γο, ο οποί­ος μας με­τά­φρα­σε (προς την έκ­πλη­ξή μας επί­σης μι­λού­σε ρώ­σι­κα, επει­δή, όπως μας εξή­γη­σε αρ­γό­τε­ρα, σπού­δα­σε ιστο­ρι­κός στο πα­νε­πι­στή­μιο της Μό­σχας):
– Ο κύ­ριος Φαρ­σα­κί­δης έχει σα­ρά­ντα χρό­νια να μι­λή­σει ρώ­σι­κα. Θα προ­σπα­θή­σει. Να μι­λά­τε κα­θα­ρά και δυ­να­τά.
Έτσι ξε­κί­νη­σε η συ­ζή­τη­σή μας. Εγώ έκανα τις ερω­τή­σεις και ο Φαρ­σα­κί­δης απα­ντού­σε πολύ σι­γα­νά, με την φωνή του να χά­νε­ται στο με­γά­λο δω­μά­τιο, και έπρε­πε να ζο­ρί­σω πολύ την ακοή μου, για να δια­κρί­νω τα λόγια του.
farsakidis
Ο Γε­ώρ­γιος Φαρ­σα­κί­δης γεν­νή­θη­κε το 1926 στην Οδησ­σό, στην οδό Ντε­ρι­μπά­σοβ­σκα­για 16, στο κτή­ριο όπου πριν πολλά χρό­νια στε­γα­ζό­ταν το Λύ­κειο Ρι­σε­λιέ. Όταν το Λύ­κειο με­τα­φέρ­θη­κε στην οδό Ντ­βο­ριάν­σκα­για, όλο το κτη­ρια­κό συ­γκρό­τη­μα αγό­ρα­σε γνω­στός βιο­μή­χα­νος Βά­γκνερ. Σε ένα από αυτά οι γο­νείς του Φαρ­σα­κί­δη αγό­ρα­σαν ένα ευ­ρύ­χω­ρο δια­μέ­ρι­σμα, τα πα­ρά­θυ­ρα του οποί­ου βλέ­πα­νε και στην Ντε­ρι­μπά­σοβ­σκα­για και στην Λαν­τζε­ρό­νοβ­σκα­για. Ο πα­τέ­ρας του, Ανα­στά­σιος, είχε κα­τα­γω­γή από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, όπου οι πρό­γο­νοί του ζού­σα­νε από την εποχή του Βυ­ζα­ντί­ου, και το επί­θε­τό του πριν έρθει στην Οδησ­σό ήταν Φαρ­σα­κί­δο­γλου.
– Ο πα­τέ­ρας σπού­δα­σε στην ρώ­σι­κη σχολή εμπό­ρων στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, δι­η­γή­θη­κε ο Φαρ­σα­κί­δης. – Ο στό­χος της σχο­λής ήταν να δη­μιουρ­γή­σει ένα δί­κτυο εμπό­ρων σε όλη την Οθω­μα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία: η Ρωσία προ­σπα­θού­σε να έχει τον έλεγ­χο στα Στενά, που συν­δέ­α­νε την Μαύρη θά­λασ­σα με την Με­σό­γειο. Οπότε, κατά κά­ποιο τρόπο, ο πα­τέ­ρας ήταν κάτι σαν κα­τά­σκο­πος. Εκτός από αυτό, ήταν οπα­δός της Με­γά­λης Ιδέας, που επι­δί­ω­κε να «ανα­στή­σει» την Με­γά­λη Ελ­λά­δα στα παλιά σύ­νο­ρα της Βυ­ζα­ντι­νής αυ­το­κρα­το­ρί­ας στα πα­ρά­λια της Με­σο­γεί­ου. Πριν από το Πρώτο Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο ο πα­τέ­ρας μου εξο­ρί­στη­κε στην Οδησ­σό λόγω των ιδεών του.
– Κύριε Φαρ­σα­κί­δη, πείτε μου για την μη­τέ­ρα σας, – του ζή­τη­σα.
Τα μάτια του ζω­γρά­φου γέ­μι­σαν με ζε­στα­σιά. Ήξερα ότι ένα από τα τε­λευ­ταία του βι­βλία ήταν αφιε­ρω­μέ­νο στην μη­τέ­ρα του. Σε όλη την ζωή του εκ­δό­θη­καν δέκα επτά βι­βλία και λευ­κώ­μα­τα.
– Η μη­τέ­ρα, Ελένα Ντμί­τριεβ­να Κίβα, προ­ερ­χό­ταν από μια πλού­σια οι­κο­γέ­νεια της Οδησ­σού. Έχο­ντας κλη­ρο­νο­μή­σει με­γά­λο κε­φά­λαιο από τους γο­νείς της, ίδρυ­σε εται­ρία «Ρώ­σι­κες δα­ντέ­λες». Τα­ξί­δευε συχνά στην Ρωσία και στην Ευ­ρώ­πη: έπαιρ­νε εμπό­ριο στο Ορέλ της Ρω­σί­ας και το που­λού­σε στην Βαρ­σο­βία, Πα­ρί­σι και άλλες ευ­ρω­παϊ­κές πό­λεις. Είχε καλ­λι­τε­χνι­κή φλέβα, τρα­γου­δού­σε ωραία και είχε πολ­λές γνω­ρι­μί­ες με ηθο­ποιούς της Όπε­ρας και του Ου­κρα­νι­κού θε­ά­τρου.
– Ήσα­σταν ακόμα μι­κρός, όταν με τους γο­νείς σας με­τα­κο­μί­σα­τε στην Ελ­λά­δα. Τί θυ­μά­στε για την ζωή σας στην Οδησ­σό;
Ο Φαρ­σα­κί­δης βυ­θί­στη­κε στην σκέψη και μετά από πολύ ώρα ξε­κί­νη­σε να δι­η­γεί­ται, αργά, όπως του έρ­χο­νταν διά­φο­ρες ανα­μνή­σεις. Δεν είναι εύ­κο­λο για έναν ενε­νη­ντά­χρο­νο να θυ­μη­θεί τι έγινε στην ηλι­κία των έξι χρο­νών.
– Θυ­μά­μαι γι­γά­ντια δέ­ντρα στο Νι­κο­λά­γιεβ­σκι μπου­λε­βάρ. Θυ­μά­μαι ότι εκεί­νη την εποχή υπήρ­χε με­γά­λη πείνα. Οι άν­θρω­ποι, για να επι­ζή­σουν, τρώ­γα­νε πε­ρι­στέ­ρια και γάτες. Θυ­μά­μαι πως έκλαι­γα, όταν την ίδια μοίρα είχε η αγα­πη­μέ­νη μου γάτα Μούρ­κα.
Ο Φαρ­σα­κί­δης ανοί­γει το βι­βλίο του «Η πρώτη πα­τρί­δα», είναι ιστο­ρία μιας οι­κο­γέ­νειας, που έζησε στην Οδησ­σό σχε­δόν εκατό χρό­νια πριν. Κοι­τά­ζου­με μαζί τις φω­το­γρα­φί­ες των γο­νιών του, της αδελ­φής του, των γει­τό­νων, των φίλων και γνω­στών. Επί­σης υπάρ­χουν και οι φω­το­γρα­φί­ες των καρτ-πο­στάλ από την Οδησ­σό εκεί­νης της επο­χής. Όλα αυτά κρά­τη­σε η μη­τέ­ρα του στο αρ­χείο της και τώρα τα κρα­τά­ει ο ίδιος στο δικό του.
– Ει­λι­κρι­νά, δεν κα­τά­λα­βα πως κα­τά­φε­ρα να πάρω ψηλές κρι­τι­κές για αυτό το βι­βλίο,- μου εμπι­στεύ­τη­κε ο Φαρ­σα­κί­δης. – Τα ελ­λη­νι­κά δεν ήταν η μη­τρι­κή μου γλώσ­σα και η γραμ­μα­τι­κή με δυ­σκό­λε­ψε αρ­κε­τά. Όμως με­γά­λω­σα, δια­βά­ζο­ντας βι­βλία ρώ­σι­κης λο­γο­τε­χνί­ας: τους Πού­σκιν, Τολ­στόι, Ντο­στο­γιέφ­σκι. Πι­θα­νόν η επιρ­ροή τους και η τε­χνι­κή που χρη­σι­μο­ποί­η­σα ευ­θύ­νο­νται για την επι­τυ­χία που γνώ­ρι­σε το βι­βλίο.
Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρα συ­ζη­τά­με με τον ζω­γρά­φο, τόσο πιο κα­θα­ρά ακού­γε­ται η ομι­λία του, τόσο πιο σω­στές και λο­γο­τε­χνι­κές γί­νο­νται οι προ­τά­σεις του. Απί­στευ­τό που στην αρχή με το ζόρι κα­τά­φερ­να να πιάσω τις λέ­ξεις.
Ο Φαρ­σα­κί­δης μου φέρ­νει από­σπα­σμα από την εφη­με­ρί­δα με το σχο­λια­σμό του βι­βλί­ου του. Έχει πολύ εν­δια­φέ­ρον και το πα­ρα­θέ­τω ολό­κλη­ρο πα­ρα­κά­τω:
«Οι ανα­γνώ­στες αντι­κρί­ζουν την ρο­μα­ντι­κή όψη της Οδησ­σού. Κάθε σπίτι – μια ιστο­ρία, κάθε πέτρα – θρύ­λος. Ταυ­τό­χρο­να μπρο­στά στους ανα­γνώ­στες περ­νά­νε ει­κό­νες και γε­γο­νό­τα του Πρώ­του Πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου, της ρώ­σι­κης επα­νά­στα­σης, των πρώ­των χρό­νων Σο­βιε­τι­κού κρά­τους. Με χιού­μορ πε­ρι­γρά­φο­νται τα έθιμα και οι συ­νή­θειες των Οδεσ­σι­τών και προ­ε­πα­να­στα­τι­κός βίος των Ελ­λή­νων της Οδησ­σού. Βέ­βαια, το μικρό αγο­ρά­κι δεν θα μπο­ρού­σε να ξέρει για τα γε­γο­νό­τα που πε­ρι­γρά­φο­νται στο βι­βλίο. Αλλά τις ιστο­ρί­ες, που του έλε­γαν οι γο­νείς του, τις με­τα­δί­δει πολύ ζω­ντα­νά και πει­στι­κά, δια­τη­ρώ­ντας το ύφος και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της αφή­γη­σής τους».
«Η πρώτη πα­τρί­δα» εκ­δό­θη­κε από τον αθη­ναϊ­κό οίκο «Πο­ρεία» και αμέ­σως κέρ­δι­σε τις εντυ­πώ­σεις των ανα­γνώ­στων και των κρι­τι­κών. Το 1984 το βι­βλίο πήρε το πρώτο βρα­βείο Εται­ρί­ας Ελ­λή­νων Λο­γο­τε­χνών. Στην χώρα μας, δυ­στυ­χώς, δεν έχει εκ­δο­θεί. Κρίμα, γιατί πρό­κει­ται για μια αλη­θι­νή «εγκυ­κλο­παί­δεια» της ζωής στην Οδησ­σό δια­φο­ρε­τι­κών επο­χών.
Πηγή: ΑΛΕ­ΞΑ­ΝΤΡ ΓΙΟΥΡ­ΤΣΕΝ­ΚΟ / Всемирные Одесские Новости (Πα­γκό­σμια Νέα της Οδησ­σού)

Δεν υπάρχουν σχόλια: