«Γενίτσαροι», «αποστάτες»,
φιλελεύθεροι-Μια απάντηση στον φίλο Νίκο Αλιβιζάτο
Του Κώστα Δουζίνα*
Καλώς ήλθατε στην εποχή των αντιστάσεων
Στις 6 Ιουνίου μισό εκατομμύριο άνθρωποι σε 550 αμερικανικές πόλεις βγήκαν στους δρόμους για το Black Lives Matter. Μέχρι σήμερα 26 εκατομμύρια έχουν συμμετάσχει σε διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού, των ανισοτήτων και της αστυνομικής βίας στο μεγαλύτερο κίνημα στην Ιστορία της χώρας. Στο Χονγκ Κονγκ, παρά την επίθεση της αστυνομίας σε όσους διαμαρτύρονται για τον νέο νόμο για την ασφάλεια που επέβαλε το Πεκίνο, οι πολίτες βρίσκουν ευφάνταστους τρόπους να εκφράσουν την αντίθεσή τους. Λογοπαίγνια και μικρές παραλλαγές των επίσημων συνθημάτων αντιστρέφουν το μήνυμά τους. Ένα τεράστιο γκράφιτι σε πολυσύχναστη γέφυρα χρησιμοποιεί την πρώτη γραμμή του εθνικού ύμνου ενάντια στο καθεστώς: «Σηκωθείτε, εσείς που αρνείστε να είστε σκλάβοι». Το ρητό του Μάο, «Εκείνοι που καταστέλλουν τις μαθητικές κινήσεις δεν θα έχουν καλό τέλος», έγινε viral. Άδειες λευκές σελίδες έχουν αντικαταστήσει τα απαγορευμένα συνθήματα. Εκφράζουν την απαγόρευση της διαμαρτυρίας και τη «λευκή τρομοκρατία», κινεζική φράση για τις πολιτικές διώξεις. Η καταστολή κάνει τους ανθρώπους να αντιστέκονται παντού και πάντα. Οι απαγορεύσεις συχνά στρέφονται ενάντια στους εμπνευστές τους.
Το ξέρουμε και στην Ελλάδα. Η αντίσταση στην αδικία και την αυθαίρετη εξουσία είναι τόσο ελληνικές όσο και τα σκουριασμένα μάρμαρα. Οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι καταλήψεις των πλατειών αποτέλεσαν τον βασικό τρόπο αντίστασης κατά της κοινωνικής αδικίας και της κρατικής καταστολής. Ξέρουμε ότι τα μέτρα του Μητσοτάκη για τη στήριξη της οικονομίας είναι τελείως δυσανάλογα προς το μέγεθος της καταστροφής. Η αναμενόμενη ύφεση και η αύξηση της ανεργίας θα οδηγήσει τον κόσμο στους δρόμους και τις πλατείες, σε μια επιστροφή στο 2011. Εδώ εντάσσεται ο νόμος για τον περιορισμό και την αστυνόμευση των διαδηλώσεων και την τιμωρία των διαμαρτυρόμενων. Οι διατάξεις του είναι πρωτοφανείς για καιρό δημοκρατίας αλλά η λογική τους έρχεται από την καρδιά της δεξιάς ιδεολογίας. Η αστυνομία μπορεί να απαγορεύσει ή να διαλύσει μια διαδήλωση «εάν πιθανολογείται ότι θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής». Αλλά μια διατάραξη της ζωής αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας πορείας. Γι’ αυτό γίνονται στο κέντρο και όχι στα λιβάδια. Ο «διοργανωτής» πρέπει να γνωστοποιήσει τη διαδήλωση εκ των προτέρων και γίνεται υπεύθυνος με την περιουσία του για οποιεσδήποτε ζημιές σε μια προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της αστυνόμευσης. Αλλά είναι ευθύνη του κράτους και όχι του οργανωτή να περιορίσει τις ζημιές ή να αποζημιώσει γι’ αυτές. Δεν μπορεί να επιβάλλει μόνο την καταστολή αλλά να περνάει την αποτυχία της στους ιδιώτες.
Ο συνδυασμός των διατάξεων αποσκοπεί στην απαγόρευση των διαδηλώσεων ή τη μετατροπή τους σε ελεγχόμενες παρελάσεις. Αλλά και η διανομή δώρων στα φίλια ΜΜΕ είναι μέρος της ίδιας στρατηγικής. Αν ο νόμος απαγορεύει τις διαδηλώσεις, η λίστα Πέτσα δείχνει τη διάθεση λογοκρισίας και φίμωσης, την επιθυμία να στραγγαλιστούν οικονομικά οποιαδήποτε μέσα δεν εξυμνούν την κυβέρνηση. Ενθουσιασμένη από την υποτιθέμενη επιτυχία της στην πανδημία, η κυβέρνηση πιστεύει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να μεταφέρει την προσωρινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης του lockdown σε μόνιμο περιορισμό και απαγόρευση της λαϊκής διαμαρτυρίας, του μόνου τρόπου που έχουν οι πολίτες για να αντισταθούν σε απαράδεκτους νόμους και πολιτικές.
«Νομοθεσία των βαρβάρων»
Αυτά είναι γνωστά και συζητημένα. Θα ήθελα εδώ να πω δυο κουβέντες για το πρόσφατο άρθρο του Νίκου Αλιβιζάτου στην “Καθημερινή” για τον νόμο. Με παρακίνησε η αναφορά του στον «γενιτσαρισμό» όσων ήρθαν στον ΣΥΡΙΖΑ από άλλα κεντροαριστερά κόμματα. Με τον φίλο Νίκο είμαστε συνομήλικοι, κάναμε το διδακτορικό μας την ίδια περίοδο, εκείνος στο Παρίσι, εγώ στο Λονδίνο, για όμοιο θέμα, την πολιτική ελευθερία. Γνωριστήκαμε σε κομματικές συνεδριάσεις ως μέλη του Ρήγα Φεραίου, εκείνος στο Παρίσι, εγώ στο Λονδίνο, περπατήσαμε μαζί σε πορείες και διαδηλώσεις και είχαμε παράλληλες καριέρες. Η αναφορά του στο βιβλίο του Γιώργου Κατηφόρη «Η νομοθεσία των βαρβάρων» για τους νόμους της Χούντας είναι σημαντική. Ο Κατηφόρης ήταν καθηγητή στο UCL του Λονδίνου τα χρόνια της Χούντας και μετά, φίλος του ΚΚΕ εσωτερικού, σημαντικός αριστερός διανοούμενος και μεγάλος σύμβουλος για μας τους νεότερους που ξεκινούσαμε την πανεπιστημιακή μας καριέρα μετά τη δικτατορία. Με αυτή την αναφορά, ο Νίκος υπενθυμίζει στον εαυτό του και σε όσους τον ήξεραν από παλιά το πέρασμά του από την Αριστερά. Αν αποκαλούμε «γενίτσαρους» όσους άφησαν το ΠΑΣΟΚ, που εγκατέλειψε όλες τις θεμελιώδεις αρχές και πολιτικές του, τι πρέπει να λέμε γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν την Αριστερά για το Κέντρο και σήμερα την Κεντροδεξιά; Είναι «αποστάτες» ή η κίνηση από τα αριστερά στα δεξιά απαλλάσσει από οποιαδήποτε κριτική;
Γράφει λοιπόν ο Νίκος, αντιγράφοντας τον Κατηφόρη: «Οι συγκεντρώσεις χρησιμοποιήθηκαν από τον λαό για να καταπολεμηθεί η ουσιαστική αντιδραστικότητα και ανελευθερία των θεσμών, όχι όπως τους όριζε το σύνταγμα, αλλά όπως λειτουργούσαν στην πραγματικότητα. […] Η Αριστερά, ιστορικά, θεωρεί ‘δικό της’ το δικαίωμα του συνέρχεσθαι: αν και μειοψηφική, με μικρό σχετικά κόστος, μπορεί να προβάλει θορυβωδώς δικές της διεκδικήσεις και μάλιστα, αν τη βοηθούν οι περιστάσεις, να πετύχει την ικανοποίηση κάποιων από αυτές». Και καταλήγει λέγοντας ότι τα νεότερα αριστερά στελέχη επέδειξαν «ασύγγνωστη πνευματική οκνηρία» και «ουσιαστική αφωνία… λόγω της ανεξήγητης προσήλωσής τους στις δοκιμασμένες πρακτικές μιας παρωχημένης κινηματικής αντίληψης της πολιτικής».
Ποια είναι η «παρωχημένη κινηματική αντίληψη» όσων απορρίπτουν τον νόμο; Η υπεράσπιση του δικαιώματος των πολιτών να διαμαρτυρηθούν, να διαλαλήσουν, να αντισταθούν; Και γιατί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι το θεωρεί η Αριστερά «δικό» της; Δεν ανήκει στον λαό, του οποίου η κυριαρχία υποτίθεται ότι είναι το θεμέλιο του συντάγματος που επικαλείστε συχνά; Η πολιτική ανυπακοή (civil disobedience), η δημοκρατική αντίσταση, οι διαδηλώσεις και οι πορείες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έχω συγκεντρώσει τη φιλελεύθερη και ριζοσπαστική φιλοσοφική, νομική και ηθική παράδοση της αντίστασης στο βιβλίο «Philosophy and Resistance in the Crisis» (Polity, 2014). Υποστήριξαν την πολιτική ανυπακοή όχι μόνο οι αριστεροί αλλά και οι φιλελεύθεροι συνταγματολόγοι και φιλόσοφοι: ο John Rawls, o Ronald Dworkin, ο Frank Michelman, ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο. Χωρίς τα κινήματα, τις διαμαρτυρίες και τις αντιστάσεις των δεκαετιών του 1960 και 1970, η Αμερική θα ήταν ακόμη στην εποχή του μεσοπολέμου και του λιντσαρίσματος. Ο Dworkin, στον οποίον ο ταλαντούχος κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στη Βουλή για να υποστηρίξει τον νόμο του, γράφει το 1985: «Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι οι Αμερικανοί αποδέχονται πως η πολιτική ανυπακοή έχει ένα νομιμοποιημένο μέρος στην πολιτική κουλτούρα της κοινότητάς τους».1 Και αυτό αναφέρεται στην ανυπακοή που παραβιάζει τον νόμο, όχι στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα συνάθροισης.
Δεν περιμένω πολλά από τους λογογράφους του Μητσοτάκη. Τα έμπλεξαν με τον Ρουσώ και τον Μοντεσκιέ, τον Dworkin θα ήξεραν; Αλλά, εσύ, φίλε Νίκο, που πρωτοστατήσες στην εισαγωγή του Dworkin στην Ελλάδα; Οι διαμαρτυρόμενοι του Black Lives Matter επιτίθενται στα τεράστια υπόλοιπα του ρατσισμού και του άπληστου καπιταλισμού. Κανένας Αμερικανός νομικός ή φιλόσοφος δεν φαντάστηκε να συμφωνήσει με τον Τραμπ και να τους καταδικάσει ως «εγκληματίες» και «τραμπούκους». Κανένας φιλελεύθερος δεν θα έλεγε τους φοιτητές του Χογκ Κονγκ «παρωχημένους κινηματίες». Κανένας δημοκράτης δεν θα παραξενευτεί αν γυρίσουμε κι εδώ και αλλού στην αγανάκτηση και την αντίσταση.
«Γενίτσαροι», «παρωχημένα κινήματα» και «πνευματική οκνηρία»
Δεν θα έλεγα, Νίκο, ούτε τον Ραγκούση και την Ξενογιαννακοπούλου «γενίτσαρους» ούτε εσένα «αποστάτη». Αποτελούν ad hominem χαρακτηρισμούς και ενδείξεις έλλειψης επιχειρημάτων και αισθητικού μέτρου. Όσο για την «πνευματική οκνηρία» των νέων στελεχών, το μόνο που θα έλεγα είναι ότι ο ψευδεπίγραφος φιλελευθερισμός διαλύεται γρήγορα σε όποιον διαβάσει κριτική θεωρία και τη νομική της μορφή, τις Κριτικές Νομικές Σπουδές (Critical Legal Studies). Δυστυχώς, στην Ελλάδα η κυρίαρχη νομική Παιδεία απεχθάνεται την κριτική.
Είναι σωστή λοιπόν η θέση του Κατηφόρη ότι στη διάρκεια της Χούντας υπήρχε αναντιστοιχία ανάμεσα στους θεσμούς «όπως τους όριζε το σύνταγμα και όπως λειτουργούσαν στην πραγματικότητα». Αλλά το χάσμα μεταξύ των δικαιωμάτων στα συντάγματα και τους νόμους και την εμπειρία των πολιτών είναι τεράστιο και μόνιμο. Τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, στη δουλειά, την Υγεία, την Παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, αποτελούν κενό γράμμα σε μεγάλο βαθμό, τώρα επιχειρείται κάτι ανάλογο και για το δικαίωμα συνάθροισης. Γι’ αυτό το κείμενο συνταγματικής αναθεώρησης που σύνταξες μαζί με άλλους νομικούς διέγραφε τα οικονομικά δικαιώματα με τη δικαιολογία ότι δεν εφαρμόζονται στην πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται επομένως να τα αναγράφουμε στο σύνταγμα. Εμείς, οι κριτικοί, όχι μόνο δεν τα διαγράφουμε αλλά αγωνιζόμαστε να συνδέσουμε τους κανόνες με την εφαρμογή τους. Το προσπαθήσαμε στη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά συναντήσαμε πολιτικό, ιδεολογικό και ακαδημαϊκό τοίχο.
Αλλά όταν χάνουμε τον νόμο έχουμε τον δρόμο. Από τους Αγανακτισμένους στο Occupy και το Black Lives Matter, οι πολίτες απαιτούν κοινωνική δικαιοσύνη, μείωση των αισχρών και γιγαντούμενων ανισοτήτων, κοινωνικό κράτος. Οι φιλελεύθεροι το κατανοούν. «Μπορεί να μην συμφωνώ με τα αιτήματά σου, αλλά θα πολεμήσω για να μπορείς να τα εκφράσεις» είναι το motto κάθε Dworkin. Όσο τα δικαιώματα υποχωρούν θα διαμαρτυρόμαστε, θα αντιστεκόμαστε, θα αγωνιζόμαστε. Ίσως κάποτε να τα πετύχουμε όπως και τόσα άλλα στο παρελθόν: το δικαίωμα της ψήφου, τα εργατικά δικαιώματα, την απαγόρευση των διακρίσεων, τώρα το δικαίωμα συνάθροισης. Κανένα δικαίωμα που θεωρούμε σήμερα δεδομένο δεν θα υπήρχε αν δεν το είχαν επιβάλει τα κινήματα με παράνομες, ακόμη και βίαιες διαμαρτυρίες. Φίλος ο Νίκος, φιλτάτη δ’ αλήθεια.
Να τελειώσω με ένα γενικότερο σχόλιο: Είμαστε τα παιδιά της γενιάς του Μάη, του Πολυτεχνείου και της ανανεωτικής Αριστεράς. Μιας γενιάς που προώθησε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ευρωπαϊκή προοπτική, την απόρριψη των διακρίσεων. Αλλά η αποδοχή της διαφορετικότητας από πολλούς εκπροσώπους της γενιάς μας ήταν επιφανειακή. Πολλοί έφυγαν από την Αριστερά και τις διεκδικήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης και έγιναν πολέμιοι των ιδεών της. Δικαίωμά τους, δεν βοήθησαν και οι αριστερές οργανώσεις. Η καταγγελία προσωπικών διαδρομών, τις οποίες δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, αποτελεί απαράδεκτη δίκη προθέσεων και guilt by association. Αλλά όπως είδαμε και με του Γάλλους Νέους Φιλοσόφους, που πήδησαν από τον Μαοϊσμό στον Σαρκοζί, μια πλευρά των ιδεών της γενιάς μας βοήθησε στη μεταπήδηση. Ο ατομικισμός των τυπικών δικαιωμάτων εύκολα συμβιβάζεται με τον ατομικό και συλλογικό ωφελιμισμό του νεοφιλελευθερισμού. Ο ιδεαλισμός του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού εύκολα μετατρέπεται σε μια ψευδεπίγραφη επιστημονική ουδετερότητα και στον κοσμοπολιτισμό της χρυσής κάρτας συχνών πτήσεων. Η «ελευθερία επιλογών» εύκολα επιβάλλεται στο αίτημα ισότητας. Έτσι εξηγείται ίσως, για κάποιους τουλάχιστον, η ριζική αλλαγή τόσων φίλων της γενιάς του Πολυτεχνείου. Πετυχημένοι πια πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, παράγοντες κάθε μορφής, αποκήρυξαν τα νιάτα τους. Όλοι μας νοσταλγούμε το παρελθόν, τα φοιτητικά χρόνια, τις μεγάλες χαρές και φιλίες των νιάτων μας. Αλλά αν αλλάξαμε ριζικά τη θέση μας, αυτή η αγάπη που δεν μπορούμε να αποχωριστούμε μας πικραίνει. Η αμφιθυμία γίνεται επίθεση στις παλιές πίστεις. Αφορά πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό και μετά τους πρώην συντρόφους. Αυτά δεν ισχύουν για τον Νίκο Αλιβιζάτο, πιστεύω, που ξέρει τη σημασία του Dworkin, του αριστερού φιλελευθερισμού και της τιμής στα νιάτα μας. Αλλά είναι αναπόδραστο μέρος της επιτυχίας και της αποτυχίας της γενιάς μας, όπως ο Μάης, το Πολυτεχνείο και οι πολλαπλές προδοσίες τους.
1 Ronal Dworkin, «A Matter of Principle» (Harvard UP), 105.
* Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς» και τέως βουλευτής
Από την Εφημερίδα Αυγή
Του Κώστα Δουζίνα*
Καλώς ήλθατε στην εποχή των αντιστάσεων
Στις 6 Ιουνίου μισό εκατομμύριο άνθρωποι σε 550 αμερικανικές πόλεις βγήκαν στους δρόμους για το Black Lives Matter. Μέχρι σήμερα 26 εκατομμύρια έχουν συμμετάσχει σε διαδηλώσεις κατά του ρατσισμού, των ανισοτήτων και της αστυνομικής βίας στο μεγαλύτερο κίνημα στην Ιστορία της χώρας. Στο Χονγκ Κονγκ, παρά την επίθεση της αστυνομίας σε όσους διαμαρτύρονται για τον νέο νόμο για την ασφάλεια που επέβαλε το Πεκίνο, οι πολίτες βρίσκουν ευφάνταστους τρόπους να εκφράσουν την αντίθεσή τους. Λογοπαίγνια και μικρές παραλλαγές των επίσημων συνθημάτων αντιστρέφουν το μήνυμά τους. Ένα τεράστιο γκράφιτι σε πολυσύχναστη γέφυρα χρησιμοποιεί την πρώτη γραμμή του εθνικού ύμνου ενάντια στο καθεστώς: «Σηκωθείτε, εσείς που αρνείστε να είστε σκλάβοι». Το ρητό του Μάο, «Εκείνοι που καταστέλλουν τις μαθητικές κινήσεις δεν θα έχουν καλό τέλος», έγινε viral. Άδειες λευκές σελίδες έχουν αντικαταστήσει τα απαγορευμένα συνθήματα. Εκφράζουν την απαγόρευση της διαμαρτυρίας και τη «λευκή τρομοκρατία», κινεζική φράση για τις πολιτικές διώξεις. Η καταστολή κάνει τους ανθρώπους να αντιστέκονται παντού και πάντα. Οι απαγορεύσεις συχνά στρέφονται ενάντια στους εμπνευστές τους.
Το ξέρουμε και στην Ελλάδα. Η αντίσταση στην αδικία και την αυθαίρετη εξουσία είναι τόσο ελληνικές όσο και τα σκουριασμένα μάρμαρα. Οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι καταλήψεις των πλατειών αποτέλεσαν τον βασικό τρόπο αντίστασης κατά της κοινωνικής αδικίας και της κρατικής καταστολής. Ξέρουμε ότι τα μέτρα του Μητσοτάκη για τη στήριξη της οικονομίας είναι τελείως δυσανάλογα προς το μέγεθος της καταστροφής. Η αναμενόμενη ύφεση και η αύξηση της ανεργίας θα οδηγήσει τον κόσμο στους δρόμους και τις πλατείες, σε μια επιστροφή στο 2011. Εδώ εντάσσεται ο νόμος για τον περιορισμό και την αστυνόμευση των διαδηλώσεων και την τιμωρία των διαμαρτυρόμενων. Οι διατάξεις του είναι πρωτοφανείς για καιρό δημοκρατίας αλλά η λογική τους έρχεται από την καρδιά της δεξιάς ιδεολογίας. Η αστυνομία μπορεί να απαγορεύσει ή να διαλύσει μια διαδήλωση «εάν πιθανολογείται ότι θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής». Αλλά μια διατάραξη της ζωής αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας πορείας. Γι’ αυτό γίνονται στο κέντρο και όχι στα λιβάδια. Ο «διοργανωτής» πρέπει να γνωστοποιήσει τη διαδήλωση εκ των προτέρων και γίνεται υπεύθυνος με την περιουσία του για οποιεσδήποτε ζημιές σε μια προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της αστυνόμευσης. Αλλά είναι ευθύνη του κράτους και όχι του οργανωτή να περιορίσει τις ζημιές ή να αποζημιώσει γι’ αυτές. Δεν μπορεί να επιβάλλει μόνο την καταστολή αλλά να περνάει την αποτυχία της στους ιδιώτες.
Ο συνδυασμός των διατάξεων αποσκοπεί στην απαγόρευση των διαδηλώσεων ή τη μετατροπή τους σε ελεγχόμενες παρελάσεις. Αλλά και η διανομή δώρων στα φίλια ΜΜΕ είναι μέρος της ίδιας στρατηγικής. Αν ο νόμος απαγορεύει τις διαδηλώσεις, η λίστα Πέτσα δείχνει τη διάθεση λογοκρισίας και φίμωσης, την επιθυμία να στραγγαλιστούν οικονομικά οποιαδήποτε μέσα δεν εξυμνούν την κυβέρνηση. Ενθουσιασμένη από την υποτιθέμενη επιτυχία της στην πανδημία, η κυβέρνηση πιστεύει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να μεταφέρει την προσωρινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης του lockdown σε μόνιμο περιορισμό και απαγόρευση της λαϊκής διαμαρτυρίας, του μόνου τρόπου που έχουν οι πολίτες για να αντισταθούν σε απαράδεκτους νόμους και πολιτικές.
«Νομοθεσία των βαρβάρων»
Αυτά είναι γνωστά και συζητημένα. Θα ήθελα εδώ να πω δυο κουβέντες για το πρόσφατο άρθρο του Νίκου Αλιβιζάτου στην “Καθημερινή” για τον νόμο. Με παρακίνησε η αναφορά του στον «γενιτσαρισμό» όσων ήρθαν στον ΣΥΡΙΖΑ από άλλα κεντροαριστερά κόμματα. Με τον φίλο Νίκο είμαστε συνομήλικοι, κάναμε το διδακτορικό μας την ίδια περίοδο, εκείνος στο Παρίσι, εγώ στο Λονδίνο, για όμοιο θέμα, την πολιτική ελευθερία. Γνωριστήκαμε σε κομματικές συνεδριάσεις ως μέλη του Ρήγα Φεραίου, εκείνος στο Παρίσι, εγώ στο Λονδίνο, περπατήσαμε μαζί σε πορείες και διαδηλώσεις και είχαμε παράλληλες καριέρες. Η αναφορά του στο βιβλίο του Γιώργου Κατηφόρη «Η νομοθεσία των βαρβάρων» για τους νόμους της Χούντας είναι σημαντική. Ο Κατηφόρης ήταν καθηγητή στο UCL του Λονδίνου τα χρόνια της Χούντας και μετά, φίλος του ΚΚΕ εσωτερικού, σημαντικός αριστερός διανοούμενος και μεγάλος σύμβουλος για μας τους νεότερους που ξεκινούσαμε την πανεπιστημιακή μας καριέρα μετά τη δικτατορία. Με αυτή την αναφορά, ο Νίκος υπενθυμίζει στον εαυτό του και σε όσους τον ήξεραν από παλιά το πέρασμά του από την Αριστερά. Αν αποκαλούμε «γενίτσαρους» όσους άφησαν το ΠΑΣΟΚ, που εγκατέλειψε όλες τις θεμελιώδεις αρχές και πολιτικές του, τι πρέπει να λέμε γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν την Αριστερά για το Κέντρο και σήμερα την Κεντροδεξιά; Είναι «αποστάτες» ή η κίνηση από τα αριστερά στα δεξιά απαλλάσσει από οποιαδήποτε κριτική;
Γράφει λοιπόν ο Νίκος, αντιγράφοντας τον Κατηφόρη: «Οι συγκεντρώσεις χρησιμοποιήθηκαν από τον λαό για να καταπολεμηθεί η ουσιαστική αντιδραστικότητα και ανελευθερία των θεσμών, όχι όπως τους όριζε το σύνταγμα, αλλά όπως λειτουργούσαν στην πραγματικότητα. […] Η Αριστερά, ιστορικά, θεωρεί ‘δικό της’ το δικαίωμα του συνέρχεσθαι: αν και μειοψηφική, με μικρό σχετικά κόστος, μπορεί να προβάλει θορυβωδώς δικές της διεκδικήσεις και μάλιστα, αν τη βοηθούν οι περιστάσεις, να πετύχει την ικανοποίηση κάποιων από αυτές». Και καταλήγει λέγοντας ότι τα νεότερα αριστερά στελέχη επέδειξαν «ασύγγνωστη πνευματική οκνηρία» και «ουσιαστική αφωνία… λόγω της ανεξήγητης προσήλωσής τους στις δοκιμασμένες πρακτικές μιας παρωχημένης κινηματικής αντίληψης της πολιτικής».
Ποια είναι η «παρωχημένη κινηματική αντίληψη» όσων απορρίπτουν τον νόμο; Η υπεράσπιση του δικαιώματος των πολιτών να διαμαρτυρηθούν, να διαλαλήσουν, να αντισταθούν; Και γιατί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι το θεωρεί η Αριστερά «δικό» της; Δεν ανήκει στον λαό, του οποίου η κυριαρχία υποτίθεται ότι είναι το θεμέλιο του συντάγματος που επικαλείστε συχνά; Η πολιτική ανυπακοή (civil disobedience), η δημοκρατική αντίσταση, οι διαδηλώσεις και οι πορείες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έχω συγκεντρώσει τη φιλελεύθερη και ριζοσπαστική φιλοσοφική, νομική και ηθική παράδοση της αντίστασης στο βιβλίο «Philosophy and Resistance in the Crisis» (Polity, 2014). Υποστήριξαν την πολιτική ανυπακοή όχι μόνο οι αριστεροί αλλά και οι φιλελεύθεροι συνταγματολόγοι και φιλόσοφοι: ο John Rawls, o Ronald Dworkin, ο Frank Michelman, ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο. Χωρίς τα κινήματα, τις διαμαρτυρίες και τις αντιστάσεις των δεκαετιών του 1960 και 1970, η Αμερική θα ήταν ακόμη στην εποχή του μεσοπολέμου και του λιντσαρίσματος. Ο Dworkin, στον οποίον ο ταλαντούχος κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε στη Βουλή για να υποστηρίξει τον νόμο του, γράφει το 1985: «Μπορούμε να πούμε σήμερα ότι οι Αμερικανοί αποδέχονται πως η πολιτική ανυπακοή έχει ένα νομιμοποιημένο μέρος στην πολιτική κουλτούρα της κοινότητάς τους».1 Και αυτό αναφέρεται στην ανυπακοή που παραβιάζει τον νόμο, όχι στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα συνάθροισης.
Δεν περιμένω πολλά από τους λογογράφους του Μητσοτάκη. Τα έμπλεξαν με τον Ρουσώ και τον Μοντεσκιέ, τον Dworkin θα ήξεραν; Αλλά, εσύ, φίλε Νίκο, που πρωτοστατήσες στην εισαγωγή του Dworkin στην Ελλάδα; Οι διαμαρτυρόμενοι του Black Lives Matter επιτίθενται στα τεράστια υπόλοιπα του ρατσισμού και του άπληστου καπιταλισμού. Κανένας Αμερικανός νομικός ή φιλόσοφος δεν φαντάστηκε να συμφωνήσει με τον Τραμπ και να τους καταδικάσει ως «εγκληματίες» και «τραμπούκους». Κανένας φιλελεύθερος δεν θα έλεγε τους φοιτητές του Χογκ Κονγκ «παρωχημένους κινηματίες». Κανένας δημοκράτης δεν θα παραξενευτεί αν γυρίσουμε κι εδώ και αλλού στην αγανάκτηση και την αντίσταση.
«Γενίτσαροι», «παρωχημένα κινήματα» και «πνευματική οκνηρία»
Δεν θα έλεγα, Νίκο, ούτε τον Ραγκούση και την Ξενογιαννακοπούλου «γενίτσαρους» ούτε εσένα «αποστάτη». Αποτελούν ad hominem χαρακτηρισμούς και ενδείξεις έλλειψης επιχειρημάτων και αισθητικού μέτρου. Όσο για την «πνευματική οκνηρία» των νέων στελεχών, το μόνο που θα έλεγα είναι ότι ο ψευδεπίγραφος φιλελευθερισμός διαλύεται γρήγορα σε όποιον διαβάσει κριτική θεωρία και τη νομική της μορφή, τις Κριτικές Νομικές Σπουδές (Critical Legal Studies). Δυστυχώς, στην Ελλάδα η κυρίαρχη νομική Παιδεία απεχθάνεται την κριτική.
Είναι σωστή λοιπόν η θέση του Κατηφόρη ότι στη διάρκεια της Χούντας υπήρχε αναντιστοιχία ανάμεσα στους θεσμούς «όπως τους όριζε το σύνταγμα και όπως λειτουργούσαν στην πραγματικότητα». Αλλά το χάσμα μεταξύ των δικαιωμάτων στα συντάγματα και τους νόμους και την εμπειρία των πολιτών είναι τεράστιο και μόνιμο. Τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, στη δουλειά, την Υγεία, την Παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, αποτελούν κενό γράμμα σε μεγάλο βαθμό, τώρα επιχειρείται κάτι ανάλογο και για το δικαίωμα συνάθροισης. Γι’ αυτό το κείμενο συνταγματικής αναθεώρησης που σύνταξες μαζί με άλλους νομικούς διέγραφε τα οικονομικά δικαιώματα με τη δικαιολογία ότι δεν εφαρμόζονται στην πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται επομένως να τα αναγράφουμε στο σύνταγμα. Εμείς, οι κριτικοί, όχι μόνο δεν τα διαγράφουμε αλλά αγωνιζόμαστε να συνδέσουμε τους κανόνες με την εφαρμογή τους. Το προσπαθήσαμε στη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά συναντήσαμε πολιτικό, ιδεολογικό και ακαδημαϊκό τοίχο.
Αλλά όταν χάνουμε τον νόμο έχουμε τον δρόμο. Από τους Αγανακτισμένους στο Occupy και το Black Lives Matter, οι πολίτες απαιτούν κοινωνική δικαιοσύνη, μείωση των αισχρών και γιγαντούμενων ανισοτήτων, κοινωνικό κράτος. Οι φιλελεύθεροι το κατανοούν. «Μπορεί να μην συμφωνώ με τα αιτήματά σου, αλλά θα πολεμήσω για να μπορείς να τα εκφράσεις» είναι το motto κάθε Dworkin. Όσο τα δικαιώματα υποχωρούν θα διαμαρτυρόμαστε, θα αντιστεκόμαστε, θα αγωνιζόμαστε. Ίσως κάποτε να τα πετύχουμε όπως και τόσα άλλα στο παρελθόν: το δικαίωμα της ψήφου, τα εργατικά δικαιώματα, την απαγόρευση των διακρίσεων, τώρα το δικαίωμα συνάθροισης. Κανένα δικαίωμα που θεωρούμε σήμερα δεδομένο δεν θα υπήρχε αν δεν το είχαν επιβάλει τα κινήματα με παράνομες, ακόμη και βίαιες διαμαρτυρίες. Φίλος ο Νίκος, φιλτάτη δ’ αλήθεια.
Να τελειώσω με ένα γενικότερο σχόλιο: Είμαστε τα παιδιά της γενιάς του Μάη, του Πολυτεχνείου και της ανανεωτικής Αριστεράς. Μιας γενιάς που προώθησε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ευρωπαϊκή προοπτική, την απόρριψη των διακρίσεων. Αλλά η αποδοχή της διαφορετικότητας από πολλούς εκπροσώπους της γενιάς μας ήταν επιφανειακή. Πολλοί έφυγαν από την Αριστερά και τις διεκδικήσεις της κοινωνικής δικαιοσύνης και έγιναν πολέμιοι των ιδεών της. Δικαίωμά τους, δεν βοήθησαν και οι αριστερές οργανώσεις. Η καταγγελία προσωπικών διαδρομών, τις οποίες δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, αποτελεί απαράδεκτη δίκη προθέσεων και guilt by association. Αλλά όπως είδαμε και με του Γάλλους Νέους Φιλοσόφους, που πήδησαν από τον Μαοϊσμό στον Σαρκοζί, μια πλευρά των ιδεών της γενιάς μας βοήθησε στη μεταπήδηση. Ο ατομικισμός των τυπικών δικαιωμάτων εύκολα συμβιβάζεται με τον ατομικό και συλλογικό ωφελιμισμό του νεοφιλελευθερισμού. Ο ιδεαλισμός του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού εύκολα μετατρέπεται σε μια ψευδεπίγραφη επιστημονική ουδετερότητα και στον κοσμοπολιτισμό της χρυσής κάρτας συχνών πτήσεων. Η «ελευθερία επιλογών» εύκολα επιβάλλεται στο αίτημα ισότητας. Έτσι εξηγείται ίσως, για κάποιους τουλάχιστον, η ριζική αλλαγή τόσων φίλων της γενιάς του Πολυτεχνείου. Πετυχημένοι πια πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, παράγοντες κάθε μορφής, αποκήρυξαν τα νιάτα τους. Όλοι μας νοσταλγούμε το παρελθόν, τα φοιτητικά χρόνια, τις μεγάλες χαρές και φιλίες των νιάτων μας. Αλλά αν αλλάξαμε ριζικά τη θέση μας, αυτή η αγάπη που δεν μπορούμε να αποχωριστούμε μας πικραίνει. Η αμφιθυμία γίνεται επίθεση στις παλιές πίστεις. Αφορά πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό και μετά τους πρώην συντρόφους. Αυτά δεν ισχύουν για τον Νίκο Αλιβιζάτο, πιστεύω, που ξέρει τη σημασία του Dworkin, του αριστερού φιλελευθερισμού και της τιμής στα νιάτα μας. Αλλά είναι αναπόδραστο μέρος της επιτυχίας και της αποτυχίας της γενιάς μας, όπως ο Μάης, το Πολυτεχνείο και οι πολλαπλές προδοσίες τους.
1 Ronal Dworkin, «A Matter of Principle» (Harvard UP), 105.
* Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ιδρύματος «Νίκος Πουλαντζάς» και τέως βουλευτής
Από την Εφημερίδα Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου