Δευτέρα, Δεκεμβρίου 30, 2019

Αρχαιότητες της Βενιζέλου: Ποια ιστορία και ποιος πολιτισμός μάς ενδιαφέρει, τελικά;

Μαρίνα Κονταρά
toperiodiko.gr

Το 1997 και το 1998, ως φοιτήτρια αρχαιολογίας τότε, συμμετείχα εθελοντικά στην ανασκαφή της Αρχαίας Θήρας στη Σαντορίνη. Εκείνη την εποχή (υποθέτω πως δεν έχει αλλάξει κάτι), ένας φοιτητής αρχαιολογίας μπορούσε να πάρει πτυχίο και άρα να ασκήσει το επάγγελμα, χωρίς να έχει δει αληθινή τομή ποτέ στη ζωή του: προβλεπόταν ένα μάθημα ανασκαφικής στο τελευταίο εξάμηνο, όπου οι επίδοξοι αρχαιολόγοι έβλεπαν τομές σε… ασπρόμαυρες διαφάνειες, προσπαθώντας να φανταστούν με τι μοιάζουν τα στρώματα, πώς τα ξεχωρίζουμε και, ακόμα καλύτερα τι καλούμαστε να κάνουμε, αν βρεθούμε σε σκάμμα.
Η συμμετοχή μου στην ανασκαφή δε με εξόπλισε ιδιαίτερα με ανασκαφικές γνώσεις (τι να πρωτομάθεις σε δυο δεκαπενθήμερα, κατά τη διάρκεια των οποίων κάνεις κοσκίνισμα στην ανασκαφή και καταγραφή στο Μουσείο; γιατί αυτές ήταν οι ανάγκες σε αυτή την ανασκαφή), αλλά μου προσέφερε ένα σωρό άλλες πληροφορίες. Έμαθα λοιπόν πως, με πενιχρούς πόρους, οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι εργαζόμενοι στις εφορίες καλούνται να κάνουν κυριολεκτικά θαύματα. Ήταν η εποχή της σημιτικής ισχυρής Ελλάδας, αλλά ο προϋπολογισμός του ΥΠΠΟ ήταν λιγότερο από 2%. Η ΚΑ’ Εφορία (Νότιο Αιγαίο), στην οποία ανήκε η ανασκαφή στην οποία πήγα εγώ, είχε στη διάθεσή της κάτι λιγότερο από 50 εκατ. δραχμές ετησίως, για να καλύψει μισθούς, λειτουργικά έξοδα… και βασικά αυτά, για άλλα δεν έφταναν. Η συγκεκριμένη ανασκαφή δεν μπορούσε να πληρώνει φύλακα όλο το χρόνο, είχε έναν εποχιακό! Στις αποθήκες του Μουσείου των Φυρών, σε ντέξιον ράφια, δεκάδες ευρήματα περίμεναν υπομονετικά να καταγραφούν και να δημοσιευθούν. Αυτό σήμαινε πως σημαντικά ευρήματα (θυμάμαι συγκεκριμένα κάποια αγγεία που είχαν βρεθεί ολόκληρα και σχεδόν ανέπαφα από το χρόνο), απλά δεν θα εκτίθενταν σε καμία προθήκη ποτέ.
Παράλληλα, η ανασκαφή του Ακρωτηρίου ήταν ο σούπερ σταρ του νησιού, δεχόταν χιλιάδες επισκέπτες και ένα σωρό άρθρα και αφιερώματα γράφονταν για χάρη της. Γιατί; Γιατί η ανασκαφή της Θήρας ανήκε στο ΥΠΠΟ, ενώ η ανασκαφή του Ακρωτηρίου ήταν πανεπιστημιακή και δεχόταν χρηματοδοτήσεις από ιδιώτες (την εποχή εκείνη ήταν το πουλέν του ΔΟΛ, οι Επτά ημέρες της Καθημερινής είχαν κάνει ένα σωρό αφιερώματα).
Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, με αφορμή την κατάπτυστη απόφαση του ΚΑΣ σχετικά με την τύχη των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου, στη Θεσσαλονίκη, που θα θυσιαστούν σαν άλλη Ιφιγένεια στο βωμό του κέρδους των εργολάβων. Δε θα αναφερθώ εδώ στους λόγους για τους οποίους η απόφαση είναι καταστροφική, τα έχουν αναλύσει πολλοί, ειδικοί επιστήμονες πολύ πιο αρμόδιοι από μένα (ένα σύντομο και περιεκτικό κείμενο εδώ). Είναι όμως μια πολύ καλή αφορμή, να στοχαστούμε λίγο αν τελικά, η ιστορία και ο πολιτισμός μας είναι «η ναυαρχίδα της χώρας και της οικονομίας» (μαζί με τον τουρισμό). Ποια ιστορία και ποιος πολιτισμός;
Όπως πολύ σωστά έγραψε ο Πέτρος Παπακαλός «Τα ευρήματα της Θεσσαλονίκης ήταν πολλαπλώς άτυχα. Κατά πρώτον, αναγόμενα στην Ύστερη Αρχαιότητα, δεν μπορούσαν να ενταχθούν ούτε στο εθνικό παραϊστορικό αφήγημα ούτε στο φαντασιακό περί Αρχαιότητας που διαμόρφωσαν και εν συνεχεία μας μετέδωσαν οι διάφοροι δυτικοί αρχαιολάτρες του 18ου και του 19ου αιώνα.«. Με αμηχανία τα αποκαλούν βυζαντινά, ενώ δεν είναι: δεν ανάγονται στην κλασική αρχαιότητα για να τα συνδέσουμε με το μεγαλείο της κλασικής Αθήνας -και να νιώσουμε εθνικά υπερήφανοι για το λίκνο της δημοκρατίας – την οποία την ίδια ώρα κατακρεουργούμε σε ταράτσες και κρατητήρια), δεν είναι μακεδονικά, να κάνουμε πορείες ντυμένοι με περικεφαλαίες, δεν είναι βυζαντινά να τα πονέσει η Εκκλησία. Τι κι αν πρόκειται για ένα ανεκτίμητης αξίας μνημειακό έργο, που θα μας δώσει ένα σωρό πληροφορίες, για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι τόσους αιώνες πριν;
Και αυτό ακριβώς είναι το καίριο ζήτημα: οι αρχαιότητες, η ιστορία, η τέχνη είναι χρήσιμες στο κράτος όταν εξυπηρετούν ένα εθνικό αφήγημα, όταν υπονοούν ένα εθνικό μεγαλείο, όταν είναι λαμπερές σαν επιτάφιοι του Περικλή, σαν ναυμαχίες της Σαλαμίνας που «σταμάτησαν τους βαρβάρους». Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα σχετικά μνημεία τα τιμάμε όπως τους πρέπει, και επενδύουμε και υπέρογκα ποσά για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων στην Αθήνα, για παράδειγμα.
Αλλά, η μελέτη της ιστορίας και της τέχνης είναι άχρηστες στο κράτος και στον ιδεολογικό του μηχανισμό που είναι η εκπαίδευση, όταν δεν χρησιμεύουν στην κατασκευή πειθήνιων υπηκόων που θα μάθουν να δουλεύουν σαν τα σκυλιά και να πάνε να δώσουν τη ζωή τους για τα κέρδη των λίγων. Ούτε στο σχολείο, ούτε στο πανεπιστήμιο, δεν διδάσκεται κανείς πώς ζούσαν οι άνθρωποι, πώς εργάζονταν οι βυρσοδέψες, τι σκεύη χρησιμοποιούσαν οι μάγειρες και τι εργαλεία οι τσαγκάρηδες. Η ζωή, η δημιουργία, η παραγωγή του απλού λαού, των καθημερινών ανθρώπων, είναι πάντα δευτερεύουσα και ασήμαντη, τόσο για την έρευνα όσο και για τη διδασκαλία. Από την άλλη, οι μεταβατικές ιστορικές περίοδοι (όπως αυτή στην οποία χρονολογούνται οι αρχαιότητες της Βενιζέλου) δεν έχουν την αίγλη του 4ου αι. μ.κ.χ. στην Κωνσταντινούπολη ή του 5ου π.κ.χ. στην Αθήνα, δεν περικλείουν μια «εθνική τραγωδία» σαν αυτή της άλωσης ή του μικρασιατικού πολέμου. Και γι’αυτό είναι συνήθως παραμελημένες από την ιστορική μελέτη -και συνήθως «εκτός ύλης» στο σχολικό πρόγραμμα. Ένα μνημείο λοιπόν, μιας τέτοιας περιόδου, και μάλιστα χωρίς δυνατότητα αναφοράς σε μια ένδοξη μάχη, στον τάφο ενός μεγάλου στρατηλάτη ή έστω σε ένα ναό, τι να το κάνει το κράτος; Δεν του χρησιμεύει σε τίποτα.
Αν μάλιστα, η διάσωσή του κοστίσει και ένα σκασμό λεφτά στο φίλο μας τον εργολάβο -ε, τόσο το χειρότερο για το μνημείο. Κι επειδή γκρινιάζουν οι αρχαιολόγοι, θα το πετσοκόψουμε, θα το αποσπάσουμε από το φυσικό του χώρο και θα το πάμε κάπου αλλού που δεν εμποδίζει, κι όποιος θέλει, ας πάει να το επισκεφτεί εκεί.
Αναρωτιέμαι βέβαια, με τι μούτρα αυτή η Υπουργός ειδικά, θα τολμήσει να μιλήσει για τα γλυπτά του Παρθενώνα: τα γλυπτά που ο λόρδος Έλγιν απέσπασε βίαια από το μνημείο, και τα μετέφερε σε ένα άλλο τόπο, προξενώντας ανεπανόρθωτες βλάβες, τόσο στο μνημείο όσο και στα αποσπασμένα μέλη, και διασπώντας την ενότητα και την ολότητά τους. Πόσο διαφορετικό είναι αυτό που θα συμβεί και στο μνημειακό σύνολο της Θεσσαλονίκης; Εκτός δηλαδή από το γεγονός ότι «αυτά δε θα μας τα πάρουν οι ξένοι».
Εν τέλει, ο τρόπος που προσεγγίζονται η ιστορία και η τέχνη, έχει πάντα πρόσημο. Από τον ταρίφα που περηφανεύεται για έναν ιερό βράχο, τον οποίο, όχι μόνο δεν έχτισε, αλλά ενδεχομένως δεν έχει καν επισκεφτεί, ως τον μακεδονομάχο των συλλαλητηρίων που διαρρηγνύει το χιτώνα του για το όνομα της Μακεδονίας, αλλά αδιαφορεί για τις αρχαιότητες της Βενιζέλου, τέτοιες τοποθετήσεις πάνε χέρι-χέρι με εκείνους που μιλάνε για ναυαρχίδες, αλλά όχι μόνο δεν τις χρηματοδοτούν ούτε στηρίζουν όσους δουλεύουν σε αυτές, αλλά τις ξεπουλάνε και σε ιδιωτικά συμφέροντα.


Κι υπάρχει πάντα και η προσέγγιση της ιστορίας που θέλει να μάθει πώς ήταν η ζωή των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας, και που ήταν σαν εμάς – με στόχο να δουλέψει για να κάνει καλύτερη τη ζωή των ανθρώπων που θα έρθουν μετά από εμάς.
Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζει επίσης, ότι τα μνημεία του πολιτισμού δεν ανήκουν σε κανέναν, ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα. Είναι σωστό φυσικά να παραμένουν στον τόπο, όπου φτιάχτηκαν, γιατί εκεί αναδεικνύονται, όντας όμως παράλληλα προσβάσιμα σε όλους, ώστε όλοι να έχουν τη δυνατότητα να μάθουν από αυτά και να απολαύσουν την ομορφιά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: