Κορνήλιος Καστοριάδης και Κλοντ Λεφόρ: Το ρίσκο της δημοκρατίας και η ριζοσπαστικότητα του αυτοπεριορισμού
Σωτήρης Σιαμανδούρας*
Εισήγηση στο Συνέδριο: Κορνήλιος Καστοριάδης, 20 χρόνια μετά
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές που μας έδωσαν την ευκαιρία για αυτό το συνέδριο. Είναι άνθρωποι με τους οποίους, την πολιτική θεωρία και τη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη ειδικότερα, προσπαθήσαμε να τη βγάλουμε στον δρόμο. Τη διδάξαμε και τη μελετήσαμε σε καφετέριες, σε κοινωνικούς χώρους, στην αυτοδιαχειριζόμενη ΕΡΤ κλπ. Και έφτασε πολύ μακριά με αυτόν τρόπο, σε ανθρώπους και μέρη που δεν φαντάζεστε εύκολα. Το γεγονός ότι αυτή η δουλειά φιλοξενείται τώρα στην Ακαδημία δεν είναι μόνο σπουδαίο, είναι και συγκινητικό. Αυτό το πλαίσιο εξηγεί ίσως σε κάποιο βαθμό και τους λόγους για τους οποίους θα δώσω σήμερα περισσότερη έμφαση σε ζητήματα που σχετίζονται με το επίπεδο μιας πρακτικά προσανατολισμένης πολιτικής θεωρίας και όχι τόσο με πιο «καθαρά» φιλοσοφικά ερωτήματα.
Ο Κορνηλιος Καστοριάδης και ο Κλοντ Λεφόρ λοιπόν, ανήκουν στην ίδια γενιά και έχουν κοινή πολιτική αφετηρία. Συναντιούνται για πρώτη φορά στο PCI (Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα, τροτσκιστικό) το 1946. Αποχωρούν μαζί το 1949, διαφωνώντας με την ανάλυση ότι η ΕΣΣΔ είναι «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» που χρήζει υπεράσπισης σε περίπτωση παγκοσμίου πολέμου, και γίνονται ιδρυτικά μέλη της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Για τα επόμενα 9 χρόνια συγκρούονται αλλά και συνυπάρχουν. Ο Κλοντ Λεφόρ αποχωρεί τελικά, μόλις το 1958. Και στη συνέχεια όμως, συναντώνται σε άλλες κοινές εκδοτικές προσπάθειες και έντυπα, όπως στα περιοδικά Textures και Libre. [1]
Από τη μακρόχρονη πολιτική συνύπαρξη, ο Λεφόρ και ο Καστοριάδης κληρονομούν κάποιες κοινές θεματικές και ευαισθησίες. Ειδικότερα, την αιχμηρή κριτική της γραφειοκρατίας σε Ανατολή και Δύση, από επαναστατική –αρχικά τουλάχιστον- και όχι από φιλελεύθερη σκοπιά, την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και του κινδύνου του ολοκληρωτισμού, τον βαθύ σεβασμό και την πραγματική αγωνία για τη δημοκρατία. Ωστόσο, παρά την κοινή τους πολιτική αφετηρία και την αταλάντευτη δημοκρατική ευαισθησία, ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Κλοντ Λεφόρ έρχονται σε βαθιά ρήξη γύρω από ένα κεντρικό ερώτημα, τί είναι και τι πρέπει να είναι η δημοκρατία, ένα δίλημμα που τίθεται σε διάφορες μορφές: συλλογική αυτοθέσμιση ή εκκένωση του χώρου της εξουσίας, εξουσία όλων ή εξουσία κανενός, άμεση δημοκρατία ή άγρια δημοκρατία, κι ακόμη, η δημοκρατία ως πρόταγμα ή η σημερινή, υπαρκτή δημοκρατία;
_________________________________________
* Ο Σωτήρης Σιαμανδούρας είναι διδάκτορας Πολιτικής Θεωρίας και διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[1] Στην ιστορία του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» αναφέρεται ο Καστοριάδης στην αρχή μιας συνέντευξής του το 1974, η οποία δημοσιεύεται στα ελληνικά με τον τίτλο «Γιατί δεν είμαι μαρξιστής», στον τόμο Ακυβέρνητη κοινωνία. Συνεντεύξεις και συζητήσεις 1974-1997, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας (Αθήνα: Ευρασία, 2010), 39 κ.εξ. Στοιχεία αντλώ επίσης από το Nicolas Poitier επιμ., Cornelius Castoriadis et Claude Lefort: l’expérience démocratique (Lormont: Le bord de l’eau, 2015), 11 κ.εξ.
______________________________________
Αυτό είναι ένα ερώτημα που μας αφορά και εμάς. Αφορά καταρχάς τα κινήματα που έχουν σήμερα αναφορά στη ριζοσπαστική δημοκρατία και αντιμετωπίζουν παρόμοια διλήμματα, αλλά αφορά και τη δημοκρατία συνολικότερα, σε μια περίοδο βαθειάς κρίσης, όπου κυριαρχεί μάλλον η μεταπολιτική.
Στην εποχή της ανόδου της ασημαντότητας υπάρχει λοιπόν ένας λόγος παραπάνω να συζητηθεί, αν όχι να γεφυρωθεί αυτή η ρήξη, που δεν είναι μια ρήξη μεταξύ δύο παλιών συντρόφων αλλά μεταξύ δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη δημοκρατία. Μέσα από την προσπάθεια να τις συγκεράσουμε, θα μπορούσε να ανοίξει κάποιος νέος δρόμος. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι υπάρχει σχετικό ενδιαφέρον και είναι αρκετοί αυτοί που έχουν ήδη επιχειρήσει τη συγκριτική μελέτη των δύο στοχαστών.[2]
Μπορεί όμως να γεφυρωθεί; Για να το συζητήσουμε αυτό, θα πρέπει να δούμε την έκταση και την ιστορία της.
Η διαφωνία του Καστοριάδη και του Λεφόρ εκδηλώνεται για πρώτη φορά αρκετά νωρίς, στο πλαίσιο της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, όταν η αντιπαράθεση γύρω από την ανάγκη της κομματικής οργάνωσης την οδηγεί σε διάσπαση. Όσο κι αν αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο σήμερα, ο Κορνήλιος Καστοριάδης εκείνη την εποχή είναι με την πλευρά που υπερασπίζεται την ανάγκη ενός κόμματος, ως εργαλείο αναγκαίο για την ταξική πάλη. Και είναι ο Κλοντ Λεφόρ εκείνος που αποχωρεί με την πιο ελευθεριακή τάση της ομάδας.
______________________________
[2] Μόνο στο σχετικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 2013 στο Université Paris Nanterre, συμμετείχαν είκοσι ομιλητές και ομιλήτριες. Στον σχετικό τόμο στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη, Nicolas Poitier επιμ., Cornelius Castoriadis et Claude Lefort, γράφουν 13 ερευνητές και ερευνήτριες, δύο εκ των οποίων δεν αναφέρονται στο πρόγραμμα του συνεδρίου.
________________________________
Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ένα κόμμα που να βασίζεται στην επαναστατική παράδοση των συμβουλίων. [3] Η κριτική που ασκεί από την άλλη εκείνη την εποχή ο Λεφόρ είναι ότι η οποιαδήποτε πολιτική οργάνωση θα πρέπει να περιοριστεί στο να παρακολουθεί και να υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες που η εργατική τάξη παίρνει αυθόρμητα. Κατά τη γνώμη του Λεφόρ, ένα κόμμα πρωτοπορίας είναι αντιδημοκρατικό εξ ορισμού, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη δομή του, ως διαχωρισμένο σώμα που θεωρεί ότι διαθέτει ανώτερη γνώση και προτείνει σε ένα σώμα που εκτελεί. Όποια μορφή και να πάρει αυτός ο διαχωρισμός, θα οδηγήσει μοιραία σε γραφειοκρατικοποίηση και, κατά συνέπεια, ένα αντιγραφειοκρατικό κόμμα αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις. Ο Λεφόρ αντιπροτείνει συνεπώς μια χαλαρή, αποκεντρωμένη, ευέλικτη μορφή οργάνωσης, με υποστηρικτικό και όχι καθοδηγητικό ρόλο στην ταξική πάλη. [4]
Συνεπώς, ήδη το 1958, ακόμη εντός του πλαισίου της συζήτησης που διεξάγεται στην ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, η αντιπαράθεση του Καστοριάδη και του Λεφόρ έχει, εν σπέρματι, διατυπωθεί. Ο Καστοριάδης υποστηρίζει τη δημοκρατική, αντιγραφειοκρατική, συμβουλιακή οργάνωση της συλλογικής άσκησης της εξουσίας και στο επίπεδο του κόμματος. Ο Λεφόρ αντιθέτως, εντοπίζει το σπέρμα της γραφειοκρατικοποίησης στην ίδια την ύπαρξη αυτής της εξουσίας. [5]
Μια δεύτερη αποτύπωσης αυτής της αντιπαράθεσης έχουμε γύρω από την αποτίμηση του Μάη του ’68. Όπως σημειώνει ο Antoine Chollet [6], που συνοψίζει υποδειγματικά τη συζήτηση, οι δύο στοχαστές συμφωνούν σε τρία κομβικά σημεία για τον Μάη του ’68. Πρώτον, τον θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό, τον τοποθετούν σε μια επαναστατική παράδοση που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της νεωτερικότητας και τον υπερασπίζονται απέναντι στη δυσφήμιση και την υποτίμηση της αξίας του.
______________________________
[3] Καστοριάδης, Ακυβέρνητη κοινωνία, 39 κ.εξ.
[4] Βλ. Claude Lefort, «Organisation et parti», Socialisme ou Barbarie, τ.χ. 26 (1958).
[5] Για μια σύγκριση σε αυτό το επίπεδο βλέπε Nicolas Poirier, «Quel projet politique contre la domination bureaucratique ? Castoriadis et Lefort à Socialisme ou Barbarie (1949-1958)», Revue du MAUSS 2, τ.χ. 38 (2011): 185-196, doi 10.3917/rdm.038.0185.
[6] Antoine Chollet, «Claude Lefort et Cornelius Castoriadis : regards croisés sur Mai 68», Politique et Sociétés 341 (2015): 55, doi: 10.7202/1030100ar.
______________________________
Χαρακτηριστικά, ο Καστοριάδης είναι τόσο ενθουσιασμένος όταν περιγράφει «τα γεγονότα των τελευταίων τεσσάρων εβδομάδων», ώστε γράφει στο «1968, la révollution anticipée», στην πρώτη κιόλας σελίδα, ότι «ο Μάης του ’68 άνοιξε μια νέα περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας» [7] . Δεύτερον, και οι δύο αναδεικνύουν ότι ο Μάης του ’68 αμφισβήτησε τις καθιερωμένες ιεραρχίες και συνεπώς τη γραφειοκρατία, μια μάχη την οποία θεωρούσαν κεντρική ήδη από την εποχή του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα και σημαδεύει το σύνολο του έργου τους. Τρίτον, υπογραμμίζουν τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Μάη, που βρίσκεται σε συμφωνία με την αντίληψή τους για τη δημιουργία, την ενδεχομενικότητα, τον ανοιχτό χαρακτήρα της ιστορίας.
Ωστόσο, παρά τις συγκλίσεις, βλέπουμε να αναδιατυπώνεται και πάλι η βασική τους διαφωνία, όχι πια με αφετηρία τον τρόπο οργάνωσης σε μια μικρή πολιτική ομάδα αλλά την εκτίμηση του χαρακτήρα ενός κορυφαίου πολιτικού γεγονότος, που σημάδεψε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Στο νέο αυτό πλαίσιο, γίνεται εμφανέστερη η έκτασή της. Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ο Μάης είναι μια αποτυχημένη επανάσταση, η οποία ηττήθηκε γιατί, όπως και πολλές επαναστάσεις του παρελθόντος, δεν μπόρεσε να εγκαθιδρύσει μια δημοκρατική εξουσία, να αρθρώσει και να εφαρμόσει το πρόταγμα της αυτονομίας.
Μάλιστα, η ήττα αυτή είχε σοβαρές πολιτικές συνέπειες, γιατί άνοιξε τον δρόμο για την αντίδραση, την ιδιωτικοποίηση του ατόμου, την περαιτέρω γραφειοκρατικοποίηση των δυτικών κοινωνιών και την ένταση των αυταρχικών πολιτικών.[8] Για τον Κλόντ Λεφόρ αντιθέτως, ο Μάης του ’68 ήταν μια επιτυχημένη εξέγερση. [9] Δεν πήρε την εξουσία, όχι γιατί δεν μπόρεσε αλλά γιατί δεν θέλησε.
Και σωστά δεν θέλησε να πάρει την εξουσία, λέει ο Λεφόρ, γιατί αυτό προϋποθέτει πάντοτε τη χρήση του τρόμου. Αντιθέτως, ο Μάης νίκησε γιατί κατάφερε να γενικεύσει την αναταραχή και την αταξία. Κι αυτό αποτελεί από μόνο του επιτυχία [10], είναι το θεμέλιο της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
________________________________
[7] Στο Edgar Morin, Claude Lefort, και Cornelius Castoriadis, Mai 68, La Brèche (Παρίσι: Fayard, 1968).
[8] Chollet, «Claude Lefort et Cornelius Castoriadis», 52.
[9] Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο Lefort δεν ασκεί και κριτική. Για παράδειγμα, σε άρθρο του στη Monde το 1969 με τίτλο «Réssurection de Trotsky ?» διαπραγματεύεται την αντιφατική σημασία της ανόδου του τροτσκισμού μετά τον Μάη. Βλέπε Claude Lefort, Éléments d’une critique de la bureaucratie (Γενεύη: Librairie Droz S.A., 1971), 347-350.
[10] Chollet, «Claude Lefort et Cornelius Castoriadis», 53 και Castoriadis, «1968, la révolution anticipée» στο Castoriadis, Lefort, Morin, Mai 68, La Brèche.
______________________________
Αυτή η αντιπαράθεση την οποία εντοπίσαμε πρώτα σε ένα στοιχειακό οργανωτικό επίπεδο και στη συνέχεια γύρω από το μεγάλο ιστορικό γεγονός του Μάη, αναπαράγεται στη συνέχεια σε πιο θεωρητικό και φιλοσοφικό επίπεδο, γιατί μπορεί οι δύο στοχαστές να εγκαταλείπουν την πολιτική δράση αυτή καθαυτή, αλλά δεν σταματούν ποτέ να εμβαθύνουν περαιτέρω θεωρητικά. Μέσα από την πορεία αυτής της συζήτησης, που εκτείνεται σε δεκαετίες, μία ρήξη που αρχικά αφορούσε το ζήτημα της οργάνωσης αποδεικνύεται ρήξη όχι απλώς πολιτική αλλά βαθύτατα φιλοσοφική και με ρίζες που απλώνονται στον χρόνο. Στην προσπάθειά τους να απαντήσουν και οι δύο στοχαστές αναζητούν θεμέλια και αντανακλάσεις στο παρελθόν. Σχηματοποιώντας προσωρινά τη σκέψη τους, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να περιοριστεί έτσι, θα λέγαμε ότι ο Καστοριάδης στρέφεται περισσότερο στο παράδειγμα της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, στα πρώτα σπαράγματα του δημοκρατικού προτάγματος, ενώ ο Λεφόρ ανατρέχει στα θεμέλια της νεωτερικότητας, στα τελευταία σπαράγματα των αυτόνομων ιταλικών πόλεων, και συγκεκριμένα στα γραπτά του Μακιαβέλι.[11]
Κάποιους μπορεί να τους ξενίζει αυτή η στροφή στο απώτερο παρελθόν, αυτή η ενασχόληση με τα θεμέλια, και συχνά έχει ασκηθεί κριτική στον Καστοριάδη για την επιστροφή και την επιμονή του στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Όμως, η ανάγκη για μια τόσο βαθιά αναζήτηση υπαγορεύεται από το μέγεθος της φρίκης που σημάδεψε τον 20ο αιώνα. Γι’ αυτό, ο Καστοριαδης και ο Λεφόρ δεν είναι οι μόνοι που κάνουν αυτή την κίνηση. Στην προσπάθειά της να κατανοήσει τη φρίκη του ναζισμού και τη φριχτή αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Χάνα Άρεντ, η δεσπόζουσα αυτή μορφή, ακολουθεί κι εκείνη αντίστοιχη πορεία. Ανεβαίνει στις πηγές του δυτικού στοχασμού για να αναζητήσει εκεί την αρχή του κακού, ασκεί σκληρή κριτική στον πλατωνισμό και εμπνέεται κι εκείνη από την αρχαία ελληνική δημοκρατία. [12] Από αυτή την άποψη, σημειώνω εν παρόδω, ότι είναι μάλλον βιαστική η εκτίμηση όσων θεωρούν τον Λεφόρ και τον Καστοριάδη μοναχικές και μάλλον απομονωμένες αν όχι περιθωριακές φιγούρες. [13][.........................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου