Συνέντευξη του Καθηγητή Dr.Dr.h.c. mult. Hans-Jörg Albrecht, Διευθυντή του Ινστιτούτου Max Planck, για το αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο, στην Καθηγήτρια Έφη Λαμπροπούλου
Θα ήθελα να ξεκινήσω ευχαριστώντας σας για την αποδοχή της πρόσκλησης να μιλήσετε μαζί μας. Ξέρω πόσο φορτωμένο είναι το πρόγραμμά σας και αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω που θεωρούμε μεγάλη τιμή το ότι δεχτήκατε να δώσετε συνέντευξη στο περιοδικό μας. : Αγαπητέ κύριε καθηγητά,
Κύριε Καθηγητά, έχετε διατελέσει διευθυντής του MPI και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας εγκληματολογίας από το 1997. Το MPΙ είναι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα και σημαντικά ερευνητικά ιδρύματα στον τομέα του ποινικού δικαίου και της εγκληματολογίας παγκοσμίως. Θα ήθελα λοιπόν ξεκινώντας να σας ρωτήσω
Ποιες είναι οι κύριες αλλαγές στην εγκληματολογική έρευνα κατά τη διάρκεια της διοίκησής σας ως διευθυντή του Ινστιτούτου Max Planck για το αλλοδαπό και διεθνές ποινικό δίκαιο (εφεξής: MPI);
Επειδή ήσασταν μέλος της Ερευνητικής Ομάδας Εγκληματολογίας αρκετά χρόνια πριν γίνετε διευθυντής του MPI, ίσως θα μπορούσατε να μας δώσετε μια καλύτερη εικόνα των προκλήσεων που αντιμετώπισε η εγκληματολογία στη Γερμανία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Hans-Jörg Albrecht: Η εγκληματολογία έχει αντιμετωπίσει και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις στη Γερμανία. Η εγκληματολογία στη Γερμανία παραμένει στενά συνδεδεμένη με το ποινικό δίκαιο και την αντεγκληματική πολιτική, πράγμα που φαίνεται τόσο στις σχολές οι οποίες αναπτύχθηκαν από το σύγχρονο (κοινωνιολογικό) ποινικό δίκαιο στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδίως με βάση το πρόγραμμα του Franz v. Liszt (Marburg Program),[1] όσο και στα βασικά εγχειρίδια που σήμερα περιέχουν τον όρο "εγκληματολογία" στους τίτλους τους. Στο ερώτημα - αν και είναι παλαιό – «τι είναι η εγκληματολογία;», δεν υπάρχει ακόμη οριστική απάντηση στη Γερμανία όπου συνεχίζονται οι συζητήσεις σχετικά με τη σχέση της εγκληματολογίας με την κοινωνιολογία, τη ψυχολογία, την ιστορία, το ποινικό δίκαιο και την αντεγκληματική πολιτική. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970 η εγκληματολογία εδραιώθηκε στη Γερμανία ως αντικείμενο διδασκαλίας και έρευνας κυρίως σε νομικές σχολές. Αυτό οφείλεται στο ενδιαφέρον, εκείνη την εποχή, των νομικών επιστημών να γνωρίσουν τις επιπτώσεις των νόμων και τον ρόλο των θεσμών απονομής δικαιοσύνης, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο αυτοί θα μπορούσαν να βελτιωθούν. Ωστόσο, η διδασκαλία της εγκληματολογίας στις νομικές σχολές παρέμεινε περιορισμένη.
Υπάρχει μόνο ένα πλήρες πρόγραμμα διδασκαλίας της εγκληματολογίας στη Γερμανία που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Κι αυτό είναι μεταπτυχιακό πρόγραμμα, το οποίο πριν από μερικά χρόνια μεταφέρθηκε από τη Νομική Σχολή στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Προγράμματα προπτυχιακών σπουδών εγκληματολογίας που να χορηγούν αυτόνομο πτυχίο στην εγκληματολογία δεν υπάρχουν στη Γερμανία. Από τη δεκαετία του 1990 ξεκίνησε ένας σταδιακός περιορισμός της διδασκαλίας της εγκληματολογίας στα πανεπιστήμια. Στις νομικές σχολές η εγκληματολογία ως αυτόνομος κλάδος διδασκαλίας παραμελείται όλο και περισσότερο και (επανα)συνδέεται με το ποινικό δίκαιο. Αυτό γίνεται εμφανές και στη μεταρρύθμιση των νομικών σπουδών, η οποία οδήγησε την τελευταία δεκαετία σε αναδιάταξη των μαθημάτων επιλογής.Η εγκληματολογία στις περισσότερες νομικές σχολές βρίσκεται κάτω από ταμπέλες όπως «ποινικές επιστήμες» ή «ποινικές σπουδές». Στα δε τμήματα Κοινωνιολογίας, τα αντικείμενα διδασκαλίας και έρευνας «έγκλημα» και «παραβατικότητα» (ή ποινική δικαιοσύνη και κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου) εξαφανίστηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα προγράμματα σπουδών, ενώ οι καθηγητές εγκληματολογίας στα πανεπιστήμια που συνταξιοδοτήθηκαν δεν αντικαταστάθηκαν ανάλογα. Υπάρχουν όμως δύο εξαιρέσεις. Το πανεπιστήμιο του Αμβούργου, όπου ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Εγκληματολογικών Ερευνών, και το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου στο Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας ένα τμήμα του ασχολείται με την κοινωνιολογία του εγκλήματος.
Στο πλαίσιο της ψυχολογίας, η εγκληματολογία ουδέποτε έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η δικαστική ψυχολογία από τη δεκαετία του '90 ασχολείται ειδικά με την πρόβλεψη της υποτροπής του εγκλήματος και επικεντρώνεται στην ανάπτυξη αναλογιστικών (actuarial) μεθόδων πρόβλεψης. Επιπλέον, η έρευνα για την θεραπεία (ενν. των ποινικών παραβατών, σ.τ.μ.) και η αξιολόγηση προγραμμάτων θεραπείας έχει συγκεντρώσει αρκετό ενδιαφέρον μεταξύ των ψυχολόγων. Όμως, γενικά τέτοιες μελέτες διεξάγονται υπό την αιγίδα της ιατροδικαστικής ή της δικαστικής ψυχολογίας.
Στη συνέχεια, τα μεταπτυχιακά προγράμματα στην εγκληματολογία αναπτύσσονται αργά. Εκτός από το πανεπιστημιακό πρόγραμμα του Αμβούργου (Master of International Criminology/Μεταπτυχιακός τίτλος Διεθνούς Εγκληματολογίας), οι νομικές σχολές του Bochum (Εγκληματολογία και αστυνομικές επιστήμες/Criminology and Police Sciences)) και του Greifswald (Μεταπτυχιακός τίτλος Νομικής στην Εγκληματολογία και την Ποινική δικαιοσύνη /Master of Laws in Criminology and Criminal Justice) προσφέρουν μεταπτυχιακές σπουδές εγκληματολογίας. Η παρακμή της εγκληματολογίας στα γερμανικά πανεπιστήμια οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει επαγγελματική απορρόφηση για τους εγκληματολόγους.
Η αστυνομία, οι φυλακές, οι υπηρεσίες κοινωνικής αρωγής και η ιατροδικαστική υπηρεσία εκτελούν τα δικά τους προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης έχοντας ενσωματώσει την εγκληματολογία σ’ αυτά. Η εγκληματολογία ως μέρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης της αστυνομίας διδάσκεται, για παράδειγμα, στο Πανεπιστήμιο της Γερμανικής Αστυνομίας (Münster) και στις αστυνομικές ακαδημίες / κολέγια των ομοσπονδιακών κρατιδίων. Επίσης, τα τμήματα κοινωνικής εργασίας στα πανεπιστήμια των εφαρμοσμένων επιστημών παρέχουν εκπαίδευση και κατάρτιση σε κοινωνικούς λειτουργούς και επιμελητές κοινωνικής αρωγής (probation officers) που θα εργασθούν στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι εκπαιδεύονται σε σχολές, οι οποίες λειτουργούν εντός των καταστημάτων κράτησης. Η ιατροδικαστική έχει αναπτύξει ξεχωριστά συστήματα διδασκαλίας και έρευνας που δεν έχουν πολύ σχέση με την εγκληματολογία. Η αποδυνάμωση της εγκληματολογίας στη Γερμανία οφείλεται επίσης στις αλλαγές στο ποινικό δίκαιο, το οποίο σήμερα προφανώς ενδιαφέρεται λιγότερο για την εμπειρική γνώση.
Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθούν δύο σημαντικές εξελίξεις στην εγκληματολογία, οι οποίες αποτελούν και σημαντικές προκλήσεις.
Πρώτον, τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυξήθηκε απότομα το πολιτικό και επιστημονικό ενδιαφέρον για την ασφάλεια (και την έρευνα σχετικά με την ασφάλεια). Αυτό προκύπτει όχι μόνο από τις νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης, αλλά και από το έντονο ενδιαφέρον για θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής τάξης καθώς και από τον μεταβαλλόμενο ρόλο του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης στην «αρχιτεκτονική της ασφάλειας». Η διεθνής τρομοκρατία, τα αποτυχημένα κράτη, η δημιουργία νέων κρατών, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η συλλογική βία, οι παράνομες αγορές, η μετανάστευση και η μεταβατική ποινική δικαιοσύνη καθορίζουν τα νέα θέματα συζήτησης και έχουν οδηγήσει σε ανακατατάξεις την έρευνα και την (αντεγκληματική) πολιτική. Η γερμανική εγκληματολογία, ωστόσο, δεν φαίνεται να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των εξελίξεων οι οποίες προσελκύουν μάλλον άλλους κλάδους, όπως για παράδειγμα τις πολιτικές επιστήμες, την κοινωνιολογία και διάφορους άλλους κλάδους. Πίσω από το νέο ενδιαφέρον για την ασφάλεια υπάρχει μια πραγματική ανησυχία για τους καινούργιους κινδύνους (που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση, τις νέες τεχνολογίες – συμπεριλαμβανόμενης της τεχνολογίας της πληροφορίας, και τη μετανάστευση), καθώς και μια αληθινή αγωνία για τις θεμελιώδεις ελευθερίες οι οποίες απειλούνται ενόψει της ανάγκης να αντιμετωπιστούν τέτοιες έκτακτες απειλές.
Μια δεύτερη σημαντική τάση είναι η μετακίνηση άλλων επιστημονικών κλάδων σε ερευνητικά πεδία τα οποία ήταν, ιστορικά, αντικείμενα μελέτης αποκλειστικά της εγκληματολογίας. Η οικονομική επιστήμη, για παράδειγμα, συνέβαλε κατά την τελευταία δεκαετία στην έρευνα για την αποτρεπτική λειτουργία της ποινής. Οι γνωστικές επιστήμες έχουν προσδιορίσει ερευνητικά πεδία -όπως αισθήματα, συναισθήματα, (ατομικές, κοινωνικές) δεσμεύσεις και ανθρώπινους δεσμούς- τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους εγκληματολόγους. Η πρόοδος στις νευροεπιστήμες οδηγεί όλο και περισσότερο σε μελέτες που επικεντρώνονται στην αποκλίνουσα συμπεριφορά και τον έλεγχό της. Οι νευροεπιστήμες, και ιδιαίτερα η νευροψυχολογία, εστιάζουν στη σχέση μεταξύ συνείδησης, περιβάλλοντος και λήψης αποφάσεων. Η εγκληματολογία θα πρέπει να συνδεθεί με τους εν λόγω κλάδους για να προωθήσει την εγκληματολογική έρευνα. Ωστόσο, η γερμανική εγκληματολογία προφανώς δεν κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η επιμέτρηση της ποινής είναι ένα θέμα με το οποίο ασχολείστε εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από τη διδακτορική σας διατριβή. Ποιές νομίζετε ότι είναι οι σύγχρονες προκλήσεις για μια αποτελεσματική ποινή στην περίπτωση του «Gefährder» (οιονεί [επικίνδυνου] δράστη/επίφοβου δράστη) ή τις ομάδες ποινικών παραβατών που θεωρούνται επικίνδυνοι (π.χ. χούλιγκαν, χρόνιοι νεαροί δράστες, δράστες βίαιων εγκλημάτων, αποφυλακισμένοι δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων); :
Hans-Jörg Albrecht: Η έννοια του «Gefährder» (οιονεί [επικίνδυνου] δράστη) είναι μέρος (ή συνέπεια) της ταχείας εξάπλωσης των πολιτικών ασφάλειας. Δηλώνει την μετακίνηση από το παρελθόν (έγκλημα και τιμωρία) προς το μέλλον και την πρόληψη (ή προφύλαξη/αποφυγή, σ.τ.μ.) των κινδύνων και του εγκλήματος. Η δημιουργία του όρου τη δεκαετία του 1990 έφερε και νέες στρατηγικές παρακολούθησης και επιτήρησης, οι οποίες εφαρμόζονται σε άτομα που εκτιμάται ότι παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο υποτροπής ή διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων ("Gefährder"). Είναι πιο συγκεκριμένα, οι χούλιγκαν, οι χρόνιοι νεαροί παραβάτες, πρόσωπα που συνδέονται με τρομοκρατικές ή εξτρεμιστικές ομάδες και σεξουαλικοί παραβάτες. Σ’ αυτούς στοχεύουν προγράμματα πρόληψης με χαρακτηριστικό την εντατική παρακολούθηση. Τα βασικά στοιχεία αυτών των στρατηγικών επιτήρησης συνίστανται στην ταξινόμηση των «προσώπων που μπορεί να αποτελέσουν κίνδυνο» σε ομάδες επικινδυνότητας και στον προσδιορισμό μέτρων ελέγχου προσαρμοσμένων στον κίνδυνο, δηλ. μέτρων βασιζόμενων κυρίως σε νόμους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Η ηλεκτρονική επιτήρηση των αποφυλακιζόμενων σεξουαλικών παραβατών αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής ευθύς εξ αρχής στη Γερμανία.
[..................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου