Νίκος Δήμου , "Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας"
παρθένα η [parθéna] Ο25 αρσ. παρθένος [parθénos] Ο18 : 1. γυναίκα που δεν έχει έρθει σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με άντρα, που διατηρεί άθικτο τον παρθενικό της υμένα: H γυναίκα που θα παντρευτώ θέλω να είναι ~. Οι κοπέλες που στολίζουν τον Επιτάφιο πρέπει να είναι παρθένες. || ως προσηγορικό όνομα της Παναγίας: Παναγιά μου Παρθένα! 2. (αρσ.) για άντρα που δεν έχει έρθει ακόμα σε σεξουαλική επαφή με γυναίκα.
- αγάμητος, -η, -ο [aγámitos]
- not engaging in sexual intercourse (syn L ασυνουσίαστος):
- pass αγάμητη κοπέλα, αγάμητο κορίτσι, αγάμητη γεροντοκόρη |
- folks. αγάμητ' είν' η κόρη μας, έχει και δυο μπαστάρδια
- ⓐ act πέθανε ~ και πάει παρθένος στον άλλο κόσμο:
- prov καλόγερέ μου αγάμητε, και ποιος να σε πιστέψη!
[fr AG ἀγάμητος unmarried]- not engaging in sexual intercourse (syn L ασυνουσίαστος):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου