Δέκα ερωτήσεις, περισσότερο αφορμές και σπινθήρες για μια συνομιλία, ανάμεσα σ’ έναν επίμονο αναγνώστη κι ένα πρόσωπο της γραφής. Σήμερα o Αλέξης Πανσέληνος απέναντι σ’ ένα ερωτηματολόγιο που επιχειρεί να ψηλαφίσει, εντός κι εκτός αφηγηματικής επιφάνειας, διαθέσεις, εμμονές, αναγωγές.
• Γράφετε συνεχώς το ίδιο βιβλίο ή στο έργο σας εντοπίζετε τομές και ασυνέχειες;
Ενώ ήμουν σίγουρος πως κάθε φορά έγραφα κάτι καινούργιο, τώρα κοιτώντας προς τα πίσω διαπιστώνω πως όλα αυτά είναι παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Φαίνεται τελικά πως πρόκειται για το ίδιο βιβλίο, γραμμένο αλλιώς κάθε φορά. Αυτό τελικά δεν είναι κακό. Και ο εαυτός μας είναι κάτι σαν παραλλαγές πάνω στον πρώτο, τον παιδικό εαυτό μας.
• Εκτός από τη λογοτεχνία, τι άλλο καθορίζει και φωτίζει το έργο σας;
Ασφαλώς η μουσική.
• Υπάρχει κάποιο βιβλίο που βιαστήκατε να το παραδώσετε στον εκδότη σας και κάποιο άλλο που το απωθείτε, το «φοβάστε» μέχρι σήμερα;
Ποτέ δεν βιάστηκα, ευτυχώς. Τα μυθιστορήματα θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν σαν ιδέα και χρόνο για να γραφτούν. Το είδος είναι δύσκολο και απαιτητικό, εφόσον μιλάμε για μυθιστορήματα βεβαίως και όχι για διογκωμένα διηγήματα.
Φοβούμαι πολύ ένα μυθιστόρημά μου που άρχισε να γράφεται στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και ίσαμε σήμερα συνεχίζω να το δουλεύω στα μεσοδιαστήματα των άλλων που έχω βγάλει. Τώρα έχω καταπιαστεί ξανά με αυτό. Αν αυτή τη φορά καταφέρω να το τελειώσω, θα είναι μεγάλη υπόθεση για μένα. Με έχει δυσκολέψει αφάνταστα.
• Τρεις τίτλοι βιβλίων που σας σφράγισαν, στο πέρασμα του χρόνου, εντός κι εκτός κειμένου…
«Το Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, «Ο Μεγάλος Πέτρος» του Αλέξη Τολστόι, «Το Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ.
• Υπάρχουν αρνητικές κριτικές που σας βοήθησαν και θετικές που υπομειδιάσατε;
Έχω υπομειδιάσει με κάποιες αρνητικές. Και υπάρχουν κάποιες θετικές που μου πρόσφεραν την ικανοποίηση πως το βιβλίο μου έγινε τέλεια αντιληπτό. Οι κριτικές έρχονται όταν το βιβλίο έχει τελειώσει και εκδοθεί, δεν γίνεται να σε βοηθήσουν. Και μαθήματα παίρνει κανείς πιο καλά από τους συγγραφείς που θαυμάζει – όχι από αλλού.
• Υπάρχει κάποιος παλαιότερος και κάποιος νεότερος Ελληνας συγγραφέας που σας έλκει η γραφή του;
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Κοσμάς Πολίτης.
• Σήμερα, υπάρχουν λογοτεχνικές συντροφιές που διαμορφώνουν το πνευματικό κλίμα της εποχής;
Συντροφιές; Δεν ξέρω να υπάρχουν συντροφιές. Οι περισσότεροι λογοτέχνες είναι μοναχικοί λύκοι. Η εποχή όμως έχει τη δύναμη να διαμορφώνει το πνευματικό κλίμα της λογοτεχνίας, αυτό είναι αναμφίβολο.
• Για ποιο λόγο η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας, εκτός συνόρων, είναι τόσο νωθρή και αποσπασματική;
Διότι δεν επιδοτείται η προβολή της στο εξωτερικό από το κράτος, όπως γίνεται με όλες τις άλλες χώρες. Το δικό μας κράτος αδιαφορεί διαχρονικά για τη λογοτεχνία. Κυρίως επειδή οι πολιτικοί αλιεύουν εκλογική πελατεία από έναν κόσμο που δεν ασχολείται με τη λογοτεχνία και παράλληλα επειδή αισθάνονται (και δικαίως) τον κόσμο του πνεύματος εχθρικό απέναντί τους. Ισαμε να αντιληφθούν πως διαθέτει η χώρα έναν θησαυρό στις τέχνες, θα περάσουν πολλά χρόνια ακόμα.
• Η πολιτική συγκυρία, εντός και εκτός της χώρας, αλλά και η γλώσσα και ο τρόπος της ενημέρωσης αγγίζουν το συγγραφικό εργαστήρι σας;
Βαθιά και καίρια.
• Σας απασχολεί αν μετά θάνατον θα σας θυμούνται μέσα από το έργο σας;
Με απασχολεί με την έννοια πως προσπαθώ τα βιβλία μου να μη διαθέτουν μόνο επικαιρική αξία, αλλά να θίγουν τα θέματα που απαράλλαχτα μας απασχολούν ανά τους αιώνες. Και επίσης προσπαθώ να τους δίνω όσο μπορώ πιο τέλεια την αισθητική αρτιότητα που απαιτεί ένα έργο τέχνης προκειμένου να μιλήσει στον αναγνώστη.
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Eχει εκδώσει εφτά μυθιστορήματα, δύο τόμους διηγημάτων, δοκίμια και άλλα και έχει μεταφράσει ξένη λογοτεχνία από τα γερμανικά και τα αγγλικά. Έχει βραβευτεί με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1986), με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (2012), με Βραβείο της Ακαδημίας (Ιδρυμα Ελένης & Κώστα Ουράνη) (2018) και με το Μεγάλο Βραβείο του «Αναγνώστη» για το σύνολο του έργου και την προσφορά του στην ελληνική λογοτεχνία (2020).
Ενώ ήμουν σίγουρος πως κάθε φορά έγραφα κάτι καινούργιο, τώρα κοιτώντας προς τα πίσω διαπιστώνω πως όλα αυτά είναι παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα. Φαίνεται τελικά πως πρόκειται για το ίδιο βιβλίο, γραμμένο αλλιώς κάθε φορά. Αυτό τελικά δεν είναι κακό. Και ο εαυτός μας είναι κάτι σαν παραλλαγές πάνω στον πρώτο, τον παιδικό εαυτό μας.
• Εκτός από τη λογοτεχνία, τι άλλο καθορίζει και φωτίζει το έργο σας;
Ασφαλώς η μουσική.
• Υπάρχει κάποιο βιβλίο που βιαστήκατε να το παραδώσετε στον εκδότη σας και κάποιο άλλο που το απωθείτε, το «φοβάστε» μέχρι σήμερα;
Ποτέ δεν βιάστηκα, ευτυχώς. Τα μυθιστορήματα θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν σαν ιδέα και χρόνο για να γραφτούν. Το είδος είναι δύσκολο και απαιτητικό, εφόσον μιλάμε για μυθιστορήματα βεβαίως και όχι για διογκωμένα διηγήματα.
Φοβούμαι πολύ ένα μυθιστόρημά μου που άρχισε να γράφεται στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και ίσαμε σήμερα συνεχίζω να το δουλεύω στα μεσοδιαστήματα των άλλων που έχω βγάλει. Τώρα έχω καταπιαστεί ξανά με αυτό. Αν αυτή τη φορά καταφέρω να το τελειώσω, θα είναι μεγάλη υπόθεση για μένα. Με έχει δυσκολέψει αφάνταστα.
• Τρεις τίτλοι βιβλίων που σας σφράγισαν, στο πέρασμα του χρόνου, εντός κι εκτός κειμένου…
«Το Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, «Ο Μεγάλος Πέτρος» του Αλέξη Τολστόι, «Το Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ.
Έχω υπομειδιάσει με κάποιες αρνητικές. Και υπάρχουν κάποιες θετικές που μου πρόσφεραν την ικανοποίηση πως το βιβλίο μου έγινε τέλεια αντιληπτό. Οι κριτικές έρχονται όταν το βιβλίο έχει τελειώσει και εκδοθεί, δεν γίνεται να σε βοηθήσουν. Και μαθήματα παίρνει κανείς πιο καλά από τους συγγραφείς που θαυμάζει – όχι από αλλού.
• Υπάρχει κάποιος παλαιότερος και κάποιος νεότερος Ελληνας συγγραφέας που σας έλκει η γραφή του;
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Κοσμάς Πολίτης.
• Σήμερα, υπάρχουν λογοτεχνικές συντροφιές που διαμορφώνουν το πνευματικό κλίμα της εποχής;
Συντροφιές; Δεν ξέρω να υπάρχουν συντροφιές. Οι περισσότεροι λογοτέχνες είναι μοναχικοί λύκοι. Η εποχή όμως έχει τη δύναμη να διαμορφώνει το πνευματικό κλίμα της λογοτεχνίας, αυτό είναι αναμφίβολο.
• Για ποιο λόγο η παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας, εκτός συνόρων, είναι τόσο νωθρή και αποσπασματική;
Διότι δεν επιδοτείται η προβολή της στο εξωτερικό από το κράτος, όπως γίνεται με όλες τις άλλες χώρες. Το δικό μας κράτος αδιαφορεί διαχρονικά για τη λογοτεχνία. Κυρίως επειδή οι πολιτικοί αλιεύουν εκλογική πελατεία από έναν κόσμο που δεν ασχολείται με τη λογοτεχνία και παράλληλα επειδή αισθάνονται (και δικαίως) τον κόσμο του πνεύματος εχθρικό απέναντί τους. Ισαμε να αντιληφθούν πως διαθέτει η χώρα έναν θησαυρό στις τέχνες, θα περάσουν πολλά χρόνια ακόμα.
• Η πολιτική συγκυρία, εντός και εκτός της χώρας, αλλά και η γλώσσα και ο τρόπος της ενημέρωσης αγγίζουν το συγγραφικό εργαστήρι σας;
Βαθιά και καίρια.
• Σας απασχολεί αν μετά θάνατον θα σας θυμούνται μέσα από το έργο σας;
Με απασχολεί με την έννοια πως προσπαθώ τα βιβλία μου να μη διαθέτουν μόνο επικαιρική αξία, αλλά να θίγουν τα θέματα που απαράλλαχτα μας απασχολούν ανά τους αιώνες. Και επίσης προσπαθώ να τους δίνω όσο μπορώ πιο τέλεια την αισθητική αρτιότητα που απαιτεί ένα έργο τέχνης προκειμένου να μιλήσει στον αναγνώστη.
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Eχει εκδώσει εφτά μυθιστορήματα, δύο τόμους διηγημάτων, δοκίμια και άλλα και έχει μεταφράσει ξένη λογοτεχνία από τα γερμανικά και τα αγγλικά. Έχει βραβευτεί με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1986), με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (2012), με Βραβείο της Ακαδημίας (Ιδρυμα Ελένης & Κώστα Ουράνη) (2018) και με το Μεγάλο Βραβείο του «Αναγνώστη» για το σύνολο του έργου και την προσφορά του στην ελληνική λογοτεχνία (2020).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου