Σελίδες ελληνικής και μεταφρασμένης ποίησης
Πέτρος Γκολίτσης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Στη
«Ζωγραφική συνομιλία με την ποίηση» (Καστανιώτης) του Αντώνη Φωστιέρη
συναντούμε πρωτότυπες εικαστικές δημιουργίες του Γιάννη Ψυχοπαίδη που
συνδιαλέγονται με ποιήματα προερχόμενα από πέντε συλλογές.
Πρόκειται
για αναστοχαστικά, βραδυφλεγή και αποκαλυπτικά ποιήματα, που συναντούν
ένα εικαστικό τους ανάλογο. Οι λέξεις που περιγράφουν την κατορθωμένη
αυτή σχέση είναι ο εγκιβωτισμός, η ενσωμάτωση, η εύπλοια ή η παράπλοια,
καθιστώντας την εικονογράφηση ένα μπόλι που γεννά νέες υβριδικές μορφές.
Αντλώντας και πάλι ο Παντελής Μπουκάλας από
την άσβεστη δεξαμένη της λαϊκής παράδοσης και συλλογικής μας μνήμης
«αναψηλαφεί» στην ποιητική του σύνθεση «Μηλιά μου Αμίλητη» Ενας λόγος σε
έξι φωνές (Αγρα) ένα ζοφερό εθιμικό συμβάν της Μάνης (μια κόρη, επειδή
ερωτεύεται εκτός γάμου έναν ξένο άντρα, βρίσκει φρικτό θάνατο από τον
πατέρα της και τα πέντε αδέλφια της). Το ποιητικό υποκείμενο
μετατοπίζεται και μετεωρίζεται τόσο από την πλευρά των θυτών όσο και του
θύματος, με τρόπο γυμνό, σπαρακτικό, ακριβή. Ενσωματώνοντας στην
αφήγηση αυτούσια δημοτικά τραγούδια κι από άλλες περιοχές της χώρας
διευρύνει το κάδρο της θηριωδίας. Μια παλλόμενη σύνθεση που ανακαλεί
μνήμες αρχαίας τραγωδίας αλλά και μνήμες επίκαιρης κακοποίησης ή
εξόντωσης γυναικών ανά τον κόσμο.
Με τον πολύπλευρο λυρισμό της η Δήμητρα Χριστοδούλου
στο «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» (Μελάνι) κινείται πολυθεματικά
−γύρω από την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο− στοχεύοντας στην
παρηγοριά, σε μια δική της ομορφιά και στην ανάγκη για εξωτερίκευση.
Προσθέτοντας έναν χαρακτηριστικό σταθμό στην εικονοπλαστική, βιωματική
και υπαρξιακή ιδιοφωνία της, επιβεβαιώνει την εκφραστική της δυναμική.
Ο Γιώργος Βέλτσος στον
«Κύκλο της Αχμάτοβα» (Περισπωμένη) κινούμενος μεταξύ του «κάθε ποίημα
ένας επιτάφιος» και «η γέννηση του κειμένου θα μπορούσε να συμβεί μόνο
με το θάνατο του συγγραφέα», υποστασιοποιεί την λύπη και μεταθέτει τη
γέννηση του ποιήματος −θρηνώντας προκαταβολικά− μετά τον θάνατο του
συγγραφέα. Στρέφοντας τα φώτα από τον ποιητή-δημιουργό πάνω στο ίδιο το
ποίημα και στην ποιητικότητα.
Η Αγαθή Δημητρούκα
(«Κήπος με γιασεμάκια ο ουρανός», Πατάκη) συγκεντρώνει μια εκτεταμένη
επιλογή του στιχουργικού και ποιητικού της έργου από το 1977. Μέσω μιας
ελεγχόμενης αποστασιοποίησης και μιας βομβίζουσας σιωπής εκφράζεται
απλά, στοχεύοντας στην εγγύτητα, και σε μια κάποιου τύπου ελευθερία,
κοινωνικά και υποστασιακά μιλώντας. Συνδυάζοντας το ανέφικτο της
πλήρωσης με την αναζήτηση του ιερού.
O Τάσος Πορφύρης («Ισόβια
θλίψη», Υψιλον) παλεύοντας ισόβια με τα χέρια προτάσσει τη σωματική του
σχέση με τη μνήμη γράφοντας χειροποίητους στίχους. Απαρηγόρητος και
κατερχόμενος επαναληπτικά από το ηπειρωτικό βουνό Νεμέρτσκα, δεν
γνωρίζει που να τοποθετήσει τα χέρια∙ ιδίως μετά τον χαμό της συντρόφου.
Συνδυάζοντας το γήινο με το ερωτικό, κινείται προς τη μνήμη ως ένα
μετέωρο-καταφύγιο.
Μεταξύ ξενότητας και άρρητου, ο Σταύρος Ζαφειρίου («Τα
φυσικά πράγματα», Νεφέλη) συντάσσεται με την συνενοχή προεξοφλώντας το
ακατόρθωτο της κάθαρσης. Με έναν δικό του στοχαστικό και συνθετικό
λυρισμό κρατά μια σταθερή απόσταση από το θέμα του και με την
αφηγηματική του πνοή πηγαινοφέρνει σαν κύματα τα λογοτεχνικά, ιστορικά
και νοηματικά τεκταινόμενα∙ προσθέτοντας στην διαύγεια και στην
σφαιρικότητα του βλέμματός του.
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης
(«Διπλό δίγαμμα», Κίχλη), στοχεύοντας στη διανοητική συγκίνηση,
μπολιάζει το σώμα της παράδοσης με την γνωστική του σκευή, για να την
αντισταθμίσει με την σαρκική του αμεσότητα. Μεταμοντέρνα, στοχαστικά
λυρική, εξωσκελετική και υβριδική ποίηση, που προτάσσει το βιωματικό
και το αυτομυθοπλαστικό της φορτίο για να υπηρετήσει τον πυρήνα της.
Πιο ώριμος από ποτέ, ο Γιάννης Αντιόχου
(«αυτός, ο κάτω ουρανός», Ικαρος) κάνει μια τομή. Οχι μόνο στην
ποιητική του εκφορά και γλώσσα, αλλά στη θέση από την οποία μιλά και
γράφει. Ως ποιητικό υποκείμενο βαίνει μειούμενος, ώστε να δώσει χώρο στο
ποιητικό φαινόμενο, ως μια μη υποκαταστάσιμη πράξη και στάση. Εργο
μετάβασης, εμπεριέχει και παρασέρνει μυσταγωγικά τον αναγνώστη στην
«αφηγηματική» εξέλιξή του.
Στις «Διαπραγματεύσεις» (Γαβριηλίδη) του Σπύρου Βρεττού συμμετέχουμε
στα fragmenta ενός συντελεσμένου εσωτερικού μονολόγου, ενός
ανακριτή-ποιητή που παρα-λογίζεται σε μια θεατρική-ποιητική σκηνή
παντρεύοντας τις δύο τέχνες. Δραματοποιημένος λυρισμός, σμιλευμένος και
κοφτερός ποιητικός λόγος που απευθύνεται και αξιώνει πολυπληθέστερα
ακροατήρια.
Επικο-λυρικός και αυτοσαρκαστικός, μεταξύ κωμικοτραγικού και χαρμολύπης, ο Ορφέας Απέργης
(«η γλώσσα του», Νεφέλη) κεντά τη στοχαστική του διάθεση με μια λοξή
ματιά, κομίζοντας μια φωνητική των αθεράπευτων παθών. Πρόκειται για ένα
σπάνιο, ως δεύτερο, ποιητικό βιβλίο που φέρνει τον αέρα του ποιητή
προφήτη, με έναν τόνο όχι πάνω αλλά πλάι στα πράγματα, βάζοντας −με την
επιτελεστική ποιητική του− τρικλοποδιά στον αναγνώστη.
Η Φοίβη Γιαννίση («Χίμαιρα»,
Καστανιώτη) επιμένει στις αρχαιοελληνικές ζωϊκές ποιητικές ταυτότητες
στην νέα πολυφωνική της σύνθεση. Μέσω του κόσμου των αιγών ανοίγεται
στην ανθρωπογεωγραφία και τη μουσική, στοχεύοντας στην βιοπολιτική,
στους μηχανισμούς της εξουσίας και του έλεγχου, χωρίς να θυσιάζει την
ποιητικότητά της.
Η Λένια Ζαφειροπούλου
(«Αίθουσα των χαμένων βημάτων. 26 ασκεπείς λυγμοί», Πόλις) επενδύει
ποιητικά στη μεταμόρφωση, στην αφήγηση του θαύματος και στην ποιητική
απόδειξη του άρρητου. Αυτοσαρκαστικά ή στοχαστικά, με χρήση αφορισμών ή
παραφράζοντας στίχους του Μαντελστάμ, φιλοτεχνεί τα ανθρώπινα βάσανα
δεξιοτεχνικά, μειδιώντας παρά τον πόνο.
Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη («Dyno:
με τα ζάρια στον αέρα», Πόλις) κυριολεκτεί, εφόσον dyno είναι το άλμα
που πραγματοποιεί ο αναρριχητής, από λαβή σε λαβή, ξεπερνώντας την
εμβέλεια των χεριών του. Χωρίς να επαναλαμβάνεται, με λεκτικά και
εικονοπλαστικά άλματα, πετάγεται από στίχο σε στίχο, τεντώνοντας το
ποίημα −και την εκφραστική της− ως σώμα.
Η Φιλία Κανελλοπούλου
(«τα μέσα μου», Οροπέδιο), αποξενωμένη και απροσάρμοστη, εναλλάσσει
τους μεγάλους διασκελισμούς με τις κόφτες ανάσες. Βιβλίο που συνοδεύεται
από ασπρόμαυρες, πειραγμένες εικαστικά, φωτογραφίες. Ετεροχρονισμένη
και θελημένα ασυντόνιστη, σώμα και θέση, μας κερδίζει με την πρώτη της
εμφάνιση.
Μεταφρασμένη ποίηση
Ο Walt Whitman,
μια εκ των κορυφών της αμερικανικής ποίησης, μας παραδίδει τα «Φύλλα
Χλόης» (Κέδρος) σε μια εκτεταμένη ανθολογία σε μετάφραση των Ελένη και
Κατερίνα Ηλιοπούλου. Το βιβλίο, που καλύπτει ένα κενό στην βιβλιογραφία
μας, περιλαμβάνοντας σημειώσεις, εργοβιογραφία, επίμετρο και έναν
ενδιαφέροντα πρόλογο, δείχνει πέρα από τη μνημειώδη, σωματοκεντρική και
αντι-πουριτανική ποίηση του Whitman, πως η βαθύτερη προσδοκία του ήταν ο
σχηματισμός μιας «Νέας Βίβλου».
Ο εισηγητής του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού Ezra Pound μάς
κομίζει μέσω του ποιητή και μεταφραστή Χάρη Βλαβιανού «Τα Cantos της
Εξιλέωσης - Το Canto της Τοκογλυφίας - Τους Στίχους γραμμένους για την
Ολγα» (Αγρα), δείχνοντας, στην ακριβή και επιτυχημένη αυτή μετάφραση,
πώς συνδυάζεται η ευαισθησία με την αρρενωπότητα και η υπεροψία με την
ταπεινοσύνη. Παραμένοντας ισόβια ένα μετεωριζόμενο και αυτο-επιβαλλόμενο
μυστήριο, η αμφιλεγόμενη αυτή προσωπικότητα, διεκδίκησε μέσω του
αντισημιτισμού της τη θέση του βάρδου του αυτοκράτορα για να καταρρεύσει
σαν θηρίο, περνώντας από το κλουβί της Πίζας στο ποιητικό Πάνθεον.
Η Ιταλοεβραία Sara Copia Sullam (1592-1641)
(«La bella Hebrea», Ρώμη) παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Εδρασε στη Βενετία, σε μια εποχή που οι Εβραίοι ζούσαν αποκλεισμένοι στο
γκέτο. Η τόλμη της να εκφράζει καινοτόμες φιλοσοφικές θέσεις, και η
ποιητική της ευαισθησία, την κατέστησαν μια ποιήτρια-φιλόσοφο αναφοράς.
Τα δεκατέσσερα ποιήματα που έφτασαν ως εμάς ξεχωρίζουν για τις δυναμικές
εικόνες και τις πρωτότυπες διανοητικές συλλήψεις και είχαν την τύχη να
μεταφραστούν στην γλώσσα μας από την Αννα Γρίβα.
Ο Eugenio Montale
(«Xenia, I,II», poema, μτφρ. Γιάννης Παππάς) κινούμενος μεταξύ
ειρωνείας και θρήνου, εμφανίζεται πέρα από τη στυλιστική ερμητικότητά
του, ως μάστορας του σφουμάτο, της τεχνικής που ανεπαίσθητα μας περνά
από τον έναν τόνο στον άλλον. Με ποιήματα επιγραμματικά ή διαλογικά,
μεταστοιχειώνει τις αναμνήσεις −από διαλόγους και περιστατικά με την
αποθανούσα γυναίκα του− σε χειροποίητα διαμάντια.
O Michael March («Χορεύοντας
πάνω στις στάχτες», Αγρα) σε μετάφραση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, μας
κομίζει ένα μινιμαλιστικό, αποκαλυπτικό βιβλίο που λειτουργεί −χωρίς
απαραίτητα να μεσσιανίζει− ως καθαρτήριο. Ποιήματα, που ελεγειακώ τω
τρόπω, βαδίζουν ως λιτανείες, προσφέροντας μια εικονοπλαστική και
πανεποπτική ανάταση και ανακούφιση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου