Πέμπτη, Δεκεμβρίου 19, 2019

Μετά το δείπν΄ο ΄γούμενος μεγάλον λόγον κάνει στους ρασοφόρους συνιστών σε ξένο σπίτι σώβρακο κανείς τους να μην βγάνει



     ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΛΩΝΙΑ

«Το Εσώβρακον του Αγίου Γρύφωνος»

*Πρώτη έκδοση: Καζαμίας του έτους 1896
υπό Ιωάννου Κολώνια. Ανατυπώθηκε στο 8ο τεύχος
του περιοδικού "Ο κήπος του Επίκουρου" και 
επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις "Περίπλους" στη
σειρά "Η πορεία της σκέψης", το 1997.  
Εκτενή αποσπάσματα του Εσώβρακου 
αναρτήθηκαν στο θαυμάσιο ιστολόγιο 
του   Sfrank2

[sfrang 2: Του Αγίου Γρύφωνος...]


και αναδημοσιεύτηκαν από πολλούς bloggers 



χωρίς δυστυχώς να παραθέσουν την Πηγή τους. Ντροπή...

Καυστική  σάτιρα της αδίστακτης εξαπάτησης και εκμετάλλευσης των θρησκόληπτων πιστών εκ μέρους  ανήθικων ιερωμένων. Συντάκτης του σπαρταριστού μακρόστιχου ποιήματος που αναρτούμε είναι  ο Ιωάννης Κολώνιας (1868-1917), Ζακυνθινός σατιρικός ποιητής, που πέθανε αλκοολικός και μέσα στην ανέχεια εξαιτίας της καθολικής σχεδόν απομόνωσής του από τον αντιδραστικό κοινωνικό του περίγυρο , του οποίου στηλίτευε με αθυρόστομο τρόπο την υποκρισία και τις προκλητικές αντιχριστιανικές ανομίες. 
Στο ποίημα αυτό το ξεχασμένο σώβρακο ενός εραστή  παπά μετατρέπεται σε ιερό κειμήλιο από τη μοιχαλίδα σύζυγο ενός εύπιστου μέχρι ηλιθιότητας κόντε και καθαγιάζεται  με τη συνδρομή ενός αδίστακτου ηγούμενου ενός μοναστηριού. Για πρακτικούς λόγους χωρίσαμε το κείμενο σε ενότητες βάζοντας υπέρτιτλους σε μιξοβάρβαρη "λόγια" γλώσσα.Μικρές επίσης ορθογραφικού τύπου επεμβάσεις έγιναν σ΄ορισμένα σημεία.

Α. Ο ΠΕΡΙΟΔΕΥΩΝ ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ
[ Διάσημος ρήτωρ και κομιστής ιερών λειψάνων,
περιοδεύων ακαμάτως και κηρύττων των λόγον 
της μετανοίας εθεράπευε πολλούς...]

Ιεροκήρυξ ξακουστός και ρήτωρ εκ των πρώτων

εγύριζεν σ΄Ανατολήν, Δύσιν, Βοράν και Νότον

κηρύττων με ευφράδειαν πολλήν και ευγλωτίαν

προτρέπων εις μετάνοιαν εκάστην κοινωνίαν.

Τους δε πιστούς εφείλκυε με τη ρητορικήν του

ως εφελκύει σίδηρον ο πόλος του μαγνήτου.

Είχε δε λείψανα πολλά οσίων και μαρτύρων

δια των πολλών θαυμάτων του τον θαυμασμόν ενσπείρων.

Και νόσους εθεράπευε πολλάς και μαλακίας

δια των λειψάνων του αυτών της θείας ενεργείας,

διά των λειψάνων του αυτών της θείας ενεργείας.
Β. ΑΦΙΞΙΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΝ
ΚΑΙ Η ΑΠΟ ΑΜΒΩΝΟΣ ΟΜΙΛΙΑ
[ Η από άμβωνος ομιλία του παπά ενώπιον
των ευσεβών πιστών. Η αμοιβαία ερωτική έλξις
του ακμαίου σωματικώς ιεροκήρυκος και
 γυναικός  εκπάγλου  καλλονής υπάνδρου
μετά τινος ζαπλούτου κόντε.]  

Περιοδεύων έφθασε εις μίαν κάποιαν πόλι

ένθα τον απεθαύμαζον  οι κάτοικοί της όλοι.

κατέλυσε δε εν αυτή εις ένα μοναστήρι

ένθα πολλοί ετρέφοντο παπαδοκαλλογήροι.

Ο της μονής ηγούμενος, γέρων μεγάλης φήμης

θεοσεβής, ενάρετος, αγνός, αρχαίας ζύμης.

Πάντες τον υπελήπτοντο, πάντες τον ετιμούσαν

και ως αγίου την δεξιάν με σέβας του φιλούσαν.


Κηρύττων εκ του άμβωνος ο ρήτωρ διακρίνει,

σε πλήθος άλλων γυναικών, μια νια σαν μπουγαρίνι.

Όσον κι αν είναι τις παπάς τ'ωραίον τον ελκύει

γιατί τα άνθη εις την γην ο πλαστουργός εκφύει,

βεβαίως ν'απολαύομεν αυτών την ευωδίαν

να απολαύσει ήθελε κι εκείνος την κυρία.
Νέος κομψός και ο παπάς και ευτραφής κι ακμαίος
ως Πραξιτέλειος Ερμής στο σώμα του ωραίος.
Δέστε τον κ΄εβουρλίστηκε! Σ΄εκάστην ομιλίαν
τα μάτια του προσήλωνε επάνω στην κυρίαν.
"Τι άγγελος", εσκέπτετο "μα τι ουράνιον πλάσμα
αυτή δεν θα ΄ναι άνθρωπος, αγγέλου θα ΄ναι φάσμα!"
Αλλ΄αφ΄ετέρου και αυτή, μάλλον εκ της μορφής του
κατελθεχθείσα (= γοητευμένη) δυνατά ή (=παρά από) της ρητορικής του,
τα μάτια της προσήλωνε πάντα αιτενώς σ΄εκείνον
κι εσκέπτετο ρόδον εγώ κι εκείνος είναι κρίνον.
Προξενηταί εγένοντο τα βλέμματα αλλήλων΄
ο έρως στην καρδίαν τους άναψ΄ευθύς σαν ξύλον.


Η νέα ήτο σύζυγος κόντε τινός ζαπλούτου,

την είδε, την ηγάπησε, έχασ' ευθύς τον νού του.

Ήτο πτωχή! Τι προς αυτό αφού πονεί η καρδία!

τα πλούτη δεν μας φέρουνε τελείαν ευτυχία.

Έρως και αφοσίωσις, ομόνοια κ' ειρήνη

την ευτυχίαν φέρουσι παντού την ευφροσύνη...

Εκείνος την ελάτρευε, την είχε 'κόνισμα του

το ίνδαλμα του βίου του, η τέρψις, η χαρά του.

Τον ηγαπούσε και αυτή, αλλ' όσο μια γυναίκα!

Που έχει στην καρδίαν της χώρο για άλλους δέκα.

Ο έρως πάσης γυναικός πυρκαϊά π΄ανάβει

και καίει σπίτια όσα βρει και βρίσκουσα δεν παύει.
3. ΤΟ ΚΕΡΑΤΩΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΤΕ
[Η απουσία του κόντε από την οικίαν
και η εσπευσμένη άφιξις του παπά,
προκειμένου να γιατρεύσει την  έντονον
κεφαλαγίαν της κοντέσας με τα ιερά
λείψανά του. Το τι θα προκύψει ... ο νοών νοείτω.] 

Ο κόντες ετοιμάστηκε μίαν λαμπρά πρωία

να πάη εις το κτήμα του στην εξοχή μακρία.

Ετοίμασαν την άμαξαν, στην κάμερά της μπαίνει

την χαιρετίζει, την φιλεί΄ κατόπιν κατεβαίνει.

Ετράβηξε στην εξοχή πλην είχε που προσκρούσει

κι εχάλασεν η άμαξα και πρύμνα είχε ανακρούσει.

Ως ότου πάει και ελθεί ο κόντες εις την πόλι

ας δούμε ποιοι στο σπήτι του εχόρευον διαβόλοι. 

Εκείνη: "Να περίστασις!" στην κουβερνάντα λέει,

διότι της ειχε προειπεί το πάθος που την καίει.

"Τρέξε αμέσως στου παπά, πόνοι με έχουν ζώσει

να φέρει τ' άγια λείψανα ευθύς να με σταυρώσει".

"Ωϊμένα το κεφάλι μου" εφώναζ΄ εβογκούσε

κι από την υπηρεσίαν της βοήθειαν εκαλούσε.

Μόλις εισήλθεν ο παπάς με τ΄άγια λείψανά του,

τους λέγει Τώρα όλοι σας να κατεβείτε κάτου.

Αν κάτι μου χρειασθεί, μ΄αρκεί η καμεριέρα

έφυγον όλοι κι έμειναν μονάχοι εκεί πέρα.

Εκράτει δε τα λείψανα  ο υποτακτικός του

νέος ως είκοσι ετών κι επερπατούσε εμπρός του.

Εισέρχονται στην κάμερα και δίχως διατυπώσεις

τι μέσα εκεί εγένετο σ΄αφήνω εσέ να νιώσεις.

Επήρε την κυρά ο παπάς, ο δε (= υποτακτικός) την καμεριέρα

και συ στοχάσου μόνος σου τι έγιν΄εκεί πέρα. 


4. Η ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΟΝΤΕ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΙΣ ΤΟΥ  ΕΣΩΒΡΑΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ.
ΟΙ "ΠΕΙΣΤΙΚΕΣ" ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΝΤΕΣΑΣ
 
Πλην πριν να τελειώσουνε, πριν επανέλθ' η τάξις,

ακούεται εις την αυλήν ο θόρυβος αμάξης.

Επέστρεφεν ο κύριος και βλέπων μαζευμένους

δούλους και δούλες στην αυλήν πολύ τεταραγμένους,

"Πώς τι συμβαίνει;" ερωτά. Κ' εκείνοι: "Η κυρία

μόλις εφύγατ' έπαθεν σφοδρή κεφαλαλγία

κ' είναι επάνω ο παπάς αυτός και την σταυρώνει

με τ' άγιά του λείψανα να μαλαχθούν οι πόνοι".

Τρέχει αμέσως έντρομος, στην κάμερά της ΄μβαίνει,

την βλέπει στο κρεβάτι της επάνω ξαπλωμένη.

Μόλις προφθάσας ο παπάς το ράσο του να βάλει

εστάθη και την σταύρωνε επάνω στο κεφάλι.

Κατόπιν με ευλάβειαν και σέβας τους βλογάει,

τα άγιά του λείψανα επήρε και κινάει.

Μόλις κατέβη πλησιάζει αυτός στην κλίνη

"Τι έχεις φως μου" την ρωτά "Πεθαίνω", λέγει, εκείνη.

"Κεφαλαλγία δυνατή! αγάπη μου, μου μπήκε

αφ΄τη στιγμή που έφυγες αερικό μ΄ευρήκε.

Κι έφερα αυτόν τον άγιον παπά να με σταυρώσει

και με το σταύρωμα ευθύς μού έχει ταπεινώσει."

Εκάθησε πλησίον της, την χάιδευε, την εφίλιε

λόγια παρηγορητικά άναριθμα της μίλιε.

"Ψυχή μου μη εκτίθεσαι στο ψύχος, κάνεις τρέλες"

 πλην κάτω αφ' το προσκέφαλο εξείχον δυό κορδέλες.

Τες τράβηξε κι απόρησε κ' είχε μεγάλο δίκιο

γιατ' έβγαλ' ένα 'σώβρακο, πολύ μεγάλο, ανδρίκιο.

Είχε ξεχάσει ο παπάς αφ΄την μεγάλη βία

 το σώβρακό του, στου ερχομού αυτού τη φασαρία.

Εκείνη απαθέστατα και δίχως να τα χάσει 

"Ως ότου το κεφάλι μου, ψυχή μου, μου περάσει

το ΄χει αφήσει ο παπάς τους πόνους να μου γιάνει

είναι τ' Αγίου Γρύφωνος όπου για πόνους κάνει.

Είναι πολύ θαυματουργός αφού το σώβρακό του

αμέσως μ' εθεράπευσε, σκέψου το κόκκαλό του.

Ω! Αγιέ μου Γρύφωνα πολύ θα σε δοξάζω

και την αγίαν μνήμην σου με νήστεια θα γιορτάζω".

5. ΟΠΟΥ Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΕΙΔΟΠΟΙΕΙ
ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΙΕΡΟΤΗΤΑ"  ΤΟΥ ΒΡΑΚΙΟΥ ΤΟΥ
ΚΑΙ  ΑΥΤΟΣ ΖΗΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ
ΤΟΥ ΜΠΕΡΜΠΑΝΤΗ  ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

 Όταν απομακρύνθηκε αυτός απ΄ εκεί πέρα
στέλλει και πάλιν στου παπά ευθύς την καμεριέρα.
"Ήσο εδώ και ήκουσες και ξέρεις τι συμβαίνει
πήγαινε πες τα του παπά να δούμε τι θα γένη".
Σαν ήκουσεν ο ιερεύς από την καμεριέρα
πως άφησε το σώβρακο τ΄αγίου εκεί πέρα,
τ ο πνεύμα απεθαύμασεν της ευφυούς κυρίας
την ετοιμότητα αυτής κι εγέλασε εκ καρδίας.
Αλλ΄όμως μη γνωρίζοντας κι εκείνος τι να κάμει
προσέτρεξε στον ΄γούμενον σ΄αυτό να τον συνδράμει.
Ο ΄γούμενος οργίζεται αγανακτεί, θυμώνει
"Σε ξένα σπίτια, χριστιανέ, βγάζουν το πανταλόνι;"
Σε σπίτι ξένο έβγαλα ποτέ το σώβρακό μου;
πολλές φορές το έβγαζα΄μα πού; μες στο δικό μου!
Για υποθέσεις σαν αυτάς σαν πας σε ξένο σπίτι
θε να ΄χεις του λαγού τ΄αυτί και του σκυλιού τη μύτη.
Καημένοι χρόνοι και καιροί, μωρέ ζωή που χάνεται!
γερνάτε  σεις οι σημερνοί και πείρα δεν λαμβάνετε.
Αχ! να ξαναγυρίζανε οι περασμένοι χρόνοι
αφήκα αμαγάριστο στα νιάτα μου σαλόνι;
Μα πες μου, μ΄εκατάλαβε η άλλη μου μερία
επήρε σύζυγος ποτέ για μένα υποψία;
Μα τώρα βάρτου ρήγανη! μ΄επήρανε οι χρόνοι
τέλος ας οικονομηθεί κι αυτό το πανταλόνι."


 6.ΟΠΟΥ  "Ο ΓΑΤΟΣ" ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ 
ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ
ΚΑΛΥΤΕΡΟΝ ΤΡΟΠΟΝ  ΚΑΙ ΚΑΘΙΕΡΩΝΕΙ
ΩΣ ΙΕΡΟΝ ΛΕΙΨΑΝΟΝ ΤΟ ΕΣΩΒΡΑΚΟΝ


Αμέσως δίνει διαταγάς να ενδυθούν παπάδες,

Διακόνοι, εξαπτέρυγα, θυμιατά, λαμπάδες.

Διότι τ' αγίου Γρύφωνος το 'σώβρακο θα φέρουν

εις τον ναόν και με ωδάς και ύμνους θα γεραίρουν (=δοξάζουν).

Όλη αυτή η ιερά λοιπόν ακολουθία

επήγανε στου δυστυχούς του κόντε την οικία.

Ανέρχεται ο 'γούμενος την κεφαλήν του γέρνει

και με πολλήν ευλάβειαν το εσωβράκι παίρνει.

Το έφερε να τ' ασπασθούν όσ' ήσαν παρησία
τ' ασπάζεται κι ο σύζυγος εν πίστει κ' ευλαβεία.
Ευγνωμονών ο δυστυχής διά την θεραπείαν 
ακολουθούσε ευλαβώς κι αυτός την λιτανείαν.
Προσέφερ΄ένα τάληρον και άναψε λαμπάδα
γιατί του καθηγίασε την νυμφικήν παστάδα.
Μεγάλως δε τον Άγιο τον Γρύφωνα ετίμα 
ως ότου απεκόπηκε το της ζωής του νήμα. 
Μετά το δείπν΄ο ΄γούμενος μεγάλον λόγον κάνει
πείρας και γνώσεων μεστόν
 στους ρασοφόρους συνιστών 
σε ξένο σπίτι σώβρακο κανείς τους να μην βγάνει.
"Ο απειθήσας εξ υμών (τον λόγον τελειώνει)
να ΄χει την λέπραν του Ιώβ του Ιούδα την αγχόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: