Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2019

Σίγουρα λεφτά

                                             

     ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ

   

Εν αρχή ήσαν τα δημόσια κατσάβραχα, μετά φύτρωσαν τα πουρνάρια, στο τέλος εμφανίστηκαν οι άνθρωποι. Πρώτα έχτισαν οι αυθαίρετοι, ύστερα οι νόμιμοι, στο τέλος οι πρώην αυθαίρετοι , που έγιναν πάμπλουτοι εν μια νυκτί πουλώντας την αντιπαροχή των κλοπιμαίων τους. Κάνοντας την εξίσωση αυτής της κατάστασης , λέμε: Αυθαίρετο στο αυθαίρετο + νόμιμο στο νόμιμο +αντιπαροχή αυθαιρέτων=Μας πήρε ο διάολος και μας σήκωσε!

 
Ήρθε ο νταμαρόλοφος και έπηξε στις πολυκατοικίες και πώς να κυκλοφορήσεις στα κωλόστενα, με τα τετράτροχα φέρετρα στη θέση των κάδων των σκουπιδιών και με τους κάδους πεταμένους καταμεσής στην άσφαλτο να υποφέρουν από μόνιμη γαστροοισοφαγική αναρρόφηση. Κάποτε άρχισαν και οι καυγάδες του τύπου πάρε τον κάδο σου από δω, ο κάδος σου κι ο κάδος μου , κλείστε τον κάδο και μην πετάτε πολυθρόνες μέσα, τα γνωστά ελληνικά χούγια . Κι αρχίσανε οι ευγενείς εκφράσεις να εκτοξεύονται εκατέρωθεν των κάδων , οι μάχες εκ του συστάδην αλλεπάλληλες, με πρώτα θύματα τις σχέσεις μας και τα κοψίματα της Καλημέρας.
Κάναμε μια μέρα κι εμείς την επανάστασή μας και , βρε ουστ, μετακινήσαμε τον κάδο μας λιγάκι παραπέρα. Ησύχασε η πιλοτή από τη βρόμα, κοιμόμασταν επιτέλους με τα πορτοπαράθυρα ανοιχτά τα βράδια, έμπαινε λίγη δροσούλα απ’ το ψωραλέο δασάκι απέναντι , έτσι που είχανε σφίξει οι ζέστες κι ο καύσων δεν αστειευόταν. Ο θάνατός σου η ζωή μου υπέρτατη αρχή ανάμεσα στο ρωμαίικο, όπερ σημαίνει στα αραμαϊκά εμείς να περνάμε καλά κι άλλοι να πάνε να... γαργαληθούνε.
Ουδέν όμως καλόν αμιγές κακού, που θα έλεγαν ασφαλώς κι οι πρόγονοί μας. Ήγουν σε κάθε επανάσταση αντιστοιχεί και μία αντεπανάσταση, που τη βαφτίζουν επανάσταση. Πλάκωσαν λοιπόν  μια νύχτα με φεγγάρι οι φενταγίν  της Αθανασίου Διάκου 10 και έζωσαν το οχυρό της Αθανασίου Διάκου 8, τουτέστιν την πολυκατοικία μας . Εν πλήρη εξαρτήσει ,  με τα φανελάκια τους, τα σορτσάκια τους και τις σαγιονάρες τους. Πίσω τους αλάλαζαν οι εφεδρείες των γυναικόπαιδων και των λοιπών στενών συγγενών .
«Αγαπητοί γείτονες , ήρθαμε για αν σας επιστρέψουμε τον κάδο σας!»
«
Αγαπητοί γείτονες , σας ευχαριστούμε πολύ , αλλά δε θα  πάρουμε!»
«
Αγαπητοί γείτονες , αυτό δε γίνεται! Ο κάδος θα μείνει στη θέση του!»
«Ποια θέση του , μωρέ;» Υψώθηκε τσιρίδα γυναικεία και πολεμική, σπάζοντας την ανακωχή. «  Πού ακούστηκε να κάνετε  με το ζόρι σκουπιδότοπο την πιλοτή μας;»
«Δεν ξέρουμε τι μας τσαμπουνάς , κυρά μου.»της αντιγύρισε μια αρειμάνια  αντρική .  Εκεί που τον βρήκαμε , εκεί και θα τον αφήσουμε!»
« Μωρέ ωραία μας τα λες . Για να πετάτε τα σκουπίδια σας σε μας; Δε σφάξανε!Τελεία και παύλα!» μπήκε στη μέση ο Γιάννης ο κουρέας.»
« Και πού να τα πετάμε; Στον Καιάδα;»
«Την κολοκυθιά θα παίξουμε τώρα;  Υπάρχει κι άλλος κάδος παραπέρα. στα πενήντα μέτρα…»
«Δε θα μας πείτε εσείς πού θα πετάμε τα σκουπίδια μας!»
«Πάντως» είπε ο διαχειριστής μας «εμείς κάναμε γενική συνέλευση και και πήραμε ομόφωνα την απόφαση πως στο εξής  κάδος δεν ξαναμπαίνει στην πιλοτή μας!»
«Να δούμε πού θα τον πάτε…», πετάχτηκε μια αδύνατη μαυροφορεμένη σαν κοράκι , που έμενε στον πρώτο όροφο των αντιπάλων. «...Αν τον ξαναφέρετε κάτω από το διαμέρισμά μου , θα γίνει το έλα να δεις!» 

« Αντί να μας ευχαριστείτε που τόσα χρόνια τρώγαμε τη μπόχα απ' τα σαρδελοκέφαλα και τα μο%#8πανά σας , μας απειλείτε κι από πάνω!» απάντησε η κυρά Κατίνα του δικού μας πρώτου ορόφου.
«Άκουσε να σου πω , κυρά μου, για μάζεψε τη γλώσσα σου , να μη στην κόψω!» είπε η χλεμπονιάρα
 « Χώρια που μας ταράζει στα ντάπα ντούπα με τα χαλιά της εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο» προσέτρεξε για βοήθεια ένας μυστακοφόρος που έμενε στον  τέταρτο όροφο του κάστρου των εχθρών .
Η συζήτηση άρχιζε να παίρνει διαστάσεις Συριακού πολέμου. Επενέβησαν οι ψυχραιμότεροι.
« Αγαπητοί γείτονες, παρακαλώ να κινούμεθα εντός των ορίων της ευπρέπειας, ειδάλλως δεν κάνουμε τίποτε...», ξεχώρισε η φωνή του κυρίου  Λεμονίδη  με το γνωστό ιεραποστολικό  ύφος ειρήνη υμίν , αδελφοί μου. «Αλλά...»  συνέχισε « ...Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, οι γείτονες της διπλανής πολυκατοικίας αντιμετωπίζουν ένα οξύ πρόβλημα με τα σκουπίδια τους.»
« Μπράβο , καλά τα λες!» απαντήσανε εν χορώ οι γείτονες της διπλανής πολυκατοικίας του κυρίου Λεμονίδη, δηλαδή εμείς.
« Και βέβαια τα λέω καλά , στραβός είμαι να μη βλέπω τα σκουπίδια σας;»
« Όχι μόνο τα δικά μας , κυρ δικηγόρε, αλλά και τα δικά σας…» τον κάρφωσε ο Μπάμπης του δευτέρου ορόφου μας.

« Σωστά, σωστά , κύριε Μελετόπουλε, και τα δικά μας !», συνέχισε ατάραχος ο δικηγόρος. «...Όμως πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα, πριν καταλήξουμε σε οριστική συμφωνία.» 
 

Ο Μπάμπης Μελετόπουλος

« Ποια είναι αυτά;»
« Πρώτον, ότι εμείς τον βρήκαμε τον κάδο στην πιλοτή σας , άρα εσείς τον θέλατε εκεί, και δεύτερο , πέστε μου πού να τον βάλουμε, αν τον βγάλουμε από την πιλοτή σας; Όχι βέβαια σε τούτο το δρομάκι, που δυο αυτοκίνητα δε χωράνε να περάσουν.»
« Όχι, βέβαια, στο δρομάκι, όχι στο δρομάκι!» πολυφώνησαν ομαδικώς σαν παπαγάλοι οι μαφιόζοι της διπλανής πολυκατοικίας.
Αποφάσισα να παρέμβω, πριν καταφέρει να τουμπάρει τα αγαθά ανθρωπάκια της δικής μας επικράτειας ο παμπόνηρος δικηγόρος.

 « Κύριε συνάδελφε, ως προς το πρώτο σκέλος της επιχειρηματολογία σας, πρέπει να πω το πιο απλό πράμα του κόσμου, ότι δηλαδή δε θέλουμε πια τον κάδο στην πιλοτή μας. Το γιατί, αφορά αποκλειστικά εμάς και κανέναν άλλο. Είχαμε αυτό το δικαίωμα από την αρχή, αλλά δεν το ασκήσαμε. Τώρα  δεν τον θέλουμε . Κάνουμε  χρήση του  αναφαίρετου  δικαιώματός  μας να..»
« Ας έρθει να μείνει ο δικηγόρος στο διαμέρισμά μου το καλοκαίρι» με διέκοψε 
η κυρα Κατίνα «...και θα καταλάβει. Ούτε μια ώρα δε θα ανεχότανε τη μπόχα…».
« Γιατί δεν κλείνεις τα παράθυρα, αφού έχεις ερκοντίσιον;», ξεχώρισε  μια γυναικεία τσιρίδα  από το τσούρμο των αντιπάλων.

 
«Μωρέ, πολύ έξυπνη είσαι του λόγου σου! Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω στο σπίτι μου.»
« Έλα , κυρία Κατίνα, ηρέμησε!», είπα ενοχλημένος που με είχε διακόψει. Ξαναγύρισα στο Λεμονίδη: «Ως προς το δεύτερο επιχείρημά σας , κύριε συνάδελφε ,  νομίζω ότι και αυτό δεν ευσταθεί. Το ότι υπάρχει πρόβλημα κάδων οφείλεται στα αυτοκίνητά σας. Δεν έχετε πού να τα βάλετε, γι’ αυτό βγάζετε τους κάδους και τα παρκάρετε στη θέση τους.»
« Τα λέτε αυτά γιατί έχετε την πιλοτή. Να σας έβλεπα πού θα παρκάρατε τα δικά σας , αν δεν την είχατε» ύψωσε τη φωνή ο ψαρέμπορος της διπλανής.

 « Ας προνοούσατε κι εσείς  , τότε που χτίσατε την πολυκατοικία, να κάνετε  θέσεις για πάρκινγκ», τον καμάκωσε ο Στράτος ο φορτηγατζής που έμενε στον τρίτο. «... Όμως εσείς ήσασταν ταμαχιάρηδες!..» 
« Εμένα λες ταμαχιάρη; Εγώ χρυσάφι έδωσα για το διαμέρισμά μου, που να μην έσωνα να το πάρω!»
« Δεν εννοώ εσένα προσωπικά , άνθρωπέ μου, αλλά  τον οικοπεδούχο, τον  μακαρίτη τον κυρ Στέλιο , που του την έφερε αυτός ο λύκος, ο εργολάβος, που έκανε τσιμέντο όλη την περιοχή. Μέχρι και το κοτέτσι της γιαγιάς του , μέσα στο δάσος , το έκανε πολυκατοικία ο αθεόφοβος . Θα έκανε πιλοτή ο Αθανασιάδης, αν ήταν να βγάλει κάνα διαμέρισμα παραπάνω;» 
     « Κύριοι, κύριοι, λίγη ηρεμία!..», παρενέβη πάλι ο ειρήνη υμίν. «...Μ΄ αυτά και με τούτα δεν καταλήγουμε πουθενά. Προτείνω να παραμείνει η κατάσταση ως είχε μέχρι πρότινος και συν το χρόνω να βρούμε μια λύση που να ικανοποιεί και τις δυο πλευρές. Ξαναβάζουμε λοιπόν τον κάδο στη θέση του και με τον καιρό τα βρίσκουμε. Όσον αφορά τις απόψεις σας , κύριε Βασιλειάδη, έχω να πω το εξής: lex non scripta!»
« Τι είναι αυτά τα αλαμπουρνέζικα  που μας τσαμπουνάτε, κυρ δικηγόρε;» ακούστηκε η αγανακτισμένη φωνή του Μπάμπη.
Ένα περιφρονητικό χαμόγελο υποχρέωσε τα στενά χείλη του Λεμονίδη να αποκαλύψουν τα κατακίτρινα δόντια του.                   « Κάνω πως δεν άκουσα το ρήμα τσαμπουνάτε , που ξεστομίσατε κύριε ΜΠΑ- ΜΠΗ μου, γιατί δεν είμαστε ίσα κι όμοια κύριε
ΜΠΑ- ΜΠΗ μου. Δεν τσα-μπου-νώ, αλλά ο-μι-λώ μετ' επιχειρημάτων. Απευθύνομαι  σε συνάδελφο , κύριε, σε έναν άνθρωπο μορφωμένο! Αυτός είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σημασία του εθιμικού δικαίου, του άγραφου νόμου. Άπαξ και δεχθήκατε τον κάδο στην πιλοτή σας, θα τον υποστείτε με όλες τις συνέπειές του.»
« Πες τα, χρυσόστομε!» ανεβόησαν οι της Αθανασίου Διάκου 10.
«Αίσχος! Αυτός είναι ωμός εκβιασμός! Έτσι εννοείτε την αμοιβαία αποδεκτή λύση, που προτείνατε προηγουμένως;», μπήκε στη μέση η γυναίκα μου.
« Δεν είναι εκβιασμός αλλά η πραγματικότης, κυρία μου, η απτή πραγματικότης! Και να σας πω κάτι άλλο; Εσείς , ιδιοτελώς φερόμενοι, ιδιοποιηθήκατε τον κοινόχρηστο κάδο, τον βάλατε στην πιλοτή σας. Σφετεριστήκατε ένα δημόσιο αγαθό. Κανονικά θα έπρεπε να σας κάνουμε καταγγελία στο Δήμο , αλλά είμεθα μεγαλόψυχοι. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε τα σκουπιδάκια μας σ’ αυτόν , αλλά προειδοποιούμε ότι  αν μας ξαναενοχλήσετε , θα σας κάνουμε αγωγή…»
Η τελευταία φράση του πνίγηκε μέσα σε ένα χείμαρρο επιδοκιμασιών από τη μεριά των εχθρών και αποδοκιμασιών από τη μεριά των φίλων.
« Να βράσω το δικηγοριλίκι σου, χασοδίκη !» υψώθηκε πάνω από τη χάβρα  η βροντόλαλη  φωνή του Μπάμπη.
Σαν κόμπρα στράφηκε προς το μέρος του ο Λεμονίδης. «Ποιος το είπε αυτό; Πείτε μου ποιος το είπε αυτό!» βρυχήθηκε σε έξαλλη κατάσταση .
« Εγώ, ο ΜΠΑΜΠΗΣ ο Μελετόπουλος, ρε ! Πρώτα μας  μπαλαμουτιάζεις  και μετά μας την φέρνεις από πίσω. Ου να χαθείς, χασοδίκη , ε χασοδίκη! …»
Το πρόσωπο του δικηγόρου άστραψε από ένα φως σατανικής αγαλλίασης, λες και άκουγε να τον ζητωκραυγάζουν στον ιππόδρομο.
« Τον ακούσατε όλοι , αγαπητοί γείτονες; Τον ακούσατε; Είστε όλοι αυτόπτες μάρτυρες. Δεν υπάρχει περίπτωση να το αρνηθεί κανείς , όταν θα κληθούμε ενώπιον της Δικαιοσύνης , για να διεκδικήσουμε το αυτονόητο δίκιο μας»                                 

 «Τον ακούσαμε , τον ακούσαμε!», κακάρισε το εχθρικό τσούρμο.
« Στο πρόσωπό μου έβρισε χυδαία και με  ανεπίτρεπτες εκφράσεις όλους εσάς . Προτείνω δι΄ εμού ως εκπροσώπου υμών να  ασκηθεί μήνυση κατά του χυδαίου τούτου ατόμου και  να απαιτήσουμε αποζημίωση για προσβολή της προσωπικότητος ενός εκάστου εξ υμών!»
Κατάλαβα μεμιάς πού το πήγαινε η Λεμονίδειος αλεπού και μπήκα στη μέση .
"Κύριε συνάδελφε, σας παρακαλώ μην εξάπτεστε! Ο άνθρωπος εξέφρασε την αγανάκτησή του για την αδικία που υφίσταται. Δυο τρεις λεξούλες φορτισμένες δε συνιστούν και τη συντέλεια του κόσμου…» 

«Εσείς να κάνετε τη δουλειά σας! Και να αφήσετε τα κύριε συνάδελφε κατά μέρος. Εδώ υβρίζεται όχι μόνο ένας περιώνυμος δικηγόρος αλλά και  ευυπόληπτα  μέλη της κοινωνίας  μας , αλλά  εσάς δεν ιδρώνει ούτε το αυτάκι σας;»                                                  
  «Δεν έχει νόημα να απαντήσω . Σοβαρολογείτε όταν λέτε  ότι πρέπει να τραβολογιόμαστε στα δικαστήρα για ένα λεκτικό ολίσθημα; Κρίμα!»
«Κρίμα; Τι εννοείτε με τη λέξη Κρίμα ; Κρίμα για ποιον και γιατί; Γιατί μας υβρίζετε !»
«Εγώ σας βρίζω; Ελάτε στα συγκαλά σας!»
« Ορίστε , ορίστε, μας υβρίζει για δεύτερη φορά . Μας είπε ελάτε στα σύγκαλά σας, άρα μας λέει τρελούς ! Τον ακούσατε όλοι;»
« Τον ακούσαμε , τον ακούσαμε! Να του κάνουμε μήνυση , κύριε Λεμονίδη!», βέλαξε  το κοπάδι του.
«Βεβαίως και θα του κάνουμε μήνυση! Και μάλιστα θα ζητήσω να του αφαιρεθεί η άδεια για αντισυναδελφική συμπεριφορά…»
«Ρε αρχίδι του κερατά, ζητάς από πάνω και τα ρέστα;», μούγκρισε ως ταύρος μαινόμενος ο Μπάμπης. «...Θα σου δείξω εγώ!»

 
Κάνοντας μια με τις χερούκλες του διεχώρισε τα ερίφια από τα πρόβατα και πιάνοντας τον πελώριο κάδο, που στέναζε από τις βρομοσακούλες, άρχισε να τον σέρνει στον ανηφορικό δρόμο σαν να ήταν παιδικό καροτσάκι. Πίσω του σπεύσαμε φωνάζοντας εν χορώ και χειρονομώντας σαν τρελοί .
 Εκατό μέτρα παραπέρα ο γίγαντας σταμάτησε. Στεκόταν στην κορυφή του λόφου, όπως ο Αβραάμ  στην Αγία Κορυφή του Σινά.   Κάτω από τα πόδια του ο δρόμος  εκτεινόταν  ως την κεντρική λεωφόρο του οικισμού έχοντας κλίση  20%.
Τον κοιτάζαμε όλοι με κομμένη την ανάσα . Νιώθαμε ότι οι στιγμές ήταν κρίσιμες.  Τι θα έκανε , άραγε, ο θηριώδης Μπαμπούτσος , ο κατά τα άλλα αγαθός γίγαντας , που έσκυβε το κεφάλι κάθε φορά που έπιαναν τα μπουρίνια τη σύζυγό του, την  κυρία Αναστασία; Θα άφηνε εκεί τον κάδο και μετά θα στρεφότανε να αντιμετωπίσει, μόνος αυτός, τα λυσσασμένα κύματα των μοχθηρών αντιπάλων μας; Αν προέκρινε τη λύση αυτή  , ασφαλώς αυτό σήμαινε πόλεμο, γενικευμένη σύρραξη. Θα προτάσσαμε όμως τα στήθη μας  ή θα  τον αφήναμε μονάχο και αβοήθητο στο λόφο με τόσους λύκους  έτοιμους να τον κατασπαράξουν για τη βαρύτατη προσβολή που τους είχε κάνει;
Όμως ο άνθρωπος αυτός δεν έδειχνε να έχει επαφή μ΄αυτόν τον κόσμο. Στο θολό  βλέμμα του σαν να περνούσαν  οι σκιές των Σουλιωτών προγόνων του έτοιμων να τα βάλουν με τους νέους Αλή Πασάδες. Άπλωσε ξαφνικά  τη χερούκλα του προς τα μπρος και έσπρωξε απαλά  τον κάδο στην κατηφόρα . Το κατάφορτο κήτος άρχισε να τσουλάει ταλαντευόμενο, πηγαίνοντας μια από δω, μια από κει, κι  ύστερα πήρε να αναπτύσσει ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αφού  χάρισε τη ζωή σε ένα γλυκούλικο  Suzuki Vitara , έγδαρε άσχημα το αριστερό πλευρό μιας κατακόκκινης  Alfa Romeo Julietta και έφαγε τον καθρέφτη ενός τσίλικου
Peugeot 308 , για να καταλήξει πέφτοντας  με  πάταγο πάνω σε μια Harley-Davidson Street, που  τη μετέτρεψε σε  χαλκομανία του...δρόμου.
Όλα αυτά τα φοβερά και θαυμαστά έγιναν απ' το ένα μόνο χέρι του Μπάμπη μας. Φανταστείτε τι θα γινόταν αν χρησιμοποιούσε και το το άλλο.

Η παράσταση είχε λάβει  τέλος . Το έδειξε βγάζοντας ένα πακέτο τσιγάρα και ανάβοντας  ένα  εν μέσω νεκρικής σιγής. Τράβηξε μερικές τζούρες και το πέταξε στο δρόμο, λιώνοντάς το με τη σόλα του, υπονοώντας ενδεχομένως ότι αυτήν την τύχη θα είχε αυτός που θα τολμούσε να τα βάλει μαζί του.  Ύστερα  πήρε το δρόμο της επιστροφής,  βαδίζοντας καμαρωτά λες και ήταν  τσολιάς της προεδρικής φρουράς που πήγαινε για σκάντζα βάρδια στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου.
 Περνώντας μπροστά από το Λεμονίδη κοντοστάθηκε. Κοίταξε περιφρονητικά το λιπόσαρκο κορμί του και αναφώνησε: «Να βράσω τα κιτάπια σου, χασοδίκη!».
Αυτό ήταν ! Εσχίσθη το καταπέτασμα του ουρανού . Από τη στιγμή εκείνη μας πήρε το ποτάμι , μας πήρε ο ποταμός!.. Συλλήβδην όλους  τους ενοίκους της πολυκατοικίας μας, τον Μπάμπη, εμένα , την Κούλα, τέσσερις ορόφους συναπτούς. Ο Λεμονίδης μάς τάραξε στις μηνύσεις. Πού σε πονάει και πού σε σφάζει! Για έργω εξύβριση, για μείωση επαγγελματικής προσωπικότητας  , για άσκηση προφορικής βίας, για, για … 

Βέβαια, κι εμείς κάναμε τις μηνύσεις μας, αλλά είναι σίγουρο πως δε θα πετύχουμε τίποτε. Ο τύπος είναι διαόλου κάλτσα. Κώλος και βρακί με όλους τους δικαστές , πάντα καταφέρνει να παίρνει το αποτέλεσμα που θέλει, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ  ότι " η δικαιοσύνη χωρίς το σπαθί της στο χέρι της  είναι το μοναδικό  πράγμα που είναι χειρότερο από την αδικία.".
Στο μεταξύ , εν αναμονή της Μέρας της Κρίσεώς μας, η δουλειά στα δικαστήρια απορροφούσε κάθε ικμάδα μου σωματική τε και πνευματική.   
Τις προάλλες πέρασε ένας συνάδελφος απ’ το γραφείο μου, για ν’ αφήσει κάτι δικόγραφα. Καλό παιδί , γνωριζόμασταν απ’ τα φοιτητικά μας χρόνια. Μετά πήγαμε να πιούμε  ουζάκι στην Αρετσού. Πάνω λοιπόν που είχαν χαλαρώσει οι γλώσσες μας και μπήκαμε στα προσωπικά μας, ο Πέτρος γυρνάει και μου λέει:
«Ρε συ Μανόλη, έμαθα πως μπλέξατε κι εσείς με τον Χλεμπονίδη» 

«Τι εννοείς;», του λέω σουφρώνοντας τα χείλη. «Για ποιον Χλεμπονίδη μιλάς;»
«Τον συνάδελφο Λεμονίδη , εννοώ, που λόγω του χαρακτήρα του τον φωνάζουν Χλεμπονίδη και τη βιομηχανία μηνύσεων που έχει στήσει για να κάνει περιουσία από τους ατυχείς που πέφτουν στα δίχτυα του , το διαβόητο σύστημα Λεμονίδη. »
«Σύστημα Λεμονίδη; Τι είναι αυτό;» 
«Πιάνει και στήνει καυγάδες με αφελείς, τους στριμώχνει με αγωγές δεκάδων χιλιάδων ευρώ για εξύβριση προσωπικότητας και μετά τους τα παίρνει χοντρά είτε με συμβιβασμό είτε με δικαστικές αποφάσεις,στις οποίες πάντοτε είναι ο κερδισμένος.Λένε ότι μ’ αυτό το κόλπο έχει αποκτήσει τρία εξοχικά, ένα στη Χαλκιδική , ένα στην Ασπροβάλτα κι ένα στον Πλαταμώνα. Προς αποκατάστασιν του τρωθέντος επαγγελματικού  κύρους του , όπως διατείνεται . Τώρα, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει βάλει στο μάτι κάποιο  σαλέ στο Σέλι και έπεσε επάνω σας για να το εξασφαλίσει.»

 «Δηλαδή στημένος ήταν  ο καυγάς στην πολυκατοικία; Τι λες, ωρέ Πέτρε! Πού να το φανταστώ;»
 « Αυτό που σου λέω, φίλε! Και ξέρεις τι μ’ ενοχλεί περισσότερο σ΄αυτό το καθίκι;»
«Τι;»
« Ότι είναι πάντα στον αφρό  και πάντοτε καβάλα μας. Το 1966 , ήταν το  πρωτοπαλίκαρο του Εκοφίτη Λάκη  Ιωαννίδη και  μάς τσάκιζε τα παΐδια έξω από το Χημείο. Στη περίοδο της  Χούντας  χαφιέδιζε  στα κυλικεία του Χημείου και της Φιλοσοφικής και μετά μας κάρφωνε στον αρχιμπάτσο  Μήτσου στο  Μεταγωγών της Ασφάλειας στη Σβώλου. Ύστερα,  στη μεταπολίτευση,  προσχώρησε  αδιάντροπα στη Ν.Δ. και τώρα πολιτεύεται  με τον Καρατζαφέρη»
«Κλασική περίπτωση ακροδεξιού αριβίστα γυρολόγου  , που επέστρεψε στη φυσική του κοίτη…»
 

Γυρνώντας στο σπίτι διηγήθηκα στη γυναίκα μου την ιστορία που μου αποκάλυψε ο Πέτρος  για το σύστημα Λεμονίδη.

 « Τ΄άκουσες , Κούλα μου, ο φασίστας ; Παλιά μας έδερνε, τώρα  μας γδέρνει!».
« Α το κάθαρμα ! Άμα τον συναντήσω, θα τον φτύσω κατάμουτρα , το φασιστόμουτρο!
«Άλλος ένας καλός λόγος για να  μας πάρει τις λιγοστές  οικονομίες που καταφέραμε να γλιτώσουμε από τα δόντια των Μνημονίων.  »
«Ησύχασε, πλάκα κάνω . Δε χαλαλίζω ούτε το σάλιο μου για ένα βρομάνθρωπο σαν αυτόν. Όμως , καλέ μου, αυτός ο άθλιος είναι ο ισχυρότερος  λόγος για να τσακιστούμε να φύγουμε από την πολυκατοικία . Πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουμε μια φτηνή μονοκατοικία . Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα! »
«  Σπίτια υπάρχουν όσα θες, Κούλα μου, λεφτά δεν υπάρχουν! Αν πάμε σε τράπεζα θα μας ρουφήξει το αίμα με τα ληστοδάνειά της.»
« Μην απελπίζεσαι.  Τώρα που έκοψες το βερεσέ , θα στρώσουνε τα πράματα.»
« Κόψαμε το βερεσέ, Κούλα μου, αλλά χάσαμε τους μισούς πελάτες! Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Εκτός και αν ανοίξουμε κι εμείς μια επιχείρηση ...»
«Τι είδους επιχείρηση; »

«Σαν αυτήν του Χλεμπονίδη. Βιομηχανία αγωγών για προσβολή προσωπικότητας! Σίγουρα λεφτά. »





  Αποτέλεσμα εικόνας για σαλε στο βουνο
Το εξοχικό των νέων  ονείρων του (Χ)Λεμ(π)ονίδη στο βουνό...
όταν κερδίσει σίγουρα τη δίκη...

Gerontakos, 15/12/2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Τάσο Αποστολίδη για το νέο του graphic novel «Αριστοτέλης» με εικονογράφηση Αλέκου Παπαδάτου

Tάσος Αποστολίδης:«Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη έχει να κάνει με την πραγματική ζωή, με το τώρα» Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Τάσο Απ...