Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2019


Ξεφυλλίζοντας την πρόζα του κόσμου

Αννα Στασινού 
 Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Πηγή:efsyn.gr

Ξεφυλλίζοντας την πρόζα του κόσμου

Aπό κλασικών άρξασθε! Την επιταγή επιβάλλει ο εκδοτικός πληθωρισµός των ηµερών. Πλάι στα τελευταία έργα της διεθνούς παραγωγής, οι Έλληνες εκδότες προτείνουν παλαιότερα βιβλία που όχι µόνο επέφεραν τοµή στη λογοτεχνία του καιρού τους, αλλά αντιστάθηκαν στον χρόνο, ασκώντας ως τις µέρες µας αειθαλή σαγήνη.
Περιπλανιόµαστε, λοιπόν, στα αγροτικά τοπία του Τόµας Χάρντυ και παρακολουθούµε την άνοδο και την πτώση ενός βίαιου, αυτοκαταστροφικού, αλλά ακαταµάχητου ήρωα, που από αγρότης γης γίνεται δήµαρχος της πόλης του παλεύοντας αδιάκοπα µε τα φαντάσµατά του, τα µυστικά και τα λάθη του, µόνος ανάµεσα στους πολλούς, ανήµπορος να κερδίσει ό,τι περισσότερο αγαπά. Ο «Δήµαρχος του Κάστερµπριτζ« (µτρφ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Gutenberg) είναι ένα πυκνό αριστούργηµα, γραµµένο από έναν νατουραλιστή µάστορα της γραφής που ξέρει να αποστάζει ποίηση και δράµα από τα πιο ταπεινά επεισόδια της καθηµερινής ζωής.
Κι ύστερα, µεταβαίνουµε στη µπαρόκ σκηνογραφία του τολµηρού «Νυχτοδάσους» της Τζούνα Μπαρνς (µτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Gutenberg),  για να βυθιστούµε σε µια ηθική και υπαρξιακή περιδίνηση, παρακολουθώντας στο µεσοπολεµικό Παρίσι τους ελευθέριους ήρωές της να εγκαταλείπονται στα πάθη τους µε µια σχεδόν θρησκευτική ένταση, λες και το ξόδεµα µέχρις εσχάτων µπορεί να νικήσει το θάνατο και την ανθρώπινη µοίρα. Ένα ιλιγγιώδες τσίρκο ψευδαισθήσεων, µια θεατρική φαντασµαγορία µε επίκεντρο τον έρωτα δυο γυναικών και αιώνιο αίτηµα την αναζήτηση της αγάπης.
Φαντασµαγορία υπάρχει και στα πεζά του Μπρούνο Σουλτς, που κυκλοφόρησαν στο σύνολό τους στη γλώσσα µας («Aπαντα», µτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη) µόνο που εδώ επικρατεί η ποιητική ενατένιση του κόσµου, το ρίγος απέναντι στα πρόσωπα (ιδίως του πατέρα) και τα πράγµατα (η φύση, τα καθηµερινά αντικείµενα), η εκστατική ενατένιση του µύθου που προσδίδει στο κάθε τι ένα σχεδόν µεταφυσικό φως, και µαζί η βασανιστική, ενοχική αυτοξέταση ενός ανήσυχου ψυχισµού.
Γραµµένο µετά το πέρας του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, το µοντερνιστικό αριστούργηµα του Φορντ Μάντοξ Φορντ «Το τέλος της παρέλασης» είναι, καθώς έγραψε ένας κριτικός «µια ερωτική ιστορία χωρίς σκηνές πάθους, ένα πολεµικό µυθιστόρηµα που διεξάγεται στα  χαρακώµατα, αλλά όχι στα πεδία των µαχών, µια τραγωδία χωρίς κατάληξη». Πρόκειται για ένα ογκώδες µυθιστόρηµα από το οποίο έχουµε ήδη στα χέρια µας τον πρώτο τόµο («Κάποιοι όχι…», µτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Εξάντας· οι υπόλοιποι τρεις θα κυκλοφορήσουν σταδιακά, αν και ο καθένας διαβάζεται αυτόνοµα). Hρωες που αντιπαλεύουν τις αντιφάσεις τους, ανεσταλµένοι έρωτες, ψυχικός βασανισµός και ηθικό µεγαλείο µε φόντο έναν παράλογο πόλεµο που σαρώνει τον παλιό κόσµο και ανατρέπει όλες τις βεβαιότητες. To αγγλικό φλέγµα, που διαπερνά το έργο του Φορντ Μάντοξ Φορντ, παίρνει µια εντελώς διαφορετική χροιά στη σάτιρα του Aρνολντ Μπένετ «Θαµµένος ζωντανός» (µτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Πατάκη). Γραµµένη το 1908, είναι εν πολλοίς µια «κωµωδία παρεξηγήσεων», αφού ο κεντρικός ήρωας, ένας διάσηµος ζωγράφος, υιοθετεί την ταυτότητα του πιστού υπηρέτη του όταν εκείνος πεθαίνει και µπλέκεται σε µια σειρά από απίθανες περιπέτειες. Παρωδία της υλιστικής και υποκριτικής εδουαρδιανής κοινωνίας, οξυδερκές σχόλιο για την τέχνη και την πρόσληψή της, πρώιµη διάγνωση των παθολογιών των ΜΜΕ, ξετυλίγεται µέσα από απολαυστικούς διαλόγους και κοµψότατα αφηγηµατικά µέρη. Το Λονδίνο του Πάτρικ Χάµιλτον είναι εντελώς διαφορετικό από τη µητρόπολη όπως παρουσιάζεται στο έργο του Φορντ και του Μπένετ.
Ζοφερό, ανήσυχο, ψυχανεµίζεται τον επερχόµενο Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, αλλά προτιµά να προσπερνά τα δυσοίωνα προµηνύµατά του, πίνοντας µέχρι αναισθησίας στις παµπ και διασκεδάζοντας µέχρι πρωίας. Στην «Πλατεία Χανγκόβερ« (µτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωµα), µια κοινωνική τοιχογραφία σπάνιας διαύγειας, πρωταγωνιστεί ένας ευαίσθητος αποσυνάγωγος που βασανίζεται από τον αδιέξοδο έρωτά του για µια χυδαία καλλονή του ηµικόσµου ενώ τα σκοτάδια του µυαλού του πυκνώνουν, όπως πυκνώνει και το σύννεφο του ναζισµού που ετοιµάζεται να αιµατοκυλήσει την Ευρώπη.
Αµιγώς πολιτικό µυθιστόρηµα, δονούµενο από υπαρξιακό ρίγος είναι η «Ανθρώπινη µοίρα» του Αντρέ Μαλρό (µτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχµιο). Στη Σαγκάη του µεσοπολέµου, οι κοµµουνιστές έχουν συντριβεί από τους εθνικιστές του Τσανγκ Κάι Σεκ. Ηττηµένοι αλλά βέβαιοι ότι έχουν µε το µέρος τους την ιστορία, οι ήρωες του Μαλρώ έρχονται αντιµέτωποι µε την τραγωδία που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε επανάστασης: να γίνεται εν ονόµατι του ανθρώπου, αλλά στην πραγµατικότητα να τον εργαλειοποιεί και να τον συντρίβει. Πολιτικό είναι και το κορυφαίο έργο του Χανς Μάγκνους Έντσεσµπέργκερ «Το σύντοµο καλοκαίρι της αναρχίας« (µτφρ. Σπύρος Μοσκόβου, εκδόσεις Εστία), όπου το ντοκουµέντο συναντά την επινόηση για να δηµιουργηθεί ένα πυκνό, συγκινητικό έργο που παρακολουθεί τη διαδροµή του αναρχικού κινήµατος στην Ισπανία µέσα από ένα ψηφιδωτό εξιστορήσεων  και συνθέτει ένα πειστικό, κάθε άλλο παρά αγιοποιηµένο πορτρέτο του αναρχικού επαναστάτη Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι. Το απαραίτητο βιβλίο για τον αναγνώστη που θα επιθυµούσε να ξεδιαλύνει το µεγαλείο και την τραγωδία του Ισπανικού εµφυλίου.
H Βαρκελώνη του Φρανκισµού, όπως αναδύεται µέσα από τις εξαιρετικής οµορφιάς σελίδες της «Σκιάς του ευνούχου» του Ζάουµε Καµπρέ (µτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Πόλις) είναι µια πόλη πανέµορφη αλλά λυπηµένη· τα παιδιά της, ο αφηγητής Μικέλ και οι φίλοι του, παραδοµένοι στο όνειρο της εξέγερσης ενάντια στον φασισµό και ταυτόχρονα ταλανισµένοι από βαρύ προγονικό παρελθόν και αδιέξοδες προσωπικές επιλογές, αναζητούν το νόηµα µέσα από το τραύµα και τη λύτρωση µέσα από την τέχνη.
Μια εποχή κρίσης καταγράφει το µυθιστόρηµα του Νικολά Ματιέ «Και µετά απ’ αυτούς τα παιδιά τους» (µτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδ. Στερέωµα), στην επαρχιακή Γαλλία της δεκαετίας του ’80. Ένα µυθιστόρηµα ενηλικίωσης που εκτυλίσσεται σε µια µεταβατική εποχή: η ανεργία γίνεται απειλητική, οι ταξικές διαφορές παραµένουν οξύτατες, τα παιδιά των µεταναστών δεύτερης γενιάς αντιστέκονται στην περιθωριοποίηση ρέποντας προς την παραβατικότητα και οι νέοι από όλα τα κοινωνικά στρώµατα ασφυκτιούν.
Εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεµπούτο του Mαΐρ Γκουβέν µε το µυθιστόρηµα του «Ο µεγάλος αδελφός» (µτρφ. Λίζυ Τσιριµώκου, εκδ. Ίκαρος, βραβείο Γκονκούρ, πρωτοεµφανιζόµενου 2018), όπου το βιογραφικό υπόστρωµµα του µόλις 33χρονου συγγραφέα (από Τουρκάλα µητέρα και Κούρδο του Ιράκ πατέρα) διαχέεται περίτεχνα σε µια πρόζα σπαρταριστή, σαρκαστική, καταιγιστική. Με αλληλοκαθρέφτισµα σε δυο αντιδιαµετρικά αδέλφια (ταξιτζής ο µεγάλος/νοσοκόµος ο µικρός) ο Γκουβέν φωτίζει, χωρίς εξιδανικεύσεις, τους διχασµούς του ισλαµισµού µέσα από µια πολύπαθη γαλλοσυριακή οικογένεια, όπως αυτοί ξεδιπλώνονται από τα περιθωριοποιηµένα προάστεια του Παρισιού ως την καταστροφική χίµαιρα της τζιχάντ στην Συρία.
Το ερώτηµα των ορίων ανάµεσα στον άνθρωπο και τη µηχανή θέτει µε εξαιρετικά γοητευτικό τρόπο ο Ίαν ΜακΓιούαν στο µυθιστόρηµά του «Μηχανές σαν κι εµένα» (µτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη). Σ’ έναν ελαφρώς διασαλευµένο ιστορικά κόσµο, µε τεχνολογία υπερανεπτυγµένη αλλά προβληµατισµούς απολύτως σύγχρονους, ένα ανθρωποειδές µπαίνει στη ζωή ενός ζευγαριού ανατρέποντας όλες τις σταθερές, υποδεικνύοντας µια άλλη, πιο ηθική και ουσιαστική θέαση των πραγµάτων. H συλλογή διηγηµάτων του Χούλιο Κορτάσαρ «Πόσο αγαπάµε την Γκλέντα» (µτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera) είναι ένα ακόµη δείγµα της αξεπέραστης τέχνης του Αργεντινού συγγραφέα. Στο µετρό του Μπουένος Άιρες ή σ’ ένα πολυτελές θέρετρο της Μαρτινίκας, στα δάση της Γαλλίας ή σε αυτοκινητόδροµους που δεν ονοµάζονται, γάτες που µοιάζουν µε γυναίκες, άνθρωποι που έρχονται από το παρελθόν, τρωγλοδύτες και διάσηµες ηθοποιοί, µαδριγαλιστές και φορτηγατζήδες συνθέτουν µια ανησυχητική πινακοθήκη χαρακτήρων σε ιστορίες που ξετυλίγονται σαν αµφίσηµα πνευµατικά παιχνίδια.
Ελλειπτικό, µε εσωτερικό όγκο και στοχαστικό υπόστρωµµα, εστίαζοντας περισσότερο στα αυτά που δεν λέγονται ή αποσιωπούνται η Ελίζαµπεθ Στράουτ  στο ολιγοσέλιδο µυθιστόρηµά της «Το όνοµά µου είναι Λούσι Μπάρτον» (µτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα) µέσα από ένα απλό αλλά καταγωγικό θέµα (την επαναπροσέγγιση µητέρας και κόρης, µετά από παρατεταµένη αποξένωση) ψηλαφεί, ανατοµικά και συνάµα συγκινητικά, ψυχικούς, κοινωνικούς και πολιτισµικούς κραδασµούς σε µια όχι και τόσο γνωστή Αµερική.
Στα ίχνη του δασκάλου του Ρέιµοντ Κάρβερ ο σπουδαίος Αµερικανός συγγραφέας Ντένις Τζόνσον δίνει µε τη συλλογή του «Η γενναιοδωρία της γοργόνας» (µτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδόσεις Αντίποδες) πέντε εκτενή διηγήµατα που µιλάνε µε σπαρακτική απλότητα και βαθύτητα για τον κόσµο του περιθωρίου, τον εγκλεισµό, το αλκοόλ αλλά και την σχέση της γραφής µε τον πραγµατικό κόσµο. Αφηγήµατα επιφυλάσσουν για τους πιστούς του Ντέβιντ Φόστερ Γουάλας οι εκδόσεις Κριτική µε το βιβλίο «Σύντοµες συνεντεύξεις µε απαίσιους άντρες» (µτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαµπασάκης). Εξοµολογήσεις ανδρών για τις σχέσεις τους µε τις γυναίκες, ιστορίες βίαιες, ειρωνικές, συγκλονιστικά ωµές που αποπνέουν µοναξιά και απόγνωση. Ένα ιδιαίτερο βιβλίο από τον συγγραφέα που καταπιάστηκε µε την ανατοµία «της σύγχρονης νευρωσικής/καταθλιπτικής κουλτούρας µε σκοπό την υπέρβασή της», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο µεταφραστής του.
Κράτησα για το τέλος, δυο αυτοβιογραφικά βιβλία, δυο «οικογενειακά χρονικά». Το πρώτο φέρει αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Οικογενειακό χρονικό» (µτφρ. Βασιλική Πέτσα, εκδ. Καστανιώτη, υπογράφεται από την µεγάλη Ιταλίδα συγγραφέα Νατάλια Γκίνζµπουργκ (γεν.1916) και δεν είναι παρά η ιστορία της οικογένειάς της στα χρόνια που η ίδια µεγαλώνει, ενώ η Ιταλία παραδίδεται στους µελανοχίτωνες του Μουσολίνι. Στο δεύτερο, «Ψηλά τις καρδιές» (µτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, εκδ. Δώµα,) ο συγγραφέας Μαξίµ Λέο αφηγείται την δύσκολη ζωή της οικογένειάς του στην Ανατολική Γερµανία, µια χώρα που «ενώνει και χωρίζει» τους δικούς του, άλλους µε παρελθόν διώξεων λόγω εβραϊκής καταγωγής, άλλους µε ναζιστικές αµαρτίες, άλλους απολίτικους, κι άλλους ενταγµένους στο Κόµµα· ένα παράδοξο της ιστορίας που σφράγισε ανεξίτηλα όσους το έζησαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...