Μάνα θα πάω στον Παράδεισο...
Όσοι ανηφόρισαν στο Θέατρο Βράχων σε μια από τις τελευταίες συναυλίες του Θάνου Μικρούτσικου μπορεί να μην πήγαν μόνο για ν’ ακούσουν τα τραγούδια του. Η δημοσιοποίηση της ασθένειάς του από τον ίδιο ίσως κινητοποίησε την περιέργεια, τον οίκτο ή τη διάθεση μιας νοερής συμπαράστασης.
Ο Μικρούτσικoς δεν εξέπληξε κανέναν, αφού οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήξεραν ότι πάσχει από καρκίνο. Έκανε όμως αίσθηση ο τρόπος του. Λιτός, χωρίς μελοδραματισμούς, μ’ ένα ψήγμα γενναιότητας και μεγάλες δόσεις ψυχραιμίας και μαχητικότητας. Άλλωστε, ποτέ του δεν φοβήθηκε να εκτεθεί, είτε αναλαμβάνοντας δημόσιες θέσεις και κυβερνητικά πόστα είτε εκφράζοντας πάντοτε ευθαρσώς τις πολιτικές του απόψεις.
Φυσικά είναι σημαντική και η συνεισφορά του στη μουσικά και μάλιστα σε όλα της τα είδη. Και μόνο την μελοποίηση του Kαββαδία να είχε κάνει, του εξασφαλίζει μια θέση στην ιστορία της. Αλλά ο ακροτελεύτιος στίχος στο ποίημα «οι 7 νάνοι», Γιε μου πού πας/Μάνα θα πάω στα καράβια, τώρα αποκτά άλλο νόημα. «Μάνα θα πάω να πολεμήσω ενάντια στα κύτταρα που τρελαίνονται».
Η Αμερικανίδα συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ στο βιβλίο της «Η νόσος ως μεταφορά» ερευνά και ανιχνεύει αφενός τις κοινωνιολογικές αντιλήψεις όπως αποτυπώνονται στη γλώσσα και τις προκαταλήψεις που τις συνοδεύουν. «Το κακό», «το ξορκισμένο» και η στερεότυπη φράση στις νεκρολογίες «μετά από σύντομή ή μακροχρόνια πάλη με την επάρατη νόσο» είναι συνεκδοχικές ονομασίες που οι άνθρωποι επινόησαν για να μην πουν τα πράγματα όπως είναι. Στην αρχαιότητα ο Ιπποκράτης αφιέρωσε ολόκληρο δοκίμιο στην επιληψία για να αποδείξει ότι δεν την στέλνουν ούτε οι θεοί ούτε οι μάγοι. Η Σόνταγκ επίσης υποστηρίζει ότι ο καρκίνος μπορεί να μην φέρει το κοινωνικό στίγμα που είχε παλιότερα η χολέρα και μέχρι πρόσφατα η λέπρα και το AIDS, ωστόσο δεν πρέπει να βιώνεται ως μια μορφή δαιμονοληψίας. Προχωράει ακόμα πιο πέρα, απορρίπτοντας την ψυχοσωματική ερμηνεία που θέλει τον καρκινοπαθή υπεύθυνο για την αρρώστια του, αφού είναι ευαίσθητος και στεναχωριέται με το παραμικρό και αυτή η στεναχώρια σωματοποιείται και εγκαθίσταται μεταλλαγμένη στα οστά, στο ήπαρ ή στους πνεύμονες. Τους μεταβιβάζεται έτσι μια η ενοχή για τη οποία υπάρχει η αντίστοιχη τιμωρία.
Αν λοιπόν προσέφερε κάτι η στάση του Μικρούτσικου ήταν να απενοχοποιηθούν οι ασθενείς και όλοι μας να μην βλέπουμε τον καρκίνο σαν κατάρα ή σαν αδιέξοδο ούτε να τον κρίνουμε με μοραλιστικά ή μοιρολατρικά κριτήρια, του τύπου γιατί «Θεέ μου να συμβεί αυτό σε μένα;».
Η Αμερικανίδα συγγραφέας που τον αντιμετώπισε νικηφόρα δυο φορές αλλά μετά από πολλά χρόνια ήρθε η τρίτη και φαρμακερή έλεγε ότι πριν πεθάνει είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να σκαρφαλώσει στο Mattterhorn, να μάθει να παίζει τσέμπαλο και να μάθει κινέζικα.
Ο Έλληνας συνθέτης ήθελε πιο απλά πράγματα: Να μπορεί να δουλεύει, να γράφει μουσική και να δίνει συναυλίες. Σε κάποια από τις πρώτες του συνεντεύξεις που είχε μιλήσει ανοιχτά για την αρρώστια του είχε πει: “Στο βαθμό που κάποια πράγματα εξαρτώνται από μένα το παλεύω του κερατά. Δεν είμαι βλαξ ούτε ζω με ψευδαισθήσεις. Ξέρω όμως ο καρκίνος μου τα έβαλε με λάθος άνθρωπο. Και γι’ αυτό δεν θα τα βάλω κάτω. Θα ζήσω το κάθε λεπτό και θα το ζήσω καλά”.
Και παραμονές Χριστουγέννων έκανε έκκληση οι άνθρωποι αντί για δώρα αυτές τις μέρες να δώσουν αίμα σ’ αυτούς που το έχουν ανάγκη. Ίσως αυτός να είναι ένας ακόμα λόγος που θα πάει στον Παράδεισο και να παίζει εκεί τις μελωδίες του στο πιάνο.
****************************
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Θάνος Μικρούτσικος: Το δισκογραφικό ξεκίνημά του στα χρόνια της δικτατορίας
ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΡΒΑΛΩΜΕΝΕΣ ΚΙΘΑΡΕΣ
Ερμηνεία: Μαρίζα ΚωχΜουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ποίηση: Κωστας Καρυωτάκης
Δον Κιχώτες
Ερμηνεία: Μαρίζα ΚωχΜουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ποίηση: Κωστας Καρυωτάκης
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ
Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει δε σ' το 'λεγα; μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: Σάντσο, τ' άλογό μου!
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
και σαν πορφύρα νιώθωντας χλευαστικιά, πως ρέει,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου